Φιλαργυρία: Το έβδομο θανάσιμο αμάρτημα
Ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274) περιγράφοντας ιδανικά τον ζόφο του μεσαίωνα, διέκρινε τις επτά πληγές του ανθρώπου, τις οποίες ονόμασε κεφαλαιώδη αμαρτήματα ή θανάσιμα αμαρτήματα που είναι τα εξής: λαιμαργία, νωθρότητα, λαγνεία, υπερηφάνεια, οργή, φθόνος και φιλαργυρία. Όλα αυτά τα συναισθήματα και τις κρυφές επιθυμίες δηλαδή που κι εμείς κουβαλάμε ενδόμυχα ή εξωτερικεύουμε κατά τρόπο κυνικό. Μη θεωρούμε το πρόβλημα άσχετο με μας: η σκέψη μας πολλές φορές εκφράζει αυτές τις επιθυμίες και υποκινεί τη διάθεση μας. Οι φιλοχρήματοι, παραδόπιστοι, αργυρώνητοι, φιλάργυροι έχουν πάντα έναν δικό τους τρόπο να ξεχωρίζουν σ’ όλες τις εποχές. Υπήρξαν άπληστοι ή άφρονες βασιλείς όπως ο Μίδας και ο Κροίσος, έγιναν θεατρικοί ήρωες, όπως ο περίφημος ¨Φιλάργυρος¨ του Μολιέρου ή ο¨Σάϋλοκ¨ του Σαίξπηρ στον ¨Έμπορο της Βενετίας¨, για να μας θυμίζουν πάντα την ακόρεστη δίψα για πλούτο, ενώ ο ¨Σκρουτζ¨ του παραμυθιού έγινε συνώνυμο του τσιγγούνη.
Στο περίφημο έργο του μεγάλου ανθρωπιστή της Αναγέννησης Έρασμου ¨Μωρίας Εγκώμιον¨, ο Πλούτος γεννά την τρέλα, που προσωποποιημένη εξιστορεί σχετικά: «…με γέννησε ο Πλούτος, μόνος πατέρας ανθρώπων και θεών, και να με συμπαθά ο Ησίοδος κι ο Όμηρος, ακόμα και ο Δίας. Μ’ ένα του γνέψιμο, σήμερα όπως και παλιά, όλος ο κόσμος έρχεται τα απάνω κάτω, έμ ιερός έμ βέβηλος. Αυτός κανονίζει με τα κέφια του, πολέμους, ειρήνη, κυβερνήσεις, συμβούλια, δικαστήρια, συνελεύσεις, γάμους, συνθήκες, συμμαχίες, νόμους, τέχνες, αγώνες, απολαύσεις, δουλειές, -ωχ μου κόπηκε η ανάσα- κοντολογίς, όλες τις δημόσιες κι ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων». Κι ένας ανώνυμος ποιητής μετά την άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς το 1453 θα γράψει: «Τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανίαν όλην: ο φθόνος, η φιλαργυριά και η κενή ελπίδα».
Ο Ανώνυμος Έλλην, στο πολύκροτο έργο του ¨Ελληνική Νομαρχία¨, που εκδόθηκε το 1806 γράφει. «Η εφεύρεσις των χρημάτων κατέστησεν τους ανθρώπους εχθρούς της φύσεως και των εαυτών των…Η εφεύρεσις των έφθειρε τα ήθη των ανθρώπων με την πολυτέλειαν, και τέλος πάντων, τα χρήματα έδωσαν ύπαρξιν άλλων δύο γενών ανάμεσα εις τους ανθρώπους. Όθεν, εκτός του αρσενικού και θηλυκού, την σήμερον ευρίσκεται το τρίτον γένος, δια να ειπώ ούτως, των πλουσίων, και το τέταρτον, των πτωχών…Η εφεύρεσις των χρημάτων ηθέλησεν κατ’ αρχάς να μετρήσει τα προς το ζην αναγκαία πράγματα, έπειτα εμέτρησεν και τα μη αναγκαία, και μετά έγινεν ανταμοιβή και μέτρον της αρετής».
Οι ιστορίες ανθρώπων, κοινωνιών, πόλεων, λαών και ολόκληρων πολιτισμών είναι συνδεδεμένες με τη κρυφή ή φανερή λατρεία του πλούτου. Τα αποτελέσματα της επιδίωξής του μπορεί να φαίνονται βεβαίως πολλαπλώς χρήσιμα και αναγκαία για την εξέλιξη ή την επιβίωση τους, αλλά ενίοτε αποδεικνύονται ολέθρια. Ο πλούτος δε φέρνει πάντα την ευτυχία στους ανθρώπους, μάλλον τη δυστυχία γιατί αυξάνει την αντιζηλία και το μίσος των άλλων, που εποφθαλμιούν ή και χαιρεκακούν σε κάθε τους ατυχία. Το σίγουρο είναι ότι ο πλούτος κάνει τους ανθρώπους ανασφαλείς και καχύποπτους, ενδεχομένως και απόκοσμους γιατί φοβούνται τους άλλους, φοβούνται να βγουν, να κυκλοφορήσουν ελεύθερα, να μείνουν μόνοι, να κοιμηθούν τη νύχτα. Ο ύπνος τους είναι άγρυπνος όχι μόνο εξαιτίας του φόβου τους μην τους ληστέψουν ή τους σκοτώσουν κιόλας, αλλά και εξαιτίας της έγνοιας τους για την τύχη των μετοχών τους, την αύξηση των κερδών τους, την απόδοση των κεφαλαίων τους ή αντίθετα εξαιτίας της ζημίας που μπορεί να υπέστησαν. Οι μεγάλες δουλειές και οι επιχειρήσεις φέρνουν και μεγάλες στενοχώριες, που οδηγούν σε αδιέξοδο και πολλές φορές σε απόγνωση, ακόμα και αυτοκτονίες λόγω χρεοκοπίας.
Όμως για να είμαστε ρεαλιστές το χρήμα μπορεί να κάνει και τη ζωή μας πολύ καλύτερη, να μας φέρει ευτυχία, να μας δώσει δυνατότητες και ευκαιρίες, που άλλοι δε θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν. Όλα αυτά όμως αν το χρήμα το θεωρούμε μέσο για τους σκοπούς μας και όχι σκοπό το ίδιο στη ζωή μας. Αντίθετα και η φτώχεια δεν πρέπει να θεωρείται ότι δίνει την ευτυχία στον άνθρωπο, ώστε να εξιδανικεύται. Οι φτωχοί οικτίρουν τους πλούσιους για τις σκοτούρες της ζωής τους και παρηγορούνται με την ιδέα ότι αυτοί ποτέ δε θα ’χουν, αφού αποκλείεται να πλουτίσουν. Ούτε η χλιδή και ο αρίφνητος πλούτος, ούτε η απορία και η δυσβάσταχτη πενία είναι εξ ορισμού προϋπόθεση ευτυχίας! Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ», επεδίωκαν «τα επιτήδεια», τα αναγκαία, τα όντως χρήσιμα και ασχολούνταν περισσότερο με τις ανάγκες του πνεύματος και της ψυχής. Αυτή τη σοφία της σύνεσης και του μέτρου, το «μηδέν άγαν» (τίποτα πολύ) έχουμε περισσότερο ανάγκη σήμερα, να επαναπροσδιορίσουμε το ¨είναι¨ μας, να ξαναδούμε τη ζωή απ’ την αρχή.
Σήμερα μετά τον άκρατο καπιταλισμό, την τεχνολογική και πληροφορική επανάσταση ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης αγοράς, όπου καταλυτικό ρόλο βέβαια παίζει η οικονομία. Το χρήμα δηλαδή κινεί τα νήματα στις διεθνείς αγορές, στα χρηματιστήρια, στη διατραπεζική αγορά: το χρήμα που πωλείται και αγοράζεται, δανείζεται και πιστώνεται, επενδύεται και αποταμιεύεται. Το χρήμα περιτρέχει τον κόσμο. Είναι η αξία του παντός και ο υπέρτατος σκοπός. Πόσο διαφορετικός φαντάζει όμως ο κόσμος μας σήμερα; Όλα έχουν ένα τίμημα, το ίδιο και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ας αναλογιστούμε το «πάντων χρημάτων μέτρον εστί άνθρωπος» του Πρωταγόρα, που συνόψιζε ιδανικά τη βιοσοφία των αρχαίων και θεωρούσε τον άνθρωπο μέτρο και κριτήριο κάθε αξίας … Άλλοι καιροί, άλλα ήθη!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου