ΜΕΡΟΣ Α': Ορφεύς
Το πόσο σημαντικός υπήρξε ο Ορφεύς για την Ελληνική θρησκευτική παράδοση, έχει καταδειχθεί στο άρθρο «Η Ελληνική καταγωγή του Ορφέως και η σημασία της». Επειδή τα κείμενα των ορφικών ήταν πολυάριθμα και οι άλλοι συγγραφείς παρέθεταν συχνά αποσπάσματα τους, ήταν πρακτικά αδύνατο να καταστραφούν ολοκληρωτικά. Αλλά και η μονοθεϊστική ερμηνεία τους δεν έπειθε, εφόσον και σε αυτά φαίνονται οι τάξεις των ανωτέρων όντων και γενικότερα η θεολογία που κληροδοτήθηκε στους επομένους ήταν καθαρά ενοθειστική. Για αυτό επιχειρήθηκε η κατασκευή αποσπασμάτων από όπου δήθεν προκύπτει η «μεταστροφή» του Ορφέως προς το μονοθεϊσμό. Οι φιλόλογοι ερευνητές μετά από ενδελεχή μελέτη και σύγκριση των πηγών, των κοινωνικών καταστάσεων της εποχής, αλλά και το ύφος και το λεξιλόγιο, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χάλκευση έχει τις ρίζες της στην αλεξανδρινή εποχή και οφείλεται στην συγγραφική αντίδραση των Ιουδαίων έναντι των Ελλήνων. Ορισμένοι από τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες, όχι μόνο δέχτηκαν τη χάλκευση αλλά και την επέτειναν.
Η πρώτη επαφή Ελλήνων και Ιουδαίων άρχισε να γίνεται σταδιακά από την εποχή των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και τον μετέπειτα επιμερισμό της τεράστιας ελληνικής αυτοκρατορίας που δημιούργησε, σε τέσσερα βασίλεια, και ιδιαιτέρως με την ιδρυθείσα πόλη Αλεξάνδρεια στην οποία εγκαταστάθηκαν -μεταξύ των άλλων, χιλιάδες Ιουδαίοι-, η οποία πόλις επρόκειτο προσεχώς να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα. Το έτος 311 π.κ.ε., ο Πτολεμαίος του Λάγου ή «Σωτήρ» που βασίλευσε από το 323 μέχρι το 283 όντας Φαραώ της Αιγύπτου από 305, καταλαμβάνοντας την Κοίλη Συρία, έφερε μαζί του στην Αλεξάνδρεια επιπλέον χιλιάδες Ιουδαίους και Σαμαρείτες, δίνοντάς τους τα αστικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, και οι ήδη εγκαταστημένοι εκεί από το προηγούμενο έτος Ιουδαίοι. Πολλοί Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι υιοθέτησαν τους εξωτερικούς ελληνικούς τρόπους (ενδυμασία, εμφάνιση, γλώσσα, και παιδεία), με εξαίρεση τις θεολογικές και τις κοσμολογικές τους θέσεις. Αυτό δεν άρεσε στην άλλη πλευρά, εκείνη των αυστηρών θεματοφυλάκων της ιουδαϊκής παραδόσεως. Μια από τις αντιδράσεις, ήταν η προσπάθεια παρουσίασης εκ μέρους τους προς τους «παραπλανημένους» ομοεθνείς τους, της ιουδαϊκής παραδόσεως ως δήθεν προγενεστέρας της Ελληνικής. Τούτο σήμαινε ότι η Ελληνική παράδοση έλαβε στοιχεία από την ιουδαϊκή, κυρίως από τον δήθεν αρχαιότερο Μωυσή και τους προφήτες. Μια θεωρία που μεταλαμπαδεύτηκε και στους χριστιανούς. Καρπός εκείνης της εποχής ήταν και η παράφραση των ιουδαϊκών κειμένων στην Ελληνική (που αργότερα κλήθηκαν από τους χριστιανούς ως «Παλαιά Διαθήκη»).
Η πρώτη επαφή Ελλήνων και Ιουδαίων άρχισε να γίνεται σταδιακά από την εποχή των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και τον μετέπειτα επιμερισμό της τεράστιας ελληνικής αυτοκρατορίας που δημιούργησε, σε τέσσερα βασίλεια, και ιδιαιτέρως με την ιδρυθείσα πόλη Αλεξάνδρεια στην οποία εγκαταστάθηκαν -μεταξύ των άλλων, χιλιάδες Ιουδαίοι-, η οποία πόλις επρόκειτο προσεχώς να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα. Το έτος 311 π.κ.ε., ο Πτολεμαίος του Λάγου ή «Σωτήρ» που βασίλευσε από το 323 μέχρι το 283 όντας Φαραώ της Αιγύπτου από 305, καταλαμβάνοντας την Κοίλη Συρία, έφερε μαζί του στην Αλεξάνδρεια επιπλέον χιλιάδες Ιουδαίους και Σαμαρείτες, δίνοντάς τους τα αστικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι Έλληνες, οι Αιγύπτιοι, και οι ήδη εγκαταστημένοι εκεί από το προηγούμενο έτος Ιουδαίοι. Πολλοί Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι υιοθέτησαν τους εξωτερικούς ελληνικούς τρόπους (ενδυμασία, εμφάνιση, γλώσσα, και παιδεία), με εξαίρεση τις θεολογικές και τις κοσμολογικές τους θέσεις. Αυτό δεν άρεσε στην άλλη πλευρά, εκείνη των αυστηρών θεματοφυλάκων της ιουδαϊκής παραδόσεως. Μια από τις αντιδράσεις, ήταν η προσπάθεια παρουσίασης εκ μέρους τους προς τους «παραπλανημένους» ομοεθνείς τους, της ιουδαϊκής παραδόσεως ως δήθεν προγενεστέρας της Ελληνικής. Τούτο σήμαινε ότι η Ελληνική παράδοση έλαβε στοιχεία από την ιουδαϊκή, κυρίως από τον δήθεν αρχαιότερο Μωυσή και τους προφήτες. Μια θεωρία που μεταλαμπαδεύτηκε και στους χριστιανούς. Καρπός εκείνης της εποχής ήταν και η παράφραση των ιουδαϊκών κειμένων στην Ελληνική (που αργότερα κλήθηκαν από τους χριστιανούς ως «Παλαιά Διαθήκη»).
ΔΕΣ: Περί της μεταφράσεως των Ο΄ (Septuaginta)
Για την θεωρία περί της δήθεν λογοκλοπής αλλά και της δήθεν αρχαιότητας του Μωυσέως, έχουν αναφερθεί αρκετά πράγματα στο άρθρο «Οι πλαστογράφοι της ιστορίας: Η δήθεν λογοκλοπή από την Παλαιά Διαθήκη».
Έτσι, κατά τις αρχές του 3ου αι. π.κ.ε., οι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας (στους οποίους είχε αναγνωρισθεί πλήρης αυτοδιοίκηση) θα αρχίσουν μια προσπάθεια συγγραφικής αντίδρασης, επιχειρώντας τη σταδιακή δηλητηρίαση της Ελληνικής γραμματείας, ενώ παράλληλα αρχίζουν να εμφανίζονται βιβλία «σοφίας», όπως ο Εκκλησιαστής (που αποδόθηκε ψευδώς στον Σολομώντα και διανθίζεται από στοιχεία ηρακλείτεια, επικούρεια, και στωικά), Σοφία Σειράχ, Παροιμίες Σολομώντα, ανασύνταξη ψαλμών, κ.ά. Σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα επιχειρήθηκε η παρουσίαση του Αβραάμ ως διδασκάλου της επιστήμης της αστρονομίας, η ταύτιση του Μωυσή με τον Μουσαίο, ο οποίος δίδαξε τη φιλοσοφία στον Ορφέα κοκ. Αυτά γράφονται από τον Ιουδαίο Αρταπάνο (του οποίου η ιστορική παρουσία τοποθετείται μεταξύ 250- 100 π. κ. ε), και διασώζονται αποσπασματικά στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσεβίου (PG. τ. 21, σ. 709 κ. εξής). Αλλά και ο επίσης Ιουδαίος Αριστόβουλος, γνώστης της περιπατητικής φιλοσοφίας, σύμβουλος των Πτολεμαίων, παρουσίασε μια αλληγορική ερμηνεία της Πεντατεύχου, από την οποία υποτίθεται ότι άντλησαν οι Έλληνες συγγραφείς, χωρίς να αναφέρουν την πηγή. Με τις πλαστογραφίες αυτού θα ασχοληθώ στο άρθρο αυτό.
Ήδη από την αρχαιότητα έχουμε «βίβλους», δηλαδή συλλογές κειμένων που εντάσσονται οργανικά σε έναν κύκλο-ομάδα. Έτσι υπάρχει η ομηρική βίβλος, η ησιόδεια, η ορφική, η πλατωνική κοκ.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα περιστατικό από το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε πολύ χρήσιμα πράγματα. Θα παραθέσω το σχετικό απόσπασμα, διότι συχνά διαστρέφεται το νόημά του από τους απολογητές. Βρίσκεται στο 7ο βιβλίο («Πολύμνια»), στην παράγραφο 6 και έχει ως εξής…
Το κίνητρο του Μαρδονίου, όταν υποκινούσε αυτή την εκστρατεία, ήταν το πάθος του για περιπέτεια και η ελπίδα του ότι θα γίνονταν ο ίδιος ύπαρχος της Ελλάδας· με την επιμονή του, κατάφερε να πείσει τον Ξέρξη να ξεκινήσει την επιχείρηση. Εξ άλλου, οι ίδιες οι περιστάσεις τον βοήθησαν στον σκοπό του. Κατ’ αρχάς, οι αγγελιαφόροι γύρισαν από τους Αλευάδες της Θεσσαλίας (δηλαδή τη βασιλική οικογένεια των Θεσσαλών) με μια πρόσκληση στον βασιλιά και την υπόσχεση ότι θα τον βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο· την ίδια εποχή, οι Πεισιστρατίδες στα Σούσα πίεζαν τον Ξέρξη για το ίδιο θέμα περισσότερο από ποτέ χάρη στη μεσολάβηση ενός Αθηναίου μάντη (κείμενο: «χρησμολόγου»), που λέγονταν Ονομάκριτος κι είχε ταξινομήσει και εκδώσει τις προφητείες του Μουσαίου (κείμενο: «διαθέτην χρησμών των Μουσαίου»). Οι Πεισιστρατίδες είχαν συμφιλιωθεί μαζί του προτού πάει στα Σούσα. Τον είχε εξορίσει από την Αθήνα ο Ίππαρχος, επειδή είχε προσθέσει στους στίχους του Μουσαίου την προφητεία (κείμενο: «χρησμόν») ότι τα νησιά κοντά στη Λήμνο θα κατατοπίζονταν στη θάλασσα· ο Λάσος από την Ερμιόνη τον είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω να κάνει την πλαστογραφία. Πριν εξοριστεί, πάντως, ήταν καλός φίλος με τον Ίππαρχο. Τέλος πάντων, ο άνδρας αυτός πήγε στα Σούσα, και τώρα, όποτε βρισκόταν μπροστά στο βασιλιά, οι Πεισιστρατίδες εκθείαζαν τις μοναδικές ικανότητές του κι εκείνος απήγγειλε αποσπάσματα από τους χρησμούς του. Φυσικά απέφευγε να αναφέρει όποιο χρησμό υποδήλωνε μια ατυχία στις επιχειρήσεις των Περσών και διάλεγε πάντα εκείνους που υπόσχονταν θριάμβους
Από το παραπάνω απόσπασμα του Ηροδότου μαθαίνουμε ότι την εποχή που άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Ίππαρχος (6ος αιώνας π.κ.ε.), επιχειρήθηκε η ταξινόμηση και έκδοση των χρησμών του Μουσαίου. Ανάμεσα σε αυτούς που εργάστηκαν για αυτόν τον σκοπό, ήταν και ο μάντης Ονομάκριτος. Ο Λάσος (ένας άλλος από τον κύκλο που είχε αναλάβει το παραπάνω έργο), έπιασε επ’ αυτοφώρω τον Ονομάκριτο να προσθέτει έναν δικό του χρησμό στους στίχους του Μουσαίου. Να προσέξουμε ότι αυτό που επιχειρήθηκε να μπει εμβόλιμα, χαρακτηρίζεται ως «χρησμός». Στα σχόλια του «Κάκτου» αναφέρεται ότι αυτός επαληθεύτηκε. Ο Ονομάκριτος δεν είχε την πρόθεση να παραπλανήσει, αλλά να αποδώσει έναν χρησμό του στον Μουσαίο. Ο Ηρόδοτος είναι ξεκάθαρος. Δεν το έκανε δηλαδή για να αλλάξει τα κείμενα ώστε να αντιπαρέλθει την κριτική όσων δεν βόλευαν, ή να επέμβει στο κείμενο ώστε να το κάνει να συμφωνεί με μια δογματική θέση, όπως έκαναν οι χριστιανοί με τα δικά τους ιερά κείμενα. Ως πλαστογραφία θεωρήθηκε η απόδοση ενός λόγου-χρησμού σε κάποιο ιερό πρόσωπο που στην πραγματικότητα δεν ήταν δική του, αν και ήταν χρησμός! Η θρησκευτική συνείδηση των Αθηναίων ήταν τόσο ευαίσθητη και λεπτή, ώστε θεώρησαν την ενέργεια του Ονομάκριτου τόσο αξιοκατάκριτη, ώστε ο Ίππαρχος να τον εξορίσει ως τιμωρία. Οι εξόριστοι, την εποχή εκείνη, θεωρούνταν πλέον άνευ τιμής. Βλέπουμε δηλαδή, ότι υπήρχε ευλάβεια, αυστηρότητα, σχολαστικότητα, προσοχή και έλεγχος, κατά τη διαδικασία της κατατάξεως σε βίβλους του σχετικού ιερού υλικού.
Η ύπαρξη βίβλων αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον διάλογο «Πολιτεία». Συγκεκριμένα, «βίβλων δε όμαδον παρέχονται Μουσαίου και Ορφέως» (Πολιτεία, Β΄, 364e).
Σήμερα, με βάση τις πηγές, γνωρίζουμε πολλά (αν όχι όλα) τα έργα του ορφικού κύκλου. Λίγα έχουν διασωθεί σχεδόν ακέραια. Πολλά έχουν περιέλθει σε εμάς σε αποσπασματική μορφή. Για άλλα, γνωρίζουμε μόνο τους τίτλους τους.
Σχεδόν ακέραια έχουν διέλθει σε εμάς οι «88 ιεροί ύμνοι» του Ορφέως, τα «Αργοναυτικά» (τα οποία υπάρχουν σε δύο εκδόσεις, μια η αρχαιότερη και μια του Απολλωνίου του Ροδίου που υπήρξε και διευθυντής στη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας περίπου το 260 π.κ.ε.), και τα «Λιθικά».
Σε αποσπασματική μορφή υπάρχουν «οι ιεροί λόγοι σε 24 ραψωδίες» (θεογονικά θέματα), «Αρπαγή της Περσεφόνης», «Θεογονία Ιερώνυμου και Ελλανίκου».
Άλλα έργα του ορφικού κύκλου είναι: Τα «Βακχικά» που αναφέρεται σε μύθους και τελετές που αφορούν τον Διόνυσο και το οποίο αποδίδονταν ήδη από την αρχαιότητα στον Νικία τον Ελεάτη. Δεν σώζεται σήμερα το κείμενο, αλλά ένα άλλο έργο με τον ίδιο τίτλο που γράφτηκε από κάποιον ορφικό της ύστερης αρχαιότητας και το γνωρίζουμε μέσω του Μακροβίου (400 κ. ε).
Υπάρχουν επτά αστρονομικά έργα που υπομνημάτισε ο νεοπλατωνικός Θέων ο Αλεξανδρέας, πατέρας της φιλοσόφου Υπατίας. Αυτά είναι: «Δωδεκαετηρίδες» το οποίο θεωρείται του Ορφέως από τους λόγιους αδελφούς Τζέτζη, «Εφημερίδες» έργο που χρονολογείται από την Αλεξανδρινή εποχή που ωστόσο οι αδελφοί Τζέτζη το θεωρούν του Ορφέως, «Γεωργία» το οποίο θεωρείται παλαιότατο και αποδίδεται στον Ορφέα, «Περί δραπετών», «Περί σεισμών», «Περί επεμβάσεων» που χρονολογείται κατά την ύστερη αρχαιότητα, «Περί καταρχών» που διασώζεται σε πεζή μεταγενέστερη παράφραση.
Οι «Χρησμοί» θεωρούνται του Ορφέως. «Αστρονομία» που μόνο την ονομασία γνωρίζουμε καθώς δεν έχει διασωθεί κάτι, «Αμμοσκοπία» ή «Ανεμοσκοπία» που επίσης δεν σώζεται, «Δίκτυον» και «Πέπλος» τα οποία αποδίδεται στους ορφικούς Ζώπυρο και Βροντίνο, «Θρονισμοί Μητρώοι» που αποδίδονταν στον Νικία τον Ελεάτη και είναι χαμένο. Ο «Αιγυπτιακός ιερός λόγος» που αναφερόταν στους συμβολισμούς των αιγυπτιακών θεοτήτων και στην αντιστοιχία τους με εκείνες της ελληνικής θρησκείας, «Καθαρμοί», «Εις Αίδου κατάβασις» που αποδίδεται στον Ορφέα τον Καμαριναίο, «Καταζωστικόν», «Κορυβαντικόν», «Κρατήρ» του Ορφέως ή του Ζωπύρου, «Μικρότερος κρατήρ», «Ονομαστικόν», «Όρκοι» που θεωρείται του Ορφέως, «Σφαίρα» που θεωρείται είτε του Ορφέως είτε του Μουσαίου, «Σωτήρια», «Τελεταί» το οποίο θεωρείται του Ορφέως, «Τριαγμοί» του Ίωνος του τραγικού, «Εις τον Αριθμόν Ύμνος», «Φυσικά» που αποδίδεται στον ορφικό Βροντίνο, «Περί φυτών βοτάνων και ιατρικής», «Ιεραποστολικά» που ασχολούνταν με τις ιερές ενδυμασίες και τους συμβολισμούς τους, «Κλήσεις κοσμικαί», «Νεωτευκτικά» που αποδίδονται είτε στον Θεόγνητο τον Θεσσαλό είτε στον Κέρκωπα τον πυθαγόρειο.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο έργο, το «Παλινωδία» ή «Διαθήκαι», για το οποίο έχουμε βάσιμες ενδείξεις (αν όχι αποδείξεις) ότι είναι πλαστό και χρησιμοποιήθηκε για την πνευματική χειραγώγηση του απλού εθνικού κόσμου. Το ονόμασαν «Παλινωδία», διότι υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Ορφέα στο τέλος του βίου του, κάνοντας μια μεταστροφή από τον ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό. Ονομάστηκε επίσης «Διαθήκαι», διότι αυτήν την μεταστροφή την μεταβιβάζει ως κληρονομιά-υποθήκη τους επομένους. Πάνω σε αυτήν την πλαστογραφία μπορούν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς να απευθύνονται αλαζονικά στους εθνικούς: «Είναι λοιπόν ανάγκη να σας υπενθυμίσουμε ότι ο Ορφέας, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θα λέγαμε, δάσκαλος του πολυθεϊσμού σας, αργότερα, μιλώντας στον γιο του και στους υπολοίπους γνήσιους ακροατές του, κηρύττει για έναν και μοναδικό θεό» (Λόγος παραινετικός προς Έλληνας).
Η ειρωνεία της υποθέσεως είναι ότι η παραίνεση-προτροπή βρίσκεται σε νόθο κείμενο που αποδόθηκε στον Ιουστίνο (Ά τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σ.242). Μάλιστα, ο ίδιος καθηγητής αναφέρει ότι τα νόθα κείμενα επ’ ονόματι του Ιουστίνου δεν είναι αποδιδόμενα σε αυτόν εξαιτίας λάθους στην χειρόγραφη παράδοση, αλλά σκοπίμως πλαστογραφημένα αφού κατά κανόνα οι τίτλοι τους είναι ίδιοι με τους τίτλους άλλων χαμένων του έργων, αλλά ανώτερα σε ύφος γραφής και ιδεών από τα γνήσια.
Ωστόσο, η «Παλινωδία» απουσιάζει από τον κατάλογο που παρατίθεται στο λεξικό «Σούδα» και που αφορά τα έργα του Ορφέως και του ορφικού κύκλου. Επίσης, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές στον Ορφέα στα κείμενα των εθνικών συγγραφέων, δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά που να προέρχεται από εκεί. Αντιθέτως, βρίσκονται αναφορές μόνο σε κείμενα χριστιανών (που λαμβάνουν το αρχικό χωρίο από τον Ιουδαίο Αριστόβουλο), και ενώ το απόσπασμα είναι ένα και μοναδικό, παρατίθεται τροποποιημένο σε τρείς διασκευές· σε διασκευή του ψευδο-Ιουστίνου, του Κλήμεντος του Αλεξανδρέα, και του Ευσεβίου.
Προκύπτει όμως ένα ακόμα ερώτημα. Αν ο Ορφεύς αναιρεί τον εαυτό του, γιατί παντού και πάντοτε χαρακτηρίζεται από τους εθνικούς ως «ο θεολόγος», όπως αντίστοιχα ο Όμηρος ως «ο ποιητής»;
Από το βιβλίο «Fragments from Hellenistic Jewish authors» του Carl R. Holladay (1995).
Η σειρά είναι τρίτομη και ασχολείται με τα αποσπάσματα των Ιουδαίων συγγραφέων της ελληνιστικής εποχής. Ο τρίτος τόμος του βιβλίου είναι αφιερωμένος στον Αριστόβουλο. Ο συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει- μεταξύ των άλλων- τις απόψεις των φιλολόγων του 19ου και του 20ου αιώνος, οι οποίες προέκυψαν μετά από φιλολογικές αναλύσεις, και αφορούν το επίμαχο απόσπασμα του Ορφέως. Διετυπώθησαν διάφορες θεωρίες όσον αφορά τον ίδιο τον Αριστόβουλο ως ιστορικό πρόσωπο, τη χρονολόγησή του, καθώς και την πηγή του αποσπάσματος. Ας δούμε μερικές από αυτές.
Α) Σύμφωνα με τους φιλολόγους, το «ορφικό» απόσπασμα που βρίσκεται στον Αριστόβουλο κρίνεται ως ψευδεπίγραφο. Δεν ανήκει ούτε στον Ορφέα ούτε στον ορφικό κύκλο. Κατά το 1829, ο καθηγητής Lobeck συνέκρινε το απόσπασμα που βρίσκεται στον Αριστόβουλο με αυτό που παρατίθεται από τον Κλήμη, και εντόπισε διαφορές, διαπιστώνοντας ότι αυτό που παραθέτει ο Κλήμης είναι συντομότερης μορφής, καθώς λείπουν προτάσεις που υπάρχουν στο αρχικό απόσπασμα (σ. 50).
Β) Αρκετές δεκαετίες αργότερα (1880-1883), ο καθηγητής Joel ανέπτυξε περαιτέρω την επιχειρηματολογία του Lobeck, σχετικά με την ύστερη χρονολόγηση του «ορφικού» αποσπάσματος (σ. 51)
Γ) Ένας άλλος καθηγητής, ο Elter, προχώρησε την εργασία του Lobeck. Επιχειρηματολόγησε ότι ο Αριστόβουλος δεν είχε καμία σχέση με τη σύνθεση νόθων στίχων στα ελληνικά ποιήματα, και ότι το «ορφικό» ποίημα είναι προϊόν σύνθεσης δύο συντακτών υπό το όνομα του «Αριστοβούλου» κατά την πρώιμη χριστιανική εποχή (σ. 51). Προτείνει ότι η πλαστογράφηση έγινε σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη, που συνέβη μεταξύ εποχής ψευδο-Ιουστίνου και Κλήμεντος, οι παραχαράκτες πήραν το υλικό τους από τον ψευδο-Εκαταίο (που αποτελεί μια επιπλέον προσπάθεια παραχάραξης από πλευράς Ιουδαίων κατά την ελληνιστική εποχή), στο οποίο πρόσθεσαν τα στοιχεία περί του Αβραάμ. Κατά τη δεύτερη φάση, μεταξύ εποχής Κλήμεντος και Ευσεβίου, προστέθηκαν στο «ορφικό» ποίημα οι αναφορές στον Μωυσή (σ. 66). Δηλαδή, συνέβη κατά την χριστιανική εποχή.
Δ) Ο Wendland, παρομοίως με τον προηγούμενο καθηγητή, κατέληξε μετά από τις δικές του μελέτες, ότι τα αποσπάσματα του «Αριστοβούλου» μεταπλάστηκαν από χριστιανικό χέρι κατά τον δεύτερο ή τρίτο αιώνα, παρμένα από τον ψευδο-Εκαταίο (θα γίνει λόγος παρακάτω). Μάλιστα ο πλαστογράφος μιμείται σε ικανοποιητικό βαθμό το ύφος του Φίλωνος (σ. 52). Αξιοσημείωτη η παρατήρησή του ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος (υπέρμαχος και αυτός της άποψης της αρχαιότητος του ιουδαϊκού έθνους και της…ελληνικής λογοκλοπής) σιωπά χωρίς να αναφέρεται στον Αριστόβουλο (σ. 53).
Αλλά και τον επόμενο αιώνα, οι αμφιβολίες συνεχίστηκαν. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «Doubts about Aristobulus continued into the twenfieth century» (σ. 54).
Ε) Ο καθηγητής Walter ανέπτυξε τη θεωρία ότι το ψευδό- ορφικό ποίημα χωρίζεται σε πέντε μέρη. Τα πρώτα τρία χρονολογούνται πρώιμα (εποχή Πτολεμαίων), το επόμενα μεταξύ των χρόνων του Κλήμη και του Ευσεβίου. Στο ποίημα υπάρχουν αναφορές στον.. Μωυσή και τον…Αβραάμ. Ο Κλήμης παραθέτει το ποίημα χωρίς τις αναφορές στον Μωυσή γιατί ακόμα δεν υπήρχαν. Ο Ευσέβιος παραθέτει το ίδιο ποίημα περιλαμβάνοντάς τες. Η μεταξύ τους χρονική απόσταση είναι περίπου 100 χρόνια, αρκετά μεγάλο περιθώριο για την προσθήκη. Αυτή η εκτενέστερη εκδοχή του ποιήματος βρίσκεται μόνο στον Ευσέβιο, απουσιάζοντας τόσο από τον Αριστόβουλο όσο και από τον Κλήμη (σ. 60).
Από όλα τα παραπάνω, ένα είναι το ασφαλές συμπέρασμα: Ότι σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με πλαστογραφία, είτε ιουδαϊκής προελεύσεως που μετέφεραν ευχαρίστως οι χριστιανοί συγγραφείς στα γραπτά τους άνευ εξετάσεως, είτε ήταν χριστιανική, είτε αμφοτέρων.
Αλλά ποιός ήταν ο Αριστόβουλος ο Αλεξανδρεύς ή Πανέας; Ήταν ένας Ιουδαίος λόγιος (181-124 π.κ.ε.), που ήρθε σε επαφή με την Ελληνική σκέψη και υποστήριξε ότι η Ελληνική φιλοσοφία ελήφθη από τα ιουδαϊκά συγγράμματα, κυρίως του Μωυσή και των προφητών. Τους αυθαίρετους αυτούς ισχυρισμούς προσπάθησε να τους στηρίξει μέσα από μια σειρά πλαστογραφιών.
Στην εγκυκλοπαίδεια Britannica (στην ηλεκτρονική της μορφή) στο «Aristobulus (of Paneas)» αναφέρεται…
He endeavoured to prove that early Greek philosophers had borrowed largely from certain parts of Scripture, and quoted from Linus, Orpheus, Musaeus and others, passages which strongly resemble the Mosaic writings. These passages, however, were obvious forgeries.
Δηλαδή (μετάφραση δική μου), «Αποπειράθηκε να αποδείξει ότι οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν δανειστεί ευρέως από συγκεκριμένα μέρη της Γραφής, και παρέθεσε από τον Λίνο, τον Ορφέα, τον Μουσαίο και άλλους, αποσπάσματα τα οποία έμοιαζαν με τα γραπτά του Μωυσή. Αυτά τα αποσπάσματα, παρόλα αυτά, ήταν ολοφάνερες πλαστογραφίες».
Το υποτιθέμενο «ορφικό» απόσπασμα δεν σώζεται στην «αυθεντική» του μορφή, αλλά σε τρείς διασκευές. Μια του Ευσεβίου, μια του Ιουστίνου (σε νόθο κείμενο), και μια του Κλήμεντος. Πηγή των δύο πρώτων, ο Αριστόβουλος. Του τρίτου, ο ψευδο-Εκαταίος. Οι διασκευές στον Αριστόβουλο και τον ψευδο-Εκαταίο, αν εξαιρέσουμε τις μεταγενέστερες προσθήκες, έχουν ίδιους στίχους.
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση των αποσπασμάτων, ας δούμε τι χαρακτηρίζεται ως «ψευδο-Εκαταίος». Ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης ήταν ιστορικός που δραστηριοποιήθηκε επί εποχής του Πτολεμαίου του Α΄. Ανάμεσα στα γνήσια έργα του περιλαμβάνονται και ορισμένα που δεν γράφτηκαν από τον ίδιο, αλλά αποδόθηκαν λανθασμένα σε εκείνον. Τέτοια είναι το «Περί Ιουδαίων» και το «Κατ’ Άβραμον και τους Αιγυπτίους» (πρβ. «Κάκτος», Διογένης Λαέρτιος τ. Α΄, σ. 226, σχόλιο 19). Από το τελευταίο αντλεί ο Κλήμης και το «ορφικό» απόσπασμα. Είναι φανερό ότι τα κείμενα αυτά ανήκουν στην συγγραφική αντίδραση των Ιουδαίων (εκμεταλλευόμενοι το όνομα του Έλληνα ιστορικού) έναντι του κύματος των ομοεθνών τους που εστρέφοντο σταδιακά στον ελληνικό τρόπο.
Η διασκευή του Ευσεβίου στον Αριστόβουλο, βρίσκεται στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» (PG τ. 21, σ. 1097-1101). Εδώ επικεντρώνομαι σε όσα ενδιαφέρουν την παρούσα μελέτη.
Ἔτι δὲ καὶ Ὀρφεὺς ἐν ποιήμασι τῶν κατὰ τὸν ἱερὸν λόγον αὐτῷ λεγομένων οὕτως ἐκτίθεται περὶ τοῦ διακρατεῖσθαι θείᾳ δυνάμει τὰ πάντα, καὶ γενητὰ ὑπάρχειν, καὶ ἐπὶ πάντων εἶναι τὸν Θεόν. Λέγει δ’ οὕτως..
Ο Ευσέβιος μιλά για ποιήματα του Ορφέα που κατά τον ιερόν του λόγο, αναφέρονται στον μονοθεϊσμό. Ωστόσο, παρουσιάζει μόνο ένα απόσπασμα και αυτό διασκευασμένο.
…Εἷς ἐστ’ αὐτοτελὴς, αὐτοῦ δ’ ϋπο πάντα τελεῖται • Ἐν δ’ αὐτοῖς αὐτὸς περινίσσεται • οὐδέ τις αὐτὸν Εἰσοράᾳ ψυχῶν θνητών, νῷ δ’ εἰσοράται. Αὐτὸς δ’ ἐξ ἀγαθῶν θνητοῖς κακὸν οὐκ ἐπιτέλλει Ανθρώποις • αὐτῷ δὲ χάρις καὶ μῖσος όπηδεῖ, Καὶ πόλεμος, καὶ λοιμὸς, ἰδ’ ἄλγεα δακρυόεντα. Οὐδέ τίς ἐσθ᾽ ἕτερος. Σὺ δέ κεν ῥέα πάντ’ ἐσορήσεις, Αἴ κεν ἴδῃς αὐτὸν πρὶν δή ποτε δεῦρ’ ἐπὶ γαῖαν. Τέκνον ἐμὸν, δείξω σοι, όπηνίκα δέρκομαι αυτοῦ Ιχνια, καὶ χεῖρα στιβαρὴν κρατεροῖο Θεοίο. Αὐτὸν δ᾽ οὐχ ὁρόω • περὶ γὰρ νέφος ἑστήρικται. Λοιπὸν ἐμοί και πασιν δὲ δέκα πτυχαὶ ἀνθρωποισιν. Οὐ γὰρ κέν τις ἴδοι θνητῶν μερόπων κραίνοντα, Εἰ μὴ μουνογενής τις ἀποῤῥως φύλου άνωθεν Χαλδαίων. Ιδρις γὰρ ἔην ἄστροιο πορείης, Καὶ σφαίρης κίνημ᾽ ἀμφὶ χθόνα ὡς περιτέλλει, Κυκλοτερές γ’ ἐν ἴσῳ, κατὰ δὲ σφέτερον κνώδακα· Πνεύματα δ’ ἡνιοχεῖ, περί τ’ ἠέρα, καὶ περὶ χεύμα Νάματος• ἐκφαίνει δὲ πυρὸς σέλας τριγενήτου. Αὐτὸς δὴ μέγαν αὖθις ἐπ’ οὐρανὸν ἐστήρι Χρυσέῳ εἰνὶ θρόνῳ • γαίη δ’ ὑπὸ ποσσὶ βέβηκε. Χεῖρα δὲ δεξιτερὴν ἐπὶ τέρμασιν Ωκεανοῖο Ἐκτέτακεν• ὀρέων δὲ τρέμει βάσις ἔνδοθιθυμῷ, Οὐδὲ φέρειν δύναται κρατερὸν μένος, πάντως δὲ Αὐτὸς ἐπουράνιος, καὶ ἐπὶ χθονὶ πάντα τελευτᾷ, ᾿Αρχὴν αὐτὸς ἔχων, καὶ μέσσον, ἠδὲ τε λευτήν, Ὡς λόγος ἀρχαίων, ὡς υδογενὴς διέταξεν, Ἐκ θεόθεν γνώμαισι λαβὼν κατὰ δίπλακα θεσμόν…
Στο πρώτο τμήμα του αποσπάσματος με την έντονη γραφή, αναφέρεται ότι κανείς από τους θνητούς δεν μπορεί να δει τον θεό βασιλεύοντα, με εξαίρεση κάποιον που κατέβηκε από ψηλά και είναι από τη γενιά των Χαλδαίων. Αυτός γνώριζε την πορεία των άστρων και είχε γενικότερα γνώσεις αστρονομίας. Είναι ο Αβραάμ, όπως άλλωστε υποδεικνύει ο Κλήμης στη δική του διασκευή. Σαφέστατα, αυτό είναι ένα τεράστιο ψέμα, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πάρα πολύ εύκολα. Πουθενά στις Γραφές δεν παρουσιάζεται ο Αβραάμ να κατέχει επιστημονικές γνώσεις. Αντιθέτως, ο αστρονόμος καθηγητής Κωνσταντίνος Χασάπης σε πανεπιστημιακή του μελέτη (1967) εξηγεί και αποδεικνύει τις αστρονομικές γνώσεις των ορφικών μέσα από τους ορφικούς ύμνους. Αυτή η μελέτη βρίσκεται στα «Ορφικά» του Ι. Πασσά, σ. 41-114. Στο δεύτερο τμήμα με την έντονη γραφή, γίνεται αναφορά στον Μωυσή, ο οποίος χαρακτηρίζεται «υδογενής» (σύμφωνα με την διήγηση του βιβλίου της «Εξόδου» ανασύρθηκε από τα νερά), ο οποίος έλαβε από το θεό τις δύο πλάκες με τους θεσμούς (δηλαδή, τον Δεκάλογο). Με αυτόν τον τρόπο, ο Μωυσής παρουσιάζεται ως…αρχαίος θεολόγος, ανώτερος από όλους.
Στη διασκευή του Κλήμεντος (που προηγείται του Ευσεβίου κατά 100 χρόνια περίπου), παρουσιάζεται το ίδιο απόσπασμα, από το οποίο όμως λείπει η αναφορά στον Μωυσή.
Βρίσκεται στον τ. 9 σ. 184 της PG…
Ὁ δ αὐτὸς Ορφεύς καὶ ταῦτα λέγει• Εἰς δὲ λόγον θεῖον βλέψας, τούτῳ προσέδρευε, Εὐθύνων κραδίης νοερὸν κύτος• εὖ δ’ ἐπίβαινε ᾿Ατραπιτοῦ, μοῦνον δ’ ἐσέρα κόσμοιο άνακτα Αθάνατον. Αὖθές τε περὶ τοῦ Θεοῦ, ἀόρατον αὐτὸν λέγων, μόνῳ γνωσθῆναι ἑνὶ τινί φησι, τὸ γένος Χαλδαίῳ, είτε τὸν ᾿Αβραὰμ λέγων τοῦτον, εἴτε καὶ τὸν υἱὸν τὸν αὐτοῦ, διὰ τούτων• Εἰ μὴ μουνογενής τις ἀποῤῥὸξ φύλου ἄνωθεν Χαλδαίων• ίδρις γὰρ ἔὴν ἄστροιο πορείης, Καὶ σφαίρης κίνημ’ ἀμφὶ χθόνα ὡς περιτέλλει, Κυκλοτερής, ἐν ἴσῳ τε κατὰ σφέτερον κνώδακα Πνεύματι δ’ ἡνιοχεῖ περί τ’ ἠέρα καὶ περὶ χεῦμα. Εἶτα, οἷον παραφράζων τό, Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου, ἐπιφέρει Αὐτὸς δ’ αὖ μέγαν αὖθις ἐπ’ οὐρανὸν [ἐστήρικται Χρυσέῳ εἰνὶ θρόνῳ, γαίη θ’ ὑπὸ ποσσὶ βέβηκεν. Χεῖρα δὲ δεξιτερὴν περὶ τέρμασιν Ωκεανοῖο Ἐκτέτακεν• ὀρέων δὲ τρέμει βάσις ἔνδοθι θυμού
Στο επόμενο Β' μέρος θα εξετάσουμε την προσπάθεια που επιχειρήθηκε ώστε να αλλοιωθεί το νόημα κάποιων λέξεων (και συγκεκριμένα, να φορτιστεί αρνητικά), ώστε αυτό να έχει επίδραση στο νου και στη συνείδηση των ανθρώπων. Κάτι που δυστυχώς επετεύχθη σε βάθος χρόνου.
ΜΕΡΟΣ Β': Η συνειδησιακή καθυπόταξη, μέσω της αλλοίωσης των νοημάτων των λέξεων
Στο μυθιστόρημα «1984», ο συγγραφέας Άρθουρ Μπλερ (γνωστός ως «Τζωρτζ Όργουελ») έγραφε: «Δεν βλέπεις ότι ο όλος σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης;» (σ. 63). Ότι, «η νέα ομιλία σκόπευε όχι να εξαπλώσει, αλλά να περιορίσει τον ορίζοντα της σκέψης»( σ. 328). Σε άλλο σημείο, αναφέρεται για τη δημιουργία λέξεων από το καθεστώς που «προορίζονταν να επιβάλλουν στο χρήστη την επιθυμητή διανοητική στάση» σ.331. Μήπως κάτι παρόμοιο δεν συνέβη και με τη Νέα Τάξη Πραγμάτων που επιχειρήθηκε από τους αυτοκράτορες τον τέταρτο αιώνα, δια της επιβολής του Χριστιανισμού; Και μπορεί μεν να μην προέβησαν στη δημιουργία νεολογισμών (όπως σήμερα), αλλά επιχειρήθηκε συστηματικά η διαστρέβλωση και αλλοίωση των εννοιών των ήδη γνωστών λέξεων. Διότι δεν θα έφταναν μόνο τα αυτοκρατορικά έδικτα και οι εκκλησιαστικοί αφορισμοί και αναθεματισμοί προς τους αντιφρονούντες. Έπρεπε να επιβάλουν μια ανάλογη διανοητική κατοχή στους λαούς που θα αποτελούσαν το μελλοντικό ποίμνιο της Εκκλησίας. Και το μέσον για να τους αλλάξουν τον τρόπο του σκέπτεσθαι (αλλά και τις συνειδήσεις σε βάθος χρόνου), ήταν να τους αλλάξουν τη σημασία των λέξεων. Κάτι που παγιώθηκε και σήμερα βλέπουμε τα αποτελέσματα…
Ίδιες απόψεις εκφράζει και ο Άλντους Χάξλεϊ στο δοκίμιό του «Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο». Εκεί έγραφε (σ. 156): «Στην αντιλογική τους προπαγάνδα οι εχθροί της ελευθερίας διαστρέφουν συστηματικά τις πηγές της γλώσσας, με σκοπό να κολακεύσουν ή να πανικοβάλλουν τα θύματά τους, ώστε να σκέπτονται, να αισθάνονται, και να ενεργούν όπως αυτοί, οι χειραγωγοί του νου, να θέλουν να σκέπτονται, να αισθάνονται και να ενεργού. Μια εκπαίδευση για ελευθερία (και για αγάπη και για λογική, που είναι ταυτόχρονα οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της ελευθερίας) πρέπει να είναι μεταξύ άλλων εκπαίδευση στη σωστή χρήση της γλώσσας». Σε άλλο σημείο, «Αν πολλοί άνθρωποι του λαού άρχιζαν να ερευνούν εξονυχιστικά όσα λένε οι ιερείς τους και τα αφεντικά τους, η κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έντονα ανατρεπτική» (σ. 158).
Όμως ο φιλοσοφικός λόγος μας δείχνει τον τρόπο ώστε να ξεφύγει κανείς από το διανοητικό αυτό λαβύρινθο, πιάνοντας και ακολουθώντας «τον μίτο της Αριάδνης». Ο μίτος αυτός δεν είναι άλλος παρά η εξέταση του ετύμου, δηλαδή της πραγματικής σημασίας των λέξεων. Οι αρχαίοι διανοητές και συγγραφείς έδιναν πολύ μεγάλη προσοχή στην ακριβολογία. Στο να χρησιμοποιούνται με τον ορθό τρόπο οι όροι. Διότι στην Ελληνική γλώσσα υπάρχει η σχέση του σημαίνοντος και του σημαινομένου. Αυτό σημαίνει ότι όταν αναλυθεί μια λέξη, όταν προβούμε στην ετυμολογία της, τότε ανακαλύπτουμε και την αληθινή σημασία της. Την ετυμολογία δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας διότι απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις. Αυτήν την αλήθεια την γνώριζαν, για αυτό και έλεγαν «Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Δηλαδή, η αρχή της σοφίας είναι η σκέψη μας επί των ονομάτων. Το να βρούμε τι σημαίνουν αυτά. Η ολοκλήρωση της σοφίας έρχεται όταν κατανοηθούν σε βάθος και από κάθε πλευρά, με την ορθή μέθοδο.
Ο Πλάτων μας διασώζει την πληροφορία ότι ο σοφιστής Πρόδικος έλεγε: «Πρώτον γαρ, ως φησί Πρόδικος, περί ονομάτων ορθότητος μαθείν δει» (Πλάτων, Ευθύδημος, 277e). Να μια απόδειξη της διαστρεβλωτικής θέσης ότι δήθεν ο Πλάτων «τα βάζει» με τους σοφιστές σωρηδόν. Αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα που πρέπει να διερευνηθεί, το οποίο όμως δεν έχει σχέση με το θέμα μας. Αυτήν την αρχή θέτει και χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Πλάτων στον διάλογο «Κρατύλος», που είναι το πρώτο γλωσσολογικό κείμενο παγκοσμίως. Ο γραμματικός Ηρωδιανός λέει: «Πας λόγος μη ακριβή την ομιλίαν έχων απαιδευσίας ικανά φέρει τεκμήρια».
Ο Χριστιανισμός διέστρεψε τις έννοιες κακοποιώντας τες, προκειμένου να νικήσει τον άνθρωπο στο διανοητικό επίπεδο, και να τον φέρει εκεί που ήθελε. Δηλαδή, στον έλεγχο και την υποταγή. Παρακάτω θα δούμε δειγματοληπτικά ορισμένα τέτοια παραδείγματα που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Πρώτο παράδειγμα:
Η λέξη «αμαρτία», σημαίνει: «Αποτυχία, αστοχία, σφάλμα· η του αγαθού αποτυχία/ παράπτωμα, πλημμέλημα, αδίκημα, αθέμιτος πράξις, παράβασις του θείου νόμου, ασέβεια» (Μέγα ετυμολογικό Δ. Δημητράκου, τ. Ά σ. 312).
Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική αντίληψη, η αμαρτία ήταν αστοχία που αφορούσε το ίδιο το πρόσωπο που την διέπραττε, εφόσον έμπαινε εμπόδιο στην εξέλιξή του. Εμπόδιο στο παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν». Ή όπως έλεγε και ο Σωκράτης, «βίος ανεξέταστος ου βιωτός». Δεν στρέφονταν εναντίον του θείου, όπως δίδαξε αργότερα η χριστιανική θρησκεία κατά το «Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα» (Ψαλμός Ν, στ. 6).
Ο Χριστιανισμός πήρε τον όρο και τον αλλοίωσε προσθέτοντας επιπλέον στοιχεία με σκοπό τη δημιουργία ενοχών στους οπαδούς του. Πέρασε στις συνειδήσεις των πιστών ότι οτιδήποτε ξεφεύγει από όσα εκείνος ορίζει, είναι αμαρτία κατά του θείου. Για παράδειγμα, στον ΞΘ΄(69) αποστολικό κανόνα προβλέπεται καθαίρεση (για τους λειτουργούς) και αφορισμός (για τους λαϊκούς), σε περίπτωση παραβίασης των νηστειών της Τεσσαρακοστής και των εβδομαδιαίων (δηλαδή, της Τετάρτης και της Παρασκευής). Ο μόνος λόγος που δικαιολογεί τη κατάλυσή τους, είναι η σωματική ασθένεια. Επιπλέον, η Εκκλησία θέσπισε ότι η νηστεία πρέπει να συνδυάζεται με ένα διαρκές πένθος (« […] νηστεύομεν, κατά τον θείον Χρυσόστομον (…) όχι δια το Πάσχα, όχι δια τον Σταυρόν, αλλά δια τας αμαρτίας μας» -Πηδάλιο, σ. 84), με αποχή από τις σεξουαλικές δραστηριότητες (ο.π. σ. 85), ενώ απαγορεύτηκε η τέλεση γάμων την περίοδο αυτή με τον ΝΒ΄ (52) κανόνα της συνόδου της Λαοδικείας. Έτσι, ορίστηκαν ως «αμαρτία» πράγματα που δεν είναι. Επιπλέον, η διαρκής αυτοκατάκριση που συνοδεύει την αίσθηση της παράβασης του νόμου της εκκλησίας, αφενός του δημιουργεί συναισθηματικά και ψυχολογικά προβλήματα, επιπλέον εγκλωβίζει τον πιστό σε μια παθητική κατάσταση εξαρτήσεως από το ιερατείο (εφόσον για να συγχωρηθεί από τον θεό δια μέσου του…ιερέως, μπαίνει σε μια διαδικασία…υπακοής).
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε η Εκκλησία να ελέγχει επί αιώνες τον νου και το συναίσθημα των πιστών της, αλλά και να εισχωρεί στον ιδιωτικό τους βίο. Όσοι πάλι πήραν τα πράγματα πιο ελαφρά, χωρίς όμως να ελευθερωθούν εντελώς από τα δεσμά της, κατέληξαν υποκριτές. Η υποκρισία ήταν το αποτέλεσμα που διαχρονικά παρήγαγε η εκκλησία εντός των κόλπων της, αρχής γενομένης από την ίδια την κεφαλή της. Το χριστιανικό ιερατείο τρέφεται από τις «αμαρτίες» του ποιμνίου του. Διατηρείται και δίδει στον εαυτό του λόγο να υπάρχει.
Δεύτερο παράδειγμα:
Αλλά και η έννοια της μετανοίας (που συνδέεται με την «αμαρτία»), που όπως εύκολα κατανοεί κανείς σχετίζεται με την μεταστροφή του νου, στον Χριστιανισμό συνδέθηκε με «σκληραγωγίες» του σώματος. Επί παραδείγματι, ο πρώτος κανόνας του Ιωάννη του Νηστευτού, αναφέρεται στην σύντμηση του χρόνου της μετανοίας για όσους δείχνουν καλή διαγωγή. Ορίζεται ένα «αντίρροπον» (αντιστάθμισμα). «[…] τοις γνησίως μετανοούσι και την σάρκα σκληραίς αγωγαίς κατατρύχειν προθυμουμένοις, και βίον ευγνωμόνως μετιέναι της πρώην κακίας αντίρροπον, κατά το μέτρον της εγκρατείας, αντιμετρείν αυτοίς και την του χρόνου της μετανοίας ελάττωσιν» (Πηδάλιο, σ. 564). Όπως σχολιάζει και ο Νικόδημος, «[…] δια τούτου, λέγει ο άγιος, εμείς εκρίναμεν εύλογον, να ολιγοστεύσωμεν τους χρόνους της μετανοίας εις εκείνους, όπου γνησίως μετανοούν, και προθυμοποιούνται να ταλαιπωρήσουν το σώμα των με σκληραγωγίας, και να ζήσουν εις το εξής ζωήν ενάρετον εναντίαν εις την προτέραν κακήν ζωήν όπου είχον». Όπως φαίνεται από τη συνέχεια, η σκληραγωγία αυτή αναφέρεται στην αποχή (για κάποιο διάστημα) από κρασί, κρέας, τυρί, αυγά, ψάρι, λάδι, και στην επίδοση σε συχνές γονυκλισίες. «Ανίσως δε θέλη να εξιλεώνη τον Θεόν και με συχνάς γονυκλισίας και μετανοίας, ομοίως και δι’ αυτάς να του ολιγοστεύομεν έναν χρόνο… ». Όμως, για την αρχαία ελληνική σκέψη, η σοφία δεν εδράζεται στο μετανοείν αλλά στο προνοείν («ου μετανοείν, αλλά προνοείν χρη τον άνδρα τον σοφόν»– Επίχαρμος). Η πνευματική εσωτερική εργασία της μετανοίας συνδέθηκε στον Χριστιανισμό με την ταλαιπωρία του σώματος και την υπακοή σε ανούσιες επιταγές (θα φας ελιά, δεν θα φας λάδι!). Σε αντίθεση με αυτά, η δίαιτα των πυθαγορείων είχε καθαρά φιλοσοφικές προϋποθέσεις (π.χ. η ακρεοφαγία), όπως και ο διαλογισμός που έκαναν πριν κατακλιθούν και που αναφέρεται στα Χρυσά Έπη, στ. 40-44. Εξέταζαν τι παρέβηκαν και με ποιόν τρόπο, τί καλό έκαναν και σε τί χρησίμευσαν, και τί δεν ολοκληρώθηκε από όσα έπρεπε να κάνουν. Μέμφονταν τον εαυτό τους για το πρώτο, χαίρονταν και ευχαριστιούνταν με το δεύτερο, ασκούνταν στην ετοιμότητα με το τελευταίο. Σκοπός η πρόνοιά τους για την αρετή και την αυτο-βελτίωσή τους.
Τρίτο και τέταρτο παράδειγμα:
Άλλη μια κακοποιημένη έννοια, είναι αυτή της «αιρέσεως». Η λέξη προέρχεται «εκ του αιρούμαι = εκλέγω ή εκλέγομαι/εκλογή, προτίμησις ενός εκ δύο προκειμένων/εκλογή ενός ή πλειόνων εκ διαφόρων προκειμένων/προαίρεσις, κλίσις, πρόθεσις, το τείνειν προς τι, το ορέγεσθαι τι» (Μέγα ετυμολογικό λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Ά, σ. 124). Η «αίρεση» προϋποθέτει ελευθερία σκέψης και δικαίωμα στη διαφορετικότητα των επιλογών. Είναι ένα εργαλείο προκειμένου ο άνθρωπος να καλλιεργήσει και να εξελίξει την κρίση του και την προσωπικότητά του. Τα φιλοσοφικά δόγματα-συστήματα λέγονταν «αιρέσεις». Εκείνοι που επέλεγαν έναν συνδυασμό φιλοσοφικών διδασκαλιών, καλούνταν «εκλεκτικοί». Κανένα πρόβλημα. Κανένας δεν καταδίκαζε τον άλλο, ασχέτως αν μεταξύ τους είχαν επιμέρους διαφορές. Η προσπάθειά τους ήταν να πείσουν με τον διάλογο. Ώστε από τη θέση και την αντίθεση να προχωρήσουν στην σύνθεση. Στον Χριστιανισμό όμως διαστρεβλώθηκε και αυτό. «Έπρεπε» να περάσει στις συνειδήσεις ότι η Εκκλησία κατέχει την αλήθεια, για να μπορεί στη συνέχεια να χαρακτηρίσει ως «αιρετικό» (πλέον με την διεστραμμένη αρνητική σημασία) οποιονδήποτε διαφωνούσε μαζί της. Η διαφορετική θέση σε σχέση με τα δόγματα της Εκκλησίας, πλέον θεωρείται «μιαρή», «άρρωστη», και «ασεβής». Τώρα αν σκεφτούμε ότι η θρησκευτική καταδίκη είχε συνδυαστεί και με την πολιτική δίωξη (πάντα στο «όραμα» της αγαστής συνεργασίας των δύο εξουσιών), μπορούμε να καταλάβουμε τι τράβηξαν οι άνθρωποι του 4ου–5ου αιώνος και εφεξής. Άλλωστε τα σωζόμενα έδικτα το αποδεικνύουν!
Το ίδιο λεξικό συνεχίζει: «Μεταγενέστερα θρησκευτικόν δόγμα κατά παρέκβασιν ή απόκλισιν των κοινώς παραδεδεγμένων/ ειδικότερα αι περί το δόγμα παρεκκλίσεις από της διδασκαλίας της ορθοδόξου εκκλησίας». Αυτό συνέβη επειδή έπρεπε να βγουν από τη μέση όλα τα συστήματα (είτε φιλοσοφικά είτε θρησκευτικά) που διέφεραν από την υποτιθέμενη «ορθή» πίστη της Εκκλησίας. Σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ενότητα με μέσο την πίστη σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία που αποτελούνταν από ετερόκλιτα στοιχεία, προκειμένου να εκπληρωθεί ο θρησκευτικο-πολιτικός οραματισμός μιας αυτοκρατορίας επί της γης με έναν αυτοκράτορα «ελέω Θεού» και μια Εκκλησία, σε αντιστοιχία με έναν Θεό και μια ουράνια βασιλεία. Πώς θα ποινικοποιούνταν οτιδήποτε δεν συμφωνούσε με το επίσημο, εάν δεν διαστρέφονταν ο όρος «αίρεση»; Η «αποκαλυμμένη αλήθεια» (Ορθοδοξία) δεν αφήνει περιθώρια για άλλες απόψεις-προσεγγίσεις, που πλέον θεωρούνται «αιρετικές», «επικίνδυνες», διώκονται και επιχειρείται (ανεπιτυχώς) να μπουν στο περιθώριο. Στον πρώτο κανόνα του Βασιλείου διασαφηνίζεται πλήρως: «Αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους» (Πηδάλιο, σ. 475). Ο Νικόδημος σχολιάζει: «Αιρετικοί δε ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους ορθοδόξους και παντελώς απομεμακρυσμένοι». Και συνεχίζει παραθέτοντας απόψεις και άλλων εκκλησιαστικών ταγών· ο Γεώργιος Σχολάριος αναφέρει ότι «αιρετικός είναι κάθε ένας όπου ή κατ’ ευθείαν, ή πλαγίως, πλανάται περί των άρθρων της πίστεως». Οι δε πολιτικοί νόμοι λένε: «αιρετικός εστί, και τοις των αιρετικών υπόκειται νόμοις, ο μικρόν γουν τι της ορθής πίστεως παρεκκλίνων».
Κοντά στο προηγούμενο, είναι και η έννοια της λέξεως «δόγμα». Έτσι, από «γνώμη, φρόνημα, ειδικότερα φιλοσοφική δοξασία/ απόφασις, κρίσις/ δημόσιο ψήφισμα, διαταγή» (Μέγα ετυμολογικό λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Δ΄ σ. 2076), συνδέθηκε με την θρησκευτική πίστη (καθώς «[… ] τα δόγματα είναι η έκφρασις του περιεχομένου της πίστεως…» -Δογματική Ανδρούτσου, σ. 8), και απέκτησε το νόημα αμετακίνητων τύπων και όρων, «αναγκαία» για τη σωτηρία. Η Εκκλησία «ως αυθεντικός ερμηνεύς της Αποκαλύψεως εξηγουμένη αυθεντικώς την Γραφήν και την Παράδοσιν υποτυποί την διδασκαλίαν του Κυρίου την εις σωτηρίαν αναγκαίαν εν όροις και τύποις αμετακινήτοις, τοις καλουμένοις δόγμασιν» (ο. π. σ. 9).
Συνεχίζει το Μέγα ετυμολογικό λεξικό του Δ. Δημητράκου: «ειδικότερα εκκλησιαστικαί εντολαί του ιουδαϊκού νόμου/αποφάσεις ιεράς συνόδου/διδασκαλία/αυθεντική περί πίστεως υπό της εκκλησίας απόφασις προς υποχρεωτικήν παραδοχήν προβαλλομένη».
Πέμπτο, έκτο και έβδομο παράδειγμα:
Το δόγμα στηρίζεται στην πίστη. Και εδώ υπάρχει διαστρέβλωση. Θα δοθούν δύο ορισμοί, και ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Ο χριστιανικός: «Ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Προς Εβραίους, 11:1). Ο φιλοσοφικός: «Το δε “περί θεών μηδέν θαυμαστόν απίστει μηδέ περί θείων δογμάτων” προτρέπει μετιέναι και κτάσθαι εκείνα τα μαθήματα, δι’ α ουκ απιστήσεις ουκέτι περί θεών και περί θείων δογμάτων έχων τα μαθήματα και τας επιστημονικάς αποδείξεις» (Προτρεπτικός επί φιλοσοφίαν, ΚΕ, Ιάμβλιχος).
Παλαιότερα ο Αριστοτέλης είχε γράψει: «πάση μεν δόξη ακολουθεί πίστις, πίστει δε το πέπεισθαι, πείθοι δε λόγος» (Περί ψυχής, 428a 22-23). Τί σχέση έχει ο ένας ορισμός που διώχνει τα επιχειρήματα και την πειθώ, με τον άλλο που τα συμπεριλαμβάνει; Ο ένας στηρίζεται στο ότι κάποιοι άκουσαν από τον θεό και πρέπει όχι μόνο να τους πιστέψεις αλλά και να τους υπακούσεις, ενώ ο άλλος προτρέπει στην έρευνα, τον λόγο, τα μαθήματα, τις αποδείξεις, την πειθώ.
Προκειμένου να κατηγορηθεί ο Ελληνισμός ψευδώς για λατρεία των ειδώλων (ειδωλολατρία), έπρεπε αναγκαστικά να διαστρεβλωθεί η έννοια του ειδώλου. Είδωλο σημαίνει «ομοίωμα [αυτάρ ο είδωλον τευξ’ αργυρότοξος Απόλλων αυτώ τ’ Αινεία ίκελον -Ιλ. Ε΄ 449], φάντασμα, ειδικά περί των νεκρών, οι σκιαί των νεκρών [είδωλα είναι τα των νεκρών σώματα -Πλάτων Νόμοι]/πάσα άυλος ήτοι κατά διάνοιαν μορφή, έννοια, πνευματική παράστασις εις μορφικόν σχήμα ειλημμένη [είδωλον σκιάς -Αισχύλος Αγαμέμνων 839]/εικών εν τη διανοία [ούτω σαφές έχω είδωλον αυτού εν τη ψυχή -Ξενοφών συμπόσιο 4,2] ιδέα, πλάσμα της φαντασίας, φαντασία/εικών σχηματιζομένη εξ αντανακλάσεως/εικών ομοίωμα [γυναικός είδωλον χρυσέον Ηρόδοτος 1, 51] [είδωλον ακέφαλον Δίκης -Διόδωρος Σικελιώτης 1,96]/ νεωτέρα εικών ή άγαλμα λατρείας ψευδούς θεότητας» (Μέγα ετυμολογικό Δ. Δημητράκου, τ. Ε΄ σ. 2259). Είναι ξεκάθαρο από το ίδιο το λεξικό, ότι η έννοια της λέξεως άλλαξε στην πορεία.
Στο «Πηδάλιο», ο Νικόδημος γράφει -για να δικαιολογήσει την ύπαρξη εικόνων και όχι αγαλμάτων/ειδώλων στην εκκλησία- τα εξής: «Το γαρ είδωλον διαφέρει από την εικόνα, καθ’ ο η μεν εικών αληθούς πράγματος και πρωτοτύπου είναι ομοιότης, το δε είδωλον, ψευδούς και ανυπάρκτου πράγματος, και πρωτοτύπου ομοιότης εστί, κατά τον Ωριγένην και Θεοδώρητον, καθώς ήτο τα είδωλα των ψευδών και ανυπάρκτων θεών των Ελλήνων» (Πηδάλιο, σ. 257). Η διαστρέβλωση βρίσκεται καταρχήν στην διάκριση «είδωλο»-«εικόνα». Στην πραγματικότητα είναι το ίδιο πράγμα. Είναι είδος/μορφή (εξ ου και «είδωλον») που σχηματίζεται εντός της διανοίας. Όταν εξωτερικεύεται και αποτυπώνεται στην ύλη, λέγεται και πάλι «είδωλο» ή εικόνα. Κατά δεύτερον, βρίσκεται στο ότι η λέξη «είδωλο» χρησιμοποιείται τόσο για ανθρώπους όσο και για θεότητες. Όσον αφορά τη λατρεία τους, τέτοια δεν υπήρξε ποτέ. Όπως εξηγούν ο Πορφύριος στο «Περί αγαλμάτων» και ο Πλούταρχος στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος» αλλά και αλλού άλλοι φιλόσοφοι, υπήρχε πάντα η γνώση των συμβολισμών που λειτουργούσε αναγωγικά και ποτέ δεν υπήρξε ταύτισις. Η δε λατρεία απευθύνεται στη θεότητα. Μέσω της ύλης και της μορφής, ο νους προσέγγιζε ανώτερες οντότητες. Αν διαβάσετε το «Περί αγαλμάτων» του Πορφυρίου, θα δείτε ότι τα επιχειρήματά του διασκευάστηκαν από τον Ι. Δαμασκηνό στα έργα του «Περί των αγίων εικόνων», που γράφτηκαν κατά την εικονομαχική περίοδο.
Το «άγαλμα», που σημαίνει «παν εφ’ ω τις αγάλλεται, κόσμημα, στολισμός, εγκαλλώπισμα, στολή» (Μέγα ετυμολογικό λεξικό Δ. Δημητράκου, τ. Ά, σ. 14), συνδέθηκε με τη κατοικία των πονηρών πνευμάτων, για να δικαιολογηθούν οι καταστροφές των μνημείων τέχνης.
Παράδειγμα όγδοο, ένατο, και δέκατο:
Άλλη έννοια που είχε διαστραφεί ήδη από την Παλαιά Διαθήκη και πέρασε φυσικά και στους χριστιανούς, είναι η έννοια της «παιδεύσεως»-«παιδείας».
Στο βιβλίο των «Παροιμιών» (που αποδίδεται στον Σολομώντα ενώ είναι γραμμένο κατά την ελληνιστική εποχή), αναφέρεται: «ος φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού ο δε αγαπών επιμελώς παιδεύει» (13:24). Ο «σωστός» γονέας που αγαπάει το παιδί του πρέπει να το κτυπάει…με βακτηρία.
Σύνδεση παιδείας…με ξύλο! «μη αποσχη νηπιον παιδευειν οτι εαν παταξης αυτον ραβδω ου μη αποθανη συ μεν γαρ παταξεις αυτον ραβδω την δε ψυχην αυτου εκ θανατου ρυση» (23:13-14). Ξύλο με ράβδο ακόμα και σε νήπια, προκειμένου να ελευθερωθεί η ψυχή του από το θάνατο! Δηλαδή, την αγνωσία. Αλλά και στην «προς Εβραίους» επιστολή, αναφέρεται: «Υἱέ μου μὴ ὀλιγώρει παιδείας κυρίου μηδὲ ἐκλύου ὑπ’ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος• ὃν γὰρ ἀγαπᾷ κύριος παιδεύει μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται» (12:5-6).
Σε αντίθεση, στο λεξικό του Αμμώνιου του γραμματικού, ο συγγραφέας δίδει ορισμό που λαμβάνει από το έργο «Όροι», του Σπεύσιππου: «Παιδεία μεν γαρ εστί δύναμις θεραπευτική ψυχής· παίδευσις δε παιδείας και αρετής παράδοσις». Αρκεί να διαβάσει κανείς τις μεθόδους παιδείας των μοναχών, όπως αναφέρονται στη «Λαυσαϊκή» ιστορία, για να φρίξει. Και πόσες βασανιστικές τιμωρίες δεν εφαρμόστηκαν στα σώματα των αντιφρονούντων προκειμένου να «συνετιστούν» και να «σωθούν» οι ψυχές τους;
Μια αγαπημένη και πολυχρησιμοποιούμενη λέξη για τους χριστιανούς, είναι η λέξη «δούλος». Έτσι αποκαλείται ο χριστιανός σε κάθε «μυστήριο» της εκκλησίας. «Βαπτίζεται ο δούλος του Κυρίου… Παντρεύεται ο δούλος του Κυρίου… Μεταλαμβάνει ο δούλος του Κυρίου…». Η χριστιανική γραμματεία βρίθει από τέτοιους χαρακτηρισμούς. Ο Παύλος δεν παραλείπει να αποκαλέσει τον εαυτό του και τους πιστούς «δούλους Κυρίου». Και για να το περάσει στις συνειδήσεις, το παρουσιάζει ως κάτι…καλό: «οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην· χάρις δὲ τῷ θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ· ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν οὕτως νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν· ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ· τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ’ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος· νυνὶ δέ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον· τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος τὸ δὲ χάρισμα τοῦ θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμαίους, 6:16-23).
Τώρα πλέον ο «δούλος» υποχρεώνεται να πράττει σύμφωνα με το θέλημα* (;) του Κυρίου (δηλαδή των εκκλησιαστικών ταγών).
----------------------------
[*Ποιο είναι το περίφημο «Θέλημα» του Θεού το οποίο παραβιάζει την αυτονομία και την ελευθερία του ανθρώπου. Ένας Θεός που θέλει, ζητά, επιθυμεί, προσδοκά, περιμένει, προσμένει κ.λπ. δεν μπορεί να είναι ο «τέλειος Θεός», γιατί το ίδιο το θέλημα του δείχνει έλλειψη και ανάγκη καθώς και τόπο-χρόνο της εκπλήρωσης του (που είναι η άτοπη και άχρονη πανταχού παρουσία του και παντογνωσία του;), Είναι τελικά η θέλησή του τόσο ανίσχυρη;
Τελικά το θέλημα του Θεού δεν είναι παρά το θέλημα των ίδιων των παπάδων της θρησκείας που είναι στον καθέναν διαφορετικό και πολλές φορές αντικρουόμενο και αντιφατικό (το διαμορφώνουν ανάλογα με τις περιστάσεις, τις ανάγκες τους και για τον κάθε πιστό διαφορετικά, για να μπορούν να τον εξουσιάζουν). Μην ξεχνάμε πως η εμπειρία και η τεχνική των παπάδων είναι προγενέστερη της θρησκείας που διαχειρίζονται!]
Τελικά το θέλημα του Θεού δεν είναι παρά το θέλημα των ίδιων των παπάδων της θρησκείας που είναι στον καθέναν διαφορετικό και πολλές φορές αντικρουόμενο και αντιφατικό (το διαμορφώνουν ανάλογα με τις περιστάσεις, τις ανάγκες τους και για τον κάθε πιστό διαφορετικά, για να μπορούν να τον εξουσιάζουν). Μην ξεχνάμε πως η εμπειρία και η τεχνική των παπάδων είναι προγενέστερη της θρησκείας που διαχειρίζονται!]
Ο Ησύχιος και ο Ι. Τζέτζης, αναφέρουν ότι η λέξη «δαίμων» σημαίνει «δαήμων» και «δαήμων τις και έμπειρος» (πρβ. Μέγα ετυμολογικό λεξικό Δημητράκου, τ. Δ΄, σ. 1741). Αυτή ετυμολογείται από το «δάω» (γνωρίζω) και το «δαίω» (διαμοιράζω). Και ενώ σημαίνει τον γνώστη που διαμοιράζει τη γνώση, στον Χριστιανισμό κατάντησε να σημαίνει αποκλειστικά τους υπηρέτες του…Σατανά. «Έπρεπε» να διαστρεβλωθεί και αυτό για να κατηγορηθεί η αρχαία θρησκεία. Να σημειωθεί ότι στην αρχαία ελληνική γραμματεία η έννοια δηλώνει αυτό που σημαίνει ακριβώς. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται αναφορές σε «κακοδαίμονες» και στις τελετές που έκαναν για να τους αποτρέψουν. Η διαφορά όμως φανερώνεται από τα συμφραζόμενα ή από τη χρήση της λέξεως κακοδαίμων.
Όμως η μεγάλη διαφορά με την χριστιανική θεώρηση περί δαιμόνων, είναι ότι οι «κακοδαίμονες» ανήκουν στις τελευταίες τάξεις των λογικών όντων (που είναι ευμετάβλητοι όπως και ο άνθρωπος -άρα όχι σταθεροί ως προς την απομάκρυνση από το αγαθό), και δεν είναι όλοι οι δαίμονες της ίδιας ποιότητας (εφόσον όσο υψηλότερα στέκεται ένα ον τόσο σταθερότερο είναι ως προς το αγαθόν – λεξ ου και η διαφορά στα γένη). Μάλιστα, για να κατανοηθεί ορθά, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι σημαίνει το «κακόν», που οφείλεται, και ότι είναι αναγκαίο. Η αντίστοιχη θεολογική θεώρηση στον Χριστιανισμό είναι τελείως διαφορετική πάνω σε αυτά. Για παράδειγμα, ο Χριστιανισμός φάσκει και αντιφάσκει, καθώς από τη μία θεωρεί τη βούληση των «κτιστών» όντων μεταβλητή και του τριαδικού Θεού αμετάβλητη. Όμως από την άλλη δεν δίνει περιθώριο μετανοίας στους δαίμονες και τον Διάβολο (δηλαδή μεταβολή της διάθεσης) και παρουσιάζει τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη να μεταμελείται που έφτιαξε τον άνθρωπο!
ΜΕΡΟΣ Γ': Συνειδησιακή καθυπόταξη - Από Έλληνας…Ρωμιός
Φρονώ ότι μέσα στα πλαίσια της συνειδησιακής καθυπόταξης μέσω των λέξεων, ανήκει και η μετονομασία του Έλληνος σε Ρωμιό. Μετά από αιώνες πλύσης εγκεφάλου, είναι κάπως δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε, αλλά θα άξιζε την προσπάθεια. Ο Ελληνικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει μια σειρά αξιών που κάποτε είχαν επηρεάσει ολόκληρο τον κόσμο. Μάλιστα από την αλεξανδρινή εποχή και μετά (και μέχρι σήμερα), εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι «ελληνιστές». Λόγιοι δηλαδή της εποχής που μιλούσαν την ελληνική και ήταν μέτοχοι της ελληνικής παιδείας, χωρίς να είναι Έλληνες την καταγωγή. Αυτό δεν συνέβη με κανέναν άλλο πολιτισμό, όσο μεγάλος και αν ήταν. Ακόμα και μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, κατά τη Ρωμαιοκρατία, ο ποιητής Οράτιος έγραφε ότι, «η ηττημένη Ελλάδα υπέταξε τον σκληρό κατακτητή και εισήγαγε τις τέχνες στο Λάτιο». Λίγο αργότερα και σταδιακά, θα επιχειρούνταν να δοθεί το όνομα «Ρωμαίος» ή «Ρωμιός» στον Έλληνα, σε μια προσπάθεια αποσυνδέσεώς του με τις προγονικές του ρίζες, σε μια βίαιη αλλοίωση της ταυτότητάς του. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό που θα έπρεπε να αμαυρωθεί είναι η θρησκεία του, για αυτό και ο Ελληνισμός ταυτίστηκε με την υποτιθέμενη «ειδωλολατρία».
Σήμερα θέλουν να μας πείσουν ότι ο Έλληνας πρέπει να προσδιορίζεται ως «Ρωμιός», και ότι αυτός ο όρος συμπεριλαμβάνει την ενότητα και τη συνέχεια του Ελληνισμού μέσω του Χριστιανισμού. Ισχυρίζονται ότι υπήρχε εποχή κατά την οποία το όνομα «Έλλην» και τα παράγωγά του σήμαιναν το οτιδήποτε άλλο εκτός από τον…Έλληνα στην καταγωγή. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι όσες πλείστες υβριστικές και υποτιμητικές αναφορές στα συγγράμματα των εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων, αφορούν τους «ειδωλολάτρες» και όχι τους Έλληνες. Αυτός ο εξωφρενικά αναληθής ισχυρισμός, που σήμερα έχει εδραιωθεί στις συνειδήσεις μέσω της προπαγάνδας (μην λησμονούμε ότι σύμφωνα με το σύνταγμα η «παιδεία» που παρέχει το κράτος είναι «ελληνοχριστιανικής» κατευθύνσεως), δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τις πηγές. Αλλά ας τα πάρουμε κατά σειρά και τάξη.
Διευκρινήσεις για τους όρους «έθνος», «γένος», «βάρβαρος», «Ελληνιστής»
Στο «Μέγα ετυμολογικό λεξικό» του Δ. Δημητράκου, ως «έθνος» ορίζεται το «σύνολον ανθρώπων ομογενών εχόντων κοινήν ιστορίαν, όμοιον περίπου πολιτισμόν, και συνείδησιν της ομογενείας» (τ. Ε, σ.2251). Ως «γένος», «το γίγνεσθαι, η γενετή, η καταγωγή», ως «υποδιαίρεσις του έθνους, το φύλον > τους μεν του Δωρικού γένεος, τους δε του Ιωνικού (Ηρόδοτος)» (ο. π . τ. Γ΄ σ. 1586). Ως «βάρβαρος», «ο λαών γλώσσαν τραχείαν και αγροίκως ηχούσαν (…) όθεν ο αλλόγλωσσος, αλλόφυλος, ξένας εν σχέσει προς τους Έλληνας, ο μη ελληνικός». Την ίδια έννοια είχε και για τους μη Έλληνες: «Επί αλλοφύλων εν σχέσει προς τους άλλους λαούς». Τέλος, κατά τα χριστιανικά χρόνια, «Οι ξένοι και εχθρικοί λαοί προς την ρωμαϊκήν και επακολούθως την βυζαντινήν αυτοκρατορίαν» (ο .π τ. Γ΄ σ. 1335).
Ελληνιστής σημαίνει «ο μεταχειριζόμενος την ελληνικήν γλώσσαν, ελληνόγλωσσος Ιουδαίος: Κ. Δ Πράξεις 6.1> εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους· ο εθνικός >των ελληνιστών τα ατοπώτατα κατά των χριστιανών πανταχού παλαμωμένων» (τ. Ε, σ. 2446).
Οι απολογητικοί ισχυρισμοί για το ότι ο Έλληνας είναι Ρωμιός
Ο Γ. Μεταλληνός στο «Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της», αναφέρει τα εξής:
«Οι αρχαίοι Ρωμαίοι προήλθαν από τη συγχώνευση των αυτοχθόνων (ABORIGINES) κατοίκων της Ιταλίας με αρχαιοελληνικά, πελασγικά φύλα, που είχαν εγκατασταθεί πριν από τα τρωϊκά στην χερσόνησο. Αυτοί ενώθηκαν με Αρκάδες Έλληνες, Πελασγούς Έλληνες, Σαβίνους από τη Μακεδονία και Τρώες πρόσφυγες, υπό την ηγεσία του Αινεία, μετά την κατάκτηση της Τροίας από τους Αχαιούς. Στην πρώτη αυτή συγχώνευση βασιλιάς ήταν ο Λατίνος, που ισχυροποίησε την ενότητα όλων αυτών των διαφορετικής προελεύσεως, αλλά ελληνικής κυρίως καταγωγής ομάδων, με το γάμο της κόρης του Λαβινίας με τον Αινεία».
«Ρωμαίος, λοιπόν, ήταν ο πολίτης της Νέας Ρώμης και Ορθόδοξος Χριστιανός. Γι’ αυτό και το όνομα, χωρίς να χάσει την κρατική του σημασία, ταυτίσθηκε τελικά με τον Ορθόδοξο. Ρωμαίος ή Ρωμηός είναι ο Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης. Το Ρωμαίος δηλαδή δεν αναιρεί το οποιοδήποτε όνομα καταγωγής (φυλετικά). Στο σύνθετο Ελληνορωμαίος, το Έλλην δηλώνει την καταγωγή και το Ρωμαίος την κρατική (ή την ορθόδοξη) ταυτότητα».
Ο ίδιος στο «Το όνομα Ρωμιός και η ιστορική του σημασία»:
«Το όνομα Ρωμαίος ήταν λοιπόν κρατικό, σε μία αυτοκρατορία που ήταν πολιτιστικά (γλώσσα, παιδεία) απόλυτα ελληνική, και όχι φυλετικά. Επειδή δε η Κωνσταντινούπολη νέα Ρώμη δια των Αγίων της έγινε προπύργιο της Ορθοδοξίας, το όνομα Ρωμαίος σημαίνει, τελικά, Ορθόδοξος πολίτης της Νέας Ρώμης. […] Το όνομα Ρωμαίος, συνεπώς, αν μέχρι το 330 μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιον τρόπο όνομα δουλείας και υποταγής, από το έτος εκείνο είναι για τους Έλληνες όνομα τιμής και δόξας, αφού μόνο αυτό (και όχι το ανύπαρκτο ως κρατικό, μέχρι το 1562, Βυζάντιο) χαρακτηρίζει την αυτοκρατορία μας και τη θέση μας σ’ αυτήν. […] Το όνομα Ρωμαίος όμως φανερώνει την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Ρωμαίος σημαίνει τελικά Ορθόδοξος Χριστιανός, ενώ το Έλλην, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, μπορεί να σημαίνει μόνο τον αρχαιολάτρη τύπου Γεμιστού Πλήθωνος ή και τον Τέκτονα εκδυτικισμένο και φραγκόφιλο».
Ο Ι. Δανδουλάκης στο «Τί είναι η Ρωμιοσύνη», αναφέρει:
«Με λίγα λόγια η Ρωμιοσύνη αποτελεί την εθνική συνείδηση των προγόνων μας από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου έως την εποχή της Μεγάλης Ιδέας. Είναι το σύνολο των πολιτικο-κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών εκείνων, που αποτέλεσαν την αυθεντική ελληνική συνείδηση καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Η Ρωμιοσύνη είναι συνδυασμός της ιστορικής, εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας μαζί με την ορθόδοξη θρησκευτική πίστη. Από την στιγμή που η αρχαία Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, στην τέχνη, την φιλοσοφία και τις άλλες επιστήμες “εκχριστιανίστηκε” μέσα στο Βυζάντιο και συνεχίστηκε αδιάσπαστη και αλώβητη μέσα από τον Μεσαίωνα (sic), αυτό το οποίο αποκαλείται Ρωμιοσύνη αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του σημερινού ελληνισμού με τους αρχαίους, προ Χριστού, προγόνους του. […] Δεν μπορεί να διανοηθεί Ελληνισμός χωρίς Ορθοδοξία. Δεδομένου ότι στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ο Ελληνισμός εκχριστιανίστηκε ούτως ώστε ό,τι ελληνικό-ειδωλολατρικό δεν το ενστερνίσθηκε η Ρωμιοσύνη αποκόπηκε και “πέθανε”. Όπως πέθανε η αρχαία θρησκεία και ο παλαιός κόσμος έτσι και ο αρχαίος ελληνισμός “πέθανε” ως προς εκείνα τα στοιχεία του που δεν εκχριστιανίστηκαν και μετεξελίχθηκε σε Ελληνοχριστιανισμό».
Αυτά μας λένε οι σημερινοί απολογητές. Συμφωνούν όμως αυτά με τα ιστορικά δεδομένα ή μας παρουσιάζουν (όποτε το κάνουν αυτό) απλά και μόνο ότι φαίνεται να συμφωνεί με τις απόψεις αυτές;
Σχέση Ρωμαίων και Ελλήνων – Είναι ο ίδιος λαός;
Ας ξεκινήσουμε από αυτό. Αληθεύει το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες, όπως προαναφέρθηκε, αποίκησαν την Ιταλία, επιφέροντας μια συγχώνευση με τον εκεί ντόπιο πληθυσμό. Όχι μόνο με τον Αινεία, αλλά και με τον Εύανδρο που ξεκίνησε από το Παλλάντιο της Αρκαδίας και έκτισε στην Ιταλία ομώνυμη πόλη. Σε ακόμα παλαιότερες εποχές, το ίδιο συνέβη και με τον Οίνωτρο, ο οποίος δημιούργησε αποικία στην νότια Ιταλία (Αρκαδικά Παυσανία, 8,3.5). Οι Eλληνικές αποικίες στην Ιταλία δεν καθόρισαν την πολιτική στα πολύ μετέπειτα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και στην Βρετανία υπήρξαν ελληνικές αποικίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Βρετανοί ταυτίζονται με τους Έλληνες.
Η επιμειξία του ελληνικού στοιχείου με το ντόπιες ιταλικές φυλές, δεν καθόρισε σε τίποτα την ομοουσιότητα των δύο αυτών διαφορετικών λαών. Αυτό θα μπορούσε να βασιστεί στα εξής:
1. Οι αρχαίοι συγγραφείς, όταν παρουσιάζουν την μυθολογική καταγωγή των Ελλήνων, ποτέ δεν αναφέρονται στους Ρωμαίους. Ο μύθος αποκρυσταλλώνει την αέναη ελληνική συνείδηση.
2. Ποτέ οι Ρωμαίοι δεν μετείχαν στον ιερό θεσμό των Αμφικτιονιών.
3. Οι Ρωμαίοι δεν συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους ελάμβαναν μέρος μόνο Έλληνες. Ο πρώτος Ρωμαίος που έλαβε μέρος, όταν πλέον η Ελλάδα ήταν υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία, ήταν ο αυτοκράτορας Τιβέριος το 4 κ.ε., δηλαδή 142 χρόνια μετά την ήττα των Ελλήνων από τον στρατηγό Μόμμιο και τη πτώση της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
4. Οι ιστορικοί μιλούν για καθυπόταξη των Ελλήνων στους Ρωμαίους. Σε αυτό ίσως θα αντέτασσε κανείς ότι το ίδιο συμβαίνει με τους Μακεδόνες και τους υπόλοιπους Έλληνες. Όμως στην περίπτωση αυτή, αν και πράγματι υπήρξαν βίαιες πράξεις από τους Μακεδόνες, ωστόσο αυτό αποσκοπούσε στην ύπαρξη ενότητας μεταξύ των Ελλήνων, ώστε να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό· τους Πέρσες. Φυσικά, οι Ρωμαίοι δεν είχαν ανάλογο σκοπό.
Υπάρχει μια αναφορά του Ηρακλείδη από τον Πόντο (4ος αι. π.κ.ε.), που αναφέρει την Ρώμη ως «ελληνίδα πόλη». Βρίσκεται στον Πλούταρχο, στην βιογραφία του Κάμιλλου (22).Εκεί όμως δεν αναφέρεται στο γένος των Ρωμαίων, αλλά στην πόλη Ρώμη. Και την αποκαλεί «ελληνική» ακριβώς λόγο του ελληνικού τρόπου από τον οποίο ήταν βαθύτατα επηρεασμένη και εξαιτίας του ελληνικού πληθυσμού που την κατοικούσε.
Ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρου στο βιβλίο «Ιστορία της Ελλάδος, Γ’ τόμος», αναφερόμενους στους Ρωμαίους τους αποκαλεί «ξένη» δύναμη. «Εν τω συνόλω φαίνεται αναντίρρητον, ότι η Ελλάς υπεβλήθη αμέσως μετά την άλωσιν της Κορίνθου εις τας υποχρεώσεις εκείνας, αίτινες συμπαρομαρτυρούσιν εις την καθυπόταξιν υπό ξένης δυνάμεως» (σελ. 4). Σε άλλο σημείο, γράφει ο ιστορικός: «Κατά ταύτα λοιπόν η υπό τους Ρωμαίους αυτονομία των ελληνίδων πόλεων ήτο σκιά τις μόνον ελευθερίας, περιοριζομένης κυρίως εις την ελευθέραν διοίκησιν των τοπικών πραγμάτων. Οι Έλληνες ήσαν πλέον υποτελείς φόρου… Τα πολιτεύματα αυτών μετερρυθμίσθησαν κατά το δοκούν εις τους νικητάς, και αύτη δε η ποινική δικαιοσύνη εξηρτάτο εν μέρει από των κατακτητών. Πάσα μεγαλοπραγμοσύνη ήτο εν τω μέλλοντι αδύνατος υπό τοιούτους όρους, και ο βίος των Ελλήνων ήτο το εξής βίος δούλων… (σελ. 6).
Αλλού, «[…] βέβαιον είνε, ότι οι Έλληνες δεν ήσαν πλέον ελεύθεροι και ότι ήδη αι ράβδοι και οι πέλεκεις, τα σύμβολα της ρωμαϊκής αρχής, περιεφέροντο εν Ελλάδι, εν ω πλείσται των ελληνίδων πόλεων ηναγκάζοντο ν’ αποδεχθώσι νέαν χρονολογίαν, αρχομένην από της ημέρας της μοιραίας υποδουλώσεως εις τους Ρωμαίους» (σελ. 8).
Ο Αδαμάντιος Κοραής, στηριζόμενος στις αρχαίες ελληνικές πηγές, γράφει στο «Διάλογος δύο Γραικών» το 1805: «Από τας αναριθμήτους, φίλε μου, δυστυχίας, όσες προξενεί η βαρβάρωσις εις τα έθνη, μια είναι και το να λησμονώσι έως και αυτήν την αρχήν και τόνομα της γενεάς των. Οι πρόγονοί μας ωνομάζοντο το παλαιόν Γραικοί· έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένον έθνος, αλλ’ από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα το, Έλλην, καθώς ημείς ονομαζόμεθα, συ, Κλεάνθης, Αριστοκλής εγώ. Εν από τα δύο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το, Γραικοί, επεδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης. Αν προκρίνης το, Έλληνες, ονομάζου φίλε μου, Έλλην· αλλά μη, δια τους οικτιρμούς του θεού, Ρωμαίος. Δια τι τούτο. Διότι δεν είσαι Ρωμαίος. Οι Ρωμαίοι πρώτοι μας εστέρησαν από την ολίγην ελευθερίαν, την οποίαν είχαν μας αφήσει της Ελλάδος αι διχόνοιαι και το να φέρωμεν τ’ όνομά των είναι το αυτό και να φέρωμεν τυπωμένα εις το μέτωπον τα στίγματα της δουλείας, και να ομολογώμεν εκουσίως ότι χαίρομεν εις την δουλείαν» (Άπαντα Κοραή, τ. 2, σελ. 107).
Οι πηγές διακρίνουν Έλληνες και Ρωμαίους ως δύο ξεχωριστούς λαούς
Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι συμβουλεύειν τοῖς Καρχηδονίοις ἔφασαν μὴ διδάσκειν αὐτοὺς τὰ κατὰ τὴν θάλασσαν πολυπραγμονεῖν• μαθητὰς γὰρ τοὺς Ῥωμαίους ἀεὶ ὄντας γίνεσθαι κρείττους τῶν διδασκάλων. Τὸ μὲν γὰρ παλαιὸν αὐτῶν θυρεοῖς τετραγώνοις χρωμένων, Τυρρηνοὶ χαλκαῖς ἀσπίσι φαλαγγομαχοῦντες καὶ προτρεψάμενοι τὸν ὅμοιον ἀναλαβεῖν ὁπλισμὸν ἡττήθησαν. Ἔπειτα πάλιν ἄλλων ἐθνῶν θυρεοῖς χρωμένων οἷς νῦν ἔχουσι καὶ κατὰ σπείρας μαχομένων, ἀμφότερα μιμησάμενοι περιεγένοντο τῶν εἰσηγησαμένων τὰ καλὰ τῶν παραδειγμάτων. Παρὰ δὲ τῶν Ἑλλήνων μαθόντες πολιορκεῖν καὶ ταῖς μηχαναῖς καταβάλλειν τὰ τείχη, τὰς πόλεις τῶν διδαξάντων ἠνάγκασαν ποιεῖν τὸ προσταττόμενον. Καὶ νῦν ἂν Καρχηδόνιοι βιάσωνται μαθεῖν αὐτοὺς ναυμαχεῖν, ταχὺ τοὺς μαθητὰς τῶν διδασκάλων ὄψονται περιγενομένους. Ὅτι Ῥωμαῖοι πρῶτον ἀσπίδας τετραγώνους εἶχον εἰς τὸν πόλεμον• ὕστερον ἰδόντες Τυρρηνοὺς χαλκᾶς ἀσπίδας ἔχοντας, ποιήσαντες οὕτως ἐνίκησαν αὐτούς.
(Διόδωρος Σικελιώτης, βιβλίο ΚΓ΄, 2.1-2)
Διακρίνονται ως ξεχωριστά έθνη οι Ρωμαίοι, οι Καρχηδόνιοι, οι Τυρρηνοί και οι Έλληνες.
Οὐδὲν δὴ θαυμαστὸν ἦν τοὺς παλαιοὺς ἱερὰν ὑπολαβεῖν τοῦ Κρόνου τὴν χώραν ταύτην, τὸν μὲν δαίμονα τοῦτον οἰομένους εἶναι πάσης εὐδαιμονίας δοτῆρα καὶ πληρωτὴν ἀνθρώποις, εἴτε Κρόνον αὐτὸν δεῖ καλεῖν, ὡς Ἕλληνες ἀξιοῦσιν, εἴτε Σάτουρνον, ὡς Ρωμαῖοι.
(Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας, Ρωμαϊκή αρχαιολογία 38,1)
Η διάκριση δεν είναι μεταξύ δύο πόλεων, ή δύο φύλων ενός γένους ή έθνους. Είναι διάκριση δύο εθνών, καθώς και τα δύο ονόματα περιεκτικά.
Επί τους κατ’ αλλήλων εξεμαίνοντο πολέμους ως τότε μεν Έλληνας αυτοίς Έλλησι, τότε δ’ Αιγυπτίους Αιγυπτίοις, και Σύρους Συρίοις, Ρωμαίους τε Ρωμαίοις πολεμείν, ανδραποδίζεσθαι τε αλλήλους.
(Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή, 1,4,5)
Εδώ διακρίνονται ως ξεχωριστές εθνικές οντότητες οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Αιγύπτιοι, οι Σύριοι. Αλήθεια, αν εδώ η λέξη «Έλληνες» σημαίνει τους «ειδωλολάτρες» γενικά, τότε θα πούμε ότι οι Αιγύπτιοι, οι Σύριοι, οι Ρωμαίοι που με τις εμφύλιες συγκρούσεις τους αιχμαλωτίζουν αλλήλους, είναι χριστιανοί ή κάτι άλλο από…ειδωλολάτρες;
Διά δε του Ελληνιστί, την φυσικήν θεωρίαν ως μάλλον του Ελληνικού έθνους, παρά τοις άλλοις ανθρώποις τη φυσική σχολάσαντος φιλοσοφία.
(Κύριλλος Αλεξανδρείας, Σχολιασμός στον ευαγγελιστήν Λουκάν, κεφ. κγ)
διόπερ εκώλυον τας υπό της γερουσίας του λαού παραδεδομένας γίγνεσθαι περί της σωτηρίας του βασιλέως και του Ρωμαίων έθνους
Εδώ, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (5ος αιώνας), αφενός αναφέρεται σε «Ελληνικό έθνος», εφ’ ετέρου το ξεχωρίζει από εκείνο των Ρωμαίων. Τί έχουν τώρα να μας πουν οι απολογητές; Θα αμφισβητήσουν τον «άγιό» τους;
Γράφει ο Απολλώνιος ο Τυανεύς στους Ίωνες, τον πρώτο χριστιανικό αιώνα: «Νομίζετε πως πρέπει να ονομάζεστε Έλληνες εξ αιτίας των προγόνων (δια τα γένη) και επειδή είστε άποικοι των Ελλήνων. Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται από τα ήθη (έθη), τους νόμους, τη γλώσσα και τον τρόπο ζωής τους, έτσι και οι άνθρωποι γενικά χαρακτηρίζονται από την εξωτερική τους εμφάνιση και τη μορφή τους. Αλλά οι περισσότεροι από εσάς δεν κρατήσατε ούτε τα ονόματά σας, αλλά εξαιτίας της νέας αυτής ευημερίας έχετε χάσει τα προγονικά σύμβολα. Θα είχαν δίκιο οι πρόγονοί σας αν ούτε στους τάφους δεν σας δέχονταν, γιατί είστε άγνωστοι πια σε εκείνους. Πριν είχατε ονόματα ηρώων, ναυμάχων και νομοθετών. Τώρα ονομάζεσθε Λούκουλλοι, Φαβρίκιοι, μακάριοι Λευκάνιοι. Εγώ θα προτιμούσα το όνομα Μίμνερμος» (επιστολή ΟΑ).
Εδώ έχουμε άλλη μια απόδειξη ότι τα ρωμαϊκά ονόματα είναι άσχετα από τα προγονικά σύμβολα.
Γράφει ο βυζαντινολόγος Α. Βασίλιεφ στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», αναφερόμενος στον Άγγλο ιστορικό Finlay ο οποίος γνώριζε την ελληνική και με το έργο του οποίου προήχθη πάρα πολύ η μελέτη του Βυζαντίου, μεταφέρει την θέση του ότι «η ιστορία της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια είκοσι αιώνων ξένων κατακτήσεων, παρουσιάζει τον υποβιβασμό και τις συμφορές ενός Έθνους που έζησε το ανώτατο όριο πολιτισμού στον αρχαίο κόσμο», ενώ «οι συνθήκες της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας δουλείας της, δεν συνετέλεσαν στον εκφυλισμό της κάτω από τους Ρωμαίους και αργότερα από τους Οθωμανούς» (σ. 29). Επίσης, σύμφωνα με τον μεγάλο Άγγλο ελληνιστή ιστορικό, «Ούτε η γενική ιστορία της Ρώμης, ούτε η Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούν τμήμα της Ελληνικής Ιστορίας» (σελ. 29).
Αναφορές της λέξης «Έλλην» και τα παράγωγά της με εθνική σημασία.
Οι απολογητές ισχυρίζονται ότι η λέξη «Έλλην» και τα παράγωγά της, αλλάζουν σημασία αναλόγως την εποχή.
Συγκεκριμένα, στην «Θρησκευτική και Ηθική εγκυκλοπαίδεια» αναφέρεται: «Το κυριώτερον όνομα του έθνους των Ελλήνων. Η έννοια του ονόματος ποίκιλλε κατά καιρούς, ούσα αρχικώς μεν φυλετική, έπειτα εθνική, μετά ταύτα εθνική και πολιτιστική, τέλος αμιγώς θρησκευτική, δια να επανέλθη κατά τους νεωτέρους χρόνους εις την εθνικήν» (τ. 5Β, σ. 649).
Πότε ήταν «αμιγώς θρησκευτική»; Στην ακριβώς επόμενη σελίδα, δίδεται η επεξήγηση. «Κατά την προσπάθειαν εξελληνίσεως των Ιουδαίων προσέλαβε το όνομα θρησκευτικώτερον χαρακτήρα. Η δραστηριότης του ελληνιστού αρχιερέως των Ιουδαίων Ιάσονος απέβλεπε Κατά το Β’ Μακκαβαίων (δ’ κ εξ.) εις το να μεταστήση «προς τον ελληνικόν χαρακτήρα τους ομοφύλους» και δι’ αυτης επετεύχθη «ακμή τις Ελληνισμού και πρόσβασις αλλοφυλισμού». Εφ’ όσον, κατά τους Ιουδαίους, ιουδαϊσμός εσήμαινε το σύστημα της ακριβούς παραστάσεως των ανθρώπων ενώπιον του θεού, ο Ελληνισμός ως αντίπαλός του κατήντησε να σημαίνει το αντίθετον· οι δε Έλληνες ήσαν δι’ αυτούς όχι μόνο κατακτηταί αλλά και ασεβείς άνθρωποι. Το όνομα τούτο κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνας μετέπεσεν απολύτως εις την θρησκευτικήν έννοιαν» (ο. π σ. 650).
Δηλαδή, από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, το όνομα «Έλληνες» απαξιώθηκε. Κάτι που ξεκίνησε από την κόντρα των Ιουδαίων απέναντι στην προσπάθεια εξελληνισμού των ομοεθνών τους, που ξεκίνησε από τους ίδιους τους Ιουδαίους ελληνιστές.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πνεύμα των Ιουδαίων, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι Ιουδαίοι απαρχής συστάσεως της θρησκείας τους (που χρονικά τοποθετείται από τους μελετητές στα χρόνια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας), διδάχτηκαν να έχουν την πεποίθηση μιας υποτιθέμενης ανωτερότητας έναντι των άλλων εθνών, εξαιτίας της «αλήθειας» της πίστεώς τους. Στο βιβλίο «Δευτερονόμιο» αναφέρεται καθαρά αυτή η πεποίθηση, η οποία δεν έχει μόνο θρησκευτική απόχρωση αλλά και φυλετική.
«Ότι λαός άγιος ει Κυρίω τω θεώ σου και σε προείλατο Κύριος ο θεός σου είναι σε αυτώ λαόν περιούσιον παρά πάντα τα έθνη όσα επί προσώπου της γης (Δευτερονόμιο ζ 6).
Για αυτό αποκαλούσαν τους μη Εβραίους ως «γκογίμ» (ή «γκοχίμ»), δηλαδή «εθνικούς». Αυτοί δεν ανήκαν στο «ιερό έθνος» («γκοϊ καντός»), γιατί κατ' αυτούς τους απολίτιστους κομπλεξικούς γιδοβοσκούς της ερήμου οι γκογίμ ήταν υποδεέστεροι. Οι Ιουδαίοι λόγιοι της Αιγύπτου, κατά την αλεξανδρινή εποχή, προκειμένου να ανακόψουν την εκροή των ομοφύλων τους προς τη γνώση και τον μιμητισμό άλλων (και κυρίως των Ελλήνων), δημιούργησαν τη λέξη «ειδωλολατρία» για να ενισχύσουν τον τοίχο που είχε ήδη υψωθεί και που παραδοσιακά τους χώριζε από όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Θεώρησαν αυθαίρετα ότι όλα τα άλλα έθνη αποδίδουν λατρεία στα αγάλματα και όχι στον «αληθινό» θεό. Ο τίτλος του «ειδωλολάτρη» ταυτίστηκε από εκείνους με τον Ελληνισμό, κάτι που παρέλαβε και διατήρησε ο Χριστιανισμός. Ποτέ όμως στην πραγματικότητα δεν αποσυνδέθηκαν αυτές οι δύο έννοιες (εθνική και θρησκευτική) στον όρο «Έλλην» και τα παράγωγά του.
ΔΕΣ:
Όμως, σύμφωνα με τους απολογητικούς ισχυρισμούς, όσα διαβάζει κανείς στην εκκλησιαστική γραμματεία «κατά Ελλήνων», δεν αναφέρεται απαραιτήτως στους Έλληνες την καταγωγή, αλλά στους «ειδωλολάτρες» γενικά. Ποτέ όμως δεν μας εξήγησαν λογικά τι σχέση έχει το σημαίνων και το σημαινόμενο, που στην περίπτωσή μας είναι η σχέση «ελληνισμού» και «ειδωλολατρίας». Γιατί για να δηλωθεί η «ειδωλολατρία» έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η λέξη «ελληνισμός» και όχι κάτι άλλο;
Ο παραπλανητικός αυτός ισχυρισμός αποσκοπεί στην απόκρυψη της μεγάλης διαμάχης Χριστιανισμού-Ελληνισμού, η οποία έχει την απαρχή της κατά την ελληνιστική εποχή, από τους Ιουδαίους της διασποράς. Η αυθαίρετη αυτή ταύτιση πλάστηκε στα μυαλά των Ιουδαίων, μεταλαμπαδεύτηκε στον Χριστιανισμό ο οποίος την καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, και τέλος την εκμεταλλεύτηκε η πολιτική εξουσία, ονοματίζοντας ως «Ρωμαίους» ή «Ρωμιούς» όσους ανήκαν θρησκευτικώς στην χριστιανική εκκλησία, και πολιτικώς στην ανατολική Ρωμανία. Ο όρος «Έλλην» και τα παράγωγά του απαξιώθηκαν και κατάντησαν να ταυτίζονται με τον «ειδωλολάτρη» και την «ειδωλολατρία» επειδή «έπρεπε» να απαξιωθεί ένας ολόκληρος κόσμος για να στηθεί ένας άλλος. Γιατί όμως έγινε αυτό; Διότι ο Χριστιανισμός αντέστρεψε τις αξίες για να μπορέσει να επιβιώσει.
Ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, αλλά και στα χριστιανικά, οι Έλληνες ονόμαζαν τον εαυτό τους…Έλληνες. Ο Πλάτων στον διάλογο «Πολιτεία» αναφέρεται σε «Έλληνες», «Eλληνίδες πόλεις», σε «Eλληνικό γένος» (469b). Ο Αριστοτέλης διακρίνει τους Έλληνες από τους βαρβάρους, δηλαδή από τους μη Έλληνες. Ο Ξενοφών γράφει τα «Ελληνικά», όπου συνεχίζει το έργο του Θουκυδίδη. Ο Ησίοδος σε ακόμα παλαιότερη εποχή, μιλάει για «ιερή Ελλάδα» και για «πανέλληνες» (Έργα και Ημέραι, στ. 653 και 528 αντίστοιχα). Ο Αλέξανδρος, σε επιστολή του προς τον Δαρείο, υπογράφει ως «Ελλήνων ηγεμών» που τιμωρεί τους Πέρσες (Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις 2,14). Αλλά και στα βιβλία των Ιουδαίων μέχρι κάποια εποχή, το «Έλληνας» σήμαινε τον Έλληνα στην καταγωγή. Στο βιβλίο «Ζαχαρίας», αναφέρεται: «Διότι ενέτεινα σε, Ιούδα, εμαυτώ εις τόξον, έπλησα τον Εφραίμ και εξεγειρώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω σε ως ρομφαία μαχητού» (9,13). Το χωρίο αυτό θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, επί εποχής Αντιόχου του Επιφανούς. Στο βιβλίο «Δανιήλ», αναφέρεται: «Ο κριός, ον είδες, ο έχων τα κέρατα βασιλεύς Μήδων και Περσών. Ο τράγος των αιγών βασιλεύς Ελλήνων· και το κέρας το μέγα, ον ην αναμέσον των οφθαλμών αυτού, αυτός εστίν ο βασιλεύς ο πρώτος. Και του συντριβέντος, ου έστησαν τέσσαρα κέρατα υποκάτω, τέσσαρες βασιλείς εκ του έθνους αυτού αναστήσονται και ουκ εν τη ισχύι αυτού» (8,20-22).
Και τί προσδιορίζονταν ως «Ελληνικό»; Η απάντηση δίδεται από τους Αθηναίους προς τους Σπαρτιάτες πρέσβεις, όταν σε κάποια χρονική φάση κατά τα Περσικά, οι δεύτεροι φοβήθηκαν ότι οι πρώτοι θα έπαιρναν το μέρος του εισβολέα. Ο Ηρόδοτος μας την μεταφέρει: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρ’ όλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε: Ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας. Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι’ αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν».
Και στη συνέχεια ορίζεται το «Ελληνικόν», το οποίο θα προτιμούσα να παραθέσω από το κείμενο: «Αύτις δε το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματα τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, βιβλίο 8ο, 144).
Σύμφωνα με την Ελληνική συνείδηση, το «Ελληνικόν» αποτελείται από τέσσερα στοιχεία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αυτά είναι το «όμαιμον» (κοινή καταγωγή), το «ομόγλωσσον», τα ιδρύματα των θεών (κοινή θρησκεία), και τα ομότροπα ήθη. Δεν είναι ρατσιστικό το να έχει κάθε λαός το δικαίωμα να προσδιορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, και το να διακρίνεται από τους άλλους. Αυτό το όμορφο και ευγενικό, ο πολιτισμός από τον οποίο απέρρεαν οι επιστήμες, οι τέχνες, τα γράμματα, η χριστιανική θρησκεία με την αυτοκρατορική αρωγή και για λόγους καθαρά πολιτικούς, θέλησε δια της βίας να το εξαλείψει.
Οι ύβρεις των χριστιανών πατέρων και συγγραφέων απέναντι στον Ελληνισμό είναι γνωστές, και έχουν καταδειχθεί επαρκώς στα άρθρα του παρόντος ιστοτόπου. Αυτό που θα επιχειρηθεί είναι η απόδειξη ότι το όνομα «Έλλην» ποτέ δεν έχασε την εθνική του σημασία. Αυτό που έγινε ήταν να απαξιωθεί ταυτιζόμενο με τον «ειδωλολάτρη».
Οι απολογητές ισχυρίζονται ότι ο όρος «Έλλην» άρχισε να ξαναπαίρνει την εθνική του σημασία μετά το 1204.Γράφουν σε άρθρο τους: «Μετά από την άλωση της Κων/πολης από τους Λατίνους το 1204, το όνομα Ελλάς εξαφανίζεται ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας αλλά τουναντίον από τους ίδιους χρόνους καθίσταται συχνότερη η χρήση των λέξεων Έλληνες και Ελλάς με την ευρύτερη εθνολογική και πολιτιστική σημασία» (Οι μετατροπές στην έννοια της λέξης «Έλληνας» στο διάβα των αιώνων).
Ας δούμε αν συμφωνούν οι πηγές με τους ισχυρισμούς τους.
2ος αιώνας:
«Ει δε και Έλληνας είποις και τα λοιπά έθνη, σέβονται λίθους και ξύλα και την λοιπήν ύλην» (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκο», «ΕΠΕ, τ. 2, σελ. 340).
«Εντεύθεν οράν εστί πως αρχαιότερα και αληθέστερα δείκνυται τα ιερά γράμματα τα καθ’ ημάς είναι των καθ’ Έλληνας και Αιγυπτίους, ή και τινών ετέρων ιστοριογράφων» (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκο γ’ βιβλίο», PG τ. 6, σ. 1160).
«Ουδέ εν γαρ όλως εστί το γένος ανθρώπων, είτε βαρβάρων, είτε Ελλήνων, είτε απλώς ωτινιούν ονόματι προσαγορευμένων ή αμαξοβίων ή αοίκων καλουμένων. Ή εν σκηναίς κτηνοτρόφων οικούντων εν οις μη δια του ονόματος του σταυρωθέντος Ιησού ευχαί και ευχαριστίαι τω Πατρί και Ποιητή των όλων γίνονται» (Ιουστίνος, «Διάλογος προς Τρύφωνα τον ιουδαίο, PG, τ. 6, σ. 748).
«Μη πάνυ φιλέχθρως διατίθεσθε προς τους βαρβάρους, ω άνδρες Έλληνες, μηδέ φθονήσητε τοις τούτων δόγμασιν. Ποίον γαρ επιτήδευμα παρ’ υμίν την σύστασιν ουκ από βαρβάρων εκτήσατο;» (Τατιανός, «Προς Έλληνας», PG, τ. 6, σ. 804).
Ο ίδιος γράφει αποσκοπώντας στην σύγκριση Μωυσέως και Ομήρου: «Όροι δε ημίν κείσονται Μωυσής και Όμηρος τω εκατέρον αυτών είναι παλαιότερον» και «τον μεν ποιητών και ιστορικών είναι πρεσβύτερον, τον δε πάσης βαρβάρου σοφίας αρχηγόν. Και υφ’ημών νυν εις σύγκρισιν παραλαμβανέσθωσαν. Ευρήσομεν γαρ ου μόνον της Ελλήνων παιδείας τα παρ’ ημίν, αλλ’ έτι και της των γραμμάτων ευρέσεως ανώτερα» (σ. 869). Και σε αυτό του το εγχείρημα εναντίων των Ελλήνων θα χρησιμοποιήσει τα ίδια τους τα όπλα, εννοώντας ότι θα φέρει αναφορές από αρχαία ελληνικά κείμενα προκειμένου να αποδείξει την αλήθεια των γραφομένων του. Αναφέρεται ονομαστικά στον Όμηρο, τον Θεάγη τον Ρήγιο, στον Στησίμβροτο τον Θάσιο, τον Αντίμαχο τον Κολοφώνιο, τον Ηρόδοτο τον Αλικαρνασσέα, τον Διονύσιο τον Ολύνθιο, τον Έφορο τον Κυμαίο, τον Φιλόχορο τον Αθηναίο, τους περιπατητικούς, τον Αριστοφάνη, τον Κράτη, τον Ερατοσθένη, τον Αρίσταρχο, τον Απολλόδωρο. Στην συνέχεια του παραληρήματος του, ο πλαστογράφος των ίδιων των «ιερών» του κειμένων – των ευαγγελίων, γράφει: «ακούσατε των παρ’ Ελλήνων πραγμάτων τον λήρον» (σ. 873). Στη συνέχεια του κειμένου αναφέρεται στους Έλληνες ονομαστικά.
«Ο δε πατήρ σου, και σου τα σύμπαντα διοικούντος αυτώ, ταις πόλεσι περί του μηδέν νεωτερίζειν περί ημών έγραψεν. Εν αις και προς Λαρισσαίους και προς Θεσσαλονικείς και Αθηναίους και προς πάντας Έλληνας. Σε δε μάλλον, περί τούτων την αυτήν εκείνοις έχοντα γνώμην και πολύ γε φιλανθρωποτέραν και φιλοσοφωτέραν, πεπείσμεθα πάντα πράσσειν, όσα σου δεόμεθα» (Μελίτων Σάρδεων σε απόσπασμα από απολογία στον Μάρκο Αυρήλιο, PG, τ. 5, σ. 1212).
«Μέχρι μεν Ολυμπιάδων, ουδέν ακριβές ιστόρηται τοις Έλλησι, πάντων συγκεχυμένων, και κατά μηδέν αυτοίς των προ του συμφωνούντων· αι δε ηκρίβωντο πολλοίς, τω μη εκ πλείστου διαστήματος, δια τετραετίας δε, τας αναγραφάς αυτων ποιείσθαι τους Έλληνας» (Ιούλιος ο Αφρικανός, PG. τ. 10, σ. 73- αποσπάσματα).
Μόνο οι Έλληνες μετρούσαν με Ολυμπιάδες, εφόσον οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση στην αρχαιότητα.
Παρακάτω, επειδή θέλει να γράψει την ιστορία διαφόρων εθνών προσπαθώντας να την συγχρονίσει με βάση την εβραϊκή, ξεχωρίζει την ιστορία των Ελλήνων, των Εβραίων, των περσών. Σε άλλο σημείο, «Τας δεπρο τούτων ωδέ πως της Αττικής χρονογραφίας αριθμουμένης, από Ωγύγου του παρ’ εκείνοις αυτόχθονος πιστευθέντος, εφ΄ου γέγονε ο μέγας και πρώτος εν τη Αττική κατακλυσμός, Φορωνέως Αργειών βασιλεύοντος, ως Ακουσίλαος ιστορεί, μέχρι πρώτης Ολυμπιάδος, οπόθεν Έλληνες ακριβούν τους χρόνους ενόμισαν, έτη συνάγεται χίλια είκοσι» (σ. 76).
Ο ίδιος στην Χρονογραφία του, «Σημειωτέον δε, ως ο τι ποτε εξαίρετον Έλλησι δι’ αρχαιότητα μυθεύεται, μετά Μωυσέα τουθ’ ευρίσκεται, κατακλυσμοί τε, και εκπυρώσεις, Προμηθεύς, Ιώ, Ευρώπη, Σπαρτοί, Κόρης αρπαγή, μυστήρια, νομοθεσίαι, Διονύσου πράξεις, Περσεύς, Αργοναύται, Κένταυροι, Μινώταυρος, τα περί Ίλιον, άθλοι Ηράκλειοι, Ηρακλειδών κάθοδος, Ιώνων αποικία, και Ολυμπιάδες. Έδοξε δε μοι της Αττικής βασιλείας τον προειρημένον εκτιθέναι χρόνον, παρατιθέναι μέλλοντι ταις Εβραικαίς ιστορίαις τας Ελληνικάς» (σ. 77).
3ος αιώνας:
Στο ψευδο-ιουστίνειο κείμενο «Λόγος παραινετικός προς Έλληνας» (P.G τ. 6, σ.241), ο συντάκτης αρχίζει: «Αρχόμενος της προς υμάς παραινέσεως, ω άνδρες Έλληνες…», και στην συνέχεια καταφέρεται ενάντια στην θεογονία του Ομήρου, τον οποίο χαρακτηρίζει ειρωνικά «κορυφαιοτάτου παρ’ υμίν και πρώτου των ποιητών». Στην συνέχεια αναφέρεται ονομαστικά στους φιλοσόφους Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Ηράκλειτο, Ίππασο, Αναξαγόρα, Αρχέλαο, Πυθαγόρα, Επίκουρο, Εμπεδοκλή, και γράφει «Οράτε τοίνυ την αταξίαν των παρ’ υμίν νομισθέντων γεγενήσθαι σοφών, ους διδασκάλους υμών της θεοσεβείας γεγενήσθαι φατε». Άλλο ένα σημείο που δείχνει ότι ο όρος «Έλληνας» και τα παράγωγά του είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την εθνικότητα και τη θρησκεία (και ότι δεν αναφέρεται γενικά στους «ειδωλολάτρες»), είναι όταν επικαλείται τη φράση του Τιμαίου του Πλάτωνος «Έλληνες παίδες εστέ αεί» της οποίας παρερμηνεύεται το νόημα· «Ειδέναι τοίνυν προσήκει, ότι πάσαν ιστορία τοις των Ελλήνων ύστερον ευρεθείσι γράμμασι γεγράφθαι συμβαίνει· και είτε ποιητών τις αρχαίων, είτε νομοθετών, είτε ιστοριογράφων, είτε φιλοσόφων, ή ρητόρων μνημονεύσαι βούλοιτο, ευρήσει τούτους τα εαυτών συγγράμματα τοις των Ελλήνων γεγραφότας γράμμασιν» (σ. 265). Και στην συνέχεια της λιβελογραφίας, προτρέπει τους Έλληνες: «Καιρός ουν ήκει νυν, πεισθέντας υμάς, ω άνδρες Έλληνες, από των έξωθεν ιστοριών, ότι πολλώ πρεσβύτατος Μωυσής και οι λοιποί προφήται γεγόνασι πάντων των παρ’ υμίν σοφών γεγενήσθαι νομισθέντων, της παλαιάς μεν υμάς των προγόνων αποστήναι πλάνης, εντυχείν δε ταις θείαις των προφητών ιστορίαις, και γνώναι παρ’ αυτών την αληθή θεοσέβειαν..» (σ. 304).
4ος αιώνας:
«Πάλαι μεν γαρ ειδωλολατρούντες Έλληνες και βάρβαροι κατ’ αλλήλων επολέμουν» (Περί ενανθρωπήσεως, Έργα Μ. Αθανασίου, ΕΠΕ. τ. 1, σ. 360).
Αν η λέξη «Έλληνες» σήμαινε τους ειδωλολάτρες, εδώ θα είχαμε ασκόπως δύο λέξεις δίπλα-δίπλα με το ίδιο νόημα. Εκτός αυτού, θα σήμαινε ότι οι βάρβαροι, εφόσον ξεχωρίζονται από τους «ειδωλολάτρες», δεν είναι «ειδωλολάτρες».
«Και το γε θαυμαστόν, ότι και ο πάνυ παρ’ Έλλησι σοφός και παλλά καυχησάμενος, ως περί Θεού διανοηθείς, ο Πλάτων, εις τον Πειραιάν μετά Σωκράτους κατέρχεται, την ανθρώπου τέχνη πλασθείσαν Άρτεμιν προσκυνήσων» (Αθανάσιος «Κατά Ελλήνων», PG τ. 25, σ. 24).
Αφού αναφερθεί στην Ελληνική μυθολογία, έπειτα ξεχωρίζει τα υπόλοιπα έθνη τα οποία κατ’ αυτόν λατρεύουν διαφορετικούς θεούς που δεν είναι γνωστοί στους άλλους. «Ου γαρ οι αυτοί παρά πάσιν ονομάζονται θεοί· αλλ’ όσα κατά το πλείστον εστί έθνη, τοσούτοι και θεοί αναπλάττονται. Εστί δ’ όπου και μια χώρα και μια πόλις προς εαυτάς στασιάζουσι περί της των ειδώλων δεισιδαιμονίας. Φοίνικες γουν ουκ ίσασι τους παρ’ Αιγυπτίους λεγομένους θεούς, ουδέ Αιγύπτιοι τα αυτά τοις παρά Φοίνιξι προσκυνούσιν είδωλα. Και Σκύθαι μεν τους Περσών, Πέρσαι δε τους Σύρων ου παραδέχονται θεούς. Αλλά και Πελασγοί μεν τους εν Θράκη θεούς διαβάλλουσι· Θράκες δε τους παρά Θηβαίοις ου γινώσκουσιν. Ινδοί δε κατά Αράβων, και Άραβες κατ’ Αιθιόπων, και Αιθίοπες κατ’ αυτών εν τοις ειδώλοις διαφέρονται. Και Σύροι μεν τα Κιλίκων ου σέβουσι. Καππαδοκών δε το γένος άλλους παρά τούτους ονομάζουσι θεούς. Και Βιθυνοί μεν ετέρους, Αρμένιοι δε άλλους εαυτοίς ανεπάσαντο» (σ. 45)
Όλα αυτά τα έθνη είναι «ειδωλολατρικά», αλλά δεν αναφέρονται ως «Έλληνες». Αναφέρονται με το όνομά τους. Ο τίτλος του έργο «Κατά Ελλήνων», δικαίως ονομάζεται έτσι, καθώς το θέμα του είναι οι Έλληνες (αφού με αυτούς ασχολείται στο μεγαλύτερο μέρος του), ενώ οι αναφορές στα άλλα έθνη είναι περιστασιακές.
«Εἰσὶ δὲ οἱ ἐχθροὶ Σύροι καὶ Ἕλληνες· οἱ μὲν τὰ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου κατέχοντες, οἱ δὲ τὰ πρὸς ταῖς δυσμαῖς. ∆ιὰ τοῦτο δὲ διασκε δασθήσονται, ἐπειδὴ κατήσθιον ὅλῳ τῷ στόματι τὸν Ἰσραήλ. Στόμα δὲ λέγει νῦν τὴν σοφιστικὴν τοῦ λόγου δύναμιν, ᾗ πάσῃ κατεκέχρηντο εἰς τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ἐν ἁπλότητι πεπιστευκότων τῷ Θεῷ»( Βασίλειος Καισαρείας «Ερμηνεία στον προφήτη Ησαΐα», κεφ. 9).
«Εν δε εκάστω τόμω αριθμός τις αιρέσεων και σχισμάτων έγκειται. Ομού δε αι πασαί εισίν ογδοήκοντα· ων αι ονομασίαι και αι προφάσεις αύται· Πρώτη Βαρβαρισμός· δευτέρα Σκυθισμός· τρίτη Ελληνισμός· τετάρτη Ιουδαϊσμός, πέμπτη Σαμαρειτισμός. Εκ τούτων αι καθεξής· προ Χριστού μεν μετά Βαρβαρισμόν και την Σκυτικήν δεισιδαιμονίαν αι από του Ελληνισμού φύσασαι αύται. Εξ, Πυθαγόρειοι, είτουν Περιπατητικοί, δια των περί Αριστοτέλην διαιρεθείσα· εβδόμη Πλατωνικοί· ογδόη Στωικοί· ενάτη Επικούρειοι» (Επιφάνειος Κύπρου «Προς τους περί Ακάκιον και Παύλον πρεσβυτέρους», PG τ. 41, σ. 160).
Άλλη μια απόδειξη ότι η εθνικότητα δεν αποσυνδέθηκε από την θρησκευτικότητα.
«Εν τω ουν πρώτω βιβλίω πρώτου τόμου αιρέσεις είκοσιν, αι εισίν αίδε· Βαρβαρισμός, Σκυθισμός, Ελληνισμός, Ιουδαισμός· Ελλήνων διαφοραί, Πυθαγόρειοι, είτουν Περιπατητικοί, Πλατωνικοί, Στωικοί, Επικούρειοι (…) Ιουδαίων αιρέσεις επτά…» (σ. 164).
«Έλληνες δε κέκληνται από Έλληνος τινός ανδρός των εν τη Ελλάδι κατωκητότων· ως δε έτεροι φασίν, από της ελαίας της εν Αθήναις βλαστησάσης. Ίωνες δε τούτων αρχηγοί γεγόνασιν. […] Ύστερον δε ο Ελληνισμός εις αιρέσεις κατέστη κατωτέρω χρόνω· φημί δε Πυθαγορείων, και Στωικών, και Πλατωνικών, και Επικουρείων, και λοιπών» (σ. 168).
«Οι μεν γαρ των Ελλήνων συγγραφείς, ποιηταί τε και λογογράφοι, επιβαλλόμενοι τινι μυθώδει συγγράμματι, Μούσαν τινα επεκαλούντο (ου γαρ Θεόν· δαιμονιώδης γαρ παρ’ αυτής η σοφία, και επίγειος, και ουκ άνωθεν κατερχομένην, κατά το γεγραμμένον)» Επιφάνειος, «Κατά αιρέσεων» (σ. 173).
«Και γαρ εκ σπέρματος των Ελλήνων Αλέξανδρος ο Μακεδών» (σ. 449)
«[…] τη παρά Ησιόδω και Στησιχόρω, και τοις άλλοις ποιηταίς των Ελλήνων» (σ. 477).
Όλως «περιέργως» οι διάφοροι «ειδωλολάτρες» (που κατά τους απολογητές ενδέχεται να αναφέρονται και σε..Αιγυπτίους -ναι, αυτό υπάρχει σε άρθρο τους!), έχουν ελληνικά ονόματα, γράφουν στα Ελληνικά, κατάγονται από την Ελλάδα.
«Και ίνα μάθης ηλίκον τούτο εστίν, απείλησον τοις Έλλησιν, ου λέγω κινδύνους και θανάτους και λιμόν, αλλ’ ολίγην ζημίαν χρημάτων, και όψει μεταβαλλομένους ευθέως. Αλλ’ ου τα ημέτερα τοιαύτα, αλλά πάντων κατακοπτομένων και σφαζομένων, και πανταχού πολεμουμένων, και ποικίλοις τρόποις πολέμων, ανθηροτέρα ταύτα εγίνετο. Και τι λέγω τους παρόντας Έλληνας νυν, τους ευτελείς και ευκαταφρονήτους; Τους τότε θαυμαστούς παραγάγωμεν εις το μέσον, τους επί φιλοσοφία βεβοημένους, τον Πλάτωνα, τον Διαγόραν, τον Κλαζομένιον, και ετέρους πολλούς τοιούτους, και όψει τότε του κηρύγματος την ισχύν»( Ι. Χρυσόστομος, «Ομιλία εις τον άγιον Παύλον» (PG τ. 50, σ. 495).
Ποιοί είναι οι νυν ευτελείς και ευκαταφρόνητοι Έλληνες; Όσοι είχαν προγόνους τον Πλάτωνα κ.ο.κ.
«Ούτος δη ουν ο βάρβαρος (σημ.: εννοεί τον Ιωάννη), τη μεν του ευαγγελίου γραφή την οικουμενη κατέλαβεν άπασαν, τω δε σώματι μέσην κατέσχεν Ασίαν, ένθα το παλαιόν εφιλοσόφουν οι της Ελληνικής συμμορίας άπαντες, κακείθεν τοις δαίμοσιν εστί φοβερός, εν μέσω των εχθρών διαλάμπων, και τον ζόφον αυτών σβεννύς, και την ακρόπολιν των δαιμονίων καταλύων, τη δε ψυχή προς τον χώρον ανεχώρησεν εκείνον, τον αρμόττοντα τω τα τοιαύτα εργασομένω. Και τα μεν Ελλήνων έσβεσται άπαντα και ηφάνισται, τα δε τούτου καθ’ εκάστην λαμπρότερα γίνεται. Εξ ότου γαρ και ούτος και οι λοιποί αλιείς, εξ εκείνου τα μεν Πυθαγόρου σεσίγηται και τα Πλάτωνος, δοκούντα πρότερον κρατείν, και ουδέ εξ ονόματος αυτούς ίσασιν οι πολλοί· [..] αλλ’ ου τα του ιδιώτου και αγραμμάτου (σημ. εννοεί τον Ιωάννη) ούτως· αλλά και Σύριοι, και Αιγύπτιοι, και Ινδοί, και Πέρσαι, και Αιθίοπες, και μύρια έτερα έθνη, εις την αυτών μεταβαλλόντες γλώτταν τα παρά τούτου δόγματα εισαχθέντα, έμαθον άνθρωποι βάρβαροι φιλοσοφείν» («Ομιλία Β’ εις το κατά Ιωάννην», ΕΠΕ τ. 12, σ.446).
5ος – 6ος αιώνας:
«τῶν δὲ Χριστιανῶν οἱ μὲν πρὸς ἕω μέχρι τῶν ὁμόρων Αἰγυπτίοις Λιβύων οὐκ ἐθάρρουν τότε εἰς τὸ φανερὸν ἐκκλησιάζειν μεταβαλομένου Λικινίου τῆς πρὸς αὐτοὺς εὐνοίας· οἱ δὲ ἀνὰ τὴν δύσιν ῞Ελληνές τε καὶ Μακεδόνες καὶ ᾿Ιλλυριοὶ ἀδεῶς ἐθρήσκευον διὰ Κωνσταντῖνον, ὃς ἡγεῖτο τῶν τῇδε ῾Ρωμαίων» (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική ιστορία 1.2.2).
Από τους χριστιανούς, όσοι ζούσαν μέχρι τα όρια μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης, δηλαδή στα Ανατολικά, δεν μπορούσαν να εκκλησιάζονται φανερά εξαιτίας της αλλαγής της στάσης του (που ήταν εθνικός). Όσοι ζούσαν στα Δυτικά, επειδή βασίλευε ο Κωνσταντίνος, μπορούσαν. Οι Έλληνες που αναφέρονται εδώ είναι χριστιανοί. Συνεπώς, εδώ ο όρος έχει καθαρά εθνική σημασία. Αυτό συμβαίνει μεταξύ των ετών 313- 324 όπου έχουμε τον Λικίνιο στην Ανατολή και τον Κωνσταντίνο στη Δύση.
«γράμμασιν ῾Εβραϊκοῖς ῾Ελληνικοῖς τε καὶ ῾Ρωμαϊκοῖς» (Σωζόμενος, 2.1.5)
Εδώ αναφέρεται σε «ελληνικά» γράμματα. Αν υπάρχουν ελληνικά γράμματα, υπάρχει και ελληνικό γένος. Όπως το εβραϊκό, και το ρωμαϊκό.
«οὐ μόνον κατὰ τὴν πάτριον αὐτῶν φωνήν, ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ῾Ελλήνων» (Σωζόμενος, 7.17.12).
Πάτριος φωνή (αναφέρεται σε μη Έλληνες), και φωνή Ελλήνων. Πέρα από το άτοπο του χαρακτηρισμού μιας γλώσσας ως «ειδωλολατρικής», εδώ ξεχωρίζονται οι εθνικότητες.
«μετὰ ἐαρινὴν ἰσημερίαν τὰ διαβατήρια θυόντων, ἡλίου τὸ πρῶτον δωδεκατημόριον τμῆμα ὁδεύοντος, ὃ κριὸν ῞Ελληνες καλοῦσιν, ἐν διαμέτρῳ δὲ τῆς σελήνης τεσσαρεσκαιδεκαταίας τὴν πορείαν ποιουμένης» (7.18.7)
Οι Έλληνες το αποκαλούν «κριό». Είναι δυνατόν όλοι οι ειδωλολάτρες (που ανήκουν σε διάφορα έθνη και μιλούν διαφορετική γλώσσα), όλοι από κοινού να χρησιμοποιούν την ελληνική ονομασία για το συγκεκριμένο πράγμα;
«Ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς χρόνοις ἐβασίλευσε τῶν Ἑλλήνων, τοῦτ’ ἐστὶ τῆς Ἑλλάδος, τὶς ὀνόματι Ἄβας ἔτη κγʹ. καὶ μετ’ αὐτὸν ἐβασίλευσεν ὁ Προῖτος ἔτη ιζʹ» (Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Λόγος 4ος).
Ο Μαλάλας αναφέρεται στα λεγόμενα «προϊστορικά» χρόνια, και ονομάζει πολύ καθαρά τους κατοίκους της Ελλάδας, Έλληνες.
«ἐλευθερώσας ὁ αὐτὸς Ἀλέξανδρος καὶ τὰς πόλεις καὶ τὰς χώρας καὶ πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων καὶ Ἑλλήνων καὶ Αἰγυπτίων ἐκ τῆς Ἀσσυρίων καὶ Περσῶν καὶ Πάρθων καὶ Μήδων ὑποταγῆς καὶ δουλείας» (Λόγος 8ος ).
Αναφερόμενος στα ελληνιστικά χρόνια, ξεχωρίζει τα έθνη που αναφέρει. Αν δεχτούμε τον ισχυρισμό ότι «Έλληνες» σημαίνει τους «ειδωλολάτρες» οδηγούμαστε στο κωμικό συμπέρασμα ότι οι «ειδωλολάτρες» αφενός έχουν ιδιαίτερο έθνος, αφετέρου ότι οι υπόλοιποι δεν είναι, εφόσον ξεχωρίζονται.
«ἔζησε δὲ ὁ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἔτη λςʹ, ἐβασίλευσε δὲ ὑποτάξας τὰ πάντα ἔτη ιζʹ, ὁ δὲ πόλεμος αὐτοῦ ἐκράτησεν ἔτη θʹ, ὑπέταξε δὲ βαρβάρων ἔθνη κβʹ, Ἑλλήνων φυλὰς ιγʹ, καὶ ἔκτισε πόλεις αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ πολλάς» (Λόγος 8ος ).
Υπάρχουν λοιπόν βαρβαρικά έθνη και φυλές Ελλήνων. Εάν αναφέρεται σε φυλές ειδωλολατρών, γιατί ξεχωρίζει τους βαρβάρους από τους ειδωλολάτρες;
Στον 14ο Λόγο γίνεται αναφορά για τη γνωριμία του Θεοδοσίου με την Αθηναΐδα. Αυτή ήταν κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου. Ο Μαλάλας δεν την ονομάζει «Ελληνίδα» (καθώς ήταν όνομα απαξιωτικό), αλλά «Ελλαδική». Εκτός αυτού, και για να την νυμφευτεί ο Θεοδόσιος, την έκανε χριστιανή αλλάζοντας ακόμα και το όνομά της από «Αθηναΐδα» -επειδή παρέπεμπε προφανώς στην Αθηνά- σε Ευδοκία. «καὶ κρατήσας αὐτὴν καὶ χριστιανὴν ποιήσας, ἦν γὰρ Ἕλλην, καὶ μετονομάσας αὐτὴν Εὐδοκίαν, ἔλαβεν αὐτὴν εἰς γυναῖκα, ποιήσας αὐτῇ βασιλικοὺς γάμους». Όσο δεν ήταν χριστιανή, χαρακτηρίζεται ως «Ελλαδική» ως προς την καταγωγή, και «Έλλην» ως προς τη θρησκεία. Αργότερα, προφανώς…«Ρωμιά» ή «Ρωμαία».
Έχοντας διαστρέψει την έννοια, δημιούργησαν ψυχολογικό εκβιασμό, ώστε ο Έλληνας να απαρνηθεί την παράδοσή του και να γίνει με το ζόρι χριστιανός. Τότε πια θα ονομάζονταν «Ρωμιός» ή «Ρωμαίος», εφόσον και οι αυτοκράτορες ονομάζονταν «βασιλείς των Ρωμαίων».
Θεοδώρητος ο Κύρου (393-457), εκκλησιαστική ιστορία:
Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον ἐν Ἐδέσσῃ μὲν Ἐφραῒμ ὁ θαυμάσιος, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δὲ διέπρεπε ∆ίδυμος, κατὰ τῶν ἀντιπάλων τῆς ἀληθείας δογμάτων συγγράφοντες. καὶ οὗτος μὲν τῇ Σύρων κεχρημένος φωνῇ τῆς πνευματικῆς χάριτος τὰς ἀκτίνας ἠφίει· παιδείας γὰρ οὐ γεγευμένος Ἑλληνικῆς, τούς τε πολυσχιδεῖς τῶν Ἑλλήνων διήλεγξε πλάνους καὶ πάσης αἱρετικῆς κακοτεχνίας ἐγύμνωσε τὴν ἀσθένειαν. καὶ ἐπειδὴ Ἁρμόνιος ὁ Βαρδησάνου ᾠδάς τινας συνετεθείκει πάλαι καὶ τῇ τοῦ μέλους ἡδονῇ τὴν ἀσέβειαν κεράσας κατεκήλει τοὺς ἀκούοντας καὶ πρὸς ὄλεθρον ἤγρευε, τὴν ἁρμονίαν τοῦ μέλους ἐκεῖθεν λαβὼν ἀνέμιξε τὴν εὐσέβειαν καὶ προσενήνοχε τοῖς ἀκούουσιν ἥδιστον ὁμοῦ καὶ ὀνησιφόρον φάρμακον. ταῦτα καὶ νῦν τὰ ᾄσματα φαιδροτέρας τῶν νικηφόρων μαρτύρων τὰς πανηγύρεις ποιεῖ. ὁ δὲ ∆ίδυμος, παιδόθεν τῆς ὀπτικῆς ἐστερημένος αἰσθήσεως, καὶ ποιητικῶν καὶ ῥητορικῶν μετέλαχε παιδευμάτων· ἀριθμητικῆς τε καὶ γεωμετρίας καὶ ἀστρονομίας καὶ τῶν Ἀριστοτέλους συλλογισμῶν καὶ τῆς Πλάτωνος εὐεπείας διὰ τῶν ἀκοῶν εἰσεδέξατο τὰ μαθήματα, οὐχ ὡς ἀλήθειαν ἐκπαιδεύοντα, ἀλλ’ ὡς ὅπλα τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους γιγνόμενα. καὶ μέντοι καὶ τῆς θείας γραφῆς μεμάθηκεν οὐ μόνον τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰ τούτων νοήματα.
(τόμος 4. 269)
Η Ελληνική παιδεία είναι η αριθμητική, η γεωμετρία, η αστρονομία, τη συλλογιστική του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος.
Σωκράτης ο Σχολαστικός (380-440), εκκλησιαστική ιστορία.
Περὶ Μάνετος τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἱρέσεως τῶν Μανιχαίων, καὶ ὅθεν ἦν τὴν ἀρχήν. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ χρηστοῦ σίτου εἴωθε καὶ ζιζάνια φύεσθαι· φθόνος γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἐφεδρεύειν φιλεῖ. Παρεφύη γὰρ μικρὸν ἔμπροσθεν τῶν Κωνσταντίνου χρόνων τῷ ἀληθεῖ Χριστιανισμῷ Ἑλληνίζων Χριστιανισμὸς, καθάπερ καὶ τοῖς προφήταις ψευδοπροφῆται, καὶ ἀποστόλοις ψευδαπόστολοι παρεφύοντο. Τηνικαῦτα γὰρ τὸ Ἐμπεδοκλέους τοῦ παρ’ Ἕλλησι φιλοσόφου δόγμα διὰ τοῦ Μανιχαίου Χριστιανισμὸν ὑπεκρίνατο· περὶ οὗ Εὐσέβιος μὲν ὁ Παμφίλου ἐν τῇ ἑβδόμῃ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐπεμνήσθη· οὐ μὴν ἀκριβῶς διηγήσατ.
(1.22)
Αφενός κατακρίνονται οι ελληνοχριστιανικές συνθέσεις ή όπως αναφέρεται ο «Ἑλληνίζων Χριστιανισμὸς», αφετέρου ο Εμπεδοκλής αναφέρεται σαφώς ως Έλληνας.
«Οἱ τὴν Ἑλληνικὴν παρ’ Ἕλλησι σοφίαν ἐκθέμενοι τὴν μὲν «οὐσίαν» πολλαχῶς ὡρίσαντο· «ὑποστάσεως» δὲ οὐδ’ ἡντιναοῦν μνήμην πεποίηνται» (3.7).
Οι όροι είναι της περιπατητική σχολής, καθαρά ελληνικοί.
Ἡ Ἑλληνικὴ παίδευσις οὔτε παρὰ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε παρὰ τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, ἢ ὡς θεόπνευστος ἐδέχθη, ἢ ὡς ἐπιβλαβὴς ἐξεβλήθη. Καὶ τοῦτο, ὡς ἡγοῦμαι, οὐκ ἀπρονοήτως ἐποίησαν· πολλοὶ γὰρ τῶν παρ’ Ἕλλησι φιλοσοφησάντων οὐ μακρὰν τοῦ γνῶναι τὸν Θεὸν ἐγένοντο. Καὶ γὰρ καὶ πρὸς τοὺς ἀπρονοησίαν εἰσάγοντας, οἷον Ἐπικουρείους, ἢ ἄλλως ἐριστικοὺς, μετὰ τῆς λογικῆς ἐπιστήμης γενναίως ἀπήντησαν, τὴν ἀμαθίαν αὐτῶν ἀνατρέποντες. Καὶ διὰ τούτων τῶν λόγων, χρειώδεις μὲν τοῖς τὴν εὐσέβειαν ἀγαπῶσι κατέστησαν, οὐ μὴν τῆς κεφαλῆς τοῦ λόγου ἐκράτησαν, τοῦ μὴ γνῶναι «τὸ ἀποκρυπτόμενον ἀπὸ τῶν γενεῶν καὶ ἀπὸ τῶν αἰώνων» κατὰ Χριστὸν «μυστήριον.
(3.16)
Αν δεχτούμε τον όρο «ελληνική» ως «ειδωλολατρική», οδηγούμαστε στο άτοπο ότι η «ειδωλολατρική» παιδεία αν και δεν έγινε δεχτή ως θεόπνευστη, όμως δεν απορρίφθηκε ως επιβλαβής. Αλλά και αργότερα, από πλευράς χριστιανών, δεν άλλαξε κάτι. Εκείνοι που επιχείρησαν να ξαναφέρουν το όνομα «Έλλην» εκεί που ήταν εξ αρχής, ήσαν λόγιοι αρχαιογνώστες όπως ο Πλήθωνας ο Γεμιστός, ο Αρσένιος Μονεμβασίας, ο Ιανός Λάσκαρης, οι λοιποί Έλληνες διαφωτιστές (και κληρικοί ανάμεσά τους, οι οποίοι δεινοπάθησαν από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως). Μην λησμονούμε την εγκύκλιο που απαγόρευε την ονοματοθεσία των ελληνικών ονομάτων στους χριστιανούς. Συγκεκριμένα ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον Μάρτιο του 1819.
Ρωμανός ο Μελωδός (Κοντάκιο 49, «εις την αγίαν Πεντηκοστήν) «Τι φλυσωσι και βαμβεύουσιν οι Έλληνες; Τι πλανώνται προς Πλάτωνα; Τι Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή; Τι Πυθαγόραν θρυλλούσι τον δικαίως φιμωθέντα; Τι δε μη τρέχουσι και σέβουσι οις ενεφανίσθη το πανάγιον πνεύμα;».
14ος αιώνας:
Ταύτα και τα τοιαύτα, εν οις εστίν η αληθής σοφία και η σωτήριος γνώσις η της άνω μακαριότητος πρόξενος. Τις δ’ Ευκλείδης, τις Μαρίνος, τις Πτολεμαίος συνιδείν εδυνήθη; Τίνες Εμπεδοκλείς και Σωκράται και Αριστοτέλεις και Πλάτωνες, λογικαίς μεθόδοις ή μαθηματικαίς αποδείξεσιν; Μάλλον δε ποία αίσθησις αντελάβετο των τοιούτων; Ποιος επέβαλε νους; Ει δ’ εκείνοις τοις φύσει φιλοσοφούσι και τοις κατ εκείνους χαμάζηλος (= χαμερπής) έδοξεν η κατά πνεύμα σοφία, καντεύθεν το καθ’ υπερβολήν υπερέχον αυτής παρίσταται. Σχεδόν γαρ, ως τα άλογα των ζώων προς την εκείνων σοφίαν έχουσιν (ει βούλει, καθάπερ τα παιδάρια, οις κρείττω δόξαιεν αν οι μετά χείρας πλακούντες του βασιλικού διαδήματος ή και των εκείνοις εγνωσμένων απάντων), ούτως έχουσιν ούτοι προς την αληθή και υπερανωκισμένην σοφίαν και διδασκαλίαν του πνεύματος. Ου μόνον δε το γινώσκειν κατά το εγχώρουν εν αληθεία θεόν ασυγκρίτως κρείττον της καθ’ Έλληνας φιλοσοφίας εστίν, αλλά και μόνον το ειδέναι τίνα τόπον έχει ο άνθρωπος παρά τω θεώ πάσαν υπερβαίνειν την κατ’ εκείνους σοφίαν. Μόνος γαρ απάντων εγγείων τε και ουρανίων εκτίσθη κατ’ εικόνα του πλάσαντος, ως προς εκείνον ορώη και αυτόν αγαπώη εκείνου μόνου μύστης και προσκυνητής ειη, και τη προς αυτόν πίστει και νεύσει και διαθέσει την οικείαν καλλονήν συντηροίη, πάντα δε τάλλ’ οσα γη και ουρανός οδε φέρει, κατώτερα εαυτού ειδείη και νου παντάπασιν άμοιρα. Όπερ οι καθ’ Έλληνας σοφοί, μηδ’ οπωσούν συνιδείν δυνηθέντες, ητίμωσαν την καθ’ ημάς φύσιν, ησέβησανεις θεόν, εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, τοις αισθητοίς και αναισθήτοις άστρασι νου περιθέντες και τούτων εκάστω του κατά σώμα μεγέθους ανάλογον εν δυνάμει και αξιώματα.
(Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κεφάλαια εκατόν πενήντα, ΕΠΕ τ. 8, σ. 100)
Από την ευχή του Γ. Παλαμά, την οποία ανέπεμψε όταν παρουσιάστηκε στους βασιλείς Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, μετά την εμφύλια διαμάχη τους, όταν διορίστηκε στην μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τον οικουμενικό πατριάρχη Ισίδωρο τον Α΄, το 1347.
«Ναι δη, Βασιλεύ ουράνιε και αιώνιε, συνεκλάμποντας δείξον τους ημετέρους επί πλείστον βασιλείς, ως φωστήρας επί γης ζωής επέχοντας λόγον και της ευημερίας εξάρχοντας του των Ρωμαίων γένους, και ταις απ’ αυτών εις το εξής διαδοχαίς του βασιλείου γένους την σην αΐδιον, εφ όσον έξεστιν, εικονίζοντας βασιλείαν» (ο. π. σ. 520).
Ο παραπλανητικός αυτός ισχυρισμός αποσκοπεί στην απόκρυψη της μεγάλης διαμάχης Χριστιανισμού-Ελληνισμού, η οποία έχει την απαρχή της κατά την ελληνιστική εποχή, από τους Ιουδαίους της διασποράς. Η αυθαίρετη αυτή ταύτιση πλάστηκε στα μυαλά των Ιουδαίων, μεταλαμπαδεύτηκε στον Χριστιανισμό ο οποίος την καλλιέργησε ακόμα περισσότερο, και τέλος την εκμεταλλεύτηκε η πολιτική εξουσία, ονοματίζοντας ως «Ρωμαίους» ή «Ρωμιούς» όσους ανήκαν θρησκευτικώς στην χριστιανική εκκλησία, και πολιτικώς στην ανατολική Ρωμανία. Ο όρος «Έλλην» και τα παράγωγά του απαξιώθηκαν και κατάντησαν να ταυτίζονται με τον «ειδωλολάτρη» και την «ειδωλολατρία» επειδή «έπρεπε» να απαξιωθεί ένας ολόκληρος κόσμος για να στηθεί ένας άλλος. Γιατί όμως έγινε αυτό; Διότι ο Χριστιανισμός αντέστρεψε τις αξίες για να μπορέσει να επιβιώσει.
Ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, αλλά και στα χριστιανικά, οι Έλληνες ονόμαζαν τον εαυτό τους…Έλληνες. Ο Πλάτων στον διάλογο «Πολιτεία» αναφέρεται σε «Έλληνες», «Eλληνίδες πόλεις», σε «Eλληνικό γένος» (469b). Ο Αριστοτέλης διακρίνει τους Έλληνες από τους βαρβάρους, δηλαδή από τους μη Έλληνες. Ο Ξενοφών γράφει τα «Ελληνικά», όπου συνεχίζει το έργο του Θουκυδίδη. Ο Ησίοδος σε ακόμα παλαιότερη εποχή, μιλάει για «ιερή Ελλάδα» και για «πανέλληνες» (Έργα και Ημέραι, στ. 653 και 528 αντίστοιχα). Ο Αλέξανδρος, σε επιστολή του προς τον Δαρείο, υπογράφει ως «Ελλήνων ηγεμών» που τιμωρεί τους Πέρσες (Αρριανός, Αλεξάνδρου ανάβασις 2,14). Αλλά και στα βιβλία των Ιουδαίων μέχρι κάποια εποχή, το «Έλληνας» σήμαινε τον Έλληνα στην καταγωγή. Στο βιβλίο «Ζαχαρίας», αναφέρεται: «Διότι ενέτεινα σε, Ιούδα, εμαυτώ εις τόξον, έπλησα τον Εφραίμ και εξεγειρώ τα τέκνα σου, Σιών, επί τα τέκνα των Ελλήνων και ψηλαφήσω σε ως ρομφαία μαχητού» (9,13). Το χωρίο αυτό θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη, επί εποχής Αντιόχου του Επιφανούς. Στο βιβλίο «Δανιήλ», αναφέρεται: «Ο κριός, ον είδες, ο έχων τα κέρατα βασιλεύς Μήδων και Περσών. Ο τράγος των αιγών βασιλεύς Ελλήνων· και το κέρας το μέγα, ον ην αναμέσον των οφθαλμών αυτού, αυτός εστίν ο βασιλεύς ο πρώτος. Και του συντριβέντος, ου έστησαν τέσσαρα κέρατα υποκάτω, τέσσαρες βασιλείς εκ του έθνους αυτού αναστήσονται και ουκ εν τη ισχύι αυτού» (8,20-22).
Και τί προσδιορίζονταν ως «Ελληνικό»; Η απάντηση δίδεται από τους Αθηναίους προς τους Σπαρτιάτες πρέσβεις, όταν σε κάποια χρονική φάση κατά τα Περσικά, οι δεύτεροι φοβήθηκαν ότι οι πρώτοι θα έπαιρναν το μέρος του εισβολέα. Ο Ηρόδοτος μας την μεταφέρει: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρ’ όλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε: Ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας. Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι’ αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν».
Και στη συνέχεια ορίζεται το «Ελληνικόν», το οποίο θα προτιμούσα να παραθέσω από το κείμενο: «Αύτις δε το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον, και θεών ιδρύματα τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, βιβλίο 8ο, 144).
Σύμφωνα με την Ελληνική συνείδηση, το «Ελληνικόν» αποτελείται από τέσσερα στοιχεία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αυτά είναι το «όμαιμον» (κοινή καταγωγή), το «ομόγλωσσον», τα ιδρύματα των θεών (κοινή θρησκεία), και τα ομότροπα ήθη. Δεν είναι ρατσιστικό το να έχει κάθε λαός το δικαίωμα να προσδιορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, και το να διακρίνεται από τους άλλους. Αυτό το όμορφο και ευγενικό, ο πολιτισμός από τον οποίο απέρρεαν οι επιστήμες, οι τέχνες, τα γράμματα, η χριστιανική θρησκεία με την αυτοκρατορική αρωγή και για λόγους καθαρά πολιτικούς, θέλησε δια της βίας να το εξαλείψει.
Οι ύβρεις των χριστιανών πατέρων και συγγραφέων απέναντι στον Ελληνισμό είναι γνωστές, και έχουν καταδειχθεί επαρκώς στα άρθρα του παρόντος ιστοτόπου. Αυτό που θα επιχειρηθεί είναι η απόδειξη ότι το όνομα «Έλλην» ποτέ δεν έχασε την εθνική του σημασία. Αυτό που έγινε ήταν να απαξιωθεί ταυτιζόμενο με τον «ειδωλολάτρη».
Οι απολογητές ισχυρίζονται ότι ο όρος «Έλλην» άρχισε να ξαναπαίρνει την εθνική του σημασία μετά το 1204.Γράφουν σε άρθρο τους: «Μετά από την άλωση της Κων/πολης από τους Λατίνους το 1204, το όνομα Ελλάς εξαφανίζεται ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας αλλά τουναντίον από τους ίδιους χρόνους καθίσταται συχνότερη η χρήση των λέξεων Έλληνες και Ελλάς με την ευρύτερη εθνολογική και πολιτιστική σημασία» (Οι μετατροπές στην έννοια της λέξης «Έλληνας» στο διάβα των αιώνων).
Ας δούμε αν συμφωνούν οι πηγές με τους ισχυρισμούς τους.
2ος αιώνας:
«Ει δε και Έλληνας είποις και τα λοιπά έθνη, σέβονται λίθους και ξύλα και την λοιπήν ύλην» (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκο», «ΕΠΕ, τ. 2, σελ. 340).
«Εντεύθεν οράν εστί πως αρχαιότερα και αληθέστερα δείκνυται τα ιερά γράμματα τα καθ’ ημάς είναι των καθ’ Έλληνας και Αιγυπτίους, ή και τινών ετέρων ιστοριογράφων» (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκο γ’ βιβλίο», PG τ. 6, σ. 1160).
«Ουδέ εν γαρ όλως εστί το γένος ανθρώπων, είτε βαρβάρων, είτε Ελλήνων, είτε απλώς ωτινιούν ονόματι προσαγορευμένων ή αμαξοβίων ή αοίκων καλουμένων. Ή εν σκηναίς κτηνοτρόφων οικούντων εν οις μη δια του ονόματος του σταυρωθέντος Ιησού ευχαί και ευχαριστίαι τω Πατρί και Ποιητή των όλων γίνονται» (Ιουστίνος, «Διάλογος προς Τρύφωνα τον ιουδαίο, PG, τ. 6, σ. 748).
«Μη πάνυ φιλέχθρως διατίθεσθε προς τους βαρβάρους, ω άνδρες Έλληνες, μηδέ φθονήσητε τοις τούτων δόγμασιν. Ποίον γαρ επιτήδευμα παρ’ υμίν την σύστασιν ουκ από βαρβάρων εκτήσατο;» (Τατιανός, «Προς Έλληνας», PG, τ. 6, σ. 804).
Ο ίδιος γράφει αποσκοπώντας στην σύγκριση Μωυσέως και Ομήρου: «Όροι δε ημίν κείσονται Μωυσής και Όμηρος τω εκατέρον αυτών είναι παλαιότερον» και «τον μεν ποιητών και ιστορικών είναι πρεσβύτερον, τον δε πάσης βαρβάρου σοφίας αρχηγόν. Και υφ’ημών νυν εις σύγκρισιν παραλαμβανέσθωσαν. Ευρήσομεν γαρ ου μόνον της Ελλήνων παιδείας τα παρ’ ημίν, αλλ’ έτι και της των γραμμάτων ευρέσεως ανώτερα» (σ. 869). Και σε αυτό του το εγχείρημα εναντίων των Ελλήνων θα χρησιμοποιήσει τα ίδια τους τα όπλα, εννοώντας ότι θα φέρει αναφορές από αρχαία ελληνικά κείμενα προκειμένου να αποδείξει την αλήθεια των γραφομένων του. Αναφέρεται ονομαστικά στον Όμηρο, τον Θεάγη τον Ρήγιο, στον Στησίμβροτο τον Θάσιο, τον Αντίμαχο τον Κολοφώνιο, τον Ηρόδοτο τον Αλικαρνασσέα, τον Διονύσιο τον Ολύνθιο, τον Έφορο τον Κυμαίο, τον Φιλόχορο τον Αθηναίο, τους περιπατητικούς, τον Αριστοφάνη, τον Κράτη, τον Ερατοσθένη, τον Αρίσταρχο, τον Απολλόδωρο. Στην συνέχεια του παραληρήματος του, ο πλαστογράφος των ίδιων των «ιερών» του κειμένων – των ευαγγελίων, γράφει: «ακούσατε των παρ’ Ελλήνων πραγμάτων τον λήρον» (σ. 873). Στη συνέχεια του κειμένου αναφέρεται στους Έλληνες ονομαστικά.
«Ο δε πατήρ σου, και σου τα σύμπαντα διοικούντος αυτώ, ταις πόλεσι περί του μηδέν νεωτερίζειν περί ημών έγραψεν. Εν αις και προς Λαρισσαίους και προς Θεσσαλονικείς και Αθηναίους και προς πάντας Έλληνας. Σε δε μάλλον, περί τούτων την αυτήν εκείνοις έχοντα γνώμην και πολύ γε φιλανθρωποτέραν και φιλοσοφωτέραν, πεπείσμεθα πάντα πράσσειν, όσα σου δεόμεθα» (Μελίτων Σάρδεων σε απόσπασμα από απολογία στον Μάρκο Αυρήλιο, PG, τ. 5, σ. 1212).
«Μέχρι μεν Ολυμπιάδων, ουδέν ακριβές ιστόρηται τοις Έλλησι, πάντων συγκεχυμένων, και κατά μηδέν αυτοίς των προ του συμφωνούντων· αι δε ηκρίβωντο πολλοίς, τω μη εκ πλείστου διαστήματος, δια τετραετίας δε, τας αναγραφάς αυτων ποιείσθαι τους Έλληνας» (Ιούλιος ο Αφρικανός, PG. τ. 10, σ. 73- αποσπάσματα).
Μόνο οι Έλληνες μετρούσαν με Ολυμπιάδες, εφόσον οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν καθαρά ελληνική υπόθεση στην αρχαιότητα.
Παρακάτω, επειδή θέλει να γράψει την ιστορία διαφόρων εθνών προσπαθώντας να την συγχρονίσει με βάση την εβραϊκή, ξεχωρίζει την ιστορία των Ελλήνων, των Εβραίων, των περσών. Σε άλλο σημείο, «Τας δεπρο τούτων ωδέ πως της Αττικής χρονογραφίας αριθμουμένης, από Ωγύγου του παρ’ εκείνοις αυτόχθονος πιστευθέντος, εφ΄ου γέγονε ο μέγας και πρώτος εν τη Αττική κατακλυσμός, Φορωνέως Αργειών βασιλεύοντος, ως Ακουσίλαος ιστορεί, μέχρι πρώτης Ολυμπιάδος, οπόθεν Έλληνες ακριβούν τους χρόνους ενόμισαν, έτη συνάγεται χίλια είκοσι» (σ. 76).
Ο ίδιος στην Χρονογραφία του, «Σημειωτέον δε, ως ο τι ποτε εξαίρετον Έλλησι δι’ αρχαιότητα μυθεύεται, μετά Μωυσέα τουθ’ ευρίσκεται, κατακλυσμοί τε, και εκπυρώσεις, Προμηθεύς, Ιώ, Ευρώπη, Σπαρτοί, Κόρης αρπαγή, μυστήρια, νομοθεσίαι, Διονύσου πράξεις, Περσεύς, Αργοναύται, Κένταυροι, Μινώταυρος, τα περί Ίλιον, άθλοι Ηράκλειοι, Ηρακλειδών κάθοδος, Ιώνων αποικία, και Ολυμπιάδες. Έδοξε δε μοι της Αττικής βασιλείας τον προειρημένον εκτιθέναι χρόνον, παρατιθέναι μέλλοντι ταις Εβραικαίς ιστορίαις τας Ελληνικάς» (σ. 77).
3ος αιώνας:
Στο ψευδο-ιουστίνειο κείμενο «Λόγος παραινετικός προς Έλληνας» (P.G τ. 6, σ.241), ο συντάκτης αρχίζει: «Αρχόμενος της προς υμάς παραινέσεως, ω άνδρες Έλληνες…», και στην συνέχεια καταφέρεται ενάντια στην θεογονία του Ομήρου, τον οποίο χαρακτηρίζει ειρωνικά «κορυφαιοτάτου παρ’ υμίν και πρώτου των ποιητών». Στην συνέχεια αναφέρεται ονομαστικά στους φιλοσόφους Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Ηράκλειτο, Ίππασο, Αναξαγόρα, Αρχέλαο, Πυθαγόρα, Επίκουρο, Εμπεδοκλή, και γράφει «Οράτε τοίνυ την αταξίαν των παρ’ υμίν νομισθέντων γεγενήσθαι σοφών, ους διδασκάλους υμών της θεοσεβείας γεγενήσθαι φατε». Άλλο ένα σημείο που δείχνει ότι ο όρος «Έλληνας» και τα παράγωγά του είναι άρρηκτα συνυφασμένα με την εθνικότητα και τη θρησκεία (και ότι δεν αναφέρεται γενικά στους «ειδωλολάτρες»), είναι όταν επικαλείται τη φράση του Τιμαίου του Πλάτωνος «Έλληνες παίδες εστέ αεί» της οποίας παρερμηνεύεται το νόημα· «Ειδέναι τοίνυν προσήκει, ότι πάσαν ιστορία τοις των Ελλήνων ύστερον ευρεθείσι γράμμασι γεγράφθαι συμβαίνει· και είτε ποιητών τις αρχαίων, είτε νομοθετών, είτε ιστοριογράφων, είτε φιλοσόφων, ή ρητόρων μνημονεύσαι βούλοιτο, ευρήσει τούτους τα εαυτών συγγράμματα τοις των Ελλήνων γεγραφότας γράμμασιν» (σ. 265). Και στην συνέχεια της λιβελογραφίας, προτρέπει τους Έλληνες: «Καιρός ουν ήκει νυν, πεισθέντας υμάς, ω άνδρες Έλληνες, από των έξωθεν ιστοριών, ότι πολλώ πρεσβύτατος Μωυσής και οι λοιποί προφήται γεγόνασι πάντων των παρ’ υμίν σοφών γεγενήσθαι νομισθέντων, της παλαιάς μεν υμάς των προγόνων αποστήναι πλάνης, εντυχείν δε ταις θείαις των προφητών ιστορίαις, και γνώναι παρ’ αυτών την αληθή θεοσέβειαν..» (σ. 304).
4ος αιώνας:
«Πάλαι μεν γαρ ειδωλολατρούντες Έλληνες και βάρβαροι κατ’ αλλήλων επολέμουν» (Περί ενανθρωπήσεως, Έργα Μ. Αθανασίου, ΕΠΕ. τ. 1, σ. 360).
Αν η λέξη «Έλληνες» σήμαινε τους ειδωλολάτρες, εδώ θα είχαμε ασκόπως δύο λέξεις δίπλα-δίπλα με το ίδιο νόημα. Εκτός αυτού, θα σήμαινε ότι οι βάρβαροι, εφόσον ξεχωρίζονται από τους «ειδωλολάτρες», δεν είναι «ειδωλολάτρες».
«Και το γε θαυμαστόν, ότι και ο πάνυ παρ’ Έλλησι σοφός και παλλά καυχησάμενος, ως περί Θεού διανοηθείς, ο Πλάτων, εις τον Πειραιάν μετά Σωκράτους κατέρχεται, την ανθρώπου τέχνη πλασθείσαν Άρτεμιν προσκυνήσων» (Αθανάσιος «Κατά Ελλήνων», PG τ. 25, σ. 24).
Αφού αναφερθεί στην Ελληνική μυθολογία, έπειτα ξεχωρίζει τα υπόλοιπα έθνη τα οποία κατ’ αυτόν λατρεύουν διαφορετικούς θεούς που δεν είναι γνωστοί στους άλλους. «Ου γαρ οι αυτοί παρά πάσιν ονομάζονται θεοί· αλλ’ όσα κατά το πλείστον εστί έθνη, τοσούτοι και θεοί αναπλάττονται. Εστί δ’ όπου και μια χώρα και μια πόλις προς εαυτάς στασιάζουσι περί της των ειδώλων δεισιδαιμονίας. Φοίνικες γουν ουκ ίσασι τους παρ’ Αιγυπτίους λεγομένους θεούς, ουδέ Αιγύπτιοι τα αυτά τοις παρά Φοίνιξι προσκυνούσιν είδωλα. Και Σκύθαι μεν τους Περσών, Πέρσαι δε τους Σύρων ου παραδέχονται θεούς. Αλλά και Πελασγοί μεν τους εν Θράκη θεούς διαβάλλουσι· Θράκες δε τους παρά Θηβαίοις ου γινώσκουσιν. Ινδοί δε κατά Αράβων, και Άραβες κατ’ Αιθιόπων, και Αιθίοπες κατ’ αυτών εν τοις ειδώλοις διαφέρονται. Και Σύροι μεν τα Κιλίκων ου σέβουσι. Καππαδοκών δε το γένος άλλους παρά τούτους ονομάζουσι θεούς. Και Βιθυνοί μεν ετέρους, Αρμένιοι δε άλλους εαυτοίς ανεπάσαντο» (σ. 45)
Όλα αυτά τα έθνη είναι «ειδωλολατρικά», αλλά δεν αναφέρονται ως «Έλληνες». Αναφέρονται με το όνομά τους. Ο τίτλος του έργο «Κατά Ελλήνων», δικαίως ονομάζεται έτσι, καθώς το θέμα του είναι οι Έλληνες (αφού με αυτούς ασχολείται στο μεγαλύτερο μέρος του), ενώ οι αναφορές στα άλλα έθνη είναι περιστασιακές.
«Εἰσὶ δὲ οἱ ἐχθροὶ Σύροι καὶ Ἕλληνες· οἱ μὲν τὰ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἡλίου κατέχοντες, οἱ δὲ τὰ πρὸς ταῖς δυσμαῖς. ∆ιὰ τοῦτο δὲ διασκε δασθήσονται, ἐπειδὴ κατήσθιον ὅλῳ τῷ στόματι τὸν Ἰσραήλ. Στόμα δὲ λέγει νῦν τὴν σοφιστικὴν τοῦ λόγου δύναμιν, ᾗ πάσῃ κατεκέχρηντο εἰς τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ἐν ἁπλότητι πεπιστευκότων τῷ Θεῷ»( Βασίλειος Καισαρείας «Ερμηνεία στον προφήτη Ησαΐα», κεφ. 9).
«Εν δε εκάστω τόμω αριθμός τις αιρέσεων και σχισμάτων έγκειται. Ομού δε αι πασαί εισίν ογδοήκοντα· ων αι ονομασίαι και αι προφάσεις αύται· Πρώτη Βαρβαρισμός· δευτέρα Σκυθισμός· τρίτη Ελληνισμός· τετάρτη Ιουδαϊσμός, πέμπτη Σαμαρειτισμός. Εκ τούτων αι καθεξής· προ Χριστού μεν μετά Βαρβαρισμόν και την Σκυτικήν δεισιδαιμονίαν αι από του Ελληνισμού φύσασαι αύται. Εξ, Πυθαγόρειοι, είτουν Περιπατητικοί, δια των περί Αριστοτέλην διαιρεθείσα· εβδόμη Πλατωνικοί· ογδόη Στωικοί· ενάτη Επικούρειοι» (Επιφάνειος Κύπρου «Προς τους περί Ακάκιον και Παύλον πρεσβυτέρους», PG τ. 41, σ. 160).
Άλλη μια απόδειξη ότι η εθνικότητα δεν αποσυνδέθηκε από την θρησκευτικότητα.
«Εν τω ουν πρώτω βιβλίω πρώτου τόμου αιρέσεις είκοσιν, αι εισίν αίδε· Βαρβαρισμός, Σκυθισμός, Ελληνισμός, Ιουδαισμός· Ελλήνων διαφοραί, Πυθαγόρειοι, είτουν Περιπατητικοί, Πλατωνικοί, Στωικοί, Επικούρειοι (…) Ιουδαίων αιρέσεις επτά…» (σ. 164).
«Έλληνες δε κέκληνται από Έλληνος τινός ανδρός των εν τη Ελλάδι κατωκητότων· ως δε έτεροι φασίν, από της ελαίας της εν Αθήναις βλαστησάσης. Ίωνες δε τούτων αρχηγοί γεγόνασιν. […] Ύστερον δε ο Ελληνισμός εις αιρέσεις κατέστη κατωτέρω χρόνω· φημί δε Πυθαγορείων, και Στωικών, και Πλατωνικών, και Επικουρείων, και λοιπών» (σ. 168).
«Οι μεν γαρ των Ελλήνων συγγραφείς, ποιηταί τε και λογογράφοι, επιβαλλόμενοι τινι μυθώδει συγγράμματι, Μούσαν τινα επεκαλούντο (ου γαρ Θεόν· δαιμονιώδης γαρ παρ’ αυτής η σοφία, και επίγειος, και ουκ άνωθεν κατερχομένην, κατά το γεγραμμένον)» Επιφάνειος, «Κατά αιρέσεων» (σ. 173).
«Και γαρ εκ σπέρματος των Ελλήνων Αλέξανδρος ο Μακεδών» (σ. 449)
«[…] τη παρά Ησιόδω και Στησιχόρω, και τοις άλλοις ποιηταίς των Ελλήνων» (σ. 477).
Όλως «περιέργως» οι διάφοροι «ειδωλολάτρες» (που κατά τους απολογητές ενδέχεται να αναφέρονται και σε..Αιγυπτίους -ναι, αυτό υπάρχει σε άρθρο τους!), έχουν ελληνικά ονόματα, γράφουν στα Ελληνικά, κατάγονται από την Ελλάδα.
«Και ίνα μάθης ηλίκον τούτο εστίν, απείλησον τοις Έλλησιν, ου λέγω κινδύνους και θανάτους και λιμόν, αλλ’ ολίγην ζημίαν χρημάτων, και όψει μεταβαλλομένους ευθέως. Αλλ’ ου τα ημέτερα τοιαύτα, αλλά πάντων κατακοπτομένων και σφαζομένων, και πανταχού πολεμουμένων, και ποικίλοις τρόποις πολέμων, ανθηροτέρα ταύτα εγίνετο. Και τι λέγω τους παρόντας Έλληνας νυν, τους ευτελείς και ευκαταφρονήτους; Τους τότε θαυμαστούς παραγάγωμεν εις το μέσον, τους επί φιλοσοφία βεβοημένους, τον Πλάτωνα, τον Διαγόραν, τον Κλαζομένιον, και ετέρους πολλούς τοιούτους, και όψει τότε του κηρύγματος την ισχύν»( Ι. Χρυσόστομος, «Ομιλία εις τον άγιον Παύλον» (PG τ. 50, σ. 495).
Ποιοί είναι οι νυν ευτελείς και ευκαταφρόνητοι Έλληνες; Όσοι είχαν προγόνους τον Πλάτωνα κ.ο.κ.
«Ούτος δη ουν ο βάρβαρος (σημ.: εννοεί τον Ιωάννη), τη μεν του ευαγγελίου γραφή την οικουμενη κατέλαβεν άπασαν, τω δε σώματι μέσην κατέσχεν Ασίαν, ένθα το παλαιόν εφιλοσόφουν οι της Ελληνικής συμμορίας άπαντες, κακείθεν τοις δαίμοσιν εστί φοβερός, εν μέσω των εχθρών διαλάμπων, και τον ζόφον αυτών σβεννύς, και την ακρόπολιν των δαιμονίων καταλύων, τη δε ψυχή προς τον χώρον ανεχώρησεν εκείνον, τον αρμόττοντα τω τα τοιαύτα εργασομένω. Και τα μεν Ελλήνων έσβεσται άπαντα και ηφάνισται, τα δε τούτου καθ’ εκάστην λαμπρότερα γίνεται. Εξ ότου γαρ και ούτος και οι λοιποί αλιείς, εξ εκείνου τα μεν Πυθαγόρου σεσίγηται και τα Πλάτωνος, δοκούντα πρότερον κρατείν, και ουδέ εξ ονόματος αυτούς ίσασιν οι πολλοί· [..] αλλ’ ου τα του ιδιώτου και αγραμμάτου (σημ. εννοεί τον Ιωάννη) ούτως· αλλά και Σύριοι, και Αιγύπτιοι, και Ινδοί, και Πέρσαι, και Αιθίοπες, και μύρια έτερα έθνη, εις την αυτών μεταβαλλόντες γλώτταν τα παρά τούτου δόγματα εισαχθέντα, έμαθον άνθρωποι βάρβαροι φιλοσοφείν» («Ομιλία Β’ εις το κατά Ιωάννην», ΕΠΕ τ. 12, σ.446).
5ος – 6ος αιώνας:
«τῶν δὲ Χριστιανῶν οἱ μὲν πρὸς ἕω μέχρι τῶν ὁμόρων Αἰγυπτίοις Λιβύων οὐκ ἐθάρρουν τότε εἰς τὸ φανερὸν ἐκκλησιάζειν μεταβαλομένου Λικινίου τῆς πρὸς αὐτοὺς εὐνοίας· οἱ δὲ ἀνὰ τὴν δύσιν ῞Ελληνές τε καὶ Μακεδόνες καὶ ᾿Ιλλυριοὶ ἀδεῶς ἐθρήσκευον διὰ Κωνσταντῖνον, ὃς ἡγεῖτο τῶν τῇδε ῾Ρωμαίων» (Σωζόμενος, Εκκλησιαστική ιστορία 1.2.2).
Από τους χριστιανούς, όσοι ζούσαν μέχρι τα όρια μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης, δηλαδή στα Ανατολικά, δεν μπορούσαν να εκκλησιάζονται φανερά εξαιτίας της αλλαγής της στάσης του (που ήταν εθνικός). Όσοι ζούσαν στα Δυτικά, επειδή βασίλευε ο Κωνσταντίνος, μπορούσαν. Οι Έλληνες που αναφέρονται εδώ είναι χριστιανοί. Συνεπώς, εδώ ο όρος έχει καθαρά εθνική σημασία. Αυτό συμβαίνει μεταξύ των ετών 313- 324 όπου έχουμε τον Λικίνιο στην Ανατολή και τον Κωνσταντίνο στη Δύση.
«γράμμασιν ῾Εβραϊκοῖς ῾Ελληνικοῖς τε καὶ ῾Ρωμαϊκοῖς» (Σωζόμενος, 2.1.5)
Εδώ αναφέρεται σε «ελληνικά» γράμματα. Αν υπάρχουν ελληνικά γράμματα, υπάρχει και ελληνικό γένος. Όπως το εβραϊκό, και το ρωμαϊκό.
«οὐ μόνον κατὰ τὴν πάτριον αὐτῶν φωνήν, ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ῾Ελλήνων» (Σωζόμενος, 7.17.12).
Πάτριος φωνή (αναφέρεται σε μη Έλληνες), και φωνή Ελλήνων. Πέρα από το άτοπο του χαρακτηρισμού μιας γλώσσας ως «ειδωλολατρικής», εδώ ξεχωρίζονται οι εθνικότητες.
«μετὰ ἐαρινὴν ἰσημερίαν τὰ διαβατήρια θυόντων, ἡλίου τὸ πρῶτον δωδεκατημόριον τμῆμα ὁδεύοντος, ὃ κριὸν ῞Ελληνες καλοῦσιν, ἐν διαμέτρῳ δὲ τῆς σελήνης τεσσαρεσκαιδεκαταίας τὴν πορείαν ποιουμένης» (7.18.7)
Οι Έλληνες το αποκαλούν «κριό». Είναι δυνατόν όλοι οι ειδωλολάτρες (που ανήκουν σε διάφορα έθνη και μιλούν διαφορετική γλώσσα), όλοι από κοινού να χρησιμοποιούν την ελληνική ονομασία για το συγκεκριμένο πράγμα;
«Ἐν αὐτοῖς δὲ τοῖς χρόνοις ἐβασίλευσε τῶν Ἑλλήνων, τοῦτ’ ἐστὶ τῆς Ἑλλάδος, τὶς ὀνόματι Ἄβας ἔτη κγʹ. καὶ μετ’ αὐτὸν ἐβασίλευσεν ὁ Προῖτος ἔτη ιζʹ» (Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Λόγος 4ος).
Ο Μαλάλας αναφέρεται στα λεγόμενα «προϊστορικά» χρόνια, και ονομάζει πολύ καθαρά τους κατοίκους της Ελλάδας, Έλληνες.
«ἐλευθερώσας ὁ αὐτὸς Ἀλέξανδρος καὶ τὰς πόλεις καὶ τὰς χώρας καὶ πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Ῥωμαίων καὶ Ἑλλήνων καὶ Αἰγυπτίων ἐκ τῆς Ἀσσυρίων καὶ Περσῶν καὶ Πάρθων καὶ Μήδων ὑποταγῆς καὶ δουλείας» (Λόγος 8ος ).
Αναφερόμενος στα ελληνιστικά χρόνια, ξεχωρίζει τα έθνη που αναφέρει. Αν δεχτούμε τον ισχυρισμό ότι «Έλληνες» σημαίνει τους «ειδωλολάτρες» οδηγούμαστε στο κωμικό συμπέρασμα ότι οι «ειδωλολάτρες» αφενός έχουν ιδιαίτερο έθνος, αφετέρου ότι οι υπόλοιποι δεν είναι, εφόσον ξεχωρίζονται.
«ἔζησε δὲ ὁ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἔτη λςʹ, ἐβασίλευσε δὲ ὑποτάξας τὰ πάντα ἔτη ιζʹ, ὁ δὲ πόλεμος αὐτοῦ ἐκράτησεν ἔτη θʹ, ὑπέταξε δὲ βαρβάρων ἔθνη κβʹ, Ἑλλήνων φυλὰς ιγʹ, καὶ ἔκτισε πόλεις αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ πολλάς» (Λόγος 8ος ).
Υπάρχουν λοιπόν βαρβαρικά έθνη και φυλές Ελλήνων. Εάν αναφέρεται σε φυλές ειδωλολατρών, γιατί ξεχωρίζει τους βαρβάρους από τους ειδωλολάτρες;
Στον 14ο Λόγο γίνεται αναφορά για τη γνωριμία του Θεοδοσίου με την Αθηναΐδα. Αυτή ήταν κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου. Ο Μαλάλας δεν την ονομάζει «Ελληνίδα» (καθώς ήταν όνομα απαξιωτικό), αλλά «Ελλαδική». Εκτός αυτού, και για να την νυμφευτεί ο Θεοδόσιος, την έκανε χριστιανή αλλάζοντας ακόμα και το όνομά της από «Αθηναΐδα» -επειδή παρέπεμπε προφανώς στην Αθηνά- σε Ευδοκία. «καὶ κρατήσας αὐτὴν καὶ χριστιανὴν ποιήσας, ἦν γὰρ Ἕλλην, καὶ μετονομάσας αὐτὴν Εὐδοκίαν, ἔλαβεν αὐτὴν εἰς γυναῖκα, ποιήσας αὐτῇ βασιλικοὺς γάμους». Όσο δεν ήταν χριστιανή, χαρακτηρίζεται ως «Ελλαδική» ως προς την καταγωγή, και «Έλλην» ως προς τη θρησκεία. Αργότερα, προφανώς…«Ρωμιά» ή «Ρωμαία».
Έχοντας διαστρέψει την έννοια, δημιούργησαν ψυχολογικό εκβιασμό, ώστε ο Έλληνας να απαρνηθεί την παράδοσή του και να γίνει με το ζόρι χριστιανός. Τότε πια θα ονομάζονταν «Ρωμιός» ή «Ρωμαίος», εφόσον και οι αυτοκράτορες ονομάζονταν «βασιλείς των Ρωμαίων».
Θεοδώρητος ο Κύρου (393-457), εκκλησιαστική ιστορία:
Κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον ἐν Ἐδέσσῃ μὲν Ἐφραῒμ ὁ θαυμάσιος, ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δὲ διέπρεπε ∆ίδυμος, κατὰ τῶν ἀντιπάλων τῆς ἀληθείας δογμάτων συγγράφοντες. καὶ οὗτος μὲν τῇ Σύρων κεχρημένος φωνῇ τῆς πνευματικῆς χάριτος τὰς ἀκτίνας ἠφίει· παιδείας γὰρ οὐ γεγευμένος Ἑλληνικῆς, τούς τε πολυσχιδεῖς τῶν Ἑλλήνων διήλεγξε πλάνους καὶ πάσης αἱρετικῆς κακοτεχνίας ἐγύμνωσε τὴν ἀσθένειαν. καὶ ἐπειδὴ Ἁρμόνιος ὁ Βαρδησάνου ᾠδάς τινας συνετεθείκει πάλαι καὶ τῇ τοῦ μέλους ἡδονῇ τὴν ἀσέβειαν κεράσας κατεκήλει τοὺς ἀκούοντας καὶ πρὸς ὄλεθρον ἤγρευε, τὴν ἁρμονίαν τοῦ μέλους ἐκεῖθεν λαβὼν ἀνέμιξε τὴν εὐσέβειαν καὶ προσενήνοχε τοῖς ἀκούουσιν ἥδιστον ὁμοῦ καὶ ὀνησιφόρον φάρμακον. ταῦτα καὶ νῦν τὰ ᾄσματα φαιδροτέρας τῶν νικηφόρων μαρτύρων τὰς πανηγύρεις ποιεῖ. ὁ δὲ ∆ίδυμος, παιδόθεν τῆς ὀπτικῆς ἐστερημένος αἰσθήσεως, καὶ ποιητικῶν καὶ ῥητορικῶν μετέλαχε παιδευμάτων· ἀριθμητικῆς τε καὶ γεωμετρίας καὶ ἀστρονομίας καὶ τῶν Ἀριστοτέλους συλλογισμῶν καὶ τῆς Πλάτωνος εὐεπείας διὰ τῶν ἀκοῶν εἰσεδέξατο τὰ μαθήματα, οὐχ ὡς ἀλήθειαν ἐκπαιδεύοντα, ἀλλ’ ὡς ὅπλα τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους γιγνόμενα. καὶ μέντοι καὶ τῆς θείας γραφῆς μεμάθηκεν οὐ μόνον τὰ γράμματα, ἀλλὰ καὶ τὰ τούτων νοήματα.
(τόμος 4. 269)
Η Ελληνική παιδεία είναι η αριθμητική, η γεωμετρία, η αστρονομία, τη συλλογιστική του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος.
Σωκράτης ο Σχολαστικός (380-440), εκκλησιαστική ιστορία.
Περὶ Μάνετος τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς αἱρέσεως τῶν Μανιχαίων, καὶ ὅθεν ἦν τὴν ἀρχήν. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ χρηστοῦ σίτου εἴωθε καὶ ζιζάνια φύεσθαι· φθόνος γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἐφεδρεύειν φιλεῖ. Παρεφύη γὰρ μικρὸν ἔμπροσθεν τῶν Κωνσταντίνου χρόνων τῷ ἀληθεῖ Χριστιανισμῷ Ἑλληνίζων Χριστιανισμὸς, καθάπερ καὶ τοῖς προφήταις ψευδοπροφῆται, καὶ ἀποστόλοις ψευδαπόστολοι παρεφύοντο. Τηνικαῦτα γὰρ τὸ Ἐμπεδοκλέους τοῦ παρ’ Ἕλλησι φιλοσόφου δόγμα διὰ τοῦ Μανιχαίου Χριστιανισμὸν ὑπεκρίνατο· περὶ οὗ Εὐσέβιος μὲν ὁ Παμφίλου ἐν τῇ ἑβδόμῃ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐπεμνήσθη· οὐ μὴν ἀκριβῶς διηγήσατ.
(1.22)
Αφενός κατακρίνονται οι ελληνοχριστιανικές συνθέσεις ή όπως αναφέρεται ο «Ἑλληνίζων Χριστιανισμὸς», αφετέρου ο Εμπεδοκλής αναφέρεται σαφώς ως Έλληνας.
«Οἱ τὴν Ἑλληνικὴν παρ’ Ἕλλησι σοφίαν ἐκθέμενοι τὴν μὲν «οὐσίαν» πολλαχῶς ὡρίσαντο· «ὑποστάσεως» δὲ οὐδ’ ἡντιναοῦν μνήμην πεποίηνται» (3.7).
Οι όροι είναι της περιπατητική σχολής, καθαρά ελληνικοί.
Ἡ Ἑλληνικὴ παίδευσις οὔτε παρὰ τοῦ Χριστοῦ, οὔτε παρὰ τῶν αὐτοῦ μαθητῶν, ἢ ὡς θεόπνευστος ἐδέχθη, ἢ ὡς ἐπιβλαβὴς ἐξεβλήθη. Καὶ τοῦτο, ὡς ἡγοῦμαι, οὐκ ἀπρονοήτως ἐποίησαν· πολλοὶ γὰρ τῶν παρ’ Ἕλλησι φιλοσοφησάντων οὐ μακρὰν τοῦ γνῶναι τὸν Θεὸν ἐγένοντο. Καὶ γὰρ καὶ πρὸς τοὺς ἀπρονοησίαν εἰσάγοντας, οἷον Ἐπικουρείους, ἢ ἄλλως ἐριστικοὺς, μετὰ τῆς λογικῆς ἐπιστήμης γενναίως ἀπήντησαν, τὴν ἀμαθίαν αὐτῶν ἀνατρέποντες. Καὶ διὰ τούτων τῶν λόγων, χρειώδεις μὲν τοῖς τὴν εὐσέβειαν ἀγαπῶσι κατέστησαν, οὐ μὴν τῆς κεφαλῆς τοῦ λόγου ἐκράτησαν, τοῦ μὴ γνῶναι «τὸ ἀποκρυπτόμενον ἀπὸ τῶν γενεῶν καὶ ἀπὸ τῶν αἰώνων» κατὰ Χριστὸν «μυστήριον.
(3.16)
Αν δεχτούμε τον όρο «ελληνική» ως «ειδωλολατρική», οδηγούμαστε στο άτοπο ότι η «ειδωλολατρική» παιδεία αν και δεν έγινε δεχτή ως θεόπνευστη, όμως δεν απορρίφθηκε ως επιβλαβής. Αλλά και αργότερα, από πλευράς χριστιανών, δεν άλλαξε κάτι. Εκείνοι που επιχείρησαν να ξαναφέρουν το όνομα «Έλλην» εκεί που ήταν εξ αρχής, ήσαν λόγιοι αρχαιογνώστες όπως ο Πλήθωνας ο Γεμιστός, ο Αρσένιος Μονεμβασίας, ο Ιανός Λάσκαρης, οι λοιποί Έλληνες διαφωτιστές (και κληρικοί ανάμεσά τους, οι οποίοι δεινοπάθησαν από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως). Μην λησμονούμε την εγκύκλιο που απαγόρευε την ονοματοθεσία των ελληνικών ονομάτων στους χριστιανούς. Συγκεκριμένα ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ τον Μάρτιο του 1819.
Ρωμανός ο Μελωδός (Κοντάκιο 49, «εις την αγίαν Πεντηκοστήν) «Τι φλυσωσι και βαμβεύουσιν οι Έλληνες; Τι πλανώνται προς Πλάτωνα; Τι Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή; Τι Πυθαγόραν θρυλλούσι τον δικαίως φιμωθέντα; Τι δε μη τρέχουσι και σέβουσι οις ενεφανίσθη το πανάγιον πνεύμα;».
14ος αιώνας:
Ταύτα και τα τοιαύτα, εν οις εστίν η αληθής σοφία και η σωτήριος γνώσις η της άνω μακαριότητος πρόξενος. Τις δ’ Ευκλείδης, τις Μαρίνος, τις Πτολεμαίος συνιδείν εδυνήθη; Τίνες Εμπεδοκλείς και Σωκράται και Αριστοτέλεις και Πλάτωνες, λογικαίς μεθόδοις ή μαθηματικαίς αποδείξεσιν; Μάλλον δε ποία αίσθησις αντελάβετο των τοιούτων; Ποιος επέβαλε νους; Ει δ’ εκείνοις τοις φύσει φιλοσοφούσι και τοις κατ εκείνους χαμάζηλος (= χαμερπής) έδοξεν η κατά πνεύμα σοφία, καντεύθεν το καθ’ υπερβολήν υπερέχον αυτής παρίσταται. Σχεδόν γαρ, ως τα άλογα των ζώων προς την εκείνων σοφίαν έχουσιν (ει βούλει, καθάπερ τα παιδάρια, οις κρείττω δόξαιεν αν οι μετά χείρας πλακούντες του βασιλικού διαδήματος ή και των εκείνοις εγνωσμένων απάντων), ούτως έχουσιν ούτοι προς την αληθή και υπερανωκισμένην σοφίαν και διδασκαλίαν του πνεύματος. Ου μόνον δε το γινώσκειν κατά το εγχώρουν εν αληθεία θεόν ασυγκρίτως κρείττον της καθ’ Έλληνας φιλοσοφίας εστίν, αλλά και μόνον το ειδέναι τίνα τόπον έχει ο άνθρωπος παρά τω θεώ πάσαν υπερβαίνειν την κατ’ εκείνους σοφίαν. Μόνος γαρ απάντων εγγείων τε και ουρανίων εκτίσθη κατ’ εικόνα του πλάσαντος, ως προς εκείνον ορώη και αυτόν αγαπώη εκείνου μόνου μύστης και προσκυνητής ειη, και τη προς αυτόν πίστει και νεύσει και διαθέσει την οικείαν καλλονήν συντηροίη, πάντα δε τάλλ’ οσα γη και ουρανός οδε φέρει, κατώτερα εαυτού ειδείη και νου παντάπασιν άμοιρα. Όπερ οι καθ’ Έλληνας σοφοί, μηδ’ οπωσούν συνιδείν δυνηθέντες, ητίμωσαν την καθ’ ημάς φύσιν, ησέβησανεις θεόν, εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, τοις αισθητοίς και αναισθήτοις άστρασι νου περιθέντες και τούτων εκάστω του κατά σώμα μεγέθους ανάλογον εν δυνάμει και αξιώματα.
(Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κεφάλαια εκατόν πενήντα, ΕΠΕ τ. 8, σ. 100)
Από την ευχή του Γ. Παλαμά, την οποία ανέπεμψε όταν παρουσιάστηκε στους βασιλείς Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, μετά την εμφύλια διαμάχη τους, όταν διορίστηκε στην μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τον οικουμενικό πατριάρχη Ισίδωρο τον Α΄, το 1347.
«Ναι δη, Βασιλεύ ουράνιε και αιώνιε, συνεκλάμποντας δείξον τους ημετέρους επί πλείστον βασιλείς, ως φωστήρας επί γης ζωής επέχοντας λόγον και της ευημερίας εξάρχοντας του των Ρωμαίων γένους, και ταις απ’ αυτών εις το εξής διαδοχαίς του βασιλείου γένους την σην αΐδιον, εφ όσον έξεστιν, εικονίζοντας βασιλείαν» (ο. π. σ. 520).

Είναι προφανές ότι η χρήση του "Έλληνας" ήταν τότε εθνική αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να διακρίνεις την εθνότητα από τα επιτεύγματα της εθνότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα που έχουμε αναλυτικότερο λεξιλόγιο, φαίνεται ότι η διάκριση ήταν καθαρά πολιτισμική. Δηλαδή δεν ήταν η καταγωγή ακριβώς το πρόβλημα, αλλά δεν μπορούσαν να το πουν αλλιώς.
Το πρόβλημα ήταν ο πολιτισμός που δημιούργησε και έφερε αυτή η καταγωγή, δηλαδή όχι μόνο η θρησκεία αλλά επιπλέον η διάθεση για την έρευνα και για τον Λόγο. Ο σκεπτικισμός σε υπερφυσικούς ισχυρισμούς που ανατρέπονταν με την λογική και η διάθεση απαγκίστρωσης του φυσικού από τον κόσμο των θεών και αυτό ενοχλούσε τον χριστιανισμό και εδώ έρχεται και το πρόβλημα με τον ελληνοχριστιανισμό.
Το εδάφιο του Βασίλειου που αναφέρεται στον Ησαΐα είναι χαρακτηριστικό:
Στόμα δὲ λέγει νῦν τὴν σοφιστικὴν τοῦ λόγου δύναμιν, ᾗ πάσῃ κατεκέχρηντο εἰς τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ἐν ἁπλότητι πεπιστευκότων τῷ Θεῷ
Που τα λέει όλα και ξεκάθαρα.
Λέει ο Χρυσόστομος: «Και ίνα μάθης ηλίκον τούτο εστίν, απείλησον τοις Έλλησιν, ου λέγω κινδύνους και θανάτους και λιμόν, αλλ’ ολίγην ζημίαν χρημάτων, και όψει μεταβαλλομένους ευθέως. Αλλ’ ου τα ημέτερα τοιαύτα, αλλά πάντων κατακοπτομένων και σφαζομένων, και πανταχού πολεμουμένων, και ποικίλοις τρόποις πολέμων, ανθηροτέρα ταύτα εγίνετο. Και τι λέγω τους παρόντας Έλληνας νυν, τους ευτελείς και ευκαταφρονήτους; Τους τότε θαυμαστούς παραγάγωμεν εις το μέσον, τους επί φιλοσοφία βεβοημένους, τον Πλάτωνα, τον Διαγόραν, τον Κλαζομένιον, και ετέρους πολλούς τοιούτους, και όψει τότε του κηρύγματος την ισχύν»( Ι. Χρυσόστομος, «Ομιλία εις τον άγιον Παύλον» (PG τ. 50, σ. 495).
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλλον ότι έχει πρόβλημα με τους Έλληνες, αν κρίνουμε από τους χαρακτηρισμούς. Που στην εποχή του (4ος) αιώνας, δεν νομίζω ότι παρήγαγαν κάποιον πολιτισμό. Απλά ήταν η τακτική τους, ώστε με την εξάλειψη του ονόματος ''Έλλην" και κτυπηθεί η θρησκεία και ο πολιτισμός, και να αντικατασταθεί το όνομα αυτό με το "Ρωμαίος" ή "Ρωμιός", στα πλαίσια του οράματος της χριστιανικής οικουμένης. Αυτό ήταν το μεγάλο εμπόδιο. Διαφορετικά, σε τι φταίγανε οι Έλληνες της εποχής του Χρυσοστόμου (που ήταν Σύριος), ώστε να καταφρονούνται; Σε τίποτα. Η θρησκεία τους ήταν το αίτιο.
Από την άλλη οι χριστιανοί έβαζαν σε ένα τσουβάλι τα πάντα στους “άλλους” για να έχουν να κατηγορούν συνέχεια και η επιμονή τους να ταυτίζουν την ειδωλολατρεία με τους Έλληνες μόνο, είναι γιατί από όλους τους πολυθεϊστές μόνο οι Έλληνες ανέπτυξαν τον Λόγο και αυτό θαυμαζόταν στο παρελθόν και είχε ακόμα κάποια αίγλη. Η ίδια η εκπαίδευση τους το θύμιζε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που τους ενοχλούσε λοιπόν πραγματικά και καθύβριζαν τους Έλληνες, ήταν το ελεύθερο και ερευνητικό τους πνεύμα για τα πάντα, η διάθεση να κάνουν ενοχλητικές λογικές ερωτήσεις όπως ο Κέσλος και ο Πορφύριος, κάτι που για αυτούς ήταν διαβολικό και ο Βασίλειος το ξεκαθαρίζει: Η «σοφιστική του λόγου δύναμη» είναι αυτό ακριβώς που έτρεμαν.
Μπορεί εκείνη την εποχή να ήταν σε ύφεση, αλλά ήξεραν ότι αν δεν το καθύβριζαν, υποβίβαζαν και κατέπνιγαν τελείως, θα είχαν θέματα αφού τα αρχαία κείμενα ακόμα υπήρχαν και ήταν διαδεδομένα, όπως και είχαν θέματα σε εποχές κάποιας ηρεμίας, όπως συνέβη με τους Ψελλό/Ιταλό τον 11ο αι. και αργότερα με τον Γρηγορά τον 14ο αι.. Η Αναγέννηση από εκεί τους ήρθε, από την σοβαρή μελέτη των Ελλήνων και την παρεπόμενη διάθεση λογικής των λογίων και για αυτό στην Ανατολή ακόμα πολεμούν τον Διαφωτισμό.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το εάν κατακρίνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός με την απαξίωση του όρου "Έλλην". Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από τους ιουδαίους της διασποράς, πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Ως γέννημα του ιουδαϊσμού, ο χριστιανισμός το υιοθέτησε. Στο παραπάνω απόσπασμα από τον Χρυσόστομο, ο εκκλησιαστικός αυτός πατέρας μιλάει υποτιμητικά για τους ''νυν'' Έλληνες (της εποχής του). Θα μπορούσε να μην το κάνει, και να αναφερθεί μόνο στο παρελθόν, αν ήταν μόνο πολιτισμική η διάκριση. Αλλά τον Χρυσόστομο, όπως και όλους τους "πατέρες", τους ενοχλούσε ο πολιτισμός, η θρησκεία, και οι φορείς του. Άλλωστε, φαίνεται και στον Ηρόδοτο, το "ελληνικόν" απαρτίζονταν από τέσσερα στοιχεία (και το γένος ανάμεσα σε αυτά). Δεν υπάρχει λόγος να αποκλείουμε το χριστιανικό μίσος απέναντι όχι μόνο στον ελληνικό πολιτισμό, από την στιγμή που συνέχεια ελληνικά ονόματα λοιδορούνται. Δεν υπάρχει λόγος να αποκλείουμε την απαξίωση (και) του ελληνικού γένους, το οποίο είναι και ο δημιουργός του συγκεκριμένου πολιτισμού που βρήκε αντιμέτωπο η χριστιανική λαίλαπα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ πολεμικη του Χριστιανισμου κατα του Ελληνισμου υπηρξε πολυπλοκαμη και πολυσχιδης. Δεν αφορουσε μονο τα θρησκευτικα δογματα και τα φιλοσοφικα πιστευω κατι που θα ηταν και φυσικο ως ενα βαθμο. Αφορουσε το συνολο, την πεμπτουσια του Ελληνισμου κατι ομως που εμποδιζονταν και οριοθετουνταν απο την αναγκη εξαπλωσης της νεας θρησκειας. Η αναγκη εξαπλωσης περιορισε την καταστροφη της γλωσσας (αν και την μεταλλαξε εν πολλοις) και επ αυτου εχουν δικαιο οι απολογητες της Εκκλησιας. Η εκκλησια χρησιμοποιησε για την εξαπλωση της την Ελληνικη γλωσσα. Χωρις αυτην δεν θα μπορουσε να αναπτυχθει περαν της Παλαιστινης. Ομως η χρηση της Ελληνικης και η νοηματοδοσια της (σημαινον και σημαινομενο) δυσκολευε και αυτοακυρωνε τα μηνυματα του Χριστιανισμου. Γι αυτο προκριθηκε πιστευω η μεταλλαξη των νοηματων πολλα απο τα οποια και σημερα ειναι δυσκολο να ανιχνευθουν. Ενα απο αυτα ηταν η φιλια ενας θεσμος και μια βιωματικη σταση του Ελληνα που αντικατασταθηκε απο την αγαπη (επισης Ελληνικη λεξη) κατα ενα τροπο ηθικου προταγματος και θρησκευτικης επιταγης περισσοτερο παρα εκδηλωσης φυσικου αισθηματος. Γενικοτερα και σημερα βλεπουμε οτι οπου ενδημει συγκεκριμενη ιδεολογια-Θρησκεια η εξουσιαστικη απλα ομαδα μακροχρονιας διαρκειας εκει και αναπτυσσεται νοηματικη αλλοιωση η σταδιακη αχρηστευση των λεξεων. Το πιο κραυγαλεο και πιο προσφατο παραδειγμα ειναι η αλλιωση της γλωσσας απο τον Μαρξισμο- Κομμουνισμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομιζω θα πρεπει να προσπαθησουμε να ξεφυγουμε απο την καταστροφικη ομφαλοσκοπηση και την προσδεση με το προσφατο σκοτεινο παρελθον μας που δεν μας οδηγει πουθενα. Να εξελιχθουμε και να ανελιχθουμε ως εθνος σπαζοντας τους θρησκευτικους, κοινωνικους και πολιτικους αλγοριθμους που μας κρατουν δεσμιους με την προσφατη για τον ιστορικο χρονο ιστορικη μας διαδρομη. Μιλαω κυριως για το Βυζαντιο και την ουρα του την Τουρκοκρατια που ηταν νομοτελειακη συνεπεια. Προτεινω να χαλαρωσουμε λιγο τα θρησκευτικα και ιδεολογικα δογματα και να αφοσιωθουμε περισσοτερο με την πατριδα και το εθνος μας, αυτο λεω. Δεν πρεπει να ξεχναμε ποτε οτι η Ελλας μεγαλουργησε και αστραποβολησε εξω απο τον Χριστιανισμο που καποιοι θεωρουν οχι προαιρετικο αλλα μαλλον υποχρεωτικο θρησκευτικο μανδυα του Ελληνισμου και γι αυτο συνεχως καταφερονται κατα της Αρχαιας Ελλαδος.Οπως σημερα ας πουμε με τα ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ(τρις) κατα της Ελλαδος που εκφραζονται λογω της Κυριακης της Ορθοδοξιας. Δεν ενοχλουνται καποιοι για την (με τη βουλα) εβραικη προελευση του Χριστιανισμου αλλα οπως ειπα και πριν "ανακαλυπτουν" συνεχως καινουργιες και εντελως αβασιμες καταφορες κατα της Αρχαιας Ελληνικης θρησκειας. Ως προσχηματα βεβαιως αφου ο στοχος τους δεν ειναι αυτη αλλα η Ελληνικη Φιλοσοφια, η Ελληνικη φιλανθρωπη επιστημη, η Αμφισβητηση και η Αμεση Δημοκρατια. Ειναι γνωστο οτι στην Αρχαια Ελλαδα ενω υπηρχε και τοτε θρησκεια φαινεται οτι αυτη δεν εμποδιζε καταλυτικα ουτε την πολιτικη ουτε και την επιστημη-φιλοσοφια. Εκ του αποτελεσματος. Η ανεξιθρησκεια και η ελευθερη ασκηση των θρησκευτικων πεποιθησεων ειναι νομιζω το κλειδι για την περαιτερω πνευματικη, πολιτικη και οικονομικη ανελιξη της Ελλαδος. Αλλιως θα δαγκωνουμε την ουρα μας
ΑπάντησηΔιαγραφή