Και βέβαια, εδώ δε γίνεται λόγος για ανθρώπους ανώτερους και κατώτερους (αυτά αφορούν μόνο τις συγκρίσεις με τους δούλους) μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Η αντίληψη αυτή, που συνήθως σχετίζεται με τον πλούτο ή την καταγωγή, κρίνεται απολύτως εσφαλμένη. Εδώ μιλάμε για ανωτερότητα και κατωτερότητα του καθενός ανάλογα με την αξία του σε κάθε επιμέρους θέμα. Αυτός που είναι ανώτερος στο παίξιμο του αυλού από τους άλλους δε σημαίνει ότι είναι και ολοκληρωτικά ανώτερος. Με τον ίδιο τρόπο αυτός που υπερέχει στον πλούτο ή την καταγωγή δε σημαίνει ότι υπερέχει σε όλα: «δε δίνουμε τους καλύτερους αυλούς στους αυλητές με την αριστοκρατική καταγωγή (επειδή λόγω καταγωγής δεν πρόκειται να παίξουν τον αυλό καλύτερα). Η λογική υπαγορεύει να δώσουμε τους καλύτερους αυλούς σε αυτόν που υπερέχει στην επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου». Η λογική που θέλει τους πλούσιους ή τους ευγενείς να υπερέχουν σε όλα ισοδυναμεί με την πεποίθηση ότι ο πλούτος και η καταγωγή μπορούν να συγκριθούν με όλα (σαν να είναι όλα ίδια) και μάλιστα να υπερέχουν: «σύμφωνα με την ίδια λογική κάθε αγαθό θα ήταν δυνατό να συγκριθεί με κάθε άλλο αγαθό. Αν δηλαδή προς σύγκριση είναι το ανάστημα, ενδέχεται γενικά το ανάστημα να συγκριθεί με τον πλούτο και την ελευθερία». Το να πούμε ότι ο πιο ψηλός είναι και ο πιο πλούσιος είναι τόσο παράλογο όσο και το να νομίζει κάποιος ότι πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης επειδή είναι πλούσιος. Η ανωτερότητα του καθενός αναγνωρίζεται και απονέμεται στον τομέα που υφίσταται. Κι αυτός είναι και ο δρόμος για την καταξίωση όλων των ανθρώπων.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ισότητα δεν υφίσταται ως ισοπέδωση. Δε λειτουργεί δηλαδή ως μηχανισμός που από θέση αρχής εξομοιώνει τους ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι. Η ισότητα προϋποθέτει την αμερόληπτη αξιολόγηση των ανθρώπων και την αποτίμηση στον καθένα αυτού που του αξίζει. Η ισότητα που θέλει τον καλύτερο αυλητή να θεωρείται το ίδιο με το χειρότερο είναι αδικία. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης επιμένει ότι η ισότητα αφορά τους ίσους και η ανισότητα τους άνισους. Γιατί θέλει να διασφαλίσει την παράμετρο της αξίας αποδίδοντας στην ισότητα την ολοκληρωμένη της μορφή. Και βέβαια η αναγνώριση της ανωτερότητας κάποιου σε κάτι δεν πρέπει να γενικεύεται καταλαμβάνοντας και άλλους τομείς που δεν έχουν καμία σχέση: «αν άλλοι είναι αργοί και άλλοι γρήγοροι δρομείς, αυτό καθόλου δε δικαιολογεί πολιτικό πλεονέκτημα για τους μεν και μειονέκτημα για τους άλλους. Στους αθλητικούς αγώνες όμως η διαφορά τους είναι λογικό να εκτιμάται». Όμως, αν στο ανάστημα και στο τρέξιμο τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα, δε θα λέγαμε το ίδιο και στην αξιολόγηση του καλύτερου αυλητή, αφού το υποκειμενικό στοιχείο αναγκαστικά περιπλέκει τα πράγματα. Πόσο μάλλον στα πολιτικά ζητήματα, που αφορούν τη διαχείριση της εξουσίας.
Πέρα από κάθε αμφιβολία αυτοί που πρέπει να διεκδικήσουν τα αξιώματα πρέπει να είναι οι άνθρωποι που τα αξίζουν, αυτοί δηλαδή που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στο βάρος της ευθύνης που συνεπάγεται, υπηρετώντας σε κάθε περίπτωση το κοινό συμφέρον. Και βέβαια δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για ελεύθερους πολίτες. Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την ελευθερία μόνο σε συνάρτηση με τον ελεύθερο χρόνο (κατά τη γνώμη του ο ελεύθερος χρόνος είναι η παράμετρος που δίνει ποιότητα στον άνθρωπο) κι όχι με την τυπική έννοια της παροχής πολιτικών δικαιωμάτων (τους χειρώνακτες εργάτες που αναγκαστικά δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για την επιβίωση τους θεωρούσε δούλους ασχέτως αν είχαν πολιτικά δικαιώματα) δε θα μπορούσαμε να βρούμε καταλληλότερους διεκδικητές των πολιτικών αξιωμάτων από τους πλούσιους, τους ευγενείς και τους ελεύθερους: «Κατά λογική αναγκαιότητα, επομένως, η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων εκδηλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνα τα μέρη που συνιστούν την πόλη. Για το λόγο αυτό δικαιολογημένα διεκδικούν τα πολιτικά αξιώματα οι ευγενείς, οι ελεύθεροι και οι πλούσιοι». Το ότι προκρίνει αυτές τις τάξεις ως καταλληλότερες για τις θέσεις της εξουσίας δε σημαίνει ούτε ότι υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη από αυτές ούτε ότι τάσσεται υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Εξάλλου έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι τα πολιτεύματα που δεν αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον είναι στρεβλά, αφού δεν πρέπει να εξυπηρετούνται ούτε τα συμφέροντα του ενός ούτε των πλουσίων ούτε των απόρων. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαχείριση της εξουσίας που συμπλέει με τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή: «Αλλά αν η πόλη χρειάζεται απαραιτήτως αυτούς, τότε χρειάζεται επίσης απαραιτήτως τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή. Γιατί είναι αδύνατο να διαχειριστεί επιτυχώς η πόλη τις υποθέσεις της χωρίς αυτές τις αρετές».
Η ορθή αντίληψη της ισότητας που πρέπει να εμπεριέχει την αξία στην αποτίμησή της, είναι ένας ακόμη τρόπος να διαχωρίσει κανείς τα ορθά από τα στρεβλά πολιτεύματα. Γιατί κάποιος πρέπει να έχει επίγνωση των ορίων της δικής του ανωτερότητας, αφού μόνο έτσι θα μπορέσει να κατανοήσει και τα όρια της ανωτερότητας των άλλων. Η αντίληψη ότι κάποιος είναι ανώτερος σε όλα είναι η επισφράγιση του ατομισμού, που δικαιούται να τα έχει όλα δικά του. (Από τη στιγμή που ο καλύτερος αυλητής δικαιούται τον καλύτερο αυλό, τότε ο καλύτερος σε όλα δικαιούται τα πάντα). Κι αυτή ακριβώς είναι η απαρχή της ωφελιμιστικής αντίληψης για την εξουσία, που πρέπει να διασφαλίσει τα συμφέροντα των ισχυρών: «Επειδή ωστόσο οι ίσοι σε ένα μόνο πράγμα, δεν είναι σωστό να έχουν ισότητα σε όλα, ούτε οι ανώτεροι σε ένα πράγμα να έχουν υπεροχή σε όλα, έπεται αναγκαστικά ότι όλα τα παρόμοια πολιτεύματα είναι παρεκβατικά». Από αυτή την άποψη η αντίληψη της ισότητας που εκλαμβάνεται με κριτήριο την αξία αποτελεί τη διασφάλιση όχι μόνο της αξιοκρατίας, αλλά και του αμοιβαίου σεβασμού, αφού η αναγνώριση της αξίας του άλλου είναι και ο σεβασμός που εκείνος εμπνέει. Ο άνθρωπος που θεωρεί ότι όλοι είναι ίσοι – με την ισοπεδωτική εκδοχή – είναι αυτός που απαξιώνει. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη έλλειψη σεβασμού από την απαξίωση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) είναι και οι καταλληλότερες για τη διαχείριση της εξουσίας. Γιατί η εξουσία προϋποθέτει γνώσεις και λεπτούς χειρισμούς που ο χειρώνακτας εργάτης ενδεχομένως να μην κατέχει. Από αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης δεν υποτιμά τους εργάτες (κι ούτε βέβαια τους ρίχνει την ελάχιστη ευθύνη για την ακαταλληλότητά τους), αλλά εφαρμόζει στην πράξη την ισότητα όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Κι επειδή γνωρίζει ότι οι διεκδικητές αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα προτερήματα των άλλων προβάλλοντας μόνο τα δικά τους, προβαίνει στην αναγκαία διευκρίνιση: «Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι όλοι δίκαια τρόπον τινά διεκδικούν τα αξιώματα της πόλης, με την αυστηρή όμως έννοια του όρου όχι δίκαια όλοι». Φυσικά όταν λέει όλοι αναφέρεται στους ανθρώπους των τριών κατηγοριών (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) κι όχι στο σύνολο του πληθυσμού. Κι όταν λέει «με την αυστηρή έννοια του όρου» δεν μπορεί παρά να εννοεί τον όρο της ισότητας, αφού αμέσως μετά ξεκαθαρίζει και για τους πλούσιους και για τους ευγενείς ότι στρεβλά θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους σε όλα, επειδή υπερέχουν σε κάτι, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα του άλλου, κι ως εκ τούτου επίφοβους στη διαχείριση της εξουσίας: «οι πλούσιοι θεωρούν δίκαιες τις διεκδικήσεις τους, με τη δικαιολογία ότι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η δε χώρα είναι κοινό αγαθό, και με το αιτιολογικό επίσης ότι είναι συνήθως πιο αξιόπιστοι στις συναλλαγές τους. Με ανάλογα επιχειρήματα οι ελεύθεροι και οι ευγενείς έχοντας στενούς δεσμούς μεταξύ τους, διεκδικούν την κυριαρχία στην πόλη (γιατί οι καταγόμενοι από επιφανέστερες γενιές είναι ανώτεροι πολίτες απ’ όσους κατάγονται από ασήμαντες γενιές. Έπειτα σε κάθε πόλη, ιδιαίτερη τιμή απονέμεται στις οικογένειες ευγενικής καταγωγής). Αυτοί διεκδικούν, γιατί πιστεύουν ότι καλύτεροι εύλογα είναι όσοι κατάγονται από καλύτερους, καθώς η “ευγένεια” είναι αρετή που αφορά τη γενιά».
Η επιμονή του καθενός να επιδείξει τη δική του ανωτερότητα δεν είναι παρά η προσπάθεια να προσαρμόσει το δίκαιο στα δικά του μέτρα. Γιατί αν το δίκαιο επιβάλλει να αναλάβει την εξουσία ο καλύτερος, είναι προφανές ότι εννοείται ο καλύτερος ως προς την άσκηση της πολιτικής αρετής, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την κατοχύρωση του κοινού συμφέροντος. Γιατί αυτός που δε μετέχει στο συμφέρον της πόλης αυτομάτως απαξιώνεται κι ως πολίτης. Η προσπάθεια απόδειξης ότι η καταγωγή ή ο πλούτος είναι το κριτήριο που διασφαλίζει την πολιτική αρετή είναι η προβολή των προσωπικών αξιών ως δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά στερείται λογικής: «Διότι, αν ένας είναι πιο πλούσιος από όλους τους πλούσιους, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη του δικαίου θα πρέπει αυτός ο ένας να εξουσιάζει όλους τους άλλους. Το ίδιο και εκείνος που υπερέχει στην καταγωγή, θα δικαιούται να εξουσιάζει όλους όσους διεκδικούν τα πολιτικά δικαιώματα, επειδή είναι ελεύθεροι». Με άλλα λόγια, αν φτάσουμε στα άκρα αυτής της συλλογιστικής, όλα τα λόγια περισσεύουν, αφού είναι προκαθορισμένο ότι πρέπει να κυβερνήσει ο πλουσιότερος ή ο ενδοξότερος ως προς την καταγωγή. Εξάλλου αυτή η στρέβλωση που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως επιχειρηματολογία θα μπορούσε να δικαιώσει οποιονδήποτε τη χρησιμοποιήσει, αφού επί της ουσίας στερείται και την ελάχιστη πολιτική τεκμηρίωση: «Αυτό το ίδιο ίσως θα συμβεί και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα τα οποία στηρίζονται στην αρετή των πολιτών. Δηλαδή, αν ένας είναι πιο ενάρετος από τους άλλους που είναι σπουδαίοι στο πλαίσιο αυτού του πολιτεύματος, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη δικαίου αυτός δικαιούται να εξουσιάζει τους άλλους. Αλλά η ίδια αντίληψη δικαίου εφαρμόζεται και στο πλήθος, με την προϋπόθεση ότι και το πλήθος είναι σωστό να έχει κυριαρχικά δικαιώματα, διότι είναι ισχυρότερο απ’ τους λίγους». Με δυο λόγια, το συμπέρασμα τίθεται πλέον ξεκάθαρα: «Συνάγεται καθαρά, λοιπόν, από όλα αυτά ότι κανένας όρος δικαίου στον οποίο στηρίζονται κάθε φορά αυτοί που διεκδικούν την εξουσία και την υποταγή των άλλων σ’ αυτούς, δεν είναι σωστός».
Κι αυτή ακριβώς είναι η ώρα του λαού που θα λειτουργήσει ως αρμόδιος κριτής αυτών που θα διεκδικήσουν την εξουσία. Γιατί, εφόσον ο καθένας παρουσιάζει τον εαυτό του ως καταλληλότερο, μετατρέποντας την προσωπική του υπεροχή σε συνολικό δίκαιο, δε μένει παρά η λαϊκή βούληση που θα αποτιμήσει τα δεδομένα με τον ορθότερο τρόπο. Η διαχείριση της εξουσίας δεν μπορεί να επαφίεται σε υποκειμενικότητες, και δεν υπάρχει τίποτε πιο αντικειμενικό από την κρίση του συνόλου: «Άλλωστε σε όσους διεκδικούν την εξουσία με κριτήριο την αρετή, το ίδιο και σε όσους τη διεκδικούν με κριτήριο τον πλούτο, μπορούν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα να αντιτάξουν το εξής δίκαιο επιχείρημα: τίποτε δεν εμποδίζει το πλήθος να είναι καλύτερο από τους λίγους και πιο πλούσιο, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». Με δυο λόγια το σύνολο των πολιτών είναι το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την ανάδειξη της εξουσίας: «Και πολίτης γενικά είναι όποιος δικαιούται να άρχει και να άρχεται».
Βρισκόμαστε μπροστά στην άλλη όψη της ισότητας που δεν καθορίζεται από την προσωπική αξία του καθενός, γιατί αποτελεί από μόνη της την ύψιστη αξία όλων. Είναι η ισότητα που πρέπει να έχουν όλα τα επιμέρους άτομα που αποτελούν μέρος ενός συνόλου. Γιατί η ψήφος δε γνωρίζει ανώτερους και κατώτερους. Γιατί το κοινό συμφέρον αφορά όλους ανεξαιρέτως και όλοι πρέπει να έχουν μερίδιο σ’ αυτό. Είναι η ισότητα που ο Αριστοτέλης ονομάζει «σωστό»: «Το σωστό όμως πρέπει να εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου. Το σωστό με την έννοια του ίσου αποβλέπει και στο συμφέρον όλης της πόλης και στο κοινό συμφέρον των πολιτών».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου