Όταν ο επιθεωρητής πήγε σ’ αυτόν (ήταν Επικούρειος), ο Επίκτητος του είπε: Είναι σωστό εμείς, οι άσχετοι, να ρωτάμε εσάς, τους φιλοσόφους,- όπως αυτοί που μπαίνουν σε ξένη πόλη ρωτάνε τους πολίτες και όσους την ξέρουν- τι είναι το καλύτερο στον κόσμο ώστε, αφού μάθουμε ποιο είναι, να το αναζητήσουμε κι εμείς- όπως οι άλλοι αναζητούν τα αξιοθέατα της πόλης- και να το δούμε. Κανείς σχεδόν δεν αντιλέγει ότι τρία πράγματα αφορούν τον άνθρωπο, η ψυχή, το σώμα και τα εξωτερικά πράγματα- δικό σας έργο, λοιπόν, είναι ν’ απαντήσετε ποιο είναι το καλύτερο. Τι θα πούμε στους ανθρώπους; Η σάρκα; Γι’ αυτήν έπλευσε ο Μάξιμος μέχρι την Κασσιόπη, χειμωνιάτικα, με τον γιο του στο πηδάλιο; Για την ηδονή της σάρκας;
Εκείνος αρνήθηκε και είπε: Κάθε άλλο.
Οπότε ο Επίκτητος συνέχισε: Δεν πρέπει ν’ αναζητούμε το καλύτερο; – Πάνω απ’ όλα αυτό πρέπει. -Τι καλύτερο, λοιπόν, έχουμε από τη σάρκα;
– Την ψυχή, είπε.
-Και ποια είναι καλύτερα; Τα αγαθά της ψυχής εξαρτώνται από την ελεύθερη βούλησή μας ή όχι;
-Εξαρτώνται.
– Άρα, η ηδονή της ψυχής εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή μας;
-Το παραδέχτηκε.
-Και η ηδονή αυτή πώς δημιουργείται; Αφ’ εαυτού της; Αυτό είναι αδιανόητο, προηγούμενη αυτής πρέπει να υπάρχει η ουσία του καλού που, άμα την έχουμε, θα νιώσουμε την ηδονή στην ψυχή μας.
-Το παραδέχτηκε κι αυτό.
-Σε τι, λοιπόν, θα νιώσουμε αυτή την ψυχική ηδονή; Αν, δηλαδή, είναι στα ψυχικά αγαθά, θα έχει βρεθεί η ουσία του καλού, αφού δεν μπορεί άλλο να είναι το καλό και άλλο εκείνο για το οποίο χαιρόμαστε- κι ακόμα, αν το πρότερο δεν είναι αγαθό, δεν μπορεί να είναι αγαθό το ύστερο. Για να είναι εύλογο το επιγενόμενο, πρέπει να είναι αγαθό το προηγούμενο. Αλλά δεν θα μιλήσετε έτσι, αν έχετε μυαλό, διότι θα πείτε ότι αυτά είναι ανακόλουθα προς τον Επίκουρο και τις άλλες σας θεωρίες. Δεν σας μένει παρά να πείτε ότι στις σωματικές ηδονές βρίσκεται η ηδονή της ψυχής- αυτές, συνεπώς, γίνονται το προηγούμενο και η ουσία του καλού.
Γι’ αυτό ο Μάξιμος ενήργησε ανόητα, αν ταξίδεψε για κάτι άλλο εκτός από τη σάρκα, δηλαδή για ό,τι το καλύτερο. Ανόητα επίσης ενεργεί όποιος αποφεύγει να πάρει τα αγαθά του άλλου, ενώ είναι δικαστής και μπορεί να τα πάρει. Αλλά, αν θέλεις, ας φροντίσουμε μόνο να γίνει η κλοπή κρυφά, σίγουρα και χωρίς να το μάθει κανείς. Κατά τον Επίκουρο, δηλαδή, το κακό δεν είναι να κλέψεις αλλά να σε πιάσουν, και μόνο επειδή “δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα περάσεις απαρατήρητος” λέει: “Μην κλέβετε”. Αλλά εγώ σου λέω ότι, αν γίνει καλά και κρυφά, δεν θα μας κυνηγήσουν- εξάλλου, “έχουμε στη Ρώμη ισχυρούς φίλους και φίλες”, ενώ “οι Έλληνες είναι άπραγοι. Κανείς τους δεν θα τολμήσει ν’ ανέβει στη Ρώμη γι’ αυτό”. Γιατί ν’ απαρνηθείς το δικό σου καλό; Είναι ανόητο, είναι ηλίθιο. Ακόμα κι αν μου πεις ότι θα το απαρνηθείς, δε θα σε πιστέψω. Όπως, άλλωστε, είναι αδύνατο να συγκατατεθούμε σε κάτι που φαίνεται ψεύτικο και ν’ αρνηθούμε κάτι αληθινό, το ίδιο αδύνατον είναι ν’ απαρνηθούμε κάτι που φαίνεται καλό. Όμως ο πλούτος είναι αγαθό και όντως θα μπορούσα να πω, αυτό που δίνει τις περισσότερες ηδονές. Γιατί δεν κυνηγάς τον πλούτο; Γιατί δεν πάμε να διαφθείρουμε τη γυναίκα του γείτονα, αν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να μας καταλάβουν, κι αν ο άντρας της πει καμιά ανοησία, γιατί δεν του σπάμε και τον λαιμό; Και τούτα, αν θέλεις να είσαι όπως πρέπει φιλόσοφος, τέλειος, πιστός στις αρχές σου- ειδεμή, δεν θα διαφέρεις σε τίποτε από μας, τους λεγόμενους Στωικούς- εμείς, δηλαδή, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε. Λέμε τα ωραία και κάνουμε τα άσχημα- η δική σου διαστροφή θα είναι αντίθετη- θα διακηρύσσεις τα άσχημα και θα κάνεις τα ωραία.
Στον Θεό σου! Φαντάζεσαι πόλη Επικούρειων; “Εγώ δεν παντρεύομαι”. “Ούτε εγώ- δεν πρέπει να παντρευόμαστε”. Ούτε να κάνουμε παιδιά, ούτε ν’ ασκούμε πολιτικά καθήκοντα. Και, τότε τι γίνεται; Από πού θα βρίσκονται οι πολίτες; Ποιος θα τους εκπαιδεύει; Ποιος θα είναι ο εφήβαρχος; Ποιος ο γυμνασίαρχος; Και τι παιδεία θα έχουν; Των Λακεδαιμονίων ή των Αθηναίων; Πάρε μου ένα νεαρό και ανάθρεψέ τον με τις δικές σου αρχές. Οι αρχές σου είναι κακές, ανατρέπουν πολιτεύματα, διαλύουν οικογένειες, δεν κάνουν ούτε για γυναίκες. Ασ’ τα αυτά, άνθρωπέ μου. Ζεις σε ηγέτιδα πόλη- πρέπει να πάρεις αξίωμα, να κρίνεις δίκαια, να μη φθονείς ξένα αγαθά, να μη θεωρείς άλλη γυναίκα ωραιότερη από τη δική σου, κανένα αγόρι όμορφο, ούτε αργυρό ή χρυσό αγγείο όμορφο. Αναζήτησε αρχές σύμφωνες με τα παραπάνω και, ξεκινώντας από αυτές, εύκολα θ’ αρνείσαι πράγματα που μπορούν να μας συναρπάσουν και να μας νικήσουν. Αν, αντίθετα, πέρα από την ευλογοφάνειά τους, έχουμε και φιλοσοφική θεωρία σαν τη δική σας, που μας σπρώχνει σ’ αυτά και μας βάζει να τα εκτιμούμε τι θα γίνει; Στο αγγείο τι είναι καλύτερο, το ασήμι ή η τέχνη; Η ουσία του χεριού είναι η σάρκα, αλλά τα έργα του χεριού προηγούνται. Άρα και τα καθήκοντα είναι τριών ειδών- τα πρώτα αφορούν το είναι, τα δεύτερα το είναι συγκεκριμένου είδους και τα τρίτα αφορούν τα προηγούμενα πράγματα καθαυτά. Το ίδιο και στον άνθρωπο, δεν πρέπει να εκτιμούμε την ύλη, το σαρκίο, αλλά τα προηγούμενα πράγματα. Ποια είναι αυτά; Να εκτελούμε τα χρέη μας ως πολίτες, να παντρευόμαστε, να κάνουμε παιδιά, να σεβόμαστε τον Θεό, να φροντίζουμε τους γονείς μας, να έχουμε επιθυμίες, αποστροφές, κλίσεις και αντιθέσεις, όπως ταιριάζει στο καθένα από αυτά και σύμφωνα με τη φύση μας. Τι σημαίνει σύμφωνα με τη φύση μας; Ως ελεύθεροι, ευγενείς, συγκρατημένοι. Ποιο άλλο ζώο, άλλωστε, κοκκινίζει, ποιο ζώο έχει την παράσταση της ντροπής; Πρέπει να υποτάξεις την ηδονή σε τούτα ως βοηθό, ως υπηρέτρια, για να παρακινεί την προθυμία σου και να σε κρατάει στα κατά φύση έργα.
-Εγώ, όμως, είμαι πλούσιος και δεν χρειάζομαι τίποτα.
Τότε, γιατί προσποιείσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Σου αρκούν τα χρυσά και αργυρά αγγεία, τι ανάγκη έχεις τι θεωρίες;
– Αλλά είμαι και κριτής στους Έλληνες.
– Ξέρεις να κρίνεις; Ποιος σ’ έμαθε να κρίνεις;
-Ο Καίσαρας μού έγραψε συστατικές επιστολές.
-Να σου γράψει κι άλλες, να κρίνεις και για τα μουσικά, και τι θα κερδίσεις; Εξάλλου, πώς έγινες κριτής; Ποιανού χέρι φίλησες; Του Συμφόρου ή του Νουμηνίου; Σε ποιανού τον προθάλαμο κοιμήθηκες; Σε ποιον έστειλες δώρα; Μα δεν καταλαβαίνεις πως είσαι τόσο άξιος κριτής όσο και ο Νουμήνιος;
– Αλλά μπορώ να βάλω φυλακή όποιον θέλω.
– Όπως και μια πέτρα.
-Μπορώ και να ξυλοκοπήσω όποιον θέλω.
– Όπως κι ένα γαϊδούρι. Έτσι, όμως, δεν κυβερνάς ανθρώπους. Κυβέρνησέ μας ως λογικούς ανθρώπους δείχνοντάς μας τι είναι συμφέρον, και θ’ ακολουθήσουμε. Δείξε μας τι είναι ασύμφορο, και θ’ απομακρυνθούμε. Κάνε μας ζηλωτές σου, όπως ο Σωκράτης έκανε άλλους ζηλωτές του εαυτού του. Εκείνος, πραγματικά, κυβερνούσε τους ανθρώπους ως ανθρώπους, διότι τους ανάγκαζε να του υποβάλλουν τις επιθυμίες τους, τις αποστροφές τους, τις επιλογές τους και τις αρνήσεις τους.
“Κάνε αυτό, μην κάνεις αυτό- αλλιώς, θα σε βάλω φυλακή”. Δεν είναι έτσι που κυβερνάνε λογικούς ανθρώπους. Αλλά, “όπως διέταξε ο Δίας, κάνε αυτό- αν δεν το κάνεις, θα πάθεις βλάβη, θα ζημιωθείς”. Ποια βλάβη; Καμιά άλλη, παρά μόνο ότι δεν έκανες το καθήκον σου- θα χάσεις την πίστη, τη συγκράτηση, την κοσμιότητα. Μη ζητάς ζημιές άλλες, μεγαλύτερες από τούτες.
Οπότε ο Επίκτητος συνέχισε: Δεν πρέπει ν’ αναζητούμε το καλύτερο; – Πάνω απ’ όλα αυτό πρέπει. -Τι καλύτερο, λοιπόν, έχουμε από τη σάρκα;
– Την ψυχή, είπε.
-Και ποια είναι καλύτερα; Τα αγαθά της ψυχής εξαρτώνται από την ελεύθερη βούλησή μας ή όχι;
-Εξαρτώνται.
– Άρα, η ηδονή της ψυχής εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή μας;
-Το παραδέχτηκε.
-Και η ηδονή αυτή πώς δημιουργείται; Αφ’ εαυτού της; Αυτό είναι αδιανόητο, προηγούμενη αυτής πρέπει να υπάρχει η ουσία του καλού που, άμα την έχουμε, θα νιώσουμε την ηδονή στην ψυχή μας.
-Το παραδέχτηκε κι αυτό.
-Σε τι, λοιπόν, θα νιώσουμε αυτή την ψυχική ηδονή; Αν, δηλαδή, είναι στα ψυχικά αγαθά, θα έχει βρεθεί η ουσία του καλού, αφού δεν μπορεί άλλο να είναι το καλό και άλλο εκείνο για το οποίο χαιρόμαστε- κι ακόμα, αν το πρότερο δεν είναι αγαθό, δεν μπορεί να είναι αγαθό το ύστερο. Για να είναι εύλογο το επιγενόμενο, πρέπει να είναι αγαθό το προηγούμενο. Αλλά δεν θα μιλήσετε έτσι, αν έχετε μυαλό, διότι θα πείτε ότι αυτά είναι ανακόλουθα προς τον Επίκουρο και τις άλλες σας θεωρίες. Δεν σας μένει παρά να πείτε ότι στις σωματικές ηδονές βρίσκεται η ηδονή της ψυχής- αυτές, συνεπώς, γίνονται το προηγούμενο και η ουσία του καλού.
Γι’ αυτό ο Μάξιμος ενήργησε ανόητα, αν ταξίδεψε για κάτι άλλο εκτός από τη σάρκα, δηλαδή για ό,τι το καλύτερο. Ανόητα επίσης ενεργεί όποιος αποφεύγει να πάρει τα αγαθά του άλλου, ενώ είναι δικαστής και μπορεί να τα πάρει. Αλλά, αν θέλεις, ας φροντίσουμε μόνο να γίνει η κλοπή κρυφά, σίγουρα και χωρίς να το μάθει κανείς. Κατά τον Επίκουρο, δηλαδή, το κακό δεν είναι να κλέψεις αλλά να σε πιάσουν, και μόνο επειδή “δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα περάσεις απαρατήρητος” λέει: “Μην κλέβετε”. Αλλά εγώ σου λέω ότι, αν γίνει καλά και κρυφά, δεν θα μας κυνηγήσουν- εξάλλου, “έχουμε στη Ρώμη ισχυρούς φίλους και φίλες”, ενώ “οι Έλληνες είναι άπραγοι. Κανείς τους δεν θα τολμήσει ν’ ανέβει στη Ρώμη γι’ αυτό”. Γιατί ν’ απαρνηθείς το δικό σου καλό; Είναι ανόητο, είναι ηλίθιο. Ακόμα κι αν μου πεις ότι θα το απαρνηθείς, δε θα σε πιστέψω. Όπως, άλλωστε, είναι αδύνατο να συγκατατεθούμε σε κάτι που φαίνεται ψεύτικο και ν’ αρνηθούμε κάτι αληθινό, το ίδιο αδύνατον είναι ν’ απαρνηθούμε κάτι που φαίνεται καλό. Όμως ο πλούτος είναι αγαθό και όντως θα μπορούσα να πω, αυτό που δίνει τις περισσότερες ηδονές. Γιατί δεν κυνηγάς τον πλούτο; Γιατί δεν πάμε να διαφθείρουμε τη γυναίκα του γείτονα, αν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να μας καταλάβουν, κι αν ο άντρας της πει καμιά ανοησία, γιατί δεν του σπάμε και τον λαιμό; Και τούτα, αν θέλεις να είσαι όπως πρέπει φιλόσοφος, τέλειος, πιστός στις αρχές σου- ειδεμή, δεν θα διαφέρεις σε τίποτε από μας, τους λεγόμενους Στωικούς- εμείς, δηλαδή, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε. Λέμε τα ωραία και κάνουμε τα άσχημα- η δική σου διαστροφή θα είναι αντίθετη- θα διακηρύσσεις τα άσχημα και θα κάνεις τα ωραία.
Στον Θεό σου! Φαντάζεσαι πόλη Επικούρειων; “Εγώ δεν παντρεύομαι”. “Ούτε εγώ- δεν πρέπει να παντρευόμαστε”. Ούτε να κάνουμε παιδιά, ούτε ν’ ασκούμε πολιτικά καθήκοντα. Και, τότε τι γίνεται; Από πού θα βρίσκονται οι πολίτες; Ποιος θα τους εκπαιδεύει; Ποιος θα είναι ο εφήβαρχος; Ποιος ο γυμνασίαρχος; Και τι παιδεία θα έχουν; Των Λακεδαιμονίων ή των Αθηναίων; Πάρε μου ένα νεαρό και ανάθρεψέ τον με τις δικές σου αρχές. Οι αρχές σου είναι κακές, ανατρέπουν πολιτεύματα, διαλύουν οικογένειες, δεν κάνουν ούτε για γυναίκες. Ασ’ τα αυτά, άνθρωπέ μου. Ζεις σε ηγέτιδα πόλη- πρέπει να πάρεις αξίωμα, να κρίνεις δίκαια, να μη φθονείς ξένα αγαθά, να μη θεωρείς άλλη γυναίκα ωραιότερη από τη δική σου, κανένα αγόρι όμορφο, ούτε αργυρό ή χρυσό αγγείο όμορφο. Αναζήτησε αρχές σύμφωνες με τα παραπάνω και, ξεκινώντας από αυτές, εύκολα θ’ αρνείσαι πράγματα που μπορούν να μας συναρπάσουν και να μας νικήσουν. Αν, αντίθετα, πέρα από την ευλογοφάνειά τους, έχουμε και φιλοσοφική θεωρία σαν τη δική σας, που μας σπρώχνει σ’ αυτά και μας βάζει να τα εκτιμούμε τι θα γίνει; Στο αγγείο τι είναι καλύτερο, το ασήμι ή η τέχνη; Η ουσία του χεριού είναι η σάρκα, αλλά τα έργα του χεριού προηγούνται. Άρα και τα καθήκοντα είναι τριών ειδών- τα πρώτα αφορούν το είναι, τα δεύτερα το είναι συγκεκριμένου είδους και τα τρίτα αφορούν τα προηγούμενα πράγματα καθαυτά. Το ίδιο και στον άνθρωπο, δεν πρέπει να εκτιμούμε την ύλη, το σαρκίο, αλλά τα προηγούμενα πράγματα. Ποια είναι αυτά; Να εκτελούμε τα χρέη μας ως πολίτες, να παντρευόμαστε, να κάνουμε παιδιά, να σεβόμαστε τον Θεό, να φροντίζουμε τους γονείς μας, να έχουμε επιθυμίες, αποστροφές, κλίσεις και αντιθέσεις, όπως ταιριάζει στο καθένα από αυτά και σύμφωνα με τη φύση μας. Τι σημαίνει σύμφωνα με τη φύση μας; Ως ελεύθεροι, ευγενείς, συγκρατημένοι. Ποιο άλλο ζώο, άλλωστε, κοκκινίζει, ποιο ζώο έχει την παράσταση της ντροπής; Πρέπει να υποτάξεις την ηδονή σε τούτα ως βοηθό, ως υπηρέτρια, για να παρακινεί την προθυμία σου και να σε κρατάει στα κατά φύση έργα.
-Εγώ, όμως, είμαι πλούσιος και δεν χρειάζομαι τίποτα.
Τότε, γιατί προσποιείσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Σου αρκούν τα χρυσά και αργυρά αγγεία, τι ανάγκη έχεις τι θεωρίες;
– Αλλά είμαι και κριτής στους Έλληνες.
– Ξέρεις να κρίνεις; Ποιος σ’ έμαθε να κρίνεις;
-Ο Καίσαρας μού έγραψε συστατικές επιστολές.
-Να σου γράψει κι άλλες, να κρίνεις και για τα μουσικά, και τι θα κερδίσεις; Εξάλλου, πώς έγινες κριτής; Ποιανού χέρι φίλησες; Του Συμφόρου ή του Νουμηνίου; Σε ποιανού τον προθάλαμο κοιμήθηκες; Σε ποιον έστειλες δώρα; Μα δεν καταλαβαίνεις πως είσαι τόσο άξιος κριτής όσο και ο Νουμήνιος;
– Αλλά μπορώ να βάλω φυλακή όποιον θέλω.
– Όπως και μια πέτρα.
-Μπορώ και να ξυλοκοπήσω όποιον θέλω.
– Όπως κι ένα γαϊδούρι. Έτσι, όμως, δεν κυβερνάς ανθρώπους. Κυβέρνησέ μας ως λογικούς ανθρώπους δείχνοντάς μας τι είναι συμφέρον, και θ’ ακολουθήσουμε. Δείξε μας τι είναι ασύμφορο, και θ’ απομακρυνθούμε. Κάνε μας ζηλωτές σου, όπως ο Σωκράτης έκανε άλλους ζηλωτές του εαυτού του. Εκείνος, πραγματικά, κυβερνούσε τους ανθρώπους ως ανθρώπους, διότι τους ανάγκαζε να του υποβάλλουν τις επιθυμίες τους, τις αποστροφές τους, τις επιλογές τους και τις αρνήσεις τους.
“Κάνε αυτό, μην κάνεις αυτό- αλλιώς, θα σε βάλω φυλακή”. Δεν είναι έτσι που κυβερνάνε λογικούς ανθρώπους. Αλλά, “όπως διέταξε ο Δίας, κάνε αυτό- αν δεν το κάνεις, θα πάθεις βλάβη, θα ζημιωθείς”. Ποια βλάβη; Καμιά άλλη, παρά μόνο ότι δεν έκανες το καθήκον σου- θα χάσεις την πίστη, τη συγκράτηση, την κοσμιότητα. Μη ζητάς ζημιές άλλες, μεγαλύτερες από τούτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου