ΠΛ Νομ 631b–632d
Αγαθά, θεϊκά και ανθρώπινα, και ο ρόλος του νομοθέτη
Δραματικός χώρος του διαλόγου είναι η Κρήτη και στη συζήτηση παίρνουν μέρος ένας ανώνυμος Αθηναίος, ο Κρητικός Κλεινίας και ο Σπαρτιάτης Μέγγιλος. Αντικείμενο –όπως και στην Πολιτεία – είναι η οικοδόμηση ενός φανταστικού πολιτεύματος, η εύρυθμη λειτουργία του οποίου εξαρτάται από μια ιδεατή νομοθεσία. Η συζήτηση ξεκίνησε από την απορία του Αθηναίου σχετικά με τη λειτουργία των συσσιτίων και της στρατιωτικής εκπαίδευσης στις πόλεις καταγωγής των συνομιλητών του, οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτά, όπως και οι υπόλοιποι νόμοι και θεσμοί, αποσκοπούσαν στην επιτυχή διεκπεραίωση των πολέμων, επομένως στην καλλιέργεια της αρετής της ανδρείας. Ο Αθηναίος δήλωσε ότι δεν πίστευε πως οι νομοθέτες θα θέσπιζαν τους νόμους τους αποσκοπώντας στην καλλιέργεια ενός μόνο μορίου της αρετής, την ανδρεία. Και συνεχίζει:
ΑΘ. «Ὦ ξένε», ἐχρῆν εἰπεῖν, «οἱ Κρητῶν νόμοι οὐκ
εἰσὶν μάτην διαφερόντως ἐν πᾶσιν εὐδόκιμοι τοῖς Ἕλλησιν·
ἔχουσιν γὰρ ὀρθῶς, τοὺς αὐτοῖς χρωμένους εὐδαίμονας ἀπο-
τελοῦντες. πάντα γὰρ τἀγαθὰ πορίζουσιν. διπλᾶ δὲ ἀγαθά
ἐστιν, τὰ μὲν ἀνθρώπινα, τὰ δὲ θεῖα· ἤρτηται δ’ ἐκ τῶν
θείων θἄτερα, καὶ ἐὰν μὲν δέχηταί τις τὰ μείζονα πόλις,
[631c] κτᾶται καὶ τὰ ἐλάττονα, εἰ δὲ μή, στέρεται ἀμφοῖν. ἔστι
δὲ τὰ μὲν ἐλάττονα ὧν ἡγεῖται μὲν ὑγίεια, κάλλος δὲ δεύ-
τερον, τὸ δὲ τρίτον ἰσχὺς εἴς τε δρόμον καὶ εἰς τὰς ἄλλας
πάσας κινήσεις τῷ σώματι, τέταρτον δὲ δὴ πλοῦτος οὐ τυφλὸς
ἀλλ’ ὀξὺ βλέπων, ἄνπερ ἅμ’ ἕπηται φρονήσει· ὃ δὴ πρῶτον
αὖ τῶν θείων ἡγεμονοῦν ἐστιν ἀγαθῶν, ἡ φρόνησις, δεύ-
τερον δὲ μετὰ νοῦ σώφρων ψυχῆς ἕξις, ἐκ δὲ τούτων μετ’
ἀνδρείας κραθέντων τρίτον ἂν εἴη δικαιοσύνη, τέταρτον δὲ
[631d] ἀνδρεία. ταῦτα δὲ πάντα ἐκείνων ἔμπροσθεν τέτακται φύ-
σει, καὶ δὴ καὶ τῷ νομοθέτῃ τακτέον οὕτως. μετὰ δὲ ταῦτα
τὰς ἄλλας προστάξεις τοῖς πολίταις εἰς ταῦτα βλεπούσας
αὐτοῖς εἶναι διακελευστέον, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνθρώπινα
εἰς τὰ θεῖα, τὰ δὲ θεῖα εἰς τὸν ἡγεμόνα νοῦν σύμπαντα
βλέπειν· περί τε γάμους ἀλλήλοις ἐπικοινουμένους, μετά τε
ταῦτα ἐν ταῖς τῶν παίδων γεννήσεσιν καὶ τροφαῖς ὅσοι
[631e] τε ἄρρενες καὶ ὅσαι θήλειαι, νέων τε ὄντων καὶ ἐπὶ τὸ πρε-
σβύτερον ἰόντων μέχρι γήρως, τιμῶντα ὀρθῶς ἐπιμελεῖσθαι
δεῖ καὶ ἀτιμάζοντα, ἐν πάσαις ταῖς τούτων ὁμιλίαις τάς τε
λύπας αὐτῶν καὶ τὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἐπιθυμίας συμπάντων
[632a] τε ἐρώτων τὰς σπουδὰς ἐπεσκεμμένον καὶ παραπεφυλαχότα,
ψέγειν τε ὀρθῶς καὶ ἐπαινεῖν δι’ αὐτῶν τῶν νόμων· ἐν ὀργαῖς
τε αὖ καὶ ἐν φόβοις, ὅσαι τε διὰ δυστυχίαν ταραχαὶ ταῖς
ψυχαῖς γίγνονται καὶ ὅσαι ἐν εὐτυχίαις τῶν τοιούτων ἀπο-
φυγαί, ὅσα τε κατὰ νόσους ἢ κατὰ πολέμους ἢ πενίας ἢ τὰ
τούτοις ἐναντία γιγνόμενα προσπίπτει τοῖς ἀνθρώποις παθή-
ματα, ἐν πᾶσιν τοῖς τοιούτοις τῆς ἑκάστων διαθέσεως δι-
[632b] δακτέον καὶ ὁριστέον τό τε καλὸν καὶ μή. μετὰ δὲ ταῦτα
ἀνάγκη τὸν νομοθέτην τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ
ἀναλώματα φυλάττειν ὅντιν’ ἂν γίγνηται τρόπον, καὶ τὰς
πρὸς ἀλλήλους πᾶσιν τούτοις κοινωνίας καὶ διαλύσεις ἑκοῦσίν
τε καὶ ἄκουσιν καθ’ ὁποῖον ἂν ἕκαστον πράττωσιν τῶν
τοιούτων πρὸς ἀλλήλους ἐπισκοπεῖν, τό τε δίκαιον καὶ μὴ
ἐν οἷς ἔστιν τε καὶ ἐν οἷς ἐλλείπει, καὶ τοῖς μὲν εὐπειθέσιν
τῶν νόμων τιμὰς ἀπονέμειν, τοῖς δὲ δυσπειθέσι δίκας τακτὰς
[632c] ἐπιτιθέναι, μέχριπερ ἂν πρὸς τέλος ἁπάσης πολιτείας ἐπ-
εξελθών, ἴδῃ τῶν τελευτησάντων τίνα δεῖ τρόπον ἑκάστοις
γίγνεσθαι τὰς ταφὰς καὶ τιμὰς ἅστινας αὐτοῖς ἀπονέμειν
δεῖ· κατιδὼν δὲ ὁ θεὶς τοὺς νόμους ἅπασιν τούτοις φύλακας
ἐπιστήσει, τοὺς μὲν διὰ φρονήσεως, τοὺς δὲ δι’ ἀληθοῦς
δόξης ἰόντας, ὅπως πάντα ταῦτα συνδήσας ὁ νοῦς ἑπόμενα
σωφροσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ ἀποφήνῃ, ἀλλὰ μὴ πλούτῳ μηδὲ
[632d] φιλοτιμίᾳ.» οὕτως, ὦ ξένοι, ἔγωγε ἤθελον ἂν ὑμᾶς καὶ ἔτι
νῦν βούλομαι διεξελθεῖν πῶς ἐν τοῖς τοῦ Διὸς λεγομένοις
νόμοις τοῖς τε τοῦ Πυθίου Ἀπόλλωνος, οὓς Μίνως τε καὶ
Λυκοῦργος ἐθέτην, ἔνεστίν τε πάντα ταῦτα, καὶ ὅπῃ τάξιν
τινὰ εἰληφότα διάδηλά ἐστιν τῷ περὶ νόμων ἐμπείρῳ τέχνῃ
εἴτε καί τισιν ἔθεσιν, τοῖς δὲ ἄλλοις ἡμῖν οὐδαμῶς ἐστι
καταφανῆ.
***
ΑΘ. «Ξένε», θα 'πρεπε να πης, «οι νόμοι των Κρητών δεν απολαύουν χωρίς λόγο τόσον μεγάλης υπολήψεως μεταξύ όλων των Ελλήνων». Πράγματι, είναι σωστοί, αφού κάνουν ευτυχείς εκείνους που τους χρησιμοποιούν, διότι προσφέρουν όλα τα αγαθά. Είναι δε δύο ειδών τα αγαθά: τα μεν ανθρώπινα, τα δε θεϊκά· εξαρτώνται δε εκ των θεϊκών και τα άλλα, και αν μία πόλις δέχεται τα μεγαλύτερα, αποκτά και τα μικρότερα, ειδεμή στερείται και των δύο. Στα μικρότερα περιλαμβάνονται κυρίως μεν η υγεία, δεύτερο η ομορφιά, τρίτο η σωματική δύναμις, και στο τρέξιμο και σε όλες τις άλλες κινήσεις, και τέταρτο, τέλος, ο πλούτος, όχι τυφλός, αλλ' οξυδερκής, αν βεβαίως συνοδεύεται από φρόνηση. Από τα θεϊκά αγαθά, πάλι, εκείνο που προεξάρχει είναι η φρόνησις, δεύτερο δε η σωφροσύνη μετά λογικής, από αυτά δε ―αφού αναμειχθούν με ανδρεία― θα προέλθη τρίτο, η δικαιοσύνη, και τέταρτο η ανδρεία. Όλα αυτά δε τα τελευταία έχουν ταχθή από τη φύση να είναι μπροστά από τα προηγούμενα, και έτσι πρέπει να τα κατατάσση και ο νομοθέτης. Εν συνεχεία πρέπει να διακηρυχθή στους πολίτας, ότι τα άλλα προστάγματα προς αυτά αποβλέπουν, και ότι εξ αυτών τα μεν ανθρώπινα αποβλέπουν στα θεϊκά, τα δε θεϊκά στον κυρίαρχο νου. Και πρέπει (ο νομοθέτης) να φροντίζη το κάθε τι, και αυτό που αφορά τους γάμους που συνάπτουν οι πολίται μεταξύ τους, και αυτό που αφορά τη μετέπειτα γέννηση και ανατροφή των παιδιών ―είτε αγόρια είναι, είτε κορίτσια― και όταν είναι σε νεαρή ηλικία και όσο μεγαλώνουν, μέχρι τα γεράματα, απονέμοντας με ορθότητα τιμές ή επιβάλλοντας ποινές ατιμωτικές· και σ' όλες τις μεταξύ τους συναναστροφές να επιβλέπη άγρυπνα και να παρακολουθή από κοντά τις λύπες τους και τις ηδονές και τις επιθυμίες και τους ενθουσιασμούς των πάσης φύσεως ερώτων τους, να ψέγη δε αυτά ή να τα επαινή με αυτούς τους νόμους. Επίσης, θα πρέπει να διδάσκεται και να προσδιορίζεται τι είναι καλό και τι όχι και πώς πρέπει να φέρεται ο άνθρωπος σε όλα όσα υφίσταται, δηλαδή και στους θυμούς και στους φόβους και στις ψυχικές αναστατώσεις του, που επέρχονται λόγω κάποιας δυστυχίας, και τους τρόπους πώς μπορεί να τις αποφεύγη κανείς, ευκαιρίας δοθείσης, και σ' όλες γενικά τις συμφορές που παθαίνουν οι άνθρωποι λόγω ασθενείας, πολέμου ή φτώχειας, και τα αντίθετα τούτων. Εν συνεχεία, είναι ανάγκη, ο νομοθέτης να προστατεύη με όποιον τρόπο μπορεί εκείνα που αποκτούν οι πολίται και εκείνα που ξοδεύουν, και να εποπτεύη πού υπάρχει το δίκαιο και πού δεν υπάρχει στις συνάψεις ή λύσεις συμφωνιών, είτε θεληματικές, είτε αθέλητες είναι· και σ' εκείνους μεν που υπακούουν στους νόμους ν' απονέμη τιμές, σε όσους δε δυστροπούν να επιβάλλη ωρισμένες ποινές, μέχρις ότου, φθάνοντας προς το τέλος του νομοθετικού του έργου, ασχοληθή με τον τρόπο που θα πρέπει να γίνεται η ταφή καθενός, και ποιες ενδεχομένως τιμές θα πρέπει να απονέμωνται σε καθέναν απ' αυτούς. Αφού δε ρυθμίση και αυτό, ο νομοθέτης θα ορίση σε όλα αυτά φύλακας, που θα καθοδηγούνται οι μεν από τη φρόνηση, οι δε από τη σωστή γνώμη, σε τρόπον ώστε, αφού τα συνδέση ο νους, καταστήση φανερό ότι όλα αυτά είναι σύμφωνα με τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, αλλ' όχι με τον πλούτο, ούτε με τη φιλοδοξία. Έτσι ήθελα, εγώ τουλάχιστον, φίλοι μου ―και θέλω τώρα― να μου εξηγήσετε λεπτομερώς, κατά ποιον τρόπο στους νόμους τους λεγομένους του Δία, και σ' εκείνους του Πυθίου Απόλλωνος, τους οποίους εθέσπισαν ο Μίνως και ο Λυκούργος, ενυπάρχουν όλα αυτά, και κατά ποια διάταξη έχουν τεθή, ώστε να είναι ολοφάνερα για κείνον που ―είτε λόγω ειδικότητας, είτε λόγω πρακτικής τυχόν εμπειρίας― είναι πεπειραμένος στα αφορώντα τους νόμους, ενώ σε μας τους υπολοίπους να μην είναι καθόλου φανερά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου