Η θεωρία, όταν λειτουργεί αποκομμένα από την πράξη, είναι αδύνατο να αποδώσει με ασφάλεια αυτό που πραγματεύεται, καθώς μόνο η πράξη θα καταδείξει την ορθότητά της. Με άλλα λόγια, θεωρία χωρίς εφαρμογή στερείται εγκυρότητας κι αυτό ο Αριστοτέλης, ως θεμελιωτής της «πρακτικής φιλοσοφίας», το γνωρίζει πολύ καλά. Η αναζήτηση παραδειγμάτων είναι η μέθοδος που θα καταστήσει τη θεωρία χειροπιαστή. Και η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα (και στην απόκτηση και στη διαχείρισή του) είναι εξόχως κατατοπιστική για μια τέτοια διερεύνηση.
Η μεσότητα τίθεται κι εδώ (όπως παντού) ως βασικότερο κριτήριο προκειμένου να καταδειχθεί η ισορροπία που εξασφαλίζει την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ορθή – μέση στάση προς το χρήμα με την ελευθεριότητα, ενώ την υπερβολή και την έλλειψη με την ασωτία και την ανελευθερία αντιστοίχως: «Στη δόση και τη λήψη χρημάτων μεσότητα είναι η ελευθεριότητα, υπερβολή και έλλειψη η ασωτία και η ανελευθερία». (1107b 7, 10-12).
Και συμπληρώνει αμέσως: «Σ’ αυτές τις δύο» (εννοείται ασωτία κι ανελευθερία) «οι άνθρωποι υπερβάλλουν και ελλείπουν με ακριβώς αντίθετο τρόπο: ο άσωτος υπερβάλλει στο ξόδεμα και ελλείπει στη λήψη, ενώ ο ανελεύθερος υπερβάλλει στη λήψη και ελλείπει στο ξόδεμα των χρημάτων». (1107 7, 12-15).
Το ότι η ανελευθερία ταυτίζεται με τη συσσώρευση του χρήματος καταδεικνύει το ευάλωτο του ανθρώπου απέναντι στον πλούτο, αφού τον μετατρέπει σε καθαυτό αξία και πηγή χαράς. Για τον Αριστοτέλη το χρήμα έχει σημασία μόνο ως εργαλείο που διευκολύνει τη ζωή με την κάλυψη των πρακτικών αναγκών. Η αναγωγή του σε ευτυχία είναι η θεοποίηση του εργαλείου, δηλαδή, η απόλυτη στρέβλωσή του, που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά άχρηστο στην εκπλήρωση του πραγματικού του ρόλου. Γιατί το χρήμα δεν είναι για να μαζεύεται, αλλά για να μετατρέπεται σε αγαθά που θα συμβάλουν στην απόκτηση της ευτυχίας.
Και λέμε συμβάλλουν, γιατί άλλο η συμβολή κι άλλο η εξασφάλιση. Τα αγαθά δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία, αλλά εκπληρώνουν τις υλικές προϋποθέσεις για να αποκτηθεί. Η προσπάθεια του ανθρώπου να νιώσει ευτυχής μέσω της αγοράς είναι η μετουσίωση του μέσου σε αυτοσκοπό διαστρεβλώνοντας το νόημα της ευτυχίας που ανάγεται σε εμπορεύσιμο είδος. Από την άλλη, αυτός που δεν ξοδεύει μαζεύοντας το χρήμα γίνεται δέσμιος της δικής του στρέβλωσης, καθώς αντιλαμβάνεται σαν ευτυχία το ίδιο το χρήμα (ούτε καν τα αγαθά που πρεσβεύει με την αξία του). Η επιμονή στη συσσώρευση του πλούτου παρουσιάζεται ως πάθος που όχι μόνο υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής αλλά οδηγεί στο ανελεύθερο.
Και οι δύο στρεβλώσεις έχουν να κάνουν με την κακή αντίληψη του χρήματος. Ο άσωτος, που σκορπάει το χρήμα στην αναζήτηση απολαύσεων, είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία, αφού η ψυχική του ολοκλήρωση είναι αδύνατο να καλυφθεί με ηδονές. Το εφήμερο αυτού του είδους των απολαύσεων επιβάλλουν τη διαρκή (θα έλεγε κανείς ξέφρενη) ανανέωσή τους προκειμένου να μη γίνει φανερή η κενότητα που τις πλαισιώνει. Κι αυτή είναι η κατάδειξη της ανισορροπίας, που αναγκαστικά ευτελίζει τα πάντα μετατρέποντάς τα σε καταναλωτικά αγαθά. Γι’ αυτό και οι ηδονές που αναζητούνται από τέτοιους ανθρώπους είναι κατά κανόνα χαμηλής ποιότητας. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία.
Ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» σχολιάζει: «Γι’ αυτό και οι άσωτοι θεωρούνται εξαιρετικά κακής ποιότητας άνθρωποι· γιατί έχουν πολλές μαζί κακίες». (1119b 1, 33-35). Η ακατάπαυστη αναζήτηση ηδονών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακολασία: «ονομάζουμε, πράγματι, ασώτους τους ακρατείς και αυτούς που ξοδεύουν τα χρήματά τους για να ικανοποιήσουν την ακολασία τους». (1119b 1, 32-33).
Σε τελική ανάλυση, ο άσωτος δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή: «Άσωτος είναι, πράγματι, ο άνθρωπος που καταστρέφεται από τον ίδιο τον εαυτό του, και η καταστροφή της περιουσίας θεωρείται ένα είδος αυτοκαταστροφής, αφού η ζωή θεωρείται ότι διατηρείται μέσω αυτών των πραγμάτων. Με αυτή λοιπόν τη σημασία καταλαβαίνουμε τη λέξη ασωτία». (1120a 1, 2-5).
Κι όταν γίνεται λόγος για ακολασία, δεν εννοείται κατ’ ανάγκη η προτεραιότητα στις σωματικές ηδονές (ούτε βέβαια και αποκλείεται), αλλά η κάθε είδους χρηματική σπατάλη προς ανθρώπους που δεν το αξίζουν: «σε ανθρώπους με καλό και αξιοπρεπή χαρακτήρα μπορεί να μη δίνουν τίποτε, δίνουν όμως πολλά στους κόλακες και σ’ αυτούς που τους προσφέρουν κάποια άλλη ευχαρίστηση». (1121b 7-9).
Η χρηματοδότηση του κόλακα ή οποιουδήποτε άλλου προσφέρει ευτελή ευχαρίστηση είναι η ανάγκη της επιβεβαίωσης, δηλαδή της συναισθηματικής είσπραξης που γίνεται με λάθος τρόπο. Σε τελική ανάλυση, κι ο πιο άσωτος το συναισθηματικό του κενό προσπαθεί να γεμίσει. Κι αυτό είναι το νόημα της ασωτίας. Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από το δρόμο της ευτέλειας.
Και δε χρειάζεται να χρηματοδοτεί κανείς πρόθυμους επιτήδειους για να γεμίσει το κενό του. Και μόνο η αγορά αγαθών κρίνεται αρκετή. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτους από δυστυχισμένους υπερκαταναλωτές. Η θεοποίηση της κατανάλωσης είναι η θεοποίηση του χρήματος που τίθεται πάνω από τους ανθρώπους. Κι αυτή είναι η πιο επαίσχυντη μορφή αποξένωσης. Ο άνθρωπος αυτού του είδους είναι καταδικασμένος στη δυστυχία, αφού αδυνατεί να φτάσει στη γαλήνη της ισορροπίας που επέρχεται μόνο μέσα από την πληρότητα των συναισθημάτων, δηλαδή από την επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
Κι αν ο άσωτος είναι αυτός που τείνει προς τη μεριά της υπερβολής, ο ανελεύθερος τείνει προς τη μεριά της έλλειψης. Είναι αυτός που το χρήμα το αντιλαμβάνεται πρωτίστως ως αντικείμενο προς αποθήκευση. Ένας τέτοιος άνθρωπος επί της ουσίας αδυνατεί να συμμετέχει στις αληθινές χαρές της ζωής, καθώς τις έχει αντικαταστήσει με το χρήμα. Ο πλούτος είναι γι’ αυτόν η καθαυτό ευχαρίστηση, που ματαιώνει όλες τις άλλες. Συνήθως επικαλείται τη δικαιολογία της μελλοντικής αβεβαιότητας, που καθιστά συνετό το να έχει κανείς χρήματα στην άκρη.
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «υπάρχουν, πράγματι, κάποιοι που δίνουν την εντύπωση, ή τουλάχιστον έτσι λένε οι ίδιοι, ότι ο λόγος που φυλάγουν τα χρήματά τους είναι για να μη βρεθούν κάποια μέρα στην ανάγκη να κάνουν κάτι το άσχημο· εδώ ανήκει και ο “εξηνταβελόνης” και όλοι οι όμοιοί του – η λέξη ξεκινάει από την υπερβολή στην οποία φτάνουν, να μη θέλουν να δώσουν απολύτως τίποτε». (1121b 1, 29-33).
Κι εδώ δεν πρόκειται για την απαξίωση της αποταμίευσης. Η μεσότητα επιβάλλει να μεριμνά κανείς και για κάποια δύσκολη μελλοντική στιγμή. Το ζήτημα είναι η αναγωγή της αποταμίευσης σε σκοπό της ζωής. Σταδιακά ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να απομακρυνθεί από τους άλλους ανθρώπους. Αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να ξοδέψει απεχθάνεται τις συναναστροφές. Κι αυτό γιατί τις θυσιάζει. Το μάζεμα του πλούτου κρίνεται περισσότερο δελεαστικό. Βρισκόμαστε μπροστά στην απαρχή της ανελευθερίας. Ο πλούτος από απελευθερωτική δύναμη που εκπληρώνει τις επιθυμίες μετατρέπεται σε μηχανισμό υποδούλωσης εξαφανίζοντάς τες. Η αντικατάσταση των επιθυμιών από τη συγκέντρωση του πλούτου σηματοδοτεί τη θυσία των πάντων για χάρη του. Τελικά, πρόκειται για τη θυσία της ελευθερίας για την εξυπηρέτηση ενός πάθους.
Όμως, η ανελευθερία δεν είναι μόνο αυτό: «η ανελευθερία καλύπτει μεγάλη έκταση και είναι πολύμορφη – φαίνεται, πράγματι, ότι υπάρχουν πολλά είδη ανελευθερίας. Καθώς η ανελευθερία σχετίζεται με δύο πράγματα, με την έλλειψη στη δόση και με την υπερβολή στη λήψη, δεν εμφανίζεται στην ολοκληρωμένη της μορφή σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μερικές φορές χωρίζεται: άλλοι υπερβάλλουν στη λήψη και άλλοι ελλείπουν στη δόση». (1121b 1, 19-24).
Με άλλα λόγια, ανελεύθερος δεν είναι μόνο αυτός που τσιγκουνεύεται, αλλά κι αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να αποκτήσει περισσότερα, ασχέτως αν δεν τα χρειάζεται πραγματικά. Επί της ουσίας, τόσο ο άσωτος, όσο κι ο ανελεύθερος καταλήγουν στο ίδιο πράγμα από την άλλη πλευρά: στη θεοποίηση του χρήματος. Ο πρώτος το θεοποιεί για να το σπαταλήσει κι ο δεύτερος για να το αποθηκεύσει. Εν τέλει κανείς τους δεν είναι ελεύθερος: «Οι περισσότεροι όμως άσωτοι, όπως το έχουμε ήδη πει, και παίρνουν από κει που δεν πρέπει και είναι από την άποψη αυτή ανελεύθεροι». (1121a 1, 35-37).
Οι άσωτοι σταδιακά είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν χρήμα: «Την τάση να παίρνουν την αποκτούν επειδή θέλουν να ξοδεύουν, κάτι όμως που δεν είναι σε θέση να το κάνουν με την απλοχεριά που θέλουν, αφού τα υπάρχοντά τους εξαντλούνται γρήγορα· αναγκάζονται λοιπόν να τα προμηθευτούν από αλλού». (1121a 1, 37-40 και 1121b 1, 1).
Κι αυτό το «αλλού», όταν πρόκειται για ανθρώπους που εξυπηρετούν κάποιο πάθος, κρίνεται επίφοβο. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να φερθεί με ελευθεριότητα: «Από την άλλη μεριά, καθώς δε νοιάζονται καθόλου για το (ηθικά) ωραίο, παίρνουν απερίσκεπτα και από παντού· το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο. Γι’ αυτό και όταν δίνουν, η ενέργειά τους αυτή δεν έχει καθόλου τα χαρακτηριστικά της ελευθεριότητας, αφού ούτε (ηθικά) ωραία είναι, ούτε σε έναν τέτοιου είδους συγκεκριμένο σκοπό αποβλέπει». (1121b 1, 2-6).
Βέβαια, ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ακραίες περιπτώσεις. Γι’ αυτό και η φράση: «το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο». Οι άνθρωποι, όταν χάνουν το σημείο της μεσότητας δε φτάνουν αναγκαστικά στα απόλυτα άκρα. Άλλοι βρίσκονται κοντά της (αν και όχι ακριβώς), άλλοι ακόμη μακρύτερα και πάει λέγοντας. Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει ότι τα σημεία εκτός του μέσου είναι άπειρα. Από αυτή την άποψη και η έννοια άσωτος έχει διαβαθμίσεις ανάλογα από το πόσο απέχει κανείς από το μέσο. Αυτός που τείνει στην υπερβολή τείνει προς την ασωτία, κι άλλος μπορεί να τείνει πολύ κι άλλος λίγο.
Η πλήρης αδιαφορία για τον τρόπο που αποκτά κανείς τον πλούτο προκειμένου να τον ξοδέψει αφορά προφανώς το ανώτατο σημείο της υπερβολής, δηλαδή το πιο απομακρυσμένο από το μέσο. Όμως, κι ο άσωτος που δεν κινείται στα άκρα, μπορεί να μην έχει φτάσει στο ακραίο σημείο του ολοκληρωτικού αμοραλισμού ή ανηθικότητας, αλλά είναι σε θέση να επιβαρύνει τα κοντινά του πρόσωπα αποσπώντας χρήματα ή να αυτοκαταστραφεί καταφεύγοντας σε τοκογλύφους. Η διαβάθμιση παίζει σπουδαίο ρόλο στο μέγεθος της αριστοτελικής ασωτίας κι αυτό επιβεβαιώνει εκ νέου τη σημασία της μεσότητας, αφού όσο πιο κοντά βρίσκεται κανείς σ’ αυτή, τόσο πιο ακίνδυνες είναι οι επιλογές του.
Ακριβώς το ίδιο κι από την πλευρά της έλλειψης. Ο τσιγκούνης που βρίσκεται κοντά στη μεσότητα μπορεί να περνά απαρατήρητος. Όσο όμως απομακρύνεται, τόσο πιο ισχυρά γίνονται τα δεσμά της ανελευθερίας του. Ο ολοκληρωτικά τσιγκούνης μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός και για τους γύρω του και για τον εαυτό του. Το βέβαιο είναι ότι ο τσιγκούνης δε συμπεριφέρεται αρπακτικά προς τους άλλους: «Αυτοί που τους λέμε με λέξεις όπως “τσιγκούνης”, “σφιχτός”, “σπαγκοραμμένος”, όλοι τους ελλείπουν στη δόση· δεν επιθυμούν, πάντως, τα ξένα υλικά αγαθά, ούτε και θέλουν να τα πάρουν, μερικοί από ένα είδος εντιμότητας και αποφυγής των άσχημων πραγμάτων και άλλοι πάλι κρατιούνται μακριά από τα ξένα αγαθά από φόβο, λέγοντας πως δεν είναι εύκολο ο ίδιος να παίρνεις τα αγαθά των άλλων, να εμποδίζεις όμως τους άλλους να πάρουν τα δικά σου· προτιμούν λοιπόν μήτε να παίρνουν μήτε να δίνουν». (1121b 1, 25-28 και 1121b 1, 33-35).
Από την πλευρά της έλλειψης εκείνος που προτιμά την αισχροκέρδεια κρίνεται απείρως επικινδυνότερος από τον τσιγκούνη: «Άλλοι, πάλι, υπερβάλλουν στη λήψη, καθώς παίρνουν από παντού και τα πάντα, όπως π.χ. αυτοί που κάνουν βρόμικες και χυδαίες δουλειές: οι σωματέμποροι και όλοι οι όμοιοί τους ή οι τοκογλύφοι που δανείζουν μικρά ποσά με μεγάλους τόκους. Όλοι αυτοί παίρνουν από εκεί που δεν πρέπει και όσα δεν πρέπει. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι προφανώς η αισχροκέρδεια, αφού για κάποιο κέρδος, και αυτό μικρό, είναι πρόθυμοι να υπομείνουν κάθε λογής ντροπή. Γιατί αυτούς που παίρνουν μεγάλα κέρδη, όχι όμως από κει που πρέπει, κέρδη που δε θα έπρεπε να τα κερδίζουν, αυτούς δεν τους λέμε ανελεύθερους (τους τυράννους π.χ. που καταστρέφουν πόλεις και λεηλατούν ιερά), αλλά μάλλον κακούς, ασεβείς και άδικους». (1121b 1, 35-39 και 1122a 1, 1-8).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τους άδικους και τους κακούς από τους ανελεύθερους ανάλογα με τα κέρδη που αποκτιούνται. Οι ανελεύθεροι έχουν να κάνουν με τα μικρά κέρδη. Όταν τα ποσά μεγαλώνουν οι έννοιες αλλάζουν. Κι αυτό έχει να κάνει με το νόμο. Ο άσωτος, ως ανελεύθερος, είναι υπόδουλος του χρήματος, αλλά δεν παραβαίνει το νόμο (ή τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό). Ο τύραννος, όπως και ο άδικος, εγκληματούν. Κι αυτό τους καθιστά διαφορετικούς, παρόλο που το κίνητρο μπορεί να είναι και πάλι το χρήμα. Όταν μιλάμε γι’ αυτούς, αυτό που τίθεται πρωτίστως δεν είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το χρήμα, αλλά ότι παραβαίνουν το νόμο. Και το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι μια άλλη υπόθεση.
Η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα είναι πολύ ενδεικτική για την κατάδειξη της επικρατούσας αντίληψης για την ευτυχία. Κι όσο πιο στρεβλή αποδεικνύεται, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Αν η στρέβλωση πάρει συλλογικές διαστάσεις, γίνει δηλαδή κοινωνικό πρότυπο, τότε η απληστία, η αδικία και η εξαπάτηση μετατρέπονται σε κανόνες ζωής. Μια τέτοια κοινωνία όμως δεν μπορεί να προσδοκά και πολλά. Το μόνο που της μένει είναι το ανελεύθερο. Κι αυτό οι πολίτες πρέπει να το λάβουν υπόψη τους πολύ σοβαρά.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου