Εκφράζοντας,
κυρίως, την π ο λ ε μ ό χ α ρ η αλλά και την, προς επιβίωση, ‘θηρευτική’
διάθεση
του Κρο Μανιόν, η Τοξοβολία εμφανίζεται 40.000 χρόνια πριν, αναθέτοντας τον ρόλο του
ιστορικού «αναδόχου» στον πρωτόγονο αυτό προπάτορα.
Πρώτη επινόηση προς κάλυψη της ανάγκης για ένα εκηβόλο ό π λ ο προς διεκπεραίωση των
Πολέμων, η Τοξοβολία αποτελεί τον μακρυνό προπομπό της εκηβόλου οπλικής τεχνολογίας η
οποία έμελλε να ανακτήσει τον μακραίωνα χαμένο της χρόνο, για να εκτοξευθεί γεωμετρικά σε ύψη
τελειώσεως μόλις στον 20ό αιώνα!
Τα πρώτα ιστορικώς τεκμαρτά τόξα ανάγονται στην στ΄ χιλιετία π.Χ., ενώ, στους Μεσογειακούς
λαούς πρωτοεντοπίζονται αρχικά στους Αιγυπτίους κατά την ‘ανατολή’ της Α΄Δυναστείας ( 5000 π.
Χ. ) και ανάλογα προς τα Φαραωνικά τόξα των Θηβαϊκών γλυπτών είναι και τα τόξα του
Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού ( β΄ χιλιετία π.Χ. )
Εκείνο το οποίο τελικά επικράτησε ως πλέον ισχυρό ήταν το Σκυθικό τόξο που εισήχθη στις
κοιλάδες του Νείλου και του Ευφράτη από τους Ασσυρίους, Σκύθες και Χετταίους κατακτητές.
Το τόξο αυτό απετέλεσε το κύριο όπλο των Σκυθοπερσικών λαών με δίπηχες μήκος και τριπήχη
βέλη.
Γενικά, στο τόξο διέπρεψαν οι Ασιάτες και κυρίως οι Σκύθες και οι Πάρθοι ενώ, κατά την ακμή
της Ελλάδος, τόξα έφεραν οι ‘ψιλοί’ στρατιώτες ( Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9 ). Οι Κρήτες υπήρξαν ικανοί
μισθοφόροι τοξότες άλλοτε υπηρετούντες στις τάξεις των Ελληνικών στρατών κι άλλοτε στις τάξεις
των στρατών των συμμάχων των Ρωμαίων ( Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9 και Liv. Xiii.35 ).
To Σκυθικό τόξο ήταν συμπαγές, ημικυκλικό.
Το Ελληνικό τόξο ( ο “βιός”, κατά τον Όμηρο ) απετελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη
(‘κέρατα’) τα οποία συνέδεε ένα κεντρικό ( “πήχυς” ) το οποίο αποτελούσε και την λαβή ( Ομ. Ιλ. Δ,
105-126 ). Η χορδή του κατεσκευάζετο από νεύρο ή ιμάντα βοδινό ( “νευρά βοεία” ) η οποία στο
μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος,
στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου ( “κορώνη” ή “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει
ποιητικά ). Το βέλος ( “οϊστός” ή “ιός” ) απετελείτο ( βλ. Ησιοδ. Ασπ. 130-135 ) από την “αιχμή”,
τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την "γλυφίδα", διαθέτοντας μέσο συνολικό μήκος 50 έως 60
εκατοστομέτρων. Η αιχμή ( “άρδις”, Ηροδ. Α 215, Δ 81 ) ήταν χάλκινη ( “χαλκήρη” την αποκαλεί ο
Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) ενώ κάποιες αιχμές, μάλλον Περσικές, βρέθηκαν να είναι
κατασκευασμένες από κατάλληλα διαμορφωμένο αιχμηρό λίθο. Η συνήθεια της “βαφής” των
αιχμών με δηλητήριο εθεωρείτο ως βάρβαρο έθος αν και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους
Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια Α 261-263)
Ο ξυστός ( κορμός ) του βέλους ήταν ξύλινος ή καλάμινος, λεπτός και λείος. Ξυστοί που
βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους είχαν μήκος 22-34΄΄. Η πτέρυγα ενός Ελληνικού βέλους ήταν
κατασκευασμένη από φτερά μαύρου αετού ( όπως στην περίπτωση των βελών του Ηρακλέους,
Ησίοδ. Ασπ. 130 ). Η "γλυφίς" ήταν η απόληξη του ξυστού στην οποία εισήρχετο η νευρά του
τόξου. Τα αρχαία βέλη δεν διέθεταν το επιπρόσθετο πυθμένιο που διαθέτουν τα σύγχρονα βέλη
και το σημείο εγκαθιδρίσεως της νευράς δεν ήταν παρά η ίδια η βάση του κορμού του βέλους
ανάλογα διασκευασμένη. Σε πολιορκίες ή ναυμαχίες συχνά ετοξεύοντο βέλη πυρφόρα ( Δίων.
Κάσς. Ν 34 ) προς μετάδοση εμπρηστικού αποτελέσματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του
Ιστορικού Αρριανού ( Αλεξ. Ανάβ. 18/6, 21/3 κ.α.) περί της αντιμετωπίσεως των ανδρών του
Μεγάλου Αλεξάνδρου από Ασιάτες τοξότες με βέλη “πυρφόρα”.
Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ
54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη. Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται
στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο
και στο Μουσείο Pio-Clementino. Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο
μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον
δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν
στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ). Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα (
“πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους (
“αμφηρεφείς” ). Επίσης, μία άλλη λύση ταυτοχρόνου φυλάξεως του τόξου και των βελών έδινε το
“τοξοφάρετρον” ( Μαυρικ. Στρατ. 1,2 ).
Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες απότμημα γλυπτού από το
σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής,
υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς
του στις εχθρικές βολές.
Ο επικός Όμηρος χρησιμοποιεί για το τόξο τα επίθετα “καμπύλον” ( Ιλ. Γ 17 ), “κυκλοτερές” ( Ιλ. Δ
124 ), “αγγύλον” ( Ιλ. Ε 209 ), “παλίντονον” ( Ιλ.Θ 266 ), ενώ την προετοιμασία για βολή την εκφράζει
ως “τόξου πήχυν ανέλκειν” ( ΙΛ. Λ 375 ) και “τανυομένης της νευράς συνεκάμπτετο το τόξον εις
σχήμα ημικυκλίου” ( Iλ. Δ 123-124 ). Επίσης, το τέντωμα της χορδής το εξέφραζε ως “τόξα
τιταίνειν” ( Ιλ. Ε 97 και Θ 266 ) αλλά και “τόξον έλκειν” ( Ιλ. Λ 582 ) και “ανέλκειν” ( Ιλ. 375 και Ν 583)Γενικά, η ηρωϊκή περί το “μάχεσθαι” αντίληψη των Ελλήνων είχε “υπερ-μεγεθύνει”, πρωτίστως, την
ανάπτυξη της μάχης σώμα προς σώμα και δευτερευόντως εκείνη των βραχέων αγχεμάχων όπλων
( ξίφους και λόγχης ). Η γενναία προσκόλλησή τους στο ιδανικό της Ευψυχίας του Πολεμιστού
παρέβλεψε μέχρι περιφρονήσεως την υιοθέτηση της ευρείας χρήσεως των εκηβόλων όπλων με
μόνη εξαίρεση, και όχι τυχαία, το ακόντιο: τούτο, διότι η χρήση του ακοντίου υπαγόρευε εκείνη
την στάση του Ακοντιστού ο οποίος αναγκαστικά επολέμα ο ρ θ ό ς και α κ ά λ υ π τ ο ς ενώπιον
του αντιπάλου ενώ οι Τοξότες μπορούσαν να βάλλουν η μ ι γ ο ν υ π ε τ ε ί ς καλυπτόμενοι π ί σ
ω από τοξοβλητικές θυρίδες και προστατευτικά προκαλύμματα. Για τον παραπάνω λόγο η
Τοξοβολία ( “Τοξική” ) ουδέποτε εισήχθη στα Γυμνάσια, στις Παλαίστρες και στα Στάδια παρά την
περί του αντιθέτου εισήγηση του, οξυδερκούς και εξαιρετικώς παιδαγωγικού, Πλάτωνος:
Το δ’ εξής τούτοις, οικοδομίαι μεν είρηται γυμνασίων άμα και διδασκαλείων κοινών τριχής
κατά μέσην την πόλιν, έξωθεν δε ίππων αυ τριχή περί το άστυ γυμνάσιά τε και ευρυχώρια,
τοξικής τε και των άλλων ακροβολισμών ένεκα διακεκοσμημένα, μαθήσεώς τε άμα και
μελέτης των νέων. ( Νόμοι 7, 804 )
Εξ’ άλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Ίφιτος, ο γιός του Ευρύτου, επανίδρυσε τους
περιοδικούς Ολυμπιακούς Αγώνες δ ε ν συμπεριέλαβε ως αγώνισμα την Τοξοβολία η οποία
ουδέποτε κατέστη αμιγώς Ελληνικό Άθλημα.
Σε επίταση της ηρωϊκής περί “ευψυχίας” αντιλήψεως των Ελλήνων, η νικηφόρα έκβαση των
Μηδικών πολέμων δικαίωσε την επ΄αυτής ιδεολογική εμμονή τους μέχρι σημείου να καυχώνται για
την προσήλωσή τους στο ιδανικό της γενναιότητος που ήθελε τον Πολεμιστή να μάχεται τον
αντίπαλο εκ του συστάδην ορθός και ακάλυπτος.Οι Έλληνες χρησιμοποιώντας τα αγχέμαχα όπλα
τους και κατισχύοντας επι του αντιπάλου ο οποίος εχρησιμοποίησε, κατά κανόνα, εκηβόλα τόξα,
τότε ανέλαβαν το δικαίωμα να κομπάζουν με μία φράση που καθιέρωσαν ώστε να καταδείξουν και
να καταστήσουν διακριτές δύο αντιθετικές 'θεάσεις' Πολέμου που αναμετρήθηκαν: «Δόρατος
Ισχύς και Τόξου Ρύμα » ( Αισχ. Πέρσες 147 ).
Παρά ταύτα, η Τοξοβολία αναφέρεται συχνά στα αρχαία Ελληνικά κείμενα και πολλοί επιδέξιοι
Τοξοβόλοι κατονομάζονται στο πέρασμα της Ελληνικής Ιστορίας.
Πρώτος Τοξοβόλος και μάλιστα από την τάξη των Θεών, ο Απόλλων ο οποίος δεν δίστασε να
θανατώσει τον πρώτο ...Τοξοβόλο από την τάξη των θνητών, τον Εύρυτο, βασιλέα της Οιχαλίας ή
Αχαίας με αφορμή τον ανταγωνισμό στην ...Τοξοβολία!
Από τους ημιθέους, ο Ηρακλής πραγμάτωσε τον έναν από τους δώδεκα άθλους του χάρη στην
Τοξοβολία: χρησιμοποιώντας εύστοχα και γρήγορα το τόξο του εξόντωσε τα σμήνη των
Στυμφαλίδων ορνίθων που κατέτρωγαν τα σπαρτά στις όχθες της Αργοκορινθιακής λίμνης
Στυμφαλίας.
Μέγας δάσκαλος της Τοξοβολίας υπήρξε ο σοφός Κένταυρος Χείρων στον οποίο θα μπορούσε να
‘πιστωθεί’ η μυθική ‘πατρότητα’ της, παρ’ Έλλησι, Έφιππης Τοξοβολίας. Στο μυθικό του
πρόσωπο ταυτίζονται τα τέσσερα χαρακτηριστικά-συνιστώσες του Αθλήματος: το Πνεύμα, η
Ρώμη, η Ιππική και η Τοξευτική.
Από τις θήλεις, η Θεά Άρτεμις εμφανίζεται ως Τοξότις ενώ γνωστή για την τοξευτική της δεινότητα
παραμένει και η ηρωϊδα Αταλάντη, κόρη του Ιάσου, η οποία συμμετέσχε στο κυνήγι του
Καλυδωνίου κάπρου τον οποίο σκότωσε μεν ο Μελέαγρος αφού, όμως, προηγουμένως εκείνη
επλήγωσε με το βέλος της.
Ο Όμηρος αναφέρεται κι αυτός σε Τοξότες και σε Τοξοβολία. Από τους Τρώες, ως Τοξότης
αναφέρεται ο Έλενος, ένας από τους πενήντα γιούς του Πριάμου καθώς και ο αρχηγός των Ιδαίων
ο Πάνδαρος. Από τους Έλληνες αναφέρονται οι Κρήτες υπό τον Μηριόνη, οι Λοκροί υπό τον
Τεύκρο του Οιλέως και οι Νοτιοθεσσαλοί υπό τον Φιλοκτήτη. Τέλος, ως Τοξότης αναφέρεται ο
Οδυσσέας. Επίσης, δύο αναφορές Τοξοβολίας γίνονται στα Ομηρικά έπη, η μία στην Ιλιάδα ( Ψ
859-883 ) όταν ο Αχιλλέας ωργάνωσε αγώνες στην μνήμη του φίλου του Πατρόκλου ( με νικητή τον
Μηριόνη επί του Τεύκρου ) και η άλλη στην Οδύσσεια ( φ 72-423 ) όταν ο Οδυσσέας αντιμετώπισε
τους μνηστήρες της Πηνελόπης επιστρέφοντας στο σπίτι του.
Στην Αθήνα, γνωστοί ως φέροντες τόξο ήσαν οι “Δημόσιοι” ( ή, “Δημόκοινοι” ) δηλαδή,
αιχμαλωτισμένοι βάρβαροι οι οποίοι, αφού εξανθρωπίζονταν κι εκπαιδεύονταν ‘δημοσία δαπάνη’,
τους ανετίθετο ο ρόλος του ‘αστυνομικού’ ο οποίος εθεωρείτο ευτελής και προοριζόμενος για
κατώτερους πολίτες-‘δούλους’ ( Schneider, εις Ξενοφ. Απομν. Γ 6 παρ. 1, Πλάτ. Πρωτ. 319 και
σημ. ώδε του Heindorf, Αριστοφ. Αχαρν. 54 και Σχολ .). Λόγω του ότι ήσαν επιφορτισμένοι με την
εκτέλεση σωματικών ποινών και βασάνων ( “ο των ένδεκα υπηρέτης”, Πλάτ. Φαίδ. 116Β )
απεκαλούντο και “Δήμιοι” αλλά και “Σπευσίνειοι” ( από τον διοργανωτή του σώματος, Πολυδ. Η
131,132, Φώτιος “Τοξόται” ) ή και “Σκύθες” λόγω της καταγωγής τους. Προερχόμενοι εξ
αιχμαλωσίας από την μάχη της Σαλαμίνoς, οι Δημόσιοι ήσαν αρχικά 300, κατόπιν δε ανήλθαν σε
1200 και οι επικεφαλής τους ωνομάζοντο “Τόξαρχοι” .
Εκτός των Δημοσίων, στην Αθήνα ωργανώθηκε και το σώμα των “Αστικών Τοξοτών” αποτελούμενο
από 10 εξ εκάστης Φυλής, από τα μέσα δε του 5ου π.Χ. αιώνος ο αριθμός ανήρχετο σε 100
(δηλαδή, το 1/10 των Οπλιτών) συντεταγμένους σε 4 Ταξιαρχίες και φέροντες Σκυθική περιβολή.
Το σώμα αυτό κατόπιν ενισχύθηκε με ξένους Τοξότες, Ροδίους, Σικελούς, Αιτωλούς και, κυρίως,
Σκύθες και Κρήτες. Τέλος, Τοξότες χρησιμοποίησε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, ο Μέγας
Αλέξανδρος κι ο Πύρρος της Ηπείρου.
Στους Ρωμαίους το τόξο διεδόθη από τους Ετρούσκους και Τοσκανούς χρησιμοποιήθηκε δε
από τον Β΄Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Βιργίλιος αποδίδει την χρήση του τόξου ως κυρίου όπλου
στους Τυρρηνούς, ενώ, ο Σκιπίων ο Αφρικανός υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγαν στον
Ρωμαϊκό στρατό Τοξότες ( “Sagittarii” ). Ωργανωμένες κοόρτεις Τοξοτών εμφανίζονται στους
αυτοκρατορικούς χρόνους ενώ, πηγή στρατολογήσεως Τοξοτών για τον στρατό των Ρωμαίων
υπήρξε η Κρήτη, κυρίως, κατά τους μετα-διοκλητιανείους χρόνους.
Στον Δυτικό Κόσμο, χρήση του τόξου έκαναν οι Γαλάτες, οι Σκανδιναυοί και οι Ούννοι πολεμιστές,
ενώ οι Γότθοι, οι Γερμανοί και οι Φράγκοι έδειχναν να μην υπολογίζουν και πολύ σ΄αυτό! Από το
Νορμανδικό τόξο προήλθε και το “μακρύ” ( “Longbow” ) Αγγλικό τόξο. Μετά τις μάχες του Κρεσύ
και Πουατιέ, ο Κάρολος ΣΤ΄αναγκάσθηκε να ιδρύσει (1411) συντεχνίες Τοξοτών στις κύριες
πόλεις της Γαλλίας.
Οι Γάλλοι διετήρησαν τους Τοξότες μέχρι την εποχή του Λουδοβίκου ΙΒ΄, οι Άγγλοι μέχρι τα μέσα
του ΙΖ΄αιώνος, οι Ρώσσοι μέχρι το 1807 και οι Τούρκοι μέχρι την πολιορκία της Βούδας (1686).
του Κρο Μανιόν, η Τοξοβολία εμφανίζεται 40.000 χρόνια πριν, αναθέτοντας τον ρόλο του
ιστορικού «αναδόχου» στον πρωτόγονο αυτό προπάτορα.
Πρώτη επινόηση προς κάλυψη της ανάγκης για ένα εκηβόλο ό π λ ο προς διεκπεραίωση των
Πολέμων, η Τοξοβολία αποτελεί τον μακρυνό προπομπό της εκηβόλου οπλικής τεχνολογίας η
οποία έμελλε να ανακτήσει τον μακραίωνα χαμένο της χρόνο, για να εκτοξευθεί γεωμετρικά σε ύψη
τελειώσεως μόλις στον 20ό αιώνα!
Τα πρώτα ιστορικώς τεκμαρτά τόξα ανάγονται στην στ΄ χιλιετία π.Χ., ενώ, στους Μεσογειακούς
λαούς πρωτοεντοπίζονται αρχικά στους Αιγυπτίους κατά την ‘ανατολή’ της Α΄Δυναστείας ( 5000 π.
Χ. ) και ανάλογα προς τα Φαραωνικά τόξα των Θηβαϊκών γλυπτών είναι και τα τόξα του
Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού ( β΄ χιλιετία π.Χ. )
Εκείνο το οποίο τελικά επικράτησε ως πλέον ισχυρό ήταν το Σκυθικό τόξο που εισήχθη στις
κοιλάδες του Νείλου και του Ευφράτη από τους Ασσυρίους, Σκύθες και Χετταίους κατακτητές.
Το τόξο αυτό απετέλεσε το κύριο όπλο των Σκυθοπερσικών λαών με δίπηχες μήκος και τριπήχη
βέλη.
Γενικά, στο τόξο διέπρεψαν οι Ασιάτες και κυρίως οι Σκύθες και οι Πάρθοι ενώ, κατά την ακμή
της Ελλάδος, τόξα έφεραν οι ‘ψιλοί’ στρατιώτες ( Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9 ). Οι Κρήτες υπήρξαν ικανοί
μισθοφόροι τοξότες άλλοτε υπηρετούντες στις τάξεις των Ελληνικών στρατών κι άλλοτε στις τάξεις
των στρατών των συμμάχων των Ρωμαίων ( Ξεν. Ανάβ. Α. 2,9 και Liv. Xiii.35 ).
To Σκυθικό τόξο ήταν συμπαγές, ημικυκλικό.
Το Ελληνικό τόξο ( ο “βιός”, κατά τον Όμηρο ) απετελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη
(‘κέρατα’) τα οποία συνέδεε ένα κεντρικό ( “πήχυς” ) το οποίο αποτελούσε και την λαβή ( Ομ. Ιλ. Δ,
105-126 ). Η χορδή του κατεσκευάζετο από νεύρο ή ιμάντα βοδινό ( “νευρά βοεία” ) η οποία στο
μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος,
στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου ( “κορώνη” ή “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει
ποιητικά ). Το βέλος ( “οϊστός” ή “ιός” ) απετελείτο ( βλ. Ησιοδ. Ασπ. 130-135 ) από την “αιχμή”,
τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την "γλυφίδα", διαθέτοντας μέσο συνολικό μήκος 50 έως 60
εκατοστομέτρων. Η αιχμή ( “άρδις”, Ηροδ. Α 215, Δ 81 ) ήταν χάλκινη ( “χαλκήρη” την αποκαλεί ο
Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) ενώ κάποιες αιχμές, μάλλον Περσικές, βρέθηκαν να είναι
κατασκευασμένες από κατάλληλα διαμορφωμένο αιχμηρό λίθο. Η συνήθεια της “βαφής” των
αιχμών με δηλητήριο εθεωρείτο ως βάρβαρο έθος αν και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους
Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια Α 261-263)
Ο ξυστός ( κορμός ) του βέλους ήταν ξύλινος ή καλάμινος, λεπτός και λείος. Ξυστοί που
βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους είχαν μήκος 22-34΄΄. Η πτέρυγα ενός Ελληνικού βέλους ήταν
κατασκευασμένη από φτερά μαύρου αετού ( όπως στην περίπτωση των βελών του Ηρακλέους,
Ησίοδ. Ασπ. 130 ). Η "γλυφίς" ήταν η απόληξη του ξυστού στην οποία εισήρχετο η νευρά του
τόξου. Τα αρχαία βέλη δεν διέθεταν το επιπρόσθετο πυθμένιο που διαθέτουν τα σύγχρονα βέλη
και το σημείο εγκαθιδρίσεως της νευράς δεν ήταν παρά η ίδια η βάση του κορμού του βέλους
ανάλογα διασκευασμένη. Σε πολιορκίες ή ναυμαχίες συχνά ετοξεύοντο βέλη πυρφόρα ( Δίων.
Κάσς. Ν 34 ) προς μετάδοση εμπρηστικού αποτελέσματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του
Ιστορικού Αρριανού ( Αλεξ. Ανάβ. 18/6, 21/3 κ.α.) περί της αντιμετωπίσεως των ανδρών του
Μεγάλου Αλεξάνδρου από Ασιάτες τοξότες με βέλη “πυρφόρα”.
Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ
54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη. Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται
στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο
και στο Μουσείο Pio-Clementino. Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο
μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον
δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν
στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ). Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα (
“πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους (
“αμφηρεφείς” ). Επίσης, μία άλλη λύση ταυτοχρόνου φυλάξεως του τόξου και των βελών έδινε το
“τοξοφάρετρον” ( Μαυρικ. Στρατ. 1,2 ).
Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες απότμημα γλυπτού από το
σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής,
υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς
του στις εχθρικές βολές.
Ο επικός Όμηρος χρησιμοποιεί για το τόξο τα επίθετα “καμπύλον” ( Ιλ. Γ 17 ), “κυκλοτερές” ( Ιλ. Δ
124 ), “αγγύλον” ( Ιλ. Ε 209 ), “παλίντονον” ( Ιλ.Θ 266 ), ενώ την προετοιμασία για βολή την εκφράζει
ως “τόξου πήχυν ανέλκειν” ( ΙΛ. Λ 375 ) και “τανυομένης της νευράς συνεκάμπτετο το τόξον εις
σχήμα ημικυκλίου” ( Iλ. Δ 123-124 ). Επίσης, το τέντωμα της χορδής το εξέφραζε ως “τόξα
τιταίνειν” ( Ιλ. Ε 97 και Θ 266 ) αλλά και “τόξον έλκειν” ( Ιλ. Λ 582 ) και “ανέλκειν” ( Ιλ. 375 και Ν 583)Γενικά, η ηρωϊκή περί το “μάχεσθαι” αντίληψη των Ελλήνων είχε “υπερ-μεγεθύνει”, πρωτίστως, την
ανάπτυξη της μάχης σώμα προς σώμα και δευτερευόντως εκείνη των βραχέων αγχεμάχων όπλων
( ξίφους και λόγχης ). Η γενναία προσκόλλησή τους στο ιδανικό της Ευψυχίας του Πολεμιστού
παρέβλεψε μέχρι περιφρονήσεως την υιοθέτηση της ευρείας χρήσεως των εκηβόλων όπλων με
μόνη εξαίρεση, και όχι τυχαία, το ακόντιο: τούτο, διότι η χρήση του ακοντίου υπαγόρευε εκείνη
την στάση του Ακοντιστού ο οποίος αναγκαστικά επολέμα ο ρ θ ό ς και α κ ά λ υ π τ ο ς ενώπιον
του αντιπάλου ενώ οι Τοξότες μπορούσαν να βάλλουν η μ ι γ ο ν υ π ε τ ε ί ς καλυπτόμενοι π ί σ
ω από τοξοβλητικές θυρίδες και προστατευτικά προκαλύμματα. Για τον παραπάνω λόγο η
Τοξοβολία ( “Τοξική” ) ουδέποτε εισήχθη στα Γυμνάσια, στις Παλαίστρες και στα Στάδια παρά την
περί του αντιθέτου εισήγηση του, οξυδερκούς και εξαιρετικώς παιδαγωγικού, Πλάτωνος:
Το δ’ εξής τούτοις, οικοδομίαι μεν είρηται γυμνασίων άμα και διδασκαλείων κοινών τριχής
κατά μέσην την πόλιν, έξωθεν δε ίππων αυ τριχή περί το άστυ γυμνάσιά τε και ευρυχώρια,
τοξικής τε και των άλλων ακροβολισμών ένεκα διακεκοσμημένα, μαθήσεώς τε άμα και
μελέτης των νέων. ( Νόμοι 7, 804 )
Εξ’ άλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Ίφιτος, ο γιός του Ευρύτου, επανίδρυσε τους
περιοδικούς Ολυμπιακούς Αγώνες δ ε ν συμπεριέλαβε ως αγώνισμα την Τοξοβολία η οποία
ουδέποτε κατέστη αμιγώς Ελληνικό Άθλημα.
Σε επίταση της ηρωϊκής περί “ευψυχίας” αντιλήψεως των Ελλήνων, η νικηφόρα έκβαση των
Μηδικών πολέμων δικαίωσε την επ΄αυτής ιδεολογική εμμονή τους μέχρι σημείου να καυχώνται για
την προσήλωσή τους στο ιδανικό της γενναιότητος που ήθελε τον Πολεμιστή να μάχεται τον
αντίπαλο εκ του συστάδην ορθός και ακάλυπτος.Οι Έλληνες χρησιμοποιώντας τα αγχέμαχα όπλα
τους και κατισχύοντας επι του αντιπάλου ο οποίος εχρησιμοποίησε, κατά κανόνα, εκηβόλα τόξα,
τότε ανέλαβαν το δικαίωμα να κομπάζουν με μία φράση που καθιέρωσαν ώστε να καταδείξουν και
να καταστήσουν διακριτές δύο αντιθετικές 'θεάσεις' Πολέμου που αναμετρήθηκαν: «Δόρατος
Ισχύς και Τόξου Ρύμα » ( Αισχ. Πέρσες 147 ).
Παρά ταύτα, η Τοξοβολία αναφέρεται συχνά στα αρχαία Ελληνικά κείμενα και πολλοί επιδέξιοι
Τοξοβόλοι κατονομάζονται στο πέρασμα της Ελληνικής Ιστορίας.
Πρώτος Τοξοβόλος και μάλιστα από την τάξη των Θεών, ο Απόλλων ο οποίος δεν δίστασε να
θανατώσει τον πρώτο ...Τοξοβόλο από την τάξη των θνητών, τον Εύρυτο, βασιλέα της Οιχαλίας ή
Αχαίας με αφορμή τον ανταγωνισμό στην ...Τοξοβολία!
Από τους ημιθέους, ο Ηρακλής πραγμάτωσε τον έναν από τους δώδεκα άθλους του χάρη στην
Τοξοβολία: χρησιμοποιώντας εύστοχα και γρήγορα το τόξο του εξόντωσε τα σμήνη των
Στυμφαλίδων ορνίθων που κατέτρωγαν τα σπαρτά στις όχθες της Αργοκορινθιακής λίμνης
Στυμφαλίας.
Μέγας δάσκαλος της Τοξοβολίας υπήρξε ο σοφός Κένταυρος Χείρων στον οποίο θα μπορούσε να
‘πιστωθεί’ η μυθική ‘πατρότητα’ της, παρ’ Έλλησι, Έφιππης Τοξοβολίας. Στο μυθικό του
πρόσωπο ταυτίζονται τα τέσσερα χαρακτηριστικά-συνιστώσες του Αθλήματος: το Πνεύμα, η
Ρώμη, η Ιππική και η Τοξευτική.
Από τις θήλεις, η Θεά Άρτεμις εμφανίζεται ως Τοξότις ενώ γνωστή για την τοξευτική της δεινότητα
παραμένει και η ηρωϊδα Αταλάντη, κόρη του Ιάσου, η οποία συμμετέσχε στο κυνήγι του
Καλυδωνίου κάπρου τον οποίο σκότωσε μεν ο Μελέαγρος αφού, όμως, προηγουμένως εκείνη
επλήγωσε με το βέλος της.
Ο Όμηρος αναφέρεται κι αυτός σε Τοξότες και σε Τοξοβολία. Από τους Τρώες, ως Τοξότης
αναφέρεται ο Έλενος, ένας από τους πενήντα γιούς του Πριάμου καθώς και ο αρχηγός των Ιδαίων
ο Πάνδαρος. Από τους Έλληνες αναφέρονται οι Κρήτες υπό τον Μηριόνη, οι Λοκροί υπό τον
Τεύκρο του Οιλέως και οι Νοτιοθεσσαλοί υπό τον Φιλοκτήτη. Τέλος, ως Τοξότης αναφέρεται ο
Οδυσσέας. Επίσης, δύο αναφορές Τοξοβολίας γίνονται στα Ομηρικά έπη, η μία στην Ιλιάδα ( Ψ
859-883 ) όταν ο Αχιλλέας ωργάνωσε αγώνες στην μνήμη του φίλου του Πατρόκλου ( με νικητή τον
Μηριόνη επί του Τεύκρου ) και η άλλη στην Οδύσσεια ( φ 72-423 ) όταν ο Οδυσσέας αντιμετώπισε
τους μνηστήρες της Πηνελόπης επιστρέφοντας στο σπίτι του.
Στην Αθήνα, γνωστοί ως φέροντες τόξο ήσαν οι “Δημόσιοι” ( ή, “Δημόκοινοι” ) δηλαδή,
αιχμαλωτισμένοι βάρβαροι οι οποίοι, αφού εξανθρωπίζονταν κι εκπαιδεύονταν ‘δημοσία δαπάνη’,
τους ανετίθετο ο ρόλος του ‘αστυνομικού’ ο οποίος εθεωρείτο ευτελής και προοριζόμενος για
κατώτερους πολίτες-‘δούλους’ ( Schneider, εις Ξενοφ. Απομν. Γ 6 παρ. 1, Πλάτ. Πρωτ. 319 και
σημ. ώδε του Heindorf, Αριστοφ. Αχαρν. 54 και Σχολ .). Λόγω του ότι ήσαν επιφορτισμένοι με την
εκτέλεση σωματικών ποινών και βασάνων ( “ο των ένδεκα υπηρέτης”, Πλάτ. Φαίδ. 116Β )
απεκαλούντο και “Δήμιοι” αλλά και “Σπευσίνειοι” ( από τον διοργανωτή του σώματος, Πολυδ. Η
131,132, Φώτιος “Τοξόται” ) ή και “Σκύθες” λόγω της καταγωγής τους. Προερχόμενοι εξ
αιχμαλωσίας από την μάχη της Σαλαμίνoς, οι Δημόσιοι ήσαν αρχικά 300, κατόπιν δε ανήλθαν σε
1200 και οι επικεφαλής τους ωνομάζοντο “Τόξαρχοι” .
Εκτός των Δημοσίων, στην Αθήνα ωργανώθηκε και το σώμα των “Αστικών Τοξοτών” αποτελούμενο
από 10 εξ εκάστης Φυλής, από τα μέσα δε του 5ου π.Χ. αιώνος ο αριθμός ανήρχετο σε 100
(δηλαδή, το 1/10 των Οπλιτών) συντεταγμένους σε 4 Ταξιαρχίες και φέροντες Σκυθική περιβολή.
Το σώμα αυτό κατόπιν ενισχύθηκε με ξένους Τοξότες, Ροδίους, Σικελούς, Αιτωλούς και, κυρίως,
Σκύθες και Κρήτες. Τέλος, Τοξότες χρησιμοποίησε ο Φίλιππος της Μακεδονίας, ο Μέγας
Αλέξανδρος κι ο Πύρρος της Ηπείρου.
Στους Ρωμαίους το τόξο διεδόθη από τους Ετρούσκους και Τοσκανούς χρησιμοποιήθηκε δε
από τον Β΄Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Βιργίλιος αποδίδει την χρήση του τόξου ως κυρίου όπλου
στους Τυρρηνούς, ενώ, ο Σκιπίων ο Αφρικανός υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγαν στον
Ρωμαϊκό στρατό Τοξότες ( “Sagittarii” ). Ωργανωμένες κοόρτεις Τοξοτών εμφανίζονται στους
αυτοκρατορικούς χρόνους ενώ, πηγή στρατολογήσεως Τοξοτών για τον στρατό των Ρωμαίων
υπήρξε η Κρήτη, κυρίως, κατά τους μετα-διοκλητιανείους χρόνους.
Στον Δυτικό Κόσμο, χρήση του τόξου έκαναν οι Γαλάτες, οι Σκανδιναυοί και οι Ούννοι πολεμιστές,
ενώ οι Γότθοι, οι Γερμανοί και οι Φράγκοι έδειχναν να μην υπολογίζουν και πολύ σ΄αυτό! Από το
Νορμανδικό τόξο προήλθε και το “μακρύ” ( “Longbow” ) Αγγλικό τόξο. Μετά τις μάχες του Κρεσύ
και Πουατιέ, ο Κάρολος ΣΤ΄αναγκάσθηκε να ιδρύσει (1411) συντεχνίες Τοξοτών στις κύριες
πόλεις της Γαλλίας.
Οι Γάλλοι διετήρησαν τους Τοξότες μέχρι την εποχή του Λουδοβίκου ΙΒ΄, οι Άγγλοι μέχρι τα μέσα
του ΙΖ΄αιώνος, οι Ρώσσοι μέχρι το 1807 και οι Τούρκοι μέχρι την πολιορκία της Βούδας (1686).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου