2. Μορφολογική και σημασιολογική αναλογία
§ 15. Η αναλογία συνδέεται με τη μορφή ή με τη σημασία: μορφολογική και σημασιολογική αναλογία. Ο συνδυασμός των δύο δυνατοτήτων δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία νεόπλαστων λέξεων· έτσι το ρήμα ὑγραίνειν συνδέεται με το ἰσχναίνειν και από τις δύο απόψεις: πρώτον με την αναλογία
ἰσχνός: ἰσχναίνειν = ὑγρός: ὑγραίνειν
δεύτερον με την αντιθετική σύνδεση του 'ξηρός' και του 'υγρός'. Εκτός από την ταύτιση ή την ομοιότητα της σημασίας πολύ σημαντικός για τη δημιουργία καινούριων λέξεων είναι ο σχηματισμός ζευγαριών αντίθετων εννοιών, καθώς οι αντιθετικές έννοιες συνδέονται μέσα στην πρόταση εξίσου καλά με τις συγγενικές, και από τη συμπαράταξή τους στην πρόταση δημιουργούνται πολύ εύκολα νεόπλαστες[1]. Εντούτοις για τον αναλογικό σχηματισμό καινούριων λέξεων θα αρκούσε η μία από τις δύο ομοιότητες, η μορφολογική ή η σημασιολογική· για την καθαρά ή κυρίως μορφολογική [2] αναλογία σχετικά με το -άζειν από θέματα σε ᾱ, για τη σημασιολογική π.χ. ἀρχεῖον κατά τα κουρεῖον, χαλκεῖον κτό).
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι συχνά οι μορφολογικές αναλογικές εξισώσεις επιτυγχάνονται μόνον ύστερα από μετατόπιση της σχέσης ή με την επικέντρωση σε επιμέρους ομοιότητες (και με την παράλειψη άλλων διαφορών). Σχετικά με τη μετατόπιση της μορφολογικής σχέσης για τα ρήματα σε -εύειν από θέματα σε ο (με παράκαμψη των αρχικά ενδιάμεσων θεμάτων σε ευ), επίσης σχετικά με τη μερική ομοιότητα π.χ. ὑψοῦν κατά το ὕψος (ουσ., θέμα σε σ) κατά το ταπεινοῦν από το ταπεινός (επίθ., θέμα σε ο).
§ 16. Ένα ιδιαίτερο είδος αναλογίας αποτελεί ο παραλληλισμός επιθημάτων. Ορισμένα προσφιλή επιθήματα συνενώνονταν σε ζευγάρια ή σε ομάδες, επειδή οι σημασίες τους είχαν έκδηλες εννοιολογικές σχέσεις. Αν λοιπόν το ένα από τα επιθήματα χρησιμοποιόταν σε μια λέξη, μπορούσε να προσφέρει στη βάση του έναν από τους συντρόφους του, ακόμη και αν δεν ταίριαζε ακριβώς στη θεματική μορφή της βάσης. Έτσι σύμφωνα με την το ρήμα ἀσθενοῦν μπορεί να εμφανίστηκε δίπλα στο επίθετο ἀσθενής ως τέταρτο μέλος της αναλογίας
καρτερεῖν : καρτεροῦν = ἀσθενεῖν : κτλ.
σχετικά με τα -αίνειν: -άζειν.
Πάντως αυτή η διαδικασία σχηματισμού δεν έχει τη σημασία που της αποδίδουν πολλοί. Είναι δυνατόν να συμβεί μόνο με επιθήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστική γενική έννοια, όπως π.χ. τα -οῦν και -εῖν. Συχνότερα ο παραλληλισμός των επιθημάτων δημιουργείται από την από κοινού κατάκτηση επιθημάτων της ίδιας κατηγορίας: πρωτεύειν - πρωτεία - πρωτεῖον από το πρῶτος κατά τα ἀριστεύειν - ἀριστεία - ἀριστεῖον από το (ἄριστος -) ἀριστεύς· πρβ. ἀνδραγαθίζεσθαι -εῖν - ἀνδραγαθία , -ίς: -ίζειν. Σε πάρα πολλές, ίσως στις περισσότερες περιπτώσεις, ο παραλληλισμός είναι μόνο φαινομενικός· γιατί, όπως είναι ευνόητο, συχνά συμβαίνει σε διαφορετικούς συγγραφείς, σε διαφορετικά γραμματειακά είδη, σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικές διαλέκτους να μαρτυρούνται διαφορετικές παραγωγές από την ίδια βάση, έτσι ώστε στον επιπόλαιο χρήστη του λεξικού να φαίνονται ως παράλληλοι σχηματισμοί. Αν αφαιρέσουμε αυτά τα συμπτωματικά παράλληλα, δεν απομένουν ανταγωνιστικοί παράλληλοι σχηματισμοί, παρά μόνο αντίθετοι ή συμπληρωματικοί.
§ 17. Την αντανάκλαση ενός παρόμοιου πανάρχαιου συσχετισμού επιθημάτων, που, ενώ αρχικά ήταν συγγενικά από άποψη σημασίας, έγιναν σταδιακά συνώνυμα, μπορούμε ίσως να διακρίνουμε στα ονομαζόμενα ινδοευρωπαϊκά ουδέτερα σε r / n -: λατ. iter itin - eris 'δρόμος', iecur iecin - oris 'συκώτι' (και στα δύο το θέμα σε r μεταφέρθηκε και στις πλάγιες πτώσεις), αρχ. ελλ. ἧπαρ ἥπατ-ος 'συκώτι' (το -ατ- αντικατέστησε το θέμα σε n), ὕδωρ ὕδατος 'νερό', πρβ. επίσης. Μόνο που αυτός ο τρόπος σχηματισμού στα αρχαία ελληνικά παρακμάζει μπροστά στα μάτια μας· μάλιστα στα νέα ελληνικά χάθηκε ακόμα και η λέξη ὕδωρ· αντικαταστάθηκε από το νερό = νᾱρόν νηρόν 'τρεχούμενο (νερό)'.[3]
--------------------------
[1] Ψευδοϊσοκράτης 1 § 26 τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιΐαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις.
[2] Φυσικά εδώ γίνεται λόγος μόνο για την έλλειψη εννοιολογικών σχέσεων μεταξύ των βάσεων και όχι για έλλειψη της απαραίτητης σημασιολογικής σχέσης του επιθήματος με τη βάση.
[3] Συγκεκριμένα, κατά την ελληνιστική περίοδο δημιουργήθηκε το επίθετο νηρός 'γεμάτος νιάτα, φρέσκος' από συναίρεση του αρχαίου νεαρός, και η παλιά λέξη αντικαταστάθηκε από το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (νηρόν ὕδωρ). Η τροπή άτονου [ir] σε [er] είναι συνηθισμένη στα μεσαιωνικά και στα νέα ελληνικά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου