ΥΔΩΡ: το ύδωρ είναι το ένα μέλος της πρώτης Νοητής Δυάδος που εξεπήγασε από την Άρρητον Αρχή (Εν). Πρόκειται για μια καθαρή, αόριστη και υπερβατική του πραγματικού (οντικού) κόσμου συνθήκη ενέργειας πριν από την ουσία. Υπερούσια.[1]
Δεν είναι δηλαδή ουσία, ούτε καν όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως a priori συνθήκη της οντολογικής πραγματικότητας. Επειδή, όταν απελευθερώνεται αυτή η Αρχή, είναι απολύτως αβέβαιο εάν θα επιτευχθεί αυτή η πραγματικότητα. Και τούτο, επειδή ακόμη δεν έχει υποστασιοποιηθεί ο Χρόνος. Έτσι, το Ύδωρ μπορεί να χαρακτηρισθεί:
1. Ως η μία από τις δυο νοητές Αρχές της ουσίας (Αρχή =αιτία, δέσμη αιτίων και αποτελεσμάτων ανεκδήλωτων) της ουσίας,
2. Αctus purus, καθαρή δράση
3. Ως ο Νόμος γενέσεως αυτού που αποκαλείται «ενέργεια», φορέας της φύσεως των θεμελιωδών ιδιοτήτων της ενέργειας: α) της συνεχούς (κυματοειδούς) μορφής και συμπεριφοράς της, β) της συνεκτικότητας που προσδίδει στα στοιχεία της ύλης, γ) της σταθερής συσχετίσεως (συγκολλήσεως) αυτών των στοιχείων, δ) της αραιώσεως.
Το Ύδωρ είναι λοιπόν το δραστικό υπόβαθρο της ενέργειας, που προοδευτικά θα εμφανίσει ουσιώδη αποτελέσματα - με πρώτο τον Αιθέρα.
Διακρίνεται επίσης, ως πρωταρχικός φορέας του κριτικού πνεύματος - της υψίστης Νοήσεως και συνοπτικής εκδήλωσης του Λόγου. Ως προς τον Λόγο, τον καθολικό Νόμο του Γίγνεσθαι αλλά και ειδητικό όρο του τριαδικού Ενός ως ειδοποιού ορίου αυτού, ως χιτώνα περιβολής και εγγυήσεως του σφαιροειδούς σχηματισμού του, το Ύδωρ μπορεί να χαρακτηρισθεί κατά συνθήκην ή και καταχρηστικά ως «ουσία»[2] του ή καλύτερα ως το ρίζωμα του Λόγου[3].
Το όνομα Ύδωρ παράγεται από τις ρίζες: √ ΥΔ, √ ΥΔΑΤ, √ ΥΔΡ, ΟΔΡ, √ ΔΟ. Κύριες σημασίες της λέξεως:
1. Δώρον, δοτήρ, δανός (κεκαυμένος, ξηρός), δάνος (δώρο και στη Μακεδονική: θάνατος, πιθανόν θνητότητα)
2. Νερό, κάθε τι ρευστό, φευγαλέο, παροδικό.
3. Βροχή- υετός
4. Χρόνος κλεψύδρας ( πρβλ. Δημοσθ. «εάν το ύδωρ εκχωρεί» = εάν υπάρχει αρκετός χρόνος - «εν τω εμώ ύδατι», «επί του εμού ύδατος»= στο χρονικό διάστημα που μου ανήκει κ.λπ.).
Συνάπτεται προς τη ρίζα √ ΥΓ = υγιαίνω, αυξάνω, απαρτιούμαι. Υγιής = σώος, πλήρης, άρτιος, ορθός, κανονικός// Υγρόν γενικώς: οίνος, ούρον, ορός (Αριστ. Μετεωρολογικά). Την ονομασία «ύδωρ» φέρουν και αστέρες του Υδροχόου (Άρατος 339).
ΥΛΗ: είναι το ένα μέλος της πρώτης Νοητής (υπερούσιας) Δυάδος που εξεπήγασε από την Άρρητον Αρχή- «Εν». Πρόκειται για μια αόριστη, υπερβατική του πραγματικού (οντικού) Κόσμου έννοια, για μια προοντολογική δύναμη. Είναι συνθήκη κάθε μορφής της ύλης πριν από τη σύστασή της σε ουσία, πριν την σύνδεσή της με την ενέργεια. Ό,τι εκπηγάζει από το Εν και ονομάζεται Ύλη δεν είναι ουσία, ούτε ως a priori συνθήκη της οντολογικής πραγματικότητας. Επειδή όταν απελευθερώνεται αυτή η Αρχή, είναι απολύτως αβέβαιο εάν θα επιτευχθεί αυτή η πραγματικότητα. Και τούτο, επειδή ακόμη δεν έχει υποστασιοποιηθεί ο Χρόνος. Έτσι η Ύλη μπορεί να χαρακτηρισθεί:
1. Ως μία από τις δυο νοητές Αρχές της ουσίας (Αρχή = αιτία, δέσμη αιτίων και αποτελεσμάτων ανεκδήλωτων).
2. Ως καθαρή δυναμικότητα.
3. Ως ο Νόμος γενέσεως αυτού που αποκαλείται ύ λη - σε οποιαδήποτε τάση της - φορέας της φύσεως των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της ύλης ήτοι:
· Της τάσεως προς την αδράνεια και της ασυνεχούς (μεριστής) διαιρετής μορφής και συμπεριφοράς της.
· Της διασπάσεως που χαρακτηρίζει τα στοιχεία της σε ελεύθερη κατάσταση.
· Της ασταθούς συσχετίσεως αυτών των στοιχείων (αταξία).
· Της πυκνώσεως.
Η κοσμογονική Ύλη είναι δυναμικό υπόστρωμα, ρίζωμα (ορφ. λέγεται και Γη) της ύλης σε κάθε αναβαθμό της εξέλιξής της. Η Ύλη αυτή προοδευτικά θα εμφανίσει ουσιώδεις στοιχειώσεις με πρώτη το Χάος.
Διακρίνεται, επίσης, ως πρώτος φορέας της Ψυχής- του βουλητικού και αναγκαστικού (ανάγκη: από το άγω, φέρω) αιτίου του Γίγνεσθαι και ζωτικού στοιχείου της Νυκτός.
Το όνομα Ύλη παράγεται από τη ρίζα √ υλF (α) ανάλογο του λατινικού παραγώγου "silva". Έννοιες:
1. Δάσος, δασικά δέντρα ( Αντιγόνη Σοφοκλ.: «τα δένδρα και η ύλη» = καρποφόρα και άγρια δεντρα).
2. Όπως το matteria (λέξη παραγόμενη από την ελληνική «Μήτηρ»): Άγρια παρθένος ύλη, ακατέργαστη πρώτη ύλη. Κατά διαστολήν η άγρια, αγνή φύση.
3. Φιλοσοφικοί όροι:
· «έστι δε ύλη μάλιστα το υποκειμένου γενέσεως και φθοράς δεκτικόν» και,
· «το αόριστον πριν ορισθήναι και μετασχείν είδους» ( Αριστ. Φυσικά) δηλαδή : α) η ύλη κυρίως είναι ό, τι υπόκειται στις δράσεις της γενέσεως και της φθοράς, και β) (Ύλη είναι) το άμορφο και το αόριστο πριν προσδιορισθεί και πάρει μορφή. Στο (β) αναφέρεται στην άποιον ύλη (άμορφη, χωρίς ποιόν) που διακρίνεται από το ένυλον είδος (ύλη που πήρε μορφή ή ιδέα - ανάλογη του είδους - που μορφοποιήθηκε). Ενδιαφέρων είναι ο ορισμός του Bergson[4]: « ύλη είναι δημιουργική ενέργεια αποσυνθεμένη».
Σχετικά με το κοινό αρκτικό γράμμα «Υ» των ονομάτων ΥΔΩΡ-ΥΛΗ της Νοητής Δυάδος, σημειώνεται πως οι Πυθαγόρειοι το έθεταν ως σύμβολο της Ζωής, αποκαλώντας το «Τριόδιο». (συνεχίζεται....)
[1] Ως σημείωση αρ.7
[2] Δίνονται δύο σημαντικά αξιώματα σχετικά με τον Λόγο που αν και είναι «Αρχή της ουσίας» (υπερούσιος - σημ.7) έχει όμως και κάποια «ουσία». Ο Ηράκλειτος λέγει «Ουσία ειμαρμένης Λόγον τον δια της ουσίας του παντός διήκοντα» . Εδώ ο Λόγος φέρεται ως «ουσία» ο ίδιος. Και ο Ζήνων ο Κιτιεύς: «Έστι μεν ουν Ειμαρμένη ουσία των όντων ειρομένη ή Λόγος καθ' ον ο κόσμος διεξάγεται». Εδώ η Ειμαρμένη κατονομάζεται «ουσία» και προσομοίωση του Λόγου. Συνεπώς υποδεικνύεται ότι η ουσία (ονοματοποίηση του «ειμί») δεν πρέπει να ταυτίζεται προς κάποιο «συστατικό» του αισθητού κόσμου. Δεν πρέπει ούτε να θεωρείται πως το όριο, η έσχατη ανάλυση των ενύλων ειδών, είναι και όριο της ανάλυσης της ουσίας. Αλλά σαφώς αυτή προϋπάρχει του Γίγνεσθαι σε μια κάποια, αόριστη, διάστασή της. Γίνεται λοιπόν κατανοητό και το γεγονός πως ο Νόμος υμνείται και προσκαλείται να εισακούσει τους ανθρώπους (Ορφ. Ύμνος LXIV:Νόμου). Επί πλέον, ως Νόμος πρώτιστος αλλά και συνεχής, ενδεικνύεται η Ειμαρμένη, ως συνάφεια του Λόγου, του «κατά φύσιν υπερουσίου».
[3] Το ρίζωμα προηγείται της ουσίας, αν αυτή νοηθεί ως «φύσις». Τούτο φαίνεται από τον Πυθαγορικό λόγο: «Ναι μα τον αμετέρα ψυχά δόντα Τετρακτύν παγάν αενάου φύσεως ριζώματ' έχουσα».
[4] Henri Bergson (1859-1941) Γάλλος Φιλόσοφος ιδρυτής του «Μπερξονισμού» φιλοσοφικής θεωρίας της κατανοήσεως της αμέσου εμπειρίας (θέση που εγγίζει την φαινομενολογία) και υποστηρίζει ότι αντίθετα με την νοημοσύνη της οποίας ο προορισμός είναι πρακτικός (π.χ. δημιουργία υλικών αντικειμένων - εργαλείων) η διαίσθηση είναι εκείνη που επιτρέπει στον άνθρωπο να συντονισθεί με τη ζωή και το πνεύμα.
Δεν είναι δηλαδή ουσία, ούτε καν όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως a priori συνθήκη της οντολογικής πραγματικότητας. Επειδή, όταν απελευθερώνεται αυτή η Αρχή, είναι απολύτως αβέβαιο εάν θα επιτευχθεί αυτή η πραγματικότητα. Και τούτο, επειδή ακόμη δεν έχει υποστασιοποιηθεί ο Χρόνος. Έτσι, το Ύδωρ μπορεί να χαρακτηρισθεί:
1. Ως η μία από τις δυο νοητές Αρχές της ουσίας (Αρχή =αιτία, δέσμη αιτίων και αποτελεσμάτων ανεκδήλωτων) της ουσίας,
2. Αctus purus, καθαρή δράση
3. Ως ο Νόμος γενέσεως αυτού που αποκαλείται «ενέργεια», φορέας της φύσεως των θεμελιωδών ιδιοτήτων της ενέργειας: α) της συνεχούς (κυματοειδούς) μορφής και συμπεριφοράς της, β) της συνεκτικότητας που προσδίδει στα στοιχεία της ύλης, γ) της σταθερής συσχετίσεως (συγκολλήσεως) αυτών των στοιχείων, δ) της αραιώσεως.
Το Ύδωρ είναι λοιπόν το δραστικό υπόβαθρο της ενέργειας, που προοδευτικά θα εμφανίσει ουσιώδη αποτελέσματα - με πρώτο τον Αιθέρα.
Διακρίνεται επίσης, ως πρωταρχικός φορέας του κριτικού πνεύματος - της υψίστης Νοήσεως και συνοπτικής εκδήλωσης του Λόγου. Ως προς τον Λόγο, τον καθολικό Νόμο του Γίγνεσθαι αλλά και ειδητικό όρο του τριαδικού Ενός ως ειδοποιού ορίου αυτού, ως χιτώνα περιβολής και εγγυήσεως του σφαιροειδούς σχηματισμού του, το Ύδωρ μπορεί να χαρακτηρισθεί κατά συνθήκην ή και καταχρηστικά ως «ουσία»[2] του ή καλύτερα ως το ρίζωμα του Λόγου[3].
Το όνομα Ύδωρ παράγεται από τις ρίζες: √ ΥΔ, √ ΥΔΑΤ, √ ΥΔΡ, ΟΔΡ, √ ΔΟ. Κύριες σημασίες της λέξεως:
1. Δώρον, δοτήρ, δανός (κεκαυμένος, ξηρός), δάνος (δώρο και στη Μακεδονική: θάνατος, πιθανόν θνητότητα)
2. Νερό, κάθε τι ρευστό, φευγαλέο, παροδικό.
3. Βροχή- υετός
4. Χρόνος κλεψύδρας ( πρβλ. Δημοσθ. «εάν το ύδωρ εκχωρεί» = εάν υπάρχει αρκετός χρόνος - «εν τω εμώ ύδατι», «επί του εμού ύδατος»= στο χρονικό διάστημα που μου ανήκει κ.λπ.).
Συνάπτεται προς τη ρίζα √ ΥΓ = υγιαίνω, αυξάνω, απαρτιούμαι. Υγιής = σώος, πλήρης, άρτιος, ορθός, κανονικός// Υγρόν γενικώς: οίνος, ούρον, ορός (Αριστ. Μετεωρολογικά). Την ονομασία «ύδωρ» φέρουν και αστέρες του Υδροχόου (Άρατος 339).
ΥΛΗ: είναι το ένα μέλος της πρώτης Νοητής (υπερούσιας) Δυάδος που εξεπήγασε από την Άρρητον Αρχή- «Εν». Πρόκειται για μια αόριστη, υπερβατική του πραγματικού (οντικού) Κόσμου έννοια, για μια προοντολογική δύναμη. Είναι συνθήκη κάθε μορφής της ύλης πριν από τη σύστασή της σε ουσία, πριν την σύνδεσή της με την ενέργεια. Ό,τι εκπηγάζει από το Εν και ονομάζεται Ύλη δεν είναι ουσία, ούτε ως a priori συνθήκη της οντολογικής πραγματικότητας. Επειδή όταν απελευθερώνεται αυτή η Αρχή, είναι απολύτως αβέβαιο εάν θα επιτευχθεί αυτή η πραγματικότητα. Και τούτο, επειδή ακόμη δεν έχει υποστασιοποιηθεί ο Χρόνος. Έτσι η Ύλη μπορεί να χαρακτηρισθεί:
1. Ως μία από τις δυο νοητές Αρχές της ουσίας (Αρχή = αιτία, δέσμη αιτίων και αποτελεσμάτων ανεκδήλωτων).
2. Ως καθαρή δυναμικότητα.
3. Ως ο Νόμος γενέσεως αυτού που αποκαλείται ύ λη - σε οποιαδήποτε τάση της - φορέας της φύσεως των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της ύλης ήτοι:
· Της τάσεως προς την αδράνεια και της ασυνεχούς (μεριστής) διαιρετής μορφής και συμπεριφοράς της.
· Της διασπάσεως που χαρακτηρίζει τα στοιχεία της σε ελεύθερη κατάσταση.
· Της ασταθούς συσχετίσεως αυτών των στοιχείων (αταξία).
· Της πυκνώσεως.
Η κοσμογονική Ύλη είναι δυναμικό υπόστρωμα, ρίζωμα (ορφ. λέγεται και Γη) της ύλης σε κάθε αναβαθμό της εξέλιξής της. Η Ύλη αυτή προοδευτικά θα εμφανίσει ουσιώδεις στοιχειώσεις με πρώτη το Χάος.
Διακρίνεται, επίσης, ως πρώτος φορέας της Ψυχής- του βουλητικού και αναγκαστικού (ανάγκη: από το άγω, φέρω) αιτίου του Γίγνεσθαι και ζωτικού στοιχείου της Νυκτός.
Το όνομα Ύλη παράγεται από τη ρίζα √ υλF (α) ανάλογο του λατινικού παραγώγου "silva". Έννοιες:
1. Δάσος, δασικά δέντρα ( Αντιγόνη Σοφοκλ.: «τα δένδρα και η ύλη» = καρποφόρα και άγρια δεντρα).
2. Όπως το matteria (λέξη παραγόμενη από την ελληνική «Μήτηρ»): Άγρια παρθένος ύλη, ακατέργαστη πρώτη ύλη. Κατά διαστολήν η άγρια, αγνή φύση.
3. Φιλοσοφικοί όροι:
· «έστι δε ύλη μάλιστα το υποκειμένου γενέσεως και φθοράς δεκτικόν» και,
· «το αόριστον πριν ορισθήναι και μετασχείν είδους» ( Αριστ. Φυσικά) δηλαδή : α) η ύλη κυρίως είναι ό, τι υπόκειται στις δράσεις της γενέσεως και της φθοράς, και β) (Ύλη είναι) το άμορφο και το αόριστο πριν προσδιορισθεί και πάρει μορφή. Στο (β) αναφέρεται στην άποιον ύλη (άμορφη, χωρίς ποιόν) που διακρίνεται από το ένυλον είδος (ύλη που πήρε μορφή ή ιδέα - ανάλογη του είδους - που μορφοποιήθηκε). Ενδιαφέρων είναι ο ορισμός του Bergson[4]: « ύλη είναι δημιουργική ενέργεια αποσυνθεμένη».
Σχετικά με το κοινό αρκτικό γράμμα «Υ» των ονομάτων ΥΔΩΡ-ΥΛΗ της Νοητής Δυάδος, σημειώνεται πως οι Πυθαγόρειοι το έθεταν ως σύμβολο της Ζωής, αποκαλώντας το «Τριόδιο». (συνεχίζεται....)
[1] Ως σημείωση αρ.7
[2] Δίνονται δύο σημαντικά αξιώματα σχετικά με τον Λόγο που αν και είναι «Αρχή της ουσίας» (υπερούσιος - σημ.7) έχει όμως και κάποια «ουσία». Ο Ηράκλειτος λέγει «Ουσία ειμαρμένης Λόγον τον δια της ουσίας του παντός διήκοντα» . Εδώ ο Λόγος φέρεται ως «ουσία» ο ίδιος. Και ο Ζήνων ο Κιτιεύς: «Έστι μεν ουν Ειμαρμένη ουσία των όντων ειρομένη ή Λόγος καθ' ον ο κόσμος διεξάγεται». Εδώ η Ειμαρμένη κατονομάζεται «ουσία» και προσομοίωση του Λόγου. Συνεπώς υποδεικνύεται ότι η ουσία (ονοματοποίηση του «ειμί») δεν πρέπει να ταυτίζεται προς κάποιο «συστατικό» του αισθητού κόσμου. Δεν πρέπει ούτε να θεωρείται πως το όριο, η έσχατη ανάλυση των ενύλων ειδών, είναι και όριο της ανάλυσης της ουσίας. Αλλά σαφώς αυτή προϋπάρχει του Γίγνεσθαι σε μια κάποια, αόριστη, διάστασή της. Γίνεται λοιπόν κατανοητό και το γεγονός πως ο Νόμος υμνείται και προσκαλείται να εισακούσει τους ανθρώπους (Ορφ. Ύμνος LXIV:Νόμου). Επί πλέον, ως Νόμος πρώτιστος αλλά και συνεχής, ενδεικνύεται η Ειμαρμένη, ως συνάφεια του Λόγου, του «κατά φύσιν υπερουσίου».
[3] Το ρίζωμα προηγείται της ουσίας, αν αυτή νοηθεί ως «φύσις». Τούτο φαίνεται από τον Πυθαγορικό λόγο: «Ναι μα τον αμετέρα ψυχά δόντα Τετρακτύν παγάν αενάου φύσεως ριζώματ' έχουσα».
[4] Henri Bergson (1859-1941) Γάλλος Φιλόσοφος ιδρυτής του «Μπερξονισμού» φιλοσοφικής θεωρίας της κατανοήσεως της αμέσου εμπειρίας (θέση που εγγίζει την φαινομενολογία) και υποστηρίζει ότι αντίθετα με την νοημοσύνη της οποίας ο προορισμός είναι πρακτικός (π.χ. δημιουργία υλικών αντικειμένων - εργαλείων) η διαίσθηση είναι εκείνη που επιτρέπει στον άνθρωπο να συντονισθεί με τη ζωή και το πνεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου