Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Ο Αριστοτέλης, οι δούλοι και οι γυναίκες

Οι απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία, όπως διατυπώνονται στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, είναι τόσο σαφείς που δεν αφήνουν ούτε το ελάχιστο περιθώριο παρεξηγήσεων: «αυτό που με τη δύναμη του νου του μπορεί να προβλέπει είναι από την ίδια του τη φύση εξουσιαστικό και κυριαρχικό, ενώ εκείνο που μπορεί να εκτελεί με το σώμα ό,τι επιτάσσει αυτό που ασκεί εξουσία είναι από τη φύση του προορισμένο να εξουσιάζεται και να υπηρετεί. Γι’ αυτό το δουλοκτήτη και το δούλο τους ενώνει ένα κοινό συμφέρον». Με άλλα λόγια, ο δούλος είναι δούλος σύμφωνα με τη φύση, αφού στερείται της δυνατότητας του να προβλέπει, λόγω νοητικής αδυναμίας, ενώ ο αφέντης, ακριβώς λόγω αυτών των δυνατοτήτων (νοητική δύναμη και πρόβλεψη), αποκτά την ισχύ της απόκτησης και διαχείρισης των δούλων, επίσης από τη φύση. Βρισκόμαστε μπροστά στη διαμόρφωση μιας ιεραρχίας ανάμεσα στους ανθρώπους με κριτήριο τις νοητικές δυνατότητες, που όμως ο Αριστοτέλης την τοποθετεί στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος, απαλλάσσοντάς την από την ευθύνη της άμετρης και παράλογης εξουσίας που θα έφερνε στο προσκήνιο το ζήτημα της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας. Για τον Αριστοτέλη δεν τίθεται κανένα θέμα επιβαλλόμενης εξουσίας ή καταπίεσης, αφού οι σχέσεις αυτές δεν έχουν σκοπό ούτε την εκμετάλλευση ούτε την προσωπική επιβολή, αλλά διαρρυθμίζονται από τη φύση προς επίτευξη της από κοινού επιβίωσης. Ο δούλος έχει όφελος να υπηρετεί τον αφέντη γιατί αλλιώς δε θα μπορούσε να επιβιώσει, όπως το σώμα ωφελείται (κι ως εκ τούτου οφείλει) να υπηρετεί το πνεύμα, αφού μόνο του είναι ανίκανο να πετύχει το ζην – πόσο μάλλον το ευ ζην. Κι αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της συνύπαρξης, που δεν αποσκοπεί μόνο στην ψυχική ολοκλήρωση της συναναστροφής, αλλά και στην εκπλήρωση των προϋποθέσεων που θα εξασφαλίσουν σε πρώτο στάδιο την επιβίωση και κατ’ επέκταση – πράγμα ακόμη σπουδαιότερο – την ευδαιμονία. Είναι η ίδια συνθήκη που επιβάλλει και τη συμβίωση των δύο φύλων: «Πρώτον λοιπόν είναι ανάγκη να συνδυάζονται αφενός τα όντα εκείνα, των οποίων η ύπαρξη προϋποθέτει την αμοιβαία εξάρτηση, όπως το θηλυκό και το αρσενικό χάριν της αναπαραγωγής (και αυτό δε συμβαίνει προαιρετικά, αλλά, όπως και στα άλλα ζώα και φυτά, ανήκει στη φύση τους να θέλουν να αφήσουν πίσω τους έναν όμοιο με αυτά απόγονο) και αφετέρου αυτό που από τη φύση του είναι προορισμένο να εξουσιάζει και αυτό που επίσης από τη φύση του είναι προορισμένο να εξουσιάζεται με σκοπό την “επιβίωσή” τους».
 
Κι αν κάποιος διατηρεί έστω την ελάχιστη αμφιβολία, ο Αριστοτέλης γίνεται ακόμη πιο επεξηγηματικός επικαλούμενος το διαχωρισμό ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή: «Τα έμψυχα αποτελούνται πρώτα – πρώτα από ψυχή και σώμα, και απ’ αυτά το ένα είναι προορισμένο από την ίδια τη φύση να εξουσιάζει και το άλλο να εξουσιάζεται. Πρέπει βεβαίως να αναζητούμε τη φύση των όντων σ’ εκείνα που είναι φυσιολογικά και όχι εκφυλισμένα. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε τον άνθρωπο που βρίσκεται σε άριστη σωματική και ψυχική κατάσταση, στον οποίο ακριβώς είναι φανερό τούτο. Διότι στους φαύλους ανθρώπους ή σ’ εκείνους που βρίσκονται σε κακή κατάσταση θα μπορούσε να φανεί ότι το σώμα συχνά εξουσιάζει την ψυχή λόγω της κακής και μη φυσιολογικής κατάστασής τους». Η υποταγή του σώματος στην ψυχή – κατά τον Αριστοτέλη πάντα – κρίνεται απολύτως δεδομένη μέσα στο πλαίσιο της φυσιολογικής συνθήκης αναφορικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού σε διαφορετική περίπτωση τα πάντα οδηγούνται στον εκφυλισμό και τη φαυλότητα. Ο άνθρωπος που δεν καταφέρνει να χαλιναγωγήσει τα σωματικά του πάθη είναι ο αποκτηνωμένος, ο μη φυσιολογικός, δηλαδή ο άνθρωπος που δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως παράδειγμα προκειμένου να προχωρήσει κανείς σε βαθύτερες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις: «Απ’ αυτά προκύπτει καθαρά ότι είναι φυσικό και συμφέρον να εξουσιάζεται το σώμα από την ψυχή και οι άλογες – ορεκτικές δυνάμεις από το νου και το έλλογο μέρος της ψυχής, ενώ η ισότιμη ή αντίστροφη σχέση εξουσίας είναι επιζήμια για όλα τα μέρη». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Αριστοτέλης διαχωρίζει και τους ανθρώπους. Κι όπως είναι επιζήμιο να υποτάσσεται η ψυχή στο σώμα, έτσι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διανοηθούμε την υποταγή των ανώτερων πνευματικά (αφεντάδων) στους κατώτερους (δούλους): «Όσοι λοιπόν άνθρωποι διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους όσο η ψυχή από το σώμα και ο άνθρωπος από το θηρίο (βρίσκονται δε σ’ αυτήν την κατάσταση όσοι εργάζονται μόνο χειρωνακτικά και αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν) αυτοί είναι από την ίδια τη φύση τους δούλοι και το καλύτερο γι’ αυτούς είναι να ζουν σύμφωνα μ’ αυτή τη σχέση εξουσίας. Είναι λοιπόν από τη φύση του δούλος εκείνος ο οποίος είναι τόσο μόνο μέτοχος της λογικής δύναμης της ψυχής όσο χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται τι είναι και τι δεν είναι λογικό, χωρίς όμως να διαθέτει ο ίδιος επαρκώς την εν λόγω δύναμη».
 
Το ζήτημα της ηθικής νομιμότητας που προκύπτει από το γεγονός ότι οι δούλοι είναι κυρίως οι ηττημένοι των πολέμων, το κατά πόσο δηλαδή η βία είναι σε θέση να αποτελέσει κριτήριο για την κατάταξη των ανθρώπων στην κατηγορία των δούλων, ο Αριστοτέλης το θεωρεί βέβαια σοβαρό και άξιο μελέτης, όμως το διαχειρίζεται και πάλι ως κάτι δοσμένο από τη φύση: «Και η αιτία αυτής της διχογνωμίας και αυτό που προκαλεί τις εναλλασσόμενες απόψεις είναι το γεγονός ότι κατά κάποιο τρόπο η αρετή, όταν διαθέτει τα μέσα, είναι κάλλιστα σε θέση να χρησιμοποιεί ακόμη και βία, και ότι πάντοτε αυτός που υπερισχύει υπερέχει ως προς κάποιο αγαθό. Φαίνεται λοιπόν ότι η εξουσία συνάπτεται οπωσδήποτε με κάποια ικανότητα». Με δυο λόγια, η πολεμική υπεροχή δεν είναι τίποτε άλλο από την απόδειξη της υπεροχής σε επίπεδο ικανότητας, γεγονός που πιστοποιεί την φυσική ανωτερότητα του νικητή. Εξάλλου, πολλοί δεν ήθελαν να ονομάζουν δούλους όλους τους αιχμαλώτους, γιατί οι άνθρωποι ευγενικής καταγωγής ασφαλώς και διαφέρουν απ’ τους βαρβάρους: «Στην αντίθετη περίπτωση θα συμβεί να γίνουν δούλοι και απόγονοι δούλων εκείνοι που αναγνωρίζονται ως ευγενέστατοι, αν τύχει να αιχμαλωτισθούν και να πωληθούν. Γι’ αυτό και δεν θέλουν αυτούς να τους ονομάζουν δούλους, αλλά μόνον τους βαρβάρους. Όμως, όταν χρησιμοποιούν αυτή την ορολογία, δεν αναζητούν τίποτε άλλο παρά την ταυτότητα του φύσει δούλου, στην οποία αναφερθήκαμε ήδη στην αρχή». Στο κάτω – κάτω ο πόλεμος, ως μέθοδος απόκτησης αγαθών ανάγεται και πάλι στη φύση, όπως και η περίπτωση του κυνηγιού: «Γι’ αυτό και η πολεμική τέχνη από τη φύση της είναι κατά κάποιον τρόπο μια τέχνη απόκτησης αγαθών (η θηρευτική είναι μέρος αυτής της τέχνης), την οποία πρέπει να χρησιμοποιούμε εναντίον των άγριων ζώων και εναντίον των ανθρώπων εκείνων που η φύση προόρισε να εξουσιάζονται από άλλους, αυτοί όμως δε θέλουν, διότι αυτός ο πόλεμος είναι από τη φύση του δίκαιος».
 
Ασφαλώς, οι γυναίκες και τα παιδιά δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους δούλους. Ως εκ τούτου χρειάζονται και διαφορετική αντιμετώπιση: «Διότι με διαφορετικό τρόπο εξουσιάζει ο ελεύθερος το δούλο, το αρσενικό το θηλυκό και ο άντρας το παιδί. Και σε όλους αυτούς υπάρχουν βεβαίως τα μέρη της ψυχής, αλλά υπάρχουν με τρόπο διαφορετικό. Διότι ο φύσει δούλος δε διαθέτει καθόλου την καθαυτό έλλογη δύναμη, το θηλυκό τη διαθέτει αλλά δεν είναι έγκυρη, ενώ το παιδί τη διαθέτει αλλά δεν είναι ακόμη αναπτυγμένη». Υπό αυτή την προϋπόθεση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ούτε οι γυναίκες ούτε τα παιδιά όπως οι δούλοι. Για την ακρίβεια, όλοι χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης: «Είναι λοιπόν φανερό αφενός ότι όλοι οι παραπάνω διαθέτουν ηθικές αρετές και αφετέρου ότι η φρόνηση του άνδρα και της γυναίκας δεν είναι ίδια, ούτε η ανδρεία και η δικαιοσύνη, όπως υποστηρίζει ο Σωκράτης, αλλά η μία ανδρεία είναι εξουσιαστική και η άλλη υπηρετική. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αρετές». Ο καθένας λοιπόν πρέπει να έχει διαφορετικές αρετές, ανάλογα με το έργο που θα επιτελέσει, δηλαδή με τον κοινωνικό του ρόλο. Από τη στιγμή που οι άντρες, οι γυναίκες και οι δούλοι θα επιτελέσουν διαφορετικό κοινωνικό ρόλο, γίνεται φανερό ότι διαχωρίζονται και τα προσόντα που πρέπει να έχουν. Κι αυτό φυσικά, είναι ζήτημα εκπαίδευσης. Όσο για τα παιδιά, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι θα πρέπει να ανατραφούν σύμφωνα με τον κοινωνικό ρόλο που θα φέρουν σε πέρας με την ενηλικίωσή τους. Άλλο θέμα η εκπαιδευτική διαδικασία για τα αγόρια, άλλο για τα κορίτσια. Και βέβαια όλοι οφείλουν να υποταχθούν στη βούληση του άντρα: «Γι’ αυτό πρέπει ό,τι ο ποιητής (ενν. ο Σοφοκλής) λέει για τη γυναίκα, ότι δηλαδή “η σιωπή αποτελεί κόσμημα για τη γυναίκα”, να δεχτούμε ότι αυτό ισχύει για όλους (ενν. για δούλους, γυναίκες και παιδιά)». Οι βάρβαροι όμως είναι άλλο θέμα. Οι βάρβαροι είναι από τη φύση τους πλασμένοι για να γίνουν δούλοι: «Στους βαρβάρους όμως η γυναίκα και ο δούλος ανήκουν στην ίδια τάξη. Και η αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι δε διαθέτουν από τη φύση τους τη δυνατότητα να εξουσιάζουν, αλλά η κοινωνία τους είναι μια κοινωνία δούλης και δούλου. Γι’ αυτό ακριβώς λένε οι ποιητές ότι είναι εύλογο οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, διότι με βάση την ίδια τη φύση ο βάρβαρος δε διαφέρει από το δούλο».
 
Το να κρίνει κανείς αυτές τις απόψεις και να τις χαρακτηρίσει αναχρονιστικές, παρωχημένες ή ακόμη κι απαράδεκτες ή απάνθρωπες είναι μάλλον περιττό. Το να πούμε ότι ο Αριστοτέλης παρασύρεται από το ιστορικό – κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του στερείται νοήματος ως κάτι απολύτως προφανές. Το ζήτημα είναι γιατί παρασύρεται; Πώς είναι δυνατό ένας στοχαστής του διαμετρήματος του Αριστοτέλη – κι ενώ έχει ξεπεράσει την εποχή του σε πολλά – να υποπίπτει σε τέτοια ατοπήματα; Εξάλλου, η αμφισβήτηση για την ηθική της δουλείας είχε ήδη ξεκινήσει, και οι απόψεις αυτές ήταν γνωστές στον Αριστοτέλη: «Άλλοι πάλι νομίζουν ότι η εξουσία του δουλοκτήτη πάνω στο δούλο αντιβαίνει στους νόμους της φύσεως (διότι μόνο με βάση ένα εθιμικό καθεστώς άλλος είναι ελεύθερος κι άλλος δούλος). Γι’ αυτό αυτή η μορφή εξουσίας δεν είναι δίκαιη, επειδή στηρίζεται στη βία». Δεν τίθεται δηλαδή θέμα αδυναμίας στη σύλληψη μιας ιδέας που ξεπερνά την εποχή, αφού η ιδέα αυτή είναι ήδη διατυπωμένη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνειδητή επιλογή διαχωρισμού των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους, Έλληνες και βάρβαρους, άντρες και γυναίκες. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στο αδιέξοδο του φιλοσόφου, που συμπεραίνει ότι η ανθρώπινη ανισότητα είναι δοσμένη από τη φύση. Που δικαιολογεί τη βία, αφού υπηρετεί τις φυσικές επιταγές. Που αρνείται να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι διαφορετικοί, αλλά οφείλουν να είναι ίσοι. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζοντας ότι οι βάρβαροι είναι από τη φύση τους δούλοι, αντιβαίνει ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό του, αφού πίστευε ότι η παιδεία είναι το παν, καθοδηγώντας τους ανθρώπους – με το σωστό εθισμό – στην κατάκτηση της αρετής. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο καθένας είναι το αποτέλεσμα του εθισμού του, δηλαδή της παιδείας που δέχτηκε. Για τους βαρβάρους όμως κανένας εθισμός δε θα μπορούσε να φανεί αποδοτικός. Γιατί οι βάρβαροι είναι ανάξιοι της παιδείας των ελεύθερων ανθρώπων. Στους βαρβάρους αρμόζει ένα κατώτερο είδος παιδείας, το είδος της παιδείας που απευθύνεται σε δούλους.
 
Φυσικά, είναι απολύτως σαφές ότι, όταν μιλάμε για τη δουλεία στα αρχαία χρόνια δε μιλάμε για τίποτε άλλο παρά για τις παραγωγικές δυνάμεις της εποχής. Οι δούλοι αποτελούσαν τα μέσα παραγωγής και η εποχή που θα γεννιούνταν οι μηχανές προς αντικατάστασή τους αργούσε πολύ ακόμη. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια τη δομή της οικονομίας που βρίσκεται αντιμέτωπη με το ίδιο αιώνιο πρόβλημα της παραγωγής του πλούτου. Η αποκήρυξη της δουλείας, ως έσχατη μορφή αδικίας και καταπίεσης, θα ισοδυναμούσε με την αποδιοργάνωση των παραγωγικών δομών. Όμως, η λειτουργία των μέσων παραγωγής κάθε εποχής είναι ο ρυθμιστής της ίδιας της δομής της κοινωνίας κι από τη στιγμή που κάποιοι πρέπει να γεννήσουν τον πλούτο, δεν υπάρχει άλλη επιλογή απ’ το να βρεθούν. Κι αυτοί θα είναι οι ανίσχυροι. (Τι πιο διαχρονικό απ’ αυτό;) Εφόσον οι δούλοι παίζουν το ρόλο των παραγωγικών μέσων δε μένει παρά να αντιμετωπιστούν και σαν τέτοια. Μοιραία δεν υπάρχει τίποτε πιο δίκαιο απ’ το να μοχθούν για τους ανθρώπους.
 
Τα μέσα παραγωγής παροπλίζονται μόνο εάν βρεθεί παραγωγικότερος αντικαταστάτης. Με άλλα λόγια μπορούμε να μιλάμε για κατάργηση της δουλείας, μόνο εάν τα αγαθά μπορούν να παραχθούν χωρίς τη συνδρομή των δούλων: «αν μπορούσε κάθε εργαλείο να επιτελεί το έργο του εκτελώντας κάποια διαταγή ή προαισθανόμενο τη διαταγή, όπως λένε ότι έκαναν τα αγάλματα του Δαιδάλου ή οι τρίποδες του Ηφαίστου, για τους οποίους λέει ο ποιητής ότι αυτομάτως εμφανίζονταν στο χώρο της συνέλευσης των θεών, και αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους».
 
Η διαπίστωση αυτή δεν είναι μόνο προφητεία για τη δημιουργία των μηχανών που θα απάλλασσαν τον άνθρωπο από τον μόχθο, αλλά και ομολογία ότι όσο τα μέσα παραγωγής είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν μπορεί να υπάρχει άλλη λύση απ’ τη νομιμοποίηση – σε ηθικό επίπεδο – της αποδοχής αυτής της πραγματικότητας. Κι αυτή είναι η πιο έντιμη παραδοχή ότι η ηθική καθορίζεται από τις οικονομικές δομές της κάθε εποχής. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν μπόρεσε να διεισδύσει στην πηγή της αξίας που είναι ο ανθρώπινος μόχθος. (Θα το κάνει ο Μαρξ πολλούς αιώνες αργότερα). Γιατί έπρεπε να διασχίσει μια ολόκληρη έρημο. Κι αυτές είναι οι ιστορικές συνθήκες, που, κατά το Μαρξ, τον εμπόδισαν να φτάσει στην ανθρώπινη εργασία ως πηγή κάθε αξίας. Όσο για τις γυναίκες, έπρεπε κι αυτές να επιτελέσουν το δικό τους ρόλο μέσα στη λειτουργία του οίκου. Γι’ αυτό η διοίκηση του οίκου είναι ζήτημα λεπτό και θέλει σωστούς χειρισμούς. Γιατί πρέπει να ρυθμίσει τη διαχείριση όλων αυτών των ανθρώπων. Αν οι οικονομικές δομές της εποχής επέτρεπαν τη γυναίκα να παράγει το δικό της πλούτο, θα ήταν άλλη και η θέση της. Και κάπου εδώ φτάνουμε σ’ αυτό που ονομάζουμε όρια για την κάθε εποχή.
 
Αριστοτέλης: Πολιτικά

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου