Το απόκρυφο αυτό βιβλίο εμπλουτίζει ουσιαστικά τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, συμπληρώνοντας τα κενά που αφήνει η διήγηση του βίου του Αδάμ και της Εύας. Όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς με μια ανάγνωση, το βιβλίο αυτό δεν αλλάζει, δεν παραποιεί το πρωτότυπο κείμενο της Βίβλου. Όπου χρησιμοποιείται, παρουσιάζεται αυτούσιο νοηματικά και σε μερικές σημεία και αυτολεξεί.
Το Ελληνικό κείμενο που παρουσιάζεται εκεί (και αναλύεται εδώ) είναι το αποκατεστημένο κείμενο του C. Tischendorf, βάσει τριών χειρογράφων (ένα βενετικό του 13ου αιώνα και δύο βιεννέζικα του 12-14ου αι.) Ο τίτλος του κειμένου είναι ”Αποκάλυψη Μωυσή”, ενώ το ”η ζωή του Αδάμ και της Εύας” το έδωσε στο κείμενο ο ίδιος ο Tischendorf και γρήγορα καθιερώθηκε (αφού είναι πιο περιγραφικό και το ξεχωρίζει από άλλα παρόμοια κείμενα που φέρουν το όνομα του Μωυσή, π.χ. η “ανάληψη του Μωυσή”). Το πρωτότυπο χαμένο κείμενο θεωρείται εβραϊκό του 1ου μ.Χ. αιώνα, αλλά μία από τις κύριες πηγές του Tischendorf θεωρείται ότι είχε υποστεί αρκετές χριστιανικές αλλοιώσεις, οπότε στο κείμενο εμφανίζονται και αρκετά πρωτο-χριστιανικά μοτίβα. Βέβαια, το κείμενο θα μπορούσε κάλλιστα απλά να περιέχει γνωστές απόψεις φαρισαϊκών κύκλων της εποχής (όπως η ιδέα της ανάστασης) που ενισχύθηκαν από τους Χριστιανούς αντιγραφείς. [για παράδειγμα, έχουμε τη διαρκή χρήση του ρήματος “ανάστημι” που δημιουργεί ένα αναστάσιμο μοτίβο στο κείμενο και το οποίο είναι πολύ πιθανόν να προϋπήρχε οποιασδήποτε χριστιανικής παρέμβασης, ειδικά δεδομένου πως ο Ιησούς δεν αναφέρεται καθόλου με οποιαδήποτε μορφή.]
Είναι φανερό πάντως ότι το κείμενο, αν και περιέχει την ιδέα της ανάστασης, δεν κάνει καμία νύξη περί μεσσιανισμού (αν και είναι προφανές ότι ο συγγραφέας είχε πολλές ευκαιρίες να το κάνει) γεγονός που ενισχύει την άποψη για την εβραϊκή του καταγωγή. Πάντως κάποια στοιχεία κοινά με τη θεολογία του Παύλου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι και οι δύο συγγραφείς έγραψαν περίπου την ίδια περίοδο, έχουν κάνει κάποιους να πιστεύουν ότι ενδεχομένως να κινούνταν στους ίδιους ιδεολογικούς κύκλους. Τα αντίγραφα χρονολογούνται μεταξύ 3ου και 5ου αιώνα.
Το Ελληνικό “Αποκάλυψις Μωϋσέως”
Περίληψη του κειμένου
Εισαγωγή
Το κείμενο ξεκινά ορίζοντας ως συγγραφέα το Μωυσή (όπως τα περισσότερα ψευδεπίγραφα, το κείμενο ορίζει σαφώς το συγγραφέα, ή μάλλον το άτομο του οποίου το κύρος προσπαθεί να σφετεριστεί ο πλαστογράφος). Το βιβλίο φέρεται να το έγραψε ο Μωυσής, αφού έλαβε τις πλάκες με τις 10 εντολές, όπως του τα είπε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Το κείμενο ξεκινά ορίζοντας ως συγγραφέα το Μωυσή (όπως τα περισσότερα ψευδεπίγραφα, το κείμενο ορίζει σαφώς το συγγραφέα, ή μάλλον το άτομο του οποίου το κύρος προσπαθεί να σφετεριστεί ο πλαστογράφος). Το βιβλίο φέρεται να το έγραψε ο Μωυσής, αφού έλαβε τις πλάκες με τις 10 εντολές, όπως του τα είπε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Κεφ 1-4 ● Κάιν και Άβελ
Ο Αδάμ και η Εύα κάνουνε τον Κάιν και τον Άβελ. Η Εύα βλέπει προφητικό όνειρο για τη δολοφονία του Άβελ. Ο Μιχαήλ λέει στον Αδάμ και την Εύα το περιστατικό, και τους αναγγέλει ότι ο Θεός θα τους στείλει άλλο γιο για αντικαταστάτη του Άβελ. Έπειτα η Εύα γεννάει τον Σηθ.
Κεφ 5-6 ● Η ασθένεια του Αδάμ
Κάποια στιγμή ο Αδάμ αρρωσταίνει και μαζεύονται οι 30 γιοι και οι 30 κόρες του για να προσευχηθούν στο Θεό, αν και εκφράζουν άγνοια για το τι είναι πόνος και ασθένεια. Ο Σηθ ρωτά τον Αδάμ μήπως αρρώστησε επειδή θυμήθηκε τον Παράδεισο και μήπως θέλει να του φέρει έναν συγκεκριμένο καρπό (εξηγείται παρακάτω). Ρωτάει επίσης πώς συνέβησαν όλα αυτά.
Κεφ 7-8 ● Σύντομη διήγηση της Πτώσης
Ο Αδάμ διηγείται την ιστορία της Πτώσης. Πρώτα κατηγορεί την Εύα γιατί είχε μαζί της αγγέλους να την προστατεύουν, αλλά έτυχε να ανέβουν στον ουρανό κάποια στιγμή για να λατρέψουν το Θεό και βρήκε ο εχθρός (αδιευκρίνιστος) την ευκαιρία και της έδωσε να φάει τον απαγορευμένο καρπό και μετά του έδωσε και του Αδάμ η Εύα να φάει. Έπειτα κατεβαίνει ο Θεός στον Παράδεισο με το θρόνο του και αναζητά τον Αδάμ. Έπειτα, ως τιμωρία για την παρακοή, καταριέται τον Αδάμ με 70 πληγές.
Κεφ 9-13 ● Ο Σηθ και το θηρίο
Έπειτα ο Αδάμ στέλνει την Εύα και τον Σηθ να πάνε έξω από τον Παράδεισο και να ζητήσουν τον καρπό που περιέχει το έλαιο του ελέους, ώστε να αλειφθεί και να αναπαυθεί και υπόσχεται δε, στον Σηθ ότι θα του πει ακριβώς πως πλανήθηκαν την πρώτη φορά. Καθώς πάνε στον Παράδεισο, ένα θηρίο χυμάει πάνω στον Σηθ και αρχίζουν και παλεύουν. Μετά από μια λεκτική αντιπαράθεση το θηρίο συμφωνεί να τους αφήσει ήσυχους μέχρι την ημέρα της κρίσεως και αφήνει τον Σηθ πληγωμένο. Φτάνοντας κοντά στον Παράδεισο, ο Σηθ και η Εύα αρχίζουν να προσεύχονται. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ κατεβαίνει και τους λέει ότι τον καρπό με το λάδι του ελέους δε θα δοθεί στον Αδάμ τώρα, αλλά την τελευταία ημέρα, όταν θα αναστηθούν όλοι οι απόγονοι του Αδάμ. Τέλος, τους στέλνει πίσω στον Αδάμ, λέγοντας πως σε τρεις μέρες θα πεθάνει.
Κεφ 14-19 ● Ο Διάβολος και ο Όφις
Όταν επιστρέφουν, ο Αδάμ ζητάει από την Εύα να τους μαζέψει όλους και να τους πει πώς εξέπεσαν από τον Παράδεισο. Η Εύα ξεκινά κατηγορώντας τον Αδάμ, επειδή ο Όφις ήταν ζώο υπό την επιτήρηση του Αδάμ. Ο Διάβολος πείθει τον Όφι να τον βοηθήσει να ξεγελάσει τον Άνθρωπο (πράγμα εύκολο, αφού ο Όφις ήταν το λιγότερο ευσεβές ζώο και απεχθανόταν να βρίσκεται στη σκιά του Ανθρώπου). Τελικά ο Όφις συμφωνεί να γίνει σκεύος του Σατανά. Έπειτα ο Σατανάς γαντζώνεται από το τείχος του Παραδείσου και, όταν οι άγγελοι που φυλάνε την Εύα ανεβαίνουν να προσκυνήσουν το Θεό, μεταμορφώνεται σε άγγελο και ξεγελάει την Εύα. Έπειτα ο Σατανάς αρχίζει να μιλά μέσω του Όφεως και πείθει την Εύα να φάει τον απαγορευμένο καρπό. Η Εύα του ανοίγει την πόρτα, αλλά εκείνος της λέει πως άλλαξε γνώμη και δε θα της δώσει να φάει (για να τη δελεάσει περισσότερο) παρά μόνο αν ορκιστεί πως θα δώσει και του Αδάμ να φάει. Η Εύα ορκίζεται και ο Σατανάς την παίρνει στην πλάτη για να φτάσει τον καρπό, τον οποίο είχε ήδη μολύνει με την κακία του.
Κεφ 20-30 ● Η Πτώση αναλυτικά
Η Εύα καταλαβαίνει πως είναι γυμνή και ντύνεται με τα μόνα φύλλα που βρίσκει και πηγαίνει να βρει τον Αδάμ, όπου ο Διάβολος την υποχρεώνει να τηρήσει τον όρκο της και να ταΐσει και τον Αδάμ. Έπειτα ο Θεός κατεβαίνει μεγαλοπρεπώς στον Παράδεισο και ακολουθεί η γνωστή στιχομυθία: Ο Θεός φωνάζει τον Αδάμ, αυτός απαντά ότι κρύφτηκε επειδή ντρεπόταν που ήταν γυμνός, ο Θεός ρωτά μήπως ο Αδάμ παράκουσε την εντολή του, ο Αδάμ κατηγορεί την Εύα και η Εύα το φίδι. Ο Θεός καταριέται τον Αδάμ (όπως και στη Γένεση). Ομοίως, καταριέται και την Εύα, κατηγορώντας την ως διεφθαρμένη από το Διάβολο. Επιπλέον καταριέται και τον Όφι να χάσει όλα του τα μέλη που είναι όμοια με ανθρώπου και ορίζεται η έχθρα φιδιών και ανθρώπων. Στη συνέχεια, άγγελοι πάνε να διώξουν τον Αδάμ και την Εύα, όπως τους διέταξε ο Θεός, αλλά αυτός τους παρακαλεί να τον αφήσουν να ζητήσει συγχώρεση. Τότε ο Θεός μαλώνει τους αγγέλους που σταμάτησαν την εκδίωξη, επειδή αμφέβαλαν για την εντολή του· είναι ο Θεός και ποτέ δεν κρίνει λάθος. Ο Θεός λέει στον Αδάμ ότι δεν πρόκειται να τον αφήσει στον Παράδεισο για να μη φάει από το δέντρο της ζωής, εκτός και αν παραμείνει καλός μέχρι το θάνατό του, οπότε όταν αναστηθεί, θα του δώσει να φάει από το δέντρο της ζωής. Έπειτα ο Αδάμ εκλιπαρεί για αρωματικά φυτά από τον Παράδεισο. Οι άγγελοι του δίνουν σπόρους και μετά τον διώχνουν από τον Παράδεισο μαζί με την Εύα. Εδώ η Εύα τελειώνει την ιστορία της (όλη ειπωμένη σε πρώτο πρόσωπο).
Κεφ 31-32 ● Ο θάνατος του Αδάμ
Εν τω μεταξύ ο Αδάμ είχε αποκοιμηθεί και ήταν η τελευταία του μέρα. Η Εύα θρηνεί και ρωτά τι θα κάνει αν πεθάνει ο Αδάμ. Ο Αδάμ ξυπνά και της λέει ότι θα ζήσουν το ίδιο χρονικό διάστημα. Έπειτα λέει στους παρευρισκόμενους, αφού πεθάνει, να μην τον αγγίξει κανείς μέχρι να έρθει άγγελος να τους πει τι θα γίνει και αναρωτιέται αν τελικά ο Θεός είναι ακόμα οργισμένος μαζί του ή θα τον συγχωρέσει.
Κεφ 33-35 ● Το όραμα της Εύας
Η Εύα σηκώνεται, βγαίνει έξω και αρχίζει να ζητά συγχώρεση από όλες τις ουράνιες δυνάμεις. Τότε κατεβαίνει ένας άγγελος και την καλεί να κοιτάξει στον ουρανό. Εκεί η Εύα μια ουράνια τελετή, όπου άγγελοι πέφτουν και προσκυνούν το Θεό και ζητούν να συγχωρεθεί ο Αδάμ. Το περιστατικό συγκινεί την Εύα.
Κεφ 36-41 ● Η κηδεία του Αδάμ
Η Εύα βλέπει τον ήλιο και το φεγγάρι να προσεύχονται για τον Αδάμ. Έπειτα οι άγγελοι αναφωνούν ενθουσιασμένοι, επειδή ο Θεός αποφάσισε να συγχωρέσει τον Αδάμ. Ένα Σεραφείμ πηγαίνει τον Αδάμ στην Αχερουσία Λίμνη για να τον πλύνει και μετά ο ίδιος ο Θεός τον παραδίδει στο Μιχαήλ για να πάει την ψυχή του στον Παράδεισο, μέχρι τον τρίτο ουρανό μέχρι την ημέρα της Κρίσεως. Όλοι τότε πέφτουν σε λήθαργο, εκτός από τον Σηθ, που βλέπει το σώμα του Αδάμ λυπημένος. Ο Θεός του λέει για να χαρεί πως όταν ο Αδάμ αναστηθεί θα τοποθετηθεί στο θρόνο του Διαβόλου και ο Διάβολος θα εκδιωχθεί. Έπειτα ο Θεός διατάζει τους τέσσερις αρχαγγέλους να θάψουν το σώμα του Αδάμ και του Άβελ, στο σημείο από όπου πήρε ο Θεός χώμα για να πλάσει τον Αδάμ. Τέλος, ο Θεός υπόσχεται ξανά στον Αδάμ ότι θα αναστηθεί και αυτός και οι απόγονοί του.
Κεφ 42-43 ● Ο θάνατος της Εύας
Έξι ημέρες αργότερα πεθαίνει και η Εύα. Ο Μιχαήλ παίρνει το σώμα της Εύα και το θάβει μαζί με τον Αδάμ και τον Άβελ στον Παράδεισο. Επίσης ο Μιχαήλ δίνει μερικές εντολές περί κήδευσης και θρήνου και επιστρέφει στον ουρανό δοξάζοντας το Θεό και το βιβλίο κλείνει, κλασσικά, με ένα “αμήν” (αν και ο Charles προσθέτει άλλους δύο στίχους με δοξολογίες μετά το κείμενο του Tischendorf)
Παρατηρήσεις επί του κειμένου
Τα ακόλουθα σημεία προσωπικά τα βρήκα πολύ ενδιαφέροντα, καθώς είτε συμπληρώνουν με ευφάνταστο τρόπο τη Γένεση, είτε ανοίγουν νέες θεολογικές κατευθύνσεις στην ανάγνωσή της (οι περισσότερες θα χαρακτηρίζονταν αιρετικές, νομίζω).
1.
Ο συγγραφέας εισάγει ένα νέο είδος παραδείσιου καρπού: τον καρπό του ελαίου του ελέους. Ο συγγραφέας μοιάζει να έχει επηρεαστεί από τη θεολογία του χρίσματος (ένα έθιμο κοινό στον Ιουδαϊσμό και το Χριστιανισμό) όπου η χάρη του Θεού μεταφέρεται μέσω λαδιού με το οποίο χρίεται ο πιστός. Το άρθρο στη Wikipedia αναφέρει πως ο “καρπός του ελέους” είναι στην πραγματικότητα ο καρπός του δέντρου της ζωής, αλλά αμφιβάλλω γιατί στο βιβλίο εμφανίζονται και τα δύο είδη καρπών με σαφείς ρόλους στη διήγηση. (9)
2.
Ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποφασίσει αν και πόση ευθύνη φέρει η Εύα για το ολίσθημα. Είναι προφανές πως θεωρεί την Εύα ένοχη, αλλά οι προσπάθειές του να διανθίσουν το κείμενο, ουσιαστικά της αφαιρούν ευθύνη. Έτσι βλέπουμε τον Αδάμ να κατηγορεί ιδιαίτερα την Εύα και το Θεό να την τιμωρεί όπως και στη Γένεση, αλλά διαβάζουμε πως:
α) Η Εύα είχε φύλακες-αγγέλους που έφυγαν (μήπως δεν είχαν ανακαλυφθεί οι βάρδιες;). Αυτό υπονοεί πως ο Θεός είχε λόγους να φοβάται πως οι Πρωτόπλαστοι κινδύνευαν στον Παράδεισο, ωστόσο η Εύα έμεινε αφύλακτη. Πιθανώς εδώ να έχουμε ένα λογοτεχνικό εύρημα για να φανεί πως ο Διάβολος ήταν ιδιαίτερα ύπουλος, αλλά με επιπτώσεις για την ευθύνη της Εύας. (17)
β) Η Εύα ανοίγει την πύλη του Παραδείσου στο Διάβολο, το οποίο σημαίνει πως είτε ήταν ξεκλείδωτη και άνοιγε μόνο από μέσα ή είχαν δοθεί κλειδιά στην Εύα, παρόλο που δεν θα είχε κανένα λόγο να τα χρησιμοποιήσει. Και φυσικά εγείρεται το ερώτημα για ποιο λόγο να έχει ο Παράδεισος καν πύλη. (19)
γ) Ο Όφις ήταν ζώο αρσενικό, οπότε έφταιγε ο Αδάμ που δεν πρόσεξε ότι έπιασε κουβέντα με το Διάβολο, αφού ήταν ευθύνη του να επιτηρεί τα αρσενικά ζώα. (15)
δ) Δεν δελέασε η ίδια η Εύα τον Αδάμ, αλλά ο Διάβολος που μιλούσε μέσω αυτής, για να την υποχρεώσει να τηρήσει τον όρκο της. (21)
3.
Ο Διάβολος και ο Όφις διαχωρίζονται εντελώς. Στη Γένεση υπάρχει μία σύγχυση για το αν ο Όφις είναι ο Διάβολος ή αν είναι απλό ζώο. Ο συγγραφέας εδώ το λύνει κάνοντας σαφή διαχωρισμό: διαφορετικές οντότητες που συνεργάστηκαν για να προκαλέσουν την Πτώση. (16)
Βέβαια ενισχύονται στοιχεία, όπως ότι ο Όφις μιλούσε, ότι είχε και χέρια και πόδια κ.λπ. τα οποία έχασε ως τιμωρία, και ότι είχε και ελεύθερη βούληση και κακές σκέψεις, παρόλο που ήταν τμήμα της “λίαν καλής” Δημιουργίας. Το τμήμα αυτό της συνωμοσίας Διαβόλου και Όφεως είναι μεν πολύ ζωντανό, αλλά γεμάτο θεολογικά προβλήματα και αντιφάσκει έντονα με τη Βίβλο.
Ο Όφις εμφανίζεται και ως το Θηρίο που επιτίθεται στο Σηθ (10) και υπόσχεται πως θα αφήσει τους ανθρώπους ελεύθερους μέχρι τις έσχατες ημέρες. Πάντως δεν είναι ευδιάκριτο αν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ του Όφεως αυτού και του Θηρίου της Αποκάλυψης.
4.
Ο αρχάγγελος Μιχαήλ διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην όλη διήγηση. Αναφέρεται και ως “ο άγγελος της ανθρωπότητας” και μεταφέρει διαρκώς μηνύματα μεταξύ του Θεού στους ανθρώπους. Επίσης φαίνεται και το πόσο νωρίς εμφανίζεται ο Μιχαήλ ως ο Ερμής-Ψυχοπομπός της Ιουδαϊκής κοσμοθεώρησης (όπως στο τμήμα όπου μεταφέρει και θάβει τον Αδάμ. (40)
5.
Στο κείμενο αυτό ο Θεός εμφανίζεται ιδιαιτέρως σκληρός. Συχνά-πυκνά διάφοροι άθεοι διαμαρτύρονται ότι ο Θεός θα μπορούσε να είχε συγχωρέσει επί τόπου τον Αδάμ και την Εύα. Οι απολογητές αντιτάσσουν ότι οι Πρωτόπλαστοι δε ζήτησαν ποτέ συγχώρεση. Εδώ λοιπόν, τα έχουμε και τα δύο. Και ζητείται συγχώρεση και δε δίδεται. Μάλιστα, όταν ο Αδάμ ζητά από τους αγγέλους να μην τον διώξουν, αλλά να τον αφήσουν να ζητήσει συγχώρεση, ο Θεός κατσαδιάζει τους αγγέλους για την ανυπακοή τους. Αυτό είναι ίσως ένα από τα βασικά σημεία που έκριναν το κείμενο ως αιρετικό.
6.
Ο Παράδεισος τοποθετείται στον τρίτο ουρανό (37) όπως και στην παύλειο θεολογία (Β Κορ 12,2). Δεν είναι σαφές πάντως πώς επικοινωνεί ο τρίτος ουρανός με τη Γη, ώστε η έξοδος από τον Παράδεισο να μεταφράζεται με πτώση στη γη.
7.
Το κείμενο περιέχει τέλος και δύο χτυπητά στοιχεία επηρεασμένα σαφώς από την αρχαιοελληνική μυθολογία:
α) Η Αχερουσία Λίμνη (37) στην οποία το Σεραφείμ πλένει το σώμα του Αδάμ και
β) H αναφορά ότι το άρμα του Θεού σέρνεται από αετούς. Αυτό μοιάζει μάλλον επηρεασμένο από το ότι ο αετός ήταν ιερό πτηνό του Δία, καθώς στην ιουδαϊκή παράδοση ο αετός θεωρείται ακάθαρτο πτηνό (Δευτ 14,12) και θα ήταν μάλλον ακατάλληλο για το ρόλο αυτό (στο λατινικό κείμενο το άρμα του Θεού σέρνεται από τους τέσσερις ανέμους).
8.
Ο Θεός υπόσχεται στον Αδάμ ότι μετά την μελλοντική ανάσταση, θα τον τοποθετήσει επάνω στο θρόνο του Διαβόλου. (39) Το ενδιαφέρον είναι ότι πουθενά στο κείμενο δεν αναφέρεται ο Ιησούς, έστω και έμμεσα (και ειδικά εδώ όπου θα ήταν ιδιαίτερα ταιριαστή αναφορά) το οποίο και ενισχύει την υπόθεση ότι έχουμε μία κατά βάση εβραϊκή σύνθεση.
Το λατινικό “Vita Adae et Evae”
Αυτό το λατινικό βιβλίο διαφέρει σε αρκετά σημεία από το Ελληνικό και σημαντικές διαφορές υπάρχουν ακόμα κι εκεί που οι διηγήσεις συμπίπτουν σε γενικές γραμμές. Ξεκινά μετά την εκδίωξη από τον Παράδεισο και τελειώνει με το θάνατο του Αδάμ και της Εύας. Η ακόλουθη περίληψη και σχολιασμός βασίζεται στο κείμενο του Charles.
Περίληψη του κειμένου
Κεφ 1-8: Έξι μέρες μετά την εκδίωξη, ο Αδάμ και η Εύα πεινάνε, αλλά βρίσκουνε φαΐ μόνο για ζώα και αποφασίζουν να ζητήσουν συγχώρεση. Ο Αδάμ θα πάει να μείνει στα νερά του Ιορδάνη για 40 μέρες και η Εύα για 37 μέρες στον Τίγρη. Ο Αδάμ πηγαίνει στον Ιορδάνη και αρχίζει να προσεύχεται μαζί με όλα τα ζώα του ποταμού.
Κεφ 9-17: Ο Σατανάς, μεταμφιεσμένος σαν άγγελος μεταπείθει την Εύα, η οποία γυρνάει στον Αδάμ. Εκείνος τη μαλώνει και διαμαρτύρεται που ο Σατανάς δεν τους αφήνει ήσυχους. Ο Σατανάς εξηγεί πώς εξέπεσε ο ίδιος επειδή αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αδάμ (όμοιο με τη μουσουλμανική διήγηση) και ότι ζηλεύει τους ανθρώπους. Ο Αδάμ δεν επηρεάζεται και προσεύχεται και για τις 40 μέρες.
Κεφ 18-22: Εν τω μεταξύ η Εύα είναι πολύ θλιμμένη και φεύγει δυτικά για να θρηνήσει. Εκεί την πιάνουν οι πόνοι. Ο Αδάμ την προλαβαίνει και ζητά βοήθεια από το Θεό, οπότε αποστέλλονται άγγελοι για να τη βοηθήσουν να γεννήσει τον Κάιν, ο οποίος με το που γεννιέται μπορεί να τρέχει (παρόμοιο στοιχείο με τη βουδιστική παράδοση, όπου ο Βούδας με το που γεννιέται, αρχίζει να περπατάει). Επιστρέφουν ανατολικά και ο αρχάγγελος Μιχαήλ διδάσκει στον Αδάμ πώς να καλλιεργεί τη γη.
Κεφ 23-24: Γεννιέται ο Άβελ και η Εύα ονειρεύεται τον Κάιν να του πίνει το αίμα, οπότε φροντίζει να κάνει τον ένα βοσκό και τον άλλο γεωργό για να μη συναντηθούν. Ο Κάιν σκοτώνει τον Άβελ και η Εύα γεννάει τον Σηθ ως αντικατάστατη του Άβελ, μαζί με άλλους 30 γιους και 30 κόρες.
Κεφ 25-29: Ο Αδάμ περιγράφει στον Σηθ ότι μετά την Πτώση βρέθηκε στον Παράδεισο της Δικαιοσύνης, όπου συνάντησε το Θεό μεταξύ αγγέλων και του είπε ότι η γνώση δε θα αφαιρεθεί από τους απογόνους του Αδάμ ποτέ. Έπειτα περιγράφει στο Σηθ την ιστορία του κόσμου μέχρι την τελευταία κρίση (που σημειώνεται με την αναφορά στο Δεύτερο Ναό -χωρίς όμως να αναφέρεται η καταστροφή του- και με μια περιγραφή του Θεού να περπατά ορατός μεταξύ των ανθρώπων -πιθανώς αναφορά στον Ιησού.)
Κεφ 30-44: Ο Αδάμ είναι ετοιμοθάνατος, άρρωστος και με πόνους και θέλει να ευλογήσει όλα του τα παιδιά, που δεν ξέρουν τι θα πει ασθένεια και πόνος. Ο Αδάμ τους λέει την ιστορία της Πτώσης και μετά ο Σηθ με την Εύα πάνε στην Εδέμ να ζητήσουν λάδι από το δέντρο της Ζωής. Στο δρόμο τους επιτίθεται ο Όφις, αλλά ο Σηθ το διατάσσει να φύγει. Στις πύλες της Εδέμ, ο Μιχαήλ αρνείται να τους δώσει λάδι. Επιστρέφοντας ο Αδάμ διαμαρτύρεται κατηγορώντας της Εύα για το κακό που προκάλεσε σ’αυτόν και τους απογόνους του.
Κεφ 45-49: Ο Αδάμ πεθαίνει στα 930 χρόνια και ο ήλιος και η σελήνη σκοτεινιάζουν για 7 ημέρες. Η ψυχή του Αδάμ παραδίδεται στο Μιχαήλ μέχρι την ημέρα της Κρίσεως, οπότε και η θλίψη του θα γίνει χαρά. Ο Θεός προστάζει αγγέλους να θάψουν τον Αδάμ και τον Άβελ.
Κεφ 50: Η Εύα καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει, μαζεύει όλα της τα παιδιά και προφητεύει μια διπλή κρίση της ανθρωπότητας· μία με νερό (ο κατακλυσμός μάλλον) και μία με φωτιά (πιθανώς το περιστατικό στα Σόδομα).Έπειτα αναθέτει στα παιδιά της να γράψουν το βίο αυτής και του Αδάμ.
Κεφ 51: Έξι μέρες αργότερα πεθαίνει και η Εύα και ο Μιχαήλ λέει στον Σηθ να μη θρηνεί ποτέ Σάββατο. Ο Σηθ γράφει τις πλάκες.
Κεφ 52-57: Επιπλέον υλικό: Πώς βρέθηκαν οι πλάκες. Η προφητεία του Ενώχ για τη Δευτέρα Παρουσία. Πώς δημιουργήθηκε το σώμα του Αδάμ. Τι σημαίνει το όνομα Αδάμ.
Παρατηρήσεις επί του κειμένου
Στο λατινικό κείμενο έχω λιγότερα σχόλια, μιας και πολλά σημεία είναι κοινά με το Ελληνικό, αλλά ορισμένα σημεία έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
1.
Στο αποκαλυπτικό όραμα του Αδάμ, όπου “προφητεύεται” ο ερχομός του Ιησού το βάπτισμα ως μέθοδος καθαρμού από τις αμαρτίες γίνεται αναφορά στον Δεύτερο Ναό, αλλά όχι και στην καταστροφή του (29) γεγονός που μας βοηθά να χρονολογήσουμε τη σύνθεση τουλάχιστον του αρχικού κειμένου πριν το 70 μ.Χ.
2.
Η ιστορία που διηγείται ο Σατανάς για την πτώση του (13-16) -αρνείται να προσκυνήσει τον Αδάμ επειδή είναι αρχαιότερός του- είναι σχεδόν ίδια με το πώς περιγράφεται η πτώση του Ιμπλίς στον Ισλαμισμό (Κοράνι 7,11-12) -αρνείται να προσκυνήσει τον Αδάμ επειδή φτιάχτηκε από φωτιά, ενώ ο Αδάμ από πηλό.
3.
Στο κείμενο, σε τρία σημεία (43,3.44,5.48,8) έχουν ενσωματωθεί κομμάτια από τη μεσαιωνική ιστορία του τιμίου ξύλου (όπου περιγράφεται πως το ξύλο του σταυρού στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κατασκευασμένο από ξύλο από το δέντρο της γνώσεως και ο Ιησούς σταυρώθηκε στο σημείο όπου είχε θαφτεί ο Αδάμ. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε σ’ αυτό το βιβλίο (στα αγγλικά).
4.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το κομμάτι μετά το κεφάλαιο 52, που περιέχει επιπλέον υλικό, ανεξάρτητο της κύριας διήγησης και αναπτύσσει θέματα, όπως μια ανάλυση της φύσης του Αδάμ βάσει των υλικών κατασκευής του (το οποίο μοιάζει να συνδέει τα υλικά με διάφορα αμαρτήματα) και ερμηνεία του ονόματός του, από τα αρχικά των σημείων του ορίζοντα. (Η ιστορία αυτή υπάρχει και στην ελληνορθόδοξη παράδοση, αλλά μέχρι τώρα δεν ήξερα από πού προέρχεται. Παρεμπιπτόντως το κείμενο δίνει τα ονόματα παραφθαρμένα και τα μεταφράζει και λάθος.)
Άλλες εκδοχές του κειμένου
Η ιστορία του Αδάμ και της Εύας υπάρχει επίσης και σε σλαβονικό, γεωργιανό και αρμένικο χειρόγραφο, ενώ υπάρχουν και μερικά αποσπάσματα στα κόπτικά.
Το σλαβονικό κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Jajic, μαζί με μια λατινική μετάφραση το 1893. Περιέχει το πρώτο τμήμα του λατινικού κειμένου και συνεχίζει με μια περιληπτική εκδοχή του ελληνικού κειμένου, αλλά περιέχει και 4 αποκλειστικά κεφάλαια.
Το αρμένικο κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά από τον M.E. Stone το 1981 και τιτλοφορείται “Μετάνοια Αδάμ”. Πιθανότατα μεταφράστηκε στα αρμένικα από τα ελληνικά και είναι ένας συνδυασμός του λατινικού και του ελληνικού κειμένου (περιέχει τη μετάνοια στο ποτάμι του λατινικού κειμένου και την περιγραφή της Πτώσης από την Εύα της ελληνικής διήγησης).
Το γεωργιανό κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρωτότυπο από τον C’iala K’urc’ikidze το 1964 και μεταφράστηκε στα Αγγλικά το 1981 από τον J. P. Mahé. Έχει μεγάλες ομοιότητες με το αρμένικο κείμενο, με μόνη διαφορά την εκτεταμένη περιγραφή του θανάτου του Αδάμ.
Τέλος, ο W. E. Crum δημοσίευσε το 1909 μερικά θραύσματα από ένα κοπτικό χειρόγραφο που πλέον πιθανώς δε σώζεται.
Συγκριτικός Πίνακας
Ο ακόλουθος πίνακας περιέχει και τις πέντε εκδοχές της Ζωής του Αδάμ και της Εύας, ταξινομημένες ανά κεφάλαιο και θεματικό περιεχόμενο. Οι σειρές που είναι μαρκαρισμένες με ανοιχτό πράσινο είναι υλικό που είναι μοναδικό στο συγκεκριμένο βιβλίο. Συγκεκριμένα είναι:
-Ο Αδάμ μαθαίνει να καλλιεργεί τη γη και ο Σατανάς μαλώνει μαζί του για το αν δικαιούται να το κάνει γιατί νομίζει πως η γη του ανήκει (κεφ.31-34 του σλαβονικού κειμένου).
-Το όραμα του Αδάμ με το Θεό στον Παράδεισο (κεφ. 25-29 του λατινικού κειμένου).
-Η προφητεία της Εύας για τον κατακλυσμό και την αποκάλυψη και οι οδηγίες της για καταγραφή των γεγονότων (κεφ. 49-50 του λατινικού)
-Ο επίλογος της λατινικής εκδοχής (κεφ. 52-57) που περιέχει επιπλέον στοιχεία για τον Αδάμ, τη δημιουργία του και άλλα στοιχεία που δε σχετίζονται με την κυρίως διήγηση.
Περιγραφή Περιεχομένου | ΣΛΑΒΟΝΙΚΟ “Vita Adae et Evae” | ΛΑΤΙΝΙΚΟ “Vita Adae et Evae” | ΓΕΩΡΓΙΑΝΟ “Το βιβλίο του Αδάμ” | ΑΡΜΕΝΙΚΟ “Μετάνοια Αδάμ” | |
Ο Αδάμ και η Εύα κλαίνε έξω από τον Παράδεισο | [28] | [1] | [1] | [1] | |
Αρχίζουν και πεινάνε | [2] | [2] | [2]-[3]2b | ||
Η Εύα φοβάται μήπως τη σκοτώσει ο Αδάμ | [29] | [3] | [3] | [3]2c -3 | |
Αποφασίζουν να μετανοήσουν | [30] | [4] | [4] | [4] | |
Προσεύχονται για 15 μέρες έξω από τον Παράδεισο | [31] | ||||
Ο Αδάμ αρχίζει να καλλιεργεί τη γη | [32] | ||||
Ο Σατανάς προσπαθεί να σταματήσει τον Αδάμ από την καλλιέργεια της γης | [33] | ||||
Ο Αδάμ και ο Σατανάς μαλώνουν για το σε ποιον ανήκει η γη | [34] | ||||
Οι ερωτήσεις της Εύας για τη μετάνοια | [35] | [5] | [5] | [5] | |
Αποφασίζουν για τα της μετάνοιας | [6] | [6] | [6] | ||
Η Εύα πηγαίνει στον Τίγρη | [36] | [7] | [7]1 | [7]1 | |
Ο Αδάμ πηγαίνει στον Ιορδάνη | [8] | [7]2-[8]1-2 | [7]2-[8]2 | ||
Τα ζώα προσεύχονται για τον Αδάμ | [37] | [8]3 | [8]3 | ||
Ο Σατανάς προσπαθεί να κάνει την Εύα να σταματήσει τη μετάνοια | [38] | [9] | [9] | [9] | |
Η Εύα σταματάει τη μετάνοιά της | [39] | [10] | [10]1-2 | [10] | |
Η Εύα κατανοεί ότι ο Σατανάς την κορόιδεψε ξανά | [40] | [11] | [10]3-[11] | [11] | |
Η Πτώση του Σατανά | Ο Σατανάς κατηγορεί τον Αδάμ για την πτώση του | Το σλαβονικό “Vita Adae et Evae” συνεχίζει παράλληλα με το κεφ.32 της ελληνικής “Αποκαλύψεως Μωϋσέως”, αλλά σε πιο συμπυκνωμένη μορφή. | [12] | [12] | [12] |
Ο Θεός παρουσιάζει τον Αδάμ στους αγγέλους | [13] | [13] | [13] | ||
Ο Σατανάς αρνείται να προσκυνήσει τον Αδάμ | [14] | [14] | [14] | ||
Περισσότεροι άγγελοι αρνούνται να προσκυνήσουν | [15] | [15] | [15] | ||
Ο Σατανάς και οι άγγελοί του εκδιώκονται | [16] | [16] | [16] | ||
Ο Αδάμ ζητά από το Θεό να τον απαλλάξει από το Σατανά· ολοκληρώνει τη μετάνοιά του. | [17] | [17] | [17] | ||
Η Εύα εγκαταλείπει τον Αδάμ και την πιάνουν οι πόνοι μόνη της | [18] | [18] | [18] | ||
Η Εύα αποζητά τον Αδάμ | ΕΛΛΗΝΙΚΟ “Αποκάλυψις Μωϋσέως” | [19] | [19] | [19] | |
Ο Αδάμ βρίσκει την Εύα | [20] | [20] | [20] | ||
Άγγελοι βοηθούν την Εύα να γεννήσει | [21] | [21] | [21] | ||
Η γέννηση του Κάιν | [1] | ||||
Η γέννηση του Άβελ | [22]1-3 | [22]1.2-1.3 | [22] | ||
Το όνειρο της Εύας για το θάνατο του Άβελ | [2] | [22]4 | [22]2.1-[12]2.3 | [23]2.1-2.3 | |
Αποφασίζουν να κρατήσουν το Κάιν και τον Άβελ χωριστά | [22]5-[23]1 | [12]2.4a-[23]3.3a | [23]2.4 | ||
Ο θάνατος του Άβελ και η αναγγελία της γέννησης του Σηθ | [3] | [23]2 | [23]3.3b-3.3d | [23]3.2-3 | |
Η γέννηση του Σηθ | [4] | [24] | [23]4.1-4.2 | [24]4.1-2 | |
Ο Αδάμ και η Εύα αποκτούν πολλά παιδιά | [5]1 | [24]5.1a | [30]5.1 | ||
Το όραμα του Αδάμ | [25]-[29] | ||||
Ο Αδάμ αρρωσταίνει και καλεί τα παιδιά του | [5]2-6 | [30] | [30] | [30]5.2-3 | |
Ο Σηθ προσφέρεται να πάει στον Παράδεισο και να φέρει τον καρπό του ελαίου του ελέους | [6] | [31] | [31] | [31] | |
Ο Αδάμ εξηγεί τα περί της εντολής του Θεού για το δένδρο της γνώσης | [7] | [32] | [32]7.1 | [32]7.1-3a | |
Είχαν φύλακες, αλλά ο Σατανάς εκμεταλλεύτηκε την απουσία τους | [33] | [32]7.2 -[33] | [32]7.3b-[33]3 | ||
Οι πληγές του Αδάμ | [8] | [34] | [34] | [34]8 | |
Ο Αδάμ πονάει | [9] | [35] | [35]9.1? | [35]9.1 | |
Η Εύα θέλει να απαλύνει τον πόνο του Αδάμ και αυτός τη στέλνει αυτή και τον Σηθ στον Παράδεισο | [36] | [35]-[36] | [35]9.2-[36]9.6 | ||
Το θηρίο επιτίθεται στο Σηθ και αυτή το κατσαδιάζει | [10] | [37] | [37] | [37] | |
Το θηρίο κατηγορεί την Εύα | [11] | [38] | [38] | [38] | |
Ο Σηθ διώχνει το θηρίο | [12] | [39] | [39] | [39] | |
Ο Σηθ και η Εύα φτάνουν στον παράδεισο και αρχίζουν να προσεύχονται | [13] | [40] | [40]? | [40]13.1 | |
Ο Θεός δε δίνει το έλαιο του ελέους | [41] | [41] | [41]13.2 | ||
Ο Θεός υπόσχεται πως θα αναστήσει τον Αδάμ | [42] | [42] | [42]13.3-4 | ||
Ο Θεός λέει στην Εύα και το Σηθ ότι ο Αδάμ έχει λίγες μέρες ζωής ακόμη | [43] | [43] | [43]13.6 | ||
Ο Αδάμ μαθαίνει για το θηρίο | [44]1 | [44]14.1 | |||
Ο Αδάμ μαλώνει την Εύα | [14] | [44]2-3 | [44]14.2-4 | [43]-[44]14 | |
Η διήγηση της Εύας για την Πτώση | Οι κλήροι του Αδάμ και της Εύας | [15] | [44]15 | [44]15.1-2 | |
Η συζήτηση του Σατανά με τον Όφι | [16] | [44]16 | [44]15.3-16.4b | ||
Ο Σατανάς μιλάει με την Εύα έξω από τον Παράδεισο | [17] | [44]17 | [44]17 | ||
Ο Σατανάς πείθει την Εύα να του ανοίξει | [18] | [44]18 | [44]18 | ||
Ο Σατανάς δίνει στην Εύα τον καρπό | [19] | [44]19 | [44]19 | ||
Τα μάτια της Εύας ανοίγουν | [20] | [44]20 | [44]20 | ||
Η Εύα δελεάζει τον Αδάμ | [21] | [44]21 | [44]21 | ||
Ο Θεός κατεβαίνει στον Παράδεισο | [22] | [44]22 | [44]22 | ||
Ο Αδάμ κατηγορεί την Εύα και εκείνη τον Όφι | [23] | [44]23 | [44]23 | ||
Η τιμωρία του Αδάμ | [24] | [44]24 | [44]24 | ||
Η τιμωρία της Εύας | [25] | [44]25 | [44]25 | ||
Η τιμωρία του Όφεως | [26] | [44]26 | [44]26 | ||
Ο Αδάμ παρακαλεί για συγχώρεση | [27] | [44]27 | [44]27 | ||
Ο Θεός τον διώχνει αλλά υπόσχεται την Ανάσταση | [28] | [44]28 | [44]28 | ||
Ο Αδάμ ζητά θυμιάματα | [29] | [44]29 | [44]29 | ||
Η Εύα κλείνει τη διήγησή της | [30] | [44]30 | [44]30 | ||
Ο Αδάμ παρηγορεί την Εύα | [31] | [45]31 | [45]31 | ||
Η Εύα θρηνεί για τα αμαρτήματά της | [32] | [45]32 | [45]32 | ||
Οι άγγελοι ζητούν έλεος για τον Αδάμ | [33] | [45]33 | |||
Η Εύα βλέπει δύο θαύματα | [34] | [45]34 | |||
Η ψυχή του Αδάμ ανεβαίνει στον ουρανό | [35] | [45] | [46]35 | ||
Ο ήλιος και η σελήνη σκοτεινιάζουν | [36] | [46] | [46]36 | ||
Το σώμα του Αδάμ πλένεται στην Αχερουσία Λίμνη | [37]1-3 | [47] | [47]37.1-3 | ||
Ο Θεός υπόσχεται πως η δόξα του Αδάμ θα αποκατασταθεί κατά τις έσχατες μέρες | [29] | [48]1-3 | [47]39 | [47]39 | |
Ο Θεός δίνει το σώμα του Αδάμ στον Μιχαήλ | [37]4-6 | [47]37.4-6 | |||
Όλοι κοιμίζονται εκτός από τον Σηθ και το σώμα του Αδάμ μεταφέρεται στον Παράδεισο | [38] | [47]38 | [47]38 | ||
Ο Αδάμ και ο Άβελ προετοιμάζονται και θάβονται | [40] | [48]4-7 | [48]40 | [48]40 | |
Ο Θεός υπόσχεται πως θα αναστήσει τον Αδάμ | [41] | [48]41 | [48]41 | ||
Ο Θεός και οι άγγελοι επιστρέφουν στον ουρανό | [42]1 | [48]42.1-2 | [48]42.1-2 | ||
Η προφητεία της Εύας για την κρίση του Θεού | [49] | ||||
Η Εύα λέει στα παιδιά της να καταγράψουν τα συμβάντα | [50]1-2 | ||||
Η Εύα προσεύχεται και μετά πεθαίνει | [42]2-8 | [50]3 | [48]42.3-8 | [48]42.3-8 | |
Ο Μιχαήλ δίνει εντολές στον Σηθ περί θρήνου | [43] | [51] | [51]43 | [51]43 | |
Πώς βρέθηκαν οι πλάκες του Σηθ | [52]-[54] | ||||
Η δημιουργία του Αδάμ | [55]-[56] | ||||
Το όνομα του Αδάμ | [57] |
Ιστορία και ζωή Αδάμ και Εύας
Η ιστορία και η ζωή του Αδάμ και της Εύας των πρωτοπλάστων, που αποκαλύφθηκε από το Θεό στον υπηρέτη του, το Μωυσή, όταν δέχτηκε από το χέρι του Θεού τις πλάκες του νόμου της διαθήκης και του την είπε ο αρχάγγελος Μιχαήλ.
[1]
1 Αυτή είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας.
2 Αφού βγήκαν από τον Παράδεισο, ο Αδάμ πήρε τη γυναίκα του και ανέβηκαν στην ανατολή. Και έμειναν εκεί 18 χρόνια και 2 μήνες,
3 και η Εύα έμεινε έγκυος και γέννησε δύο γιους, τον Διάφωτο [1] που αποκαλούνταν Κάιν και τον Αμιλαβές [2] που αποκαλούνταν Άβελ.
2 Αφού βγήκαν από τον Παράδεισο, ο Αδάμ πήρε τη γυναίκα του και ανέβηκαν στην ανατολή. Και έμειναν εκεί 18 χρόνια και 2 μήνες,
3 και η Εύα έμεινε έγκυος και γέννησε δύο γιους, τον Διάφωτο [1] που αποκαλούνταν Κάιν και τον Αμιλαβές [2] που αποκαλούνταν Άβελ.
[2]
1 Και έπειτα αυτά συνέβησαν μεταξύ του Αδάμ και της Εύας. Ενώ κοιμόντουσαν είπε η Εύα στον κύριό της, τον Αδάμ:
2 ”Κύριέ μου, είδα εγώ στο όνειρό μου αυτό το βράδυ το αίμα του γιου μου, του Αμιλαβές του αποκαλούμενου Άβελ, να χύνεται στο στόμα του Κάιν, του αδελφού του, και εκείνος το έπινε ανελέητα. Και τον παρακαλούσε να του αφήσει λίγο από αυτό (το αίμα)
3 αλλά εκείνος δεν τον άκουγε και το κατάπιε όλο. Και δεν έμεινε στην κοιλιά του, αλλά βγήκε από το στόμα του”.
4 Και είπε ο Αδάμ στην Εύα: “Ας σηκωθούμε και ας πάμε να δούμε τι κάνουνε, μην τυχόν και τους έχει επιτεθεί ο εχθρός”.
[3]
1 Και πήγανε και οι δύο και βρήκανε τον Άβελ δολοφονημένο από το χέρι του αδελφού του, του Κάιν.
2 Και είπε ο Θεός στον αρχάγγελο Μιχαήλ: “Πες στον Αδάμ: ‘Το μυστικό που είδες να μην το πεις στον Κάιν, το γιο σου, γιατί είναι γιος οργής. Αλλά μη λυπάσαι. Θα σου δώσω αντ’αυτού άλλο γιο, ο οποίος και θα σου πει τι να κάνεις. Εσύ σε αυτόν να μην πεις τίποτα’.”
3 Αυτά είπε ο Θεός στον άγγελό του και ο Αδάμ φύλαξε τα λόγια στην καρδιά του και μαζί του και η Εύα, αλλά ήταν λυπημένοι για τον Άβελ, το γιο τους.
[4]
1 Έπειτα ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του και έμεινε έγκυος και γέννησε τον Σηθ.
2 Και είπε ο Αδάμ στην Εύα: “Ιδού, γεννήσαμε γιο αντί του Άβελ, τον οποίο σκότωσε ο Κάιν. Ας δοξάσουμε το Θεό και ας προσφέρουμε θυσία”.
[5]
1 Και έκανε ο Αδάμ 30 γιους και 30 κόρες.
2 Και αρρώστησε και έβγαλε μεγάλη φωνή και είπε: “Ας έλθουν σε μένα όλοι οι γιοι μου για να τους δω πριν πεθάνω”.
3 Και συγκεντρώθηκαν όλοι· και η γη ήταν κατοικημένη σε τρία σημεία.
4 Και ήρθαν όλοι στην πόρτα του κτίσματος όπου προσευχόταν ο Αδάμ στο Θεό. Και είπε ο Σηθ, ο γιος του: “Πατέρα Αδάμ, τι αρρώστια έχεις;”
5 Και είπε: “Παιδιά μου, με έχει πιάσει πολύς πόνος” και είπανε εκείνοι: “Τι είναι ο πόνος και η αρρώστια;”
[6]
1 Και ο Σηθ απάντησε και είπε σ’ αυτόν: “Μήπως, πατέρα, θυμήθηκες αυτά που έτρωγες στον Παράδεισο και στεναχωρήθηκες επειδή τα επιθύμησες;
2 Αν είναι αυτό, τότε πες μου κι εγώ θα πάω και θα σου φέρω καρπό από τον Παράδεισο. Θα βάλω κοπριά στο κεφάλι μου και θα κλάψω και θα προσευχηθώ και ο Κύριος θα με ακούσει και θα στείλει τον άγγελό του και θα σου φέρω (καρπό) για να καταλαγιάσει ο πόνος σου.
3 Είπε σε αυτόν ο Αδάμ: “Όχι, γιε μου Σηθ, αλλά έχω αρρώστια και πόνο”. Του είπε ο Σηθ: “Και πως το έπαθες;”
[7]
1 Και του είπε ο Αδάμ: “Όταν ο Θεός μας έφτιαξε, εμένα και τη μητέρα σας, εξ αιτίας της οποίας πεθαίνω, μας έδωσε όλα τα φυτά στον Παράδεισο και για ένα μας διέταξε να μην φάμε από αυτό· και εξ αιτίας του πεθαίνουμε.
2 Και έφτασε η ώρα οι άγγελοι που φύλαγαν τη μητέρα σας να ανέβουν και να προσκυνήσουν τον Κύριο. Και έδωσε σε αυτή ο εχθρός και έφαγε από το δέντρο, γνωρίζοντας πως δεν ήμουνα κοντά της, ούτε οι άγιοι άγγελοι.
3 Έπειτα έδωσε και σε μένα και έφαγα.
[8]
1 Και όταν φάγαμε και οι δύο, ο Θεός οργίσθηκε με εμάς. Και ο Δεσπότης ήρθε στον Παράδεισο και έβαλε το θρόνο του και μας κάλεσε με τρομερή φωνή λέγοντας: “Αδάμ, πού είσαι; Γιατί κρύβεσαι από το πρόσωπό μου; Μήπως ένα σπίτι μπορεί να κρυφτεί από το χτίστη του;”
2 Και είπε: “Επειδή εγκατέλειψες τη διαθήκη μου, έριξα στο σώμα σου 70 πληγές· η πρώτη οδυνηρή πληγή, ο βιασμός των ματιών· η δεύτερη πληγή της ακοής και ούτω καθεξής θα σε ακολουθήσουν όλες οι πληγές”.
[9]
1 Και λέγοντας αυτά ο Αδάμ στους γιους του, αναστέναξε δυνατά και είπε: “Τι να κάνω; Είμαι πολύ λυπημένος”.
2 Έκλαψε και η Εύα και είπε: “Κύριέ μου, Αδάμ, σήκω και δώσε μου τη μισή αρρώστια σου και θα την αντέξω, γιατί εξ αιτίας μου σου συνέβη αυτό έχεις πόνους και δυσκολίες.
3 Και είπε ο Αδάμ στην Εύα: “Σήκω και πήγαινε με το γιο μας, το Σηθ, κοντά στον Παράδεισο και βάλτε χώμα στο κεφάλι σας και κλάψτε, προσευχόμενοι στο Θεό, ώστε να με σπλαχνισθεί και να στείλει τον άγγελό του στον Παράδεισο και να μου δώσει από το δέντρο από το οποίο ρέει το έλαιο και να μου το φέρεις και να αλειφθώ και να αναπαυθώ. Εγώ δε, θα σου πω τον τρόπο με τον οποίο εξαπατηθήκαμε παλιότερα”.
[10]
1 Και πήγε η Εύα με τον Σηθ στα μέρη του Παραδείσου. Και καθώς πήγαιναν είδε η Εύα το γιο της να παλεύει με ένα θηρίο.
2 Και έκλαψε η Εύα λέγοντας: “Ωιμέ, ωιμέ! Όταν έρθει η ημέρα της ανάστασης, όλοι όσοι έχουν αμαρτήσει θα με καταριούνται, λέγοντας πως η Εύα δε φύλαξε την εντολή του Θεού”.
3 Και η Εύα φώναξε προς το θηρίο, λέγοντας: “Ω εσύ θηρίο πονηρό, δε φοβάσαι να πολεμάς την εικόνα του Θεού; Πώς ανοίγει το στόμα σου; Πώς υπερίσχυσαν τα δόντια σου; Πώς ξέχασες την υποταγή σου, ότι παλιότερα είχες υποταχθεί στην εικόνα του Θεού;”
3 Τότε το θηρίο φώναξε, λέγοντας:
[11]
1 ”Ω Εύα, μακριά από εμάς η πλεονεξία και το κλάμα σου, γιατί εσύ φταις και η απαρχή των θηρίων έγινε από εσένα.
2 Πώς άνοιξε το στόμα σου να φάει από το δέντρο που ο Θεός απαγόρευσε να φας από αυτό; Για αυτό και μεταλλάχθηκε η φύση μας.
3 Αν αρχίσω να σε κατακρίνω, δε θα μπορέσεις να το αντέξεις”.
[12]
1 Και είπε ο Σηθ προς το θηρίο: “Κλείσε το στόμα σου και σιώπα και μείνε μακριά από την εικόνα του Θεού μέχρι την ημέρα της κρίσεως”.
2 Είπε τότε το θηρίο στο Σηθ: “Ιδού, μένω μακριά, Σηθ, από την εικόνα του Θεού”. Τότε έφυγε το θηρίο και τον άφησε πληγωμένο και πήγε στη σκηνή του.
[13]
1 Και πήγε ο Σηθ με τη μητέρα του κοντά στον Παράδεισο. Και εκεί έκλαψαν προσευχόμενοι στο Θεό να στείλει τον άγγελό του και να τους δώσει το έλαιο του ελέους.
2 Και έστειλε σ’ αυτούς ο Θεός τον Μιχαήλ τον αρχάγγελο και τους είπε αυτά τα λόγια: “Σηθ, άνθρωπε του Θεού, πάψε να ζητάς σχετικά με το δέντρο από το οποίο ρέει το έλαιο για να αλείψεις τον πατέρα σου, τον Αδάμ. Δε θα σου πραγματοποιηθεί (η επιθυμία σου) τώρα,
3 αλλά κατά τους έσχατους καιρούς. Τότε θα αναστηθεί κάθε σάρκα που προέρχεται από τον Αδάμ μέχρι εκείνη τη μεγάλη μέρα, όσοι είναι λαός άγιος.
4 Τότε θα δοθεί σ’ αυτούς κάθε χαρά του Παραδείσου και ο Θεός θα βρίσκεται ανάμεσά τους.
5 Και δε θα υπάρξουν ξανά αμαρτωλοί ενώπιόν του, γιατί θα απομακρυνθεί από αυτούς η καρδιά η πονηρή και θα δοθεί σ’ αυτούς μια καρδιά που συνετίζεται με το αγαθό και λατρεύει μόνο το Θεό.
6 Επειδή συμπληρώθηκε το μέτρο της ζωής του, σε τρεις ημέρες θα βγει η ψυχή του και τότε θα δεις την τρομερή της άνοδο”.
[14]
1 Αφού τα είπε αυτά ο άγγελος, έφυγε από αυτούς. Και ο Σηθ και η Εύα επέστρεψαν στη σκηνή όπου βρισκόταν ξαπλωμένος ο Αδάμ.
2 Και είπε ο Αδάμ στην Εύα: “Αχ, τι μας έκανες! Έριξες επάνω μας οργή μεγάλη, η οποία είναι ο θάνατος [που κατακυριεύει όλο μας το γένος]”.
3 Και είπε σ’ αυτή: “Κάλεσε όλα τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας και πες του τον τρόπο της παρακοής μας”.
[15]
1 Τότε είπε η Εύα προς αυτούς: “Ακούστε με, παιδιά μου και παιδιά των παιδιών μου, και εγώ θα σας πω πώς μας εξαπάτησε ο εχθρός μας.
2 Και συνέβη όταν φυλάγαμε εμείς τον Παράδεισο, πως ο καθένας μας φύλαγε το κομμάτι που έτυχε να του δώσει ο Θεός.
3 Εγώ φύλαγα τον κλήρο μου στο νότο και τη δύση. Και πήγε ο Διάβολος στον κλήρο του Αδάμ, όπου βρίσκονταν τα αρσενικά ζώα [επειδή τα ζώα μας τα μοίρασε ο Θεός και τα μεν αρσενικά τα έδωσε στον πατέρα σας και τα θηλυκά τα έδωσε σε εμένα και ο καθένας μας φρόντιζε τα δικά του].
[16]
1 Και είπε ο Διάβολος στον Όφι, λέγοντας: “Σήκω κι έλα κοντά μου κι εγώ θα σου πω λόγια που θα σε οφελήσουν”.
2 Τότε τον πλησίασε ο Όφις και ο Διάβολος του είπε:
3 ”Ακούω ότι είσαι ο εξυπνότερος από όλα τα ζώα.[3] Κι εγώ ήρθα για να σε νουθετήσω. Σε βρήκα σπουδαιότερο από όλα τα ζώα και σου μιλώ. Εσύ όμως προσκυνάς τον πιο ασήμαντο. Γιατί τρως από τα αποφάγια του Αδάμ και της γυναίκας του και όχι από τον καρπό του Παραδείσου; Σήκω και πάμε να τον κάνουμε να εκδιωχθεί από τον Παράδεισο εξ αιτίας της γυναίκας του, όπως και εμείς εκδιωχθήκαμε εξ αιτίας του.”.
4 Και του είπε ο Όφις: “Φοβάμαι μήπως οργιστεί μαζί μου ο Κύριος”.
5 Και του είπε ο Διάβολος: “Μη φοβάσαι. Γίνε μόνο σκεύος μου και εγώ θα μιλήσω με το στόμα σου λόγια, ώστε να μπορέσεις να τον εξαπατήσεις”.
[17]
1 Και αμέσως κρεμάστηκε από τα τείχη του Παραδείσου την ώρα που ανέβηκαν οι άγγελοι για να προσκυνήσουν το Θεό.
2 Τότε ο Σατανάς πήρε τη μορφή αγγέλου και υμνούσε το Θεό όπως και οι άγγελοι. Και έσκυψα πάνω από το τείχος και τον είδα όμοιο με άγγελο και μου είπε: “Εσύ είσαι η Εύα;” και εγώ του είπα: “Εγώ είμαι”.
3 Και μου είπε: “Τι κάνεις στον Παράδεισο;” Και του είπα: “Ο Θεός μας έβαλε να τον φυλάμε και να τρώμε από αυτόν”.
4 Και μου απάντησε ο Διάβολος με το στόμα του Όφι: “Καλά κάνετε, αλλά δεν τρώτε από όλα τα φυτά”.
5 Και του λέω: “Ναι, από κάθε φυτό τρώμε, εκτός από ένα μόνο, το οποίο βρίσκεται στο μέσο του Παραδείσου, για το οποίο ο Θεός μας διέταξε να μην τρώμε από αυτό, γιατί θα πεθάνουμε με θάνατο”.
[18]
1 Τότε μου είπε ο Όφις: “Ζει ο Κύριος! [4] Σας λυπάμαι γιατί είστε σαν ζώα. Θέλω να το ξέρεις αυτό, οπότε σήκω και άκουσέ με και φάε και κατάλαβε την αξία του δέντρου”.
2 Και εγώ του είπα: “Φοβάμαι μήπως οργιστεί ο Θεός μαζί μου, όπως μας είπε”.
3 Και μου είπε: “Μη φοβάσαι! Διότι άμα φας, θα ανοίξουν τα μάτια σου και θα είστε σαν θεοί γνωρίζοντας τι είναι καλό και τι κακό.
4 Επειδή το ξέρει αυτό ο Θεός, ότι θα είστε όμοιοί του, σας φθόνησε και είπε: ‘Δε θα φάτε από αυτό’.
5 Κοίταξε προσεκτικά το φυτό και θα δεις τη μεγάλη δόξα που έχει γύρω του”. Και εγώ κοίταξε προσεκτικά το φυτό και είδα μεγάλη δόξα γύρω του.
6 Και του είπα ότι είναι ωραίο να το βλέπω και φοβήθηκα να πάρω από τον καρπό. Και μου είπε: “Έλα και θα σου δώσω. Ακολούθησέ με”.
[19]
1 Και του άνοιξα και μπήκε στον Παράδεισο και πέρασε από μπροστά μου. Και αφού περπάτησε λίγο, γύρισε και μου είπε:
2 ”Άλλαξα γνώμη και δε θα σου δώσω να φας”. Αυτά τα είπε για να με δελεάσει και να χαθώ. Και μου είπε: “Ορκίσου μου ότι θα δώσεις και στον άντρα σου”. Εγώ του είπε ότι δε γνωρίζω πώς να ορκίζομαι, αλλά θα σου πω ό,τι γνωρίζω:
3 ”Μα το θρόνο του Δεσπότη και μα τα χερουβείμ και μα το δέντρο της ζωής, θα δώσω και στον άντρα μου να φάει”. Όταν μου απέσπασε τον όρκο, τότε ήρθε και ανέβηκα επάνω του. Και έβαλε πάνω στον καρπό που μου έδωσε να φάω το δηλητήριο της κακίας του, δηλαδή της επιθυμίας του. Διότι η επιθυμία είναι η κεφαλή κάθε αμαρτίας. Και τράβηξα προς τη γη το κλαδί και πήρα από τον καρπό και έφαγα.
[20]
1 Και εκείνη τη στιγμή άνοιξαν τα μάτια μου και κατάλαβα πως είχα ξεγυμνωθεί από τη δικαιοσύνη που φορούσα.
2 Και έκλαψα λέγοντας: “Γιατί μου το έκανες αυτό; Έχασα τη δόξα μου, την οποία φορούσα!”
3 Και έκλαιγα και για τον όρκο. Και εκείνος κατέβηκε από το φυτό και έγινε άφαντος.
4 Και εγώ έψαχνα στην περιοχή μου φύλλα για να καλύψω τη ντροπή μου και δεν έβρισκα από τα φυτά του Παραδείσου, επειδή αφού έφαγα, όλα τα φυτά στην περιοχή μου έχασαν τα φύλλα τους, εκτός από τη συκιά.
5 Και πήρα φύλλα από αυτή και έφτιαξα ρούχα και ήταν από τα φυτά από τα οποία έφαγα.
[21]
1 Και φώναξα με δυνατή φωνή λέγοντας: “Αδάμ! Αδάμ! Πού είσαι; Σήκω κι έλα κοντά μου να σου δείξω ένα μεγάλο μυστικό”.
2 Και όταν ήρθε ο πατέρας σας, του είπα λόγια πονηρά [τα οποία μας έριξαν από μεγάλη δόξα].
3 Διότι όταν ήρθε, άνοιξα το στόμα μου και μίλησε ο Διάβολος και άρχισα να τον συμβουλεύω και να του λέω: “Έλα, κύριέ μου Αδάμ, άκουσέ με και φάε από τον καρπό του δέντρου, από το οποίο μας είπε ο Θεός να μη φάμε, και θα είσαι ως Θεός”.
4 Και ο πατέρας σας μου απάντησε και είπε: “Φοβάμαι μήπως οργιστεί μαζί μου ο Θεός”.
5 Και εγώ του είπα: “Μη φοβάσαι. Διότι άμα φας, θα μπορείς να κατανοήσεις το καλό και το κακό”. Και τότε γρήγορα τον έπεισα, έφαγε και ανοίχτηκαν τα μάτια του και κατάλαβε κι αυτό τη γύμνια του.
6 Και μου είπε: “Ω πονηρή γυναίκα! Τι μου έκανες; Με έκανες και έχασα τη δόξα του Θεού”.
[22]
1 Και εκείνη την ώρα ακούσαμε τον αρχάγγελο Μιχαήλ να σαλπίζει τη σάλπιγγά του και να καλεί τους αγγέλους, λέγοντας:
2 ”Αυτά λέει ο Κύριος: ‘Ελάτε μαζί μου στον Παράδεισο και ακούστε τα λόγια με τα οποία θα κρίνω τον Αδάμ΄.”
3 Και όταν ακούσαμε τον αρχάγγελο να σαλπίζει, είπαμε: “Να, ο Θεός έρχεται στον Παράδεισο να μας κρίνει”. Φοβηθήκαμε και κρυφτήκαμε. Και ανέβηκε ο Θεός στον Παράδεισο, πάνω στο άρμα του με τα χερουβείμ, και (μαζί του και) οι άγγελοι που τον υμνούσαν. Και όταν μπήκε ο Θεός στον Παράδεισο, άνθισαν τα φυτά του κλήρου του Αδάμ και του δικού μου του κλήρου (άνθισαν) όλοι και δεν ήταν μαραμένα.
4 Και ο θρόνος του Θεού μπήκε εκεί όπου ήταν το δέντρο της ζωής.
[23]
1 Και ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ, λέγοντας: “Αδάμ, πού κρύφτηκες; Νομίζεις πως δε θα σε βρω; Μήπως μπορεί να κρυφτεί το σπίτι από το χτίστη του;”
2 Τότε ο πατέρας σας αποκρίθηκε και είπε: “Όχι, Κύριε, δεν κρυβόμασταν για να μη μας βρεις, αλλά επειδή φοβάμαι γιατί είμαι γυμνός και ντράπηκα την εξουσία σου, Δέσποτα”.
3 Του είπε ο Θεός: “Ποιος σου είπε πως είσαι γυμνός; Ή μήπως παράκουσες την εντολή μου που σου έδωσαν να φυλάξεις;
4 Τότε ο Αδάμ θυμήθηκε τα λόγια που του είπα όταν ήθελα να τον ξεγελάσω, ότι θα τον κάνω να είναι ασφαλής ενώπιον του Θεού. Και στράφηκε προς εμένα και μου είπε: “Γιατί το έκανες αυτό;”
5 Και είπα πως ο Όφις με ξεγέλασε.
[24]
1 Και είπε ο Θεός στον Αδάμ: “Επειδή παράκουσες την εντολή μου και άκουσες τη γυναίκα σου, καταραμένη θα είναι η γη με τα έργα σου.
2 Εσύ θα τη δουλεύεις και εκείνη δε θα σου δίνει τη δύναμή της. Θα σου φυτρώνουν αγκάθια και τριβόλια και με τον ιδρώτα του προσώπου του θα τρως το ψωμί σου. [Θα ζεις με πολλή κούραση· θα κουράζεσαι και δε θα ξεκουράζεσαι και θα λιώνεις από τις πίκρες και δε θα γεύεσαι τη γλύκα].
3 Θα λιώνεις από τη ζέστη και θα ζαρώνεις από το κρύο. Και θα κοπιάζεις πολύ και δε θα πλουτίζεις και θα παχαίνεις και στο τέλος δε θα υπάρχεις.
4 Και τα ζώα στα οποία ήσουν κυρίαρχος θα επαναστατήσουν άγρια εναντίον σου, διότι δεν τήρησες την εντολή μου.
[25]
1 Και ο Κύριος στράφηκε προς εμένα και μου είπε: “Επειδή εσύ άκουσες τον Όφι και παράκουσες την εντολή μου,
2 θα έχεις πόνους αφόρητους και πόνους γέννας. Θα γεννάς τα παιδιά σου τρέμοντας πολύ και θα έρθει κάποια ώρα που θα χάσεις τη ζωή σου από την ανάγκη σου τη μεγάλη και των πόνων σου.
3 Και θα εξομολογηθείς και θα πεις: ΄Κύριε, σώσε με και δε θα επιστρέψω στην αμαρτία της σάρκας’.
4 Και για αυτό το λόγο σε κρίνω, για την έχθρα που έβαλε μέσα σου ο εχθρός. Θα γυρίσεις πάλι στον άντρα σου και εκείνος θα σε κυριεύει”.
[26]
1 Αφού μου τα είπε αυτά, είπε στον Όφι με μεγάλη οργή: “Επειδή το έκανες αυτό και έγινες σκεύος αχάριστο για να παραπλανήσεις αυτούς που είχα κοντά στην καρδιά μου, θα είσαι καταραμένος μεταξύ των ζώων.
2 Θα στερηθείς την τροφή που έτρωγες και θα τρως χώμα για όλες τις ημέρες της ζωής του.
3 Θα πορεύεσαι στο στήθος και την κοιλιά σου και θα στερηθείς τα χέρια σου και τα πόδια σου. Δε θα σου αφεθεί ούτε αυτί, ούτε φτερό, ούτε ένα μέλος (όμοιο) με εκείνους που εσύ δελέασες με την κακία σου και έκανες να εκδιωχθούν από τον Παράδεισο.
4 Και θα βάλω έχθρα ανάμεσα σε σένα και το σπέρμα του. Αυτός θα σου τρυπήσει το κεφάλι κι εσύ τη φτέρνα μέχρι την ημέρα της κρίσεως.
[27]
1 Και αφού τα είπε αυτά, κάλεσε τους αγγέλους του για να μας διώξουν από τον Παράδεισο.
2 Καθώς μας οδηγούσαν, όπως κλαίγαμε, τους παρακάλεσε ο πατέρας σας ο Αδάμ τους αγγέλους, λέγοντας: “Αφήστε με λίγο για να παρακαλέσω το Θεό να με σπλαχνισθεί και να με ελεήσει, γιατί μόνο εγώ αμάρτησα”.
3 Και αυτοί σταμάτησαν να τον οδηγούν. Και φώναξε ο Αδάμ κλαίγοντας και είπε: “Συγχώρεσέ μου, Κύριε, αυτό που έκανα”.
4 Τότε είπε ο Κύριος στους αγγέλους του: “Γιατί σταματήσατε να οδηγείτε τον Αδάμ έξω από τον Παράδεισο; Μήπως ήταν δικό μου το αμάρτημα; Ή μήπως κακώς έκρινα;
5 Τότε οι άγγελοι έπεσαν στη γη και προσκύνησαν τον Κύριο, λέγοντας: “Είσαι δίκαιος, Κύριε, και ορθότατα κρίνεις”.
[28]
1 Και στράφηκε ο Κύριος προς τον Αδάμ και είπε: “Από τώρα (και στο εξής) δε θα σε αφήσω να είσαι στον Παράδεισο.
2 Και ο Αδάμ απάντησε και είπε: “Κύριε, δώσε μου από το φυτό της ζωής για να φάω πριν με διώξεις”.
3 Τότε είπε ο Κύριος προς τον Αδάμ: “Δε θα λάβεις από αυτό. Ορίστηκε στα Χερουβείμ και στην πύρινη περιστρεφόμενη ρομφαία να το φυλάνε από εσένα, ώστε να μην το γευτείς και γίνεις αθάνατος για πάντα.
4 Διότι έχεις ακόμη τον πόλεμο που έβαλε μέσα σου ο εχθρός. Αλλά όταν βγεις από τον Παράδεισο, άμα φυλάξεις τον εαυτό σου από κάθε κακό σαν κάποιον που πρόκειται να πεθάνει, τότε όταν γίνει πάλι η ανάσταση, θα σε αναστήσω και τότε θα σου δοθεί από το δέντρο της ζωής και θα είσαι αθάνατος για πάντα.
[29]
1 Αφού τα είπε αυτά ο Κύριος, μας έδιωξε από τον Παράδεισο.
2 Και έκλαψε ο πατέρα σας μπροστά στους αγγέλους απέναντι από τον Παράδεισο και του είπαν οι άγγελοι: “Τι θέλεις να κάνουμε για σένα, Αδάμ;”
3 Και ο πατέρα σας απάντησε και είπε στους αγγέλους: “Να! Διώξτε με! Αλλά σας παρακαλώ, αφήστε με να πάρω ευωδία από τον Παράδεισο, ώστε να κάνω θυσία στο Θεό, αφού εκδιωχθώ, για να με ακούσει.
4 Και ήρθαν οι άγγελοι και είπαν στο Θεό: “Ιαήλ, αιώνιε βασιλέα, διέταξε να δοθούν στον Αδάμ ευωδιαστά θυμιάματα από τον Παράδεισο”.
5 Και διέταξε ο Θεός να έρθει ο Αδάμ και να πάρει αρώματα από τον Παράδεισο για διατροφή του.
6 Και οι άγγελοι τον άφησαν και μάζεψε και τα δύο φύλα από κρόκο και νάρδο και καλάμι και κανέλα και άλλους σπόρους για τη διατροφή του και αφού τα πήρε, βγήκε από τον Παράδεισο.
7 Και έτσι βρεθήκαμε στη γη.
[30]
1 Τώρα λοιπόν, παιδιά μου, σας είπα τον τρόπο με τον οποίο εξαπατηθήκαμε. Εσείς να φυλάτε τους εαυτούς σας και να μην εγκαταλείψετε το καλό”.
[31]
1 Αυτά είπε αυτά ανάμεσα στα παιδιά της, ενώ ο Αδάμ κοιμόταν λόγω της ασθένειάς του. Και ενώ είχε άλλη μια ημέρα μέχρι να βγει από το σώμα του, είπε η Εύα στον Αδάμ:
2 ”Γιατί εσύ πεθαίνεις και εγώ ζω; Πόσο χρόνο έχω αφού πεθάνεις εσύ; Πες μου”.
3 Τότε είπε ο Αδάμ στην Εύα: “Μην ανησυχείς για τέτοια πράγματα. Δε θα αργήσεις πολύ μετά από εμένα, αλλά θα πεθάνουμε και οι δύο σε ίσο χρόνο. Και θα μείνεις στον τόπο μου. Και όταν πεθάνω, αλείψτε με και κανείς να μη με αγγίξει μέχρι να μιλήσει για μένα ο άγγελος του Κυρίου.
4 Διότι ο Θεός δε θα με ξεχάσει, αλλά θα αναζητήσει το σκεύος το οποίο ο ίδιος έφτιαξε. Σήκω και προσευχήσου στο Θεό μέχρι να αποδώσω το πνεύμα μου στα χέρια μου εκείνου που μου το έδωσε. Διότι δε γνωρίζουμε πώς (θα είναι όταν) θα συναντήσουμε εκείνον που μας έφτιαξε· αν θα οργιστεί με εμάς ή θα δείξει έλεος”.
[32]
1 Τότε σηκώθηκε η Εύα και βγήκε έξω και έπεσε στη γη, λέγοντας:
2 Αμάρτησα, Θεέ μου. Αμάρτησα, πατέρα των πάντων. Αμάρτησα εναντίον Σου. Αμάρτησα στους εκλεκτούς Σου αγγέλους. Αμάρτησα μπροστά στα Χερουβείμ. Αμάρτησα μπροστά στον ακλόνητο θρόνο Σου. Αμάρτησα, Κύριε. Αμάρτησα πολύ. Αμάρτησα εναντίον σου και όλη η αμαρτία στην κτίση δημιουργήθηκε εξ αιτίας μου.
3 Ενώ προσευχόταν η Εύα και βρισκόταν στα γόνατα, να, ήρθε σ’ αυτήν ο άγγελος της ανθρωπότητας [5] και τη σήκωσε όρθια, λέγοντας:
4 ”Σήκω, Εύα, από την μετάνοιά σου. Να, ο Αδάμ ο άντρας σου βγήκε από το σώμα του. Σήκω και δες το πνεύμα του να ανεβαίνει σ’ Αυτόν που το έφτιαξε για να Τον συναντήσει.
[33]
1 Και σηκώθηκε η Εύα και έβαλε το χέρι της στο πρόσωπό της και της είπε ο άγγελος: “Σήκωσε τον εαυτό σου από τα γήινα”.
2 Και η Εύα κοίταξε στον ουρανό και είδε ένα άρμα φωτός να έρχεται συρόμενο από τέσσερις λαμπρούς αετούς, των οποίων τη δόξα δε θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος που γεννήθηκε από κοιλία, ούτε να δει το πρόσωπό τους· και άγγελοι προχωρούσαν μπροστά από το άρμα.
3 Όταν ήρθαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο πατέρας σας, ο Αδάμ, στάθηκε το άρμα και τα Σεραφείμ (στάθηκαν) ανάμεσα στον πατέρα σας και το άρμα.
4 Και είδα εγώ θυμιατήρια χρυσά και τρία μπουκάλια και να, όλοι οι άγγελοι με λιβάνι και τα θυμιατήρια και τα μπουκάλια ήρθαν στο θυσιαστήριο και θυμιάτιζαν και ο καπνός του θυμιάματος κάλυψε τα στερεώματα.
5 Και οι άγγελοι έπεσαν (στο έδαφος) και προσκύνησαν το Θεό, φωνάζοντας και λέγοντας: “Ιαήλ άγιε, συγχώρησέ τον, γιατί είναι εικόνα Σου και δημιούργημα των άγιων χεριών Σου”.
[34]
1 Και αμέσως είδα εγώ η Εύα δύο μεγάλα και τρομερά μυστικά να βρίσκονται μπροστά στο Θεό. Και έκλαψα από το φόβο μου και φώναξα στο γιο μου, το Σηθ, λέγοντας:
2 ”Σήκω, Σηθ, από το σώμα του πατέρα σου και έλα εδώ για να δεις πράγματα που ποτέ δεν είδαν τα μάτια κανενός και προσεύχονται υπέρ του πατέρα σου, του Αδάμ.
[35]
1 Τότε σηκώθηκε ο Σηθ και πήγε στη μητέρα του και του είπε αυτή: “Τι σου συμβαίνει; Γιατί κλαις;”
2 Και είπε σ’ αυτόν: “Σήκωσε τα μάτια σου και δες τα επτά στερεώματα ανοιγμένα και δες με τα μάτια του πώς βρίσκεται ξαπλωμένο το σώμα του πατέρα σου μπρούμυτα και όλοι οι άγιοι άγγελοι που βρίσκονται μαζί του προσεύχονται μαζί του και λένε: ‘Συγχώρησέ τον, ω πατέρα των όλων, γιατί είναι εικόνα σου’.
3 Τι είναι αυτό, παιδί μου Σηθ; Πότε παραδόθηκε (ο Αδάμ) στα χέρια του αόρατου πατέρα και Θεού μας;
4 Και ποιοι είναι οι δύο μελαμψοί που παρίστανται στην προσευχή για τον πατέρα σου;”
[36]
1 Και είπε ο Σηθ στη μητέρα του: “Αυτοί είναι ο ήλιος και η σελήνη και πέφτουν στο έδαφος και προσεύχονται για τον πατέρα σου, του Αδάμ”.
2 Και του είπε η Εύα: “Και πού είναι το φως τους και γιατί έχουν σκοτεινιάσει έτσι;”
3 Και της είπε ο Σηθ: “Δεν μπορούν να λάμπουν μπροστά στο φως των πάντων και για αυτό το λόγο κρύφτηκε το φως τους”.
[37]
1 Και ενώ τα έλεγε αυτά ο Σηθ στη μητέρα του, οι άγγελοι που ήταν πεσμένοι στο έδαφος σάλπισαν και φώναξαν με τρομερή φωνή, λέγοντας:
2 ”Ευλογημένη η δόξα του Κυρίου επί των δημιουργημάτων του. Ελέησε το δημιούργημα των χεριών του, του Αδάμ”.
3 Όταν τα φώναξαν αυτά οι άγγελοι, ήρθε ένας Σεραφείμ εξαπτέρυγος και άρπαξε τον Αδάμ (και τον πήγε) στην Αχερουσία λίμνη και τον έπλυνε μπροστά στο Θεό.
4 Και μετά από τρεις ώρες που ήταν αφημένος εκεί, ο Δεσπότης όλων, καθισμένος στον άγιο θρόνο του, σήκωσε τον Αδάμ και τον παρέδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ, λέγοντάς του:
5 ”Σήκωσέ τον στον Παράδεισο μέχρι τον τρίτο ουρανό και άφησέ τον εκεί μέχρι την μεγάλη και τρομερή ημέρα, κατά την οποία θα τακτοποιήσω τον κόσμο”.
6 Και ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος τον πήρε και πήγε και τον άφησε εκεί που του είπε ο Θεός όταν τον συγχώρεσε.
[38]
1 Μετά από όλα αυτά, ο αρχάγγελος φρόντισε για την κηδεία του λειψάνου.
2 Και πρόσταξε ο Θεός να συγκεντρωθούν όλοι οι άγγελοι μπροστά Του, ο καθένας σύμφωνα με το τάγμα του. Και συγκεντρώθηκαν όλοι οι άγγελοι, κάποιοι με θυμιατήρια, κάποιοι με σάλπιγγες.
3 Και ο Κύριος των Στρατιών ανέβηκε (στο άρμα του) και οι άνεμοι τον τραβούσαν και τα Χερουβείμ ανέβαιναν στους ανέμους και οι άγγελοι του ουρανού βρίσκονταν μπροστά του. Και ήρθαν στο σημείο που βρισκόταν το σώμα του Αδάμ και το πήραν.
4 Και ήρθαν στον Παράδεισο και κινήθηκαν όλα τα φυτά του Παραδείσου, ώστε όλοι που είχαν γεννηθεί από τον Αδάμ να νυστάξουν από την ευωδία, με εξαίρεση τον Σηθ που γεννήθηκε όπως όρισε ο Θεός.
5 Και βρισκόταν το σώμα του Αδάμ στον Παράδεισο και ο Σηθ στεκόταν από πάνω του πολύ λυπημένος.
[39]
1 Και λέει ο Κύριος ο Θεός: “Αδάμ, γιατί το έκανες αυτό; Αν είχες τηρήσει την εντολή μου, δε θα χαίρονταν αυτοί που σε έφεραν στον τόπο αυτό.
2 Αλλά σου λέω πως τη χαρά τους θα τη μετατρέψω σε λύπη και τη λύπη σου θα μετατρέψω σε χαρά και όταν επιστρέψεις, θα σε καθίσω στην εξουσία σου, πάνω στο θρόνο εκείνου που σε εξαπάτησε.
3 Και εκείνος θα εκδιωχθεί στον τόπο αυτό και εσύ θα κάθεσαι από πάνω του. Τότε θα κριθεί αυτός και εκείνοι που τον άκουσαν και πολύ θα λυπηθούν και θα κλάψουν βλέποντάς σε καθισμένο στον τίμιό του θρόνο.
[40]
1 Και τότε είπε στον αρχάγγελο Μιχαήλ:
2 ”Πήγαινε στον παράδεισο, στον τρίτο ουρανό, και φέρε μου τρία σεντόνια βυσσινιά και λινά”. Και είπε ο Θεός στο Μιχαήλ, το Γαβριήλ, τον Ουριήλ και το Ραφαήλ: “Σκεπάστε με τα σεντόνια το σώμα του Αδάμ και φέρτε το έλαιο του ελαίου της ευωδίας και χύστε το πάνω του”. Και έτσι έκαναν και κήδευσαν το σώμα του.
3 Και είπε ο Κύριος: “Φέρτε και το σώμα του Άβελ”. Και φέρνανε άλλα σεντόνια και κήδευσαν και αυτόν.
4 Επειδή ήταν ακήδευτος από την ημέρα που τον δολοφόνησε ο Κάιν, ο αδελφός του. Πολύ προσπάθησε ο πονηρός Κάιν να το κρύψει (το πτώμα), αλλά δεν μπόρεσε, επειδή δεν το δεχόταν η γη, λέγοντας:
5 ”Δε θα δεχτώ άλλο σώμα, μέχρι να επιστραφεί σε εμένα το χώμα που πάρθηκε και πλάστηκε”. Τότε άγγελοι τον πήρανε και τον έβαλαν πάνω στην πέτρα μέχρι να πεθάνει ο πατέρας του.
6 Και θάφτηκαν και οι δύο σύμφωνα με την εντολή του Θεού στα μέρη του Παραδείσου, στον τόπο όπου βρήκε το χώμα ο Θεός.
7 Και ο Θεός έστειλε επτά αγγέλους στον Παράδεισο και φέρανε πολλά μυρωδικά και τα έβαλαν στη γη. Και έτσι πήραν τα δύο σώματα και τα έθαψαν στο μέρος που έσκαψαν και οικοδόμησαν.
[41]
1 Και ο Θεός φώναξε τον Αδάμ και είπε: “Αδάμ;! Αδάμ;!” Και απάντησε το σώμα από τη γη: “Εδώ είμαι, Κύριε”
2 Και του είπε ο Κύριος: “Σου είχα πει ότι είσαι γη και ότι στη γη θα επιστρέψεις.
3 Πάλι σου αναγγέλλω την ανάσταση. Θα σε αναστήσω την τελευταία μέρα κατά την ανάσταση, μαζί με κάθε άνθρωπο από το σπέρμα σου.
[42]
1 Και μετά από αυτά τα λόγια, ο Θεός έφτιαξε μια τριγωνική σφραγίδα και σφράγισε το μνήμα, ώστε κανείς να μην του κάνει τίποτα κατά τις έξι ημέρες, μέχρι να επιστραφεί σ’ αυτόν (τον Αδάμ) και το πλευρό του.
2 Και επέστρεψε ο φιλάνθρωπος Θεός και οι άγιοι άγγελοί του στον τόπο τους.
3 Μετά από τις έξι ημέρες πέθανε και η Εύα. Όταν ζούσε ακόμη, έκλαψε για την κοίμησή της επειδή δεν ήξερε πού θα θαφτεί το σώμα της. Όταν ο Κύριος ήταν στον Παράδεισο, όταν κήδευσαν τον Αδάμ, και αυτή κοιμόταν μαζί με τα παιδιά της εκτός του Σηθ, όπως ήδη είπα.
4 Και παρακάλεσε η Εύα κατά την ώρα του θανάτου της να θαφτεί όπου βρισκόταν ο Αδάμ, ο άντρας της, λέγοντας τα εξής:
5 ”Δέσποτά μου, Κύριε και Θεέ κάθε αρετής, μην απομακρύνεις τη δούλη σου από το σώμα του Αδάμ, γιατί από τα μέλη του με έπλασες.
6 Αλλά αξίωσέ με και κάνε την ανάξια και αμαρτωλή να θαφτεί μαζί με το σώμα του.
7 Όπως ήμουν αχώριστη μαζί του και στον Παράδεισο και μετά την παρακοή, έτσι κανείς να μη μας χωρίσει.
8 Μετά την προσευχή, κοίταξε στον ουρανό και σηκώθηκε και χτυπώντας το στήθος της είπε: “Θεέ των όλων, δέξου το πνεύμα του”. Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στο Θεό.
[43]
1 Όταν πέθανε, ήρθε να βοηθήσει ο αρχάγγελος Μιχαήλ και τρεις άγγελοι και πήραν το σώμα της και το έθαψαν εκεί που ήταν το σώμα του Άβελ.
2 Και είπε ο αρχάγγελος Μιχαήλ στον Σηθ: “Έτσι να κηδεύετε όλους τους ανθρώπους που πεθαίνουν μέχρι την ημέρα της ανάστασης”.
3 Αφού του έδωσε αυτό το νόμο, του είπε: “Μόνο έξι ημέρες να πενθείτε και την έβδομη ημέρα να σταματάτε και να χαίρεστε, γιατί αυτή (την ημέρα) ο Θεός και εμείς οι άγγελοι χαιρόμαστε για την μετάσταση της δίκαιης ψυχής από τη γη”.
4 Αυτά είπε ο αρχάγγελος Μιχαήλ και ανέβηκε στον ουρανό, δοξάζοντας και λέγοντας το αλληλούια.
5 [Άγιος, άγιος, άγιος ο Κύριος. Για τη δόξα του Θεού του πατέρα, γιατί σ’Αυτόν αξίζει η απόδοση τιμής και η προσκύνηση μαζί με το άναρχο και ζωοποιό Του Πνεύμα. Τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.]
[Άγιος, άγιος, άγιος ο Κύριος των Στρατιών, γιατί δική του είναι η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.]
[Και ο αρχάγγελος Ιωήλ δόξασε τον Κύριο λέγοντας: “Άγιος, άγιος, άγιος ο Κύριος. Ο ουρανός και η γη είναι γεμάτα από τη δόξα Του”.]
-------------------------
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Διάφωτος: Γεμάτος φως. Ο Charles αναφέρει πως μπορεί να βρεθεί και ως “Αδιάφωτος” και πιθανώς να χρησιμοποιείται με την ίδια λογική που ο Σατανάς είναι ο “Εωσφόρος”.
2 Αμιλαβές: Παρεφθαρμένη λέξη, ενδεχομένως από το αρμενικό “barekhooh” = συνετός
3 Θηρίον: Η λέξη σημαίνει και “θηρίο” ή “κτήνος”, όπως στην περίπτωση της μάχης του Σηθ με το θηρίο, αλλά εδώ χρησιμοποιείται καθαρά με την έννοια του “ζώου”.
4 Ζῇ ὁ θεὸς: Επιφωνηματική έκφραση, όπως λέμε “Θεέ και Κύριε!” ή “Μη χειρότερα!”
5 ὁ ἄγγελος τῆς ἀνθρωπότητος: Ο αρχάγγελος Μιχαήλ (αυτή του η ιδιότητα αναφέρεται και σε άλλα απόκρυφα κείμενα)
Το λατινικό “Vita Adae et Evae”
Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση στα Νέα Ελληνικά της λατινικής “Ζωής του Αδάμ και της Εύας” και βασίζεται κυρίως στην αγγλική μετάφραση του R.H. Charles, διορθωμένη βάσει του λατινικού κειμένου που βρήκα.
Το κείμενο στις αγκύλες […] προέρχεται από άλλα χειρόγραφα πλην του βασικού. Προτάσεις σε αγκύλες χωρισμένες από κάθετο […/…/…] υποδηλώνουν εναλλακτικό κείμενο στο ίδιο σημείο. Το κείμενο στις παρενθέσεις (…) δεν υπάρχει στο πρωτότυπο, αλλά εμφανίζεται για να γίνει σαφέστερη η μετάφραση.
Επίσης σε τρία σημεία έχει ενσωματωθεί στο κείμενο η μεσαιωνική Ιστορία του Τιμίου Σταυρού. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε σ’ αυτό το βιβλίο.
[1]
1 Όταν εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, έφτιαξαν μια σκηνή και πέρασαν επτά ημέρες θρηνώντας και κλαίγοντας με μεγάλη θλίψη.
[2]
1 Αλλά μετά από επτά ημέρες άρχισαν να πεινάνε και ξεκίνησαν να ψάχνουν για τροφή, αλλά δε βρήκανε.
2 Τότε η Εύα είπε στον Αδάμ: “Κύριέ μου, πεινώ. Πήγαινε να βρεις κάτι να φάμε. Ίσως ο Κύριος ο Θεός να μας κοιτάξει με έλεος και να καλέσει πάλι στο μέρος όπου βρισκόμασταν προηγουμένως”.
[3]
1 Και ο Αδάμ σηκώθηκε και περπάτησε για επτά ημέρες σε όλη τη γη και δε βρήκε φαγητό σαν αυτό στο οποίο ήταν συνηθισμένοι στον Παράδεισο.
2 Και η Εύα είπε στον Αδάμ: “Θα με σκοτώσεις; Αν πεθάνω ίσως ο Θεός ο Κύριος σε ξαναβάλει στον Παράδεισο, επειδή σε έδιωξε εξ αιτίας μου”.
3 Απάντησε ο Αδάμ: “Εύα, μη λες τέτοια λόγια, αλλιώς ο Θεός μπορεί να μας ρίξει και άλλη κατάρα. Πώς θα μπορούσα να απλώσω το χέρι μου κατά της ίδιας μου της σάρκας; Όχι, ας σηκωθούμε και ας ψάξουμε να βρούμε κάτι για να ζήσουμε και να μη χάσουμε τη δύναμή μας”.
[4]
1 Και περπάτησαν και έψαξαν για εννέα ημέρες και δε βρήκανε τροφή όπως εκείνη που είχαν στον Παράδεισο, αλλά βρήκαν μόνο τροφή για ζώα.
2 Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: “Ο Κύριος έφτιαξε αυτό το φαγητό για ζώα και κτήνη, αλλά το δικό μας ήταν τροφή αγγέλων.
3 Αλλά είναι δίκαιο και σωστό να θρηνήσουμε ενώπιον του Θεού που μας έπλασε. Ας κάνουμε μετάνοια μεγάλη. Ίσως ο Κύριος μας λυπηθεί και μας δώσει κάτι για να ζήσουμε”.
[5]
1 Και είπε η Εύα στον Αδάμ: “Τι είναι η μετάνοια; Πες μου, τι είδους μετάνοια πρέπει να κάνω; Ας μη κουράσουμε τους εαυτούς μας περισσότερο από όσο μπορούμε να αντέξουμε και από όσο χρειάζεται για να εισακούσει ο Κύριος τις προσευχές μας.
2 Διαφορετικά μπορεί να αποστρέψει το πρόσωπό Του από εμάς, επειδή δεν πραγματοποιήσαμε ό,τι υποσχεθήκαμε.
3 Κύριέ μου, πόση μετάνοια έχεις σκεφτεί να κάνεις; Διότι σου έχω επιφέρει θλίψη και προβλήματα”.
[6]
1 Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: “Εσύ δεν μπορείς να κάνεις όση εγώ, αλλά κάνε μόνο όσο έχεις δύναμη. Γιατί εγώ θα περάσω 40 ημέρες νηστεύοντας. Αλλά εσύ σήκω και πήγανε στον ποταμό Τίγρη και σήκωσε μια πέτρα και στάσου επάνω της μέσα στο ποτάμι με το νερό μέχρι το λαιμό σου. Και μην αφήσεις ομιλία να βγει από το στόμα σου, αφού είμαστε ανάξιοι να απευθυνθούμε στον Κύριο, γιατί τα χείλη μας είναι ακάθαρτα από το άνομο και απαγορευμένο δέντρο.
2 Και μείνε στο ποτάμι για 37 ημέρες. Αλλά εγώ θα μείνω 40 ημέρες στο νερό του Ιορδάνη και ίσως ο Κύριος ο Θεός μας λυπηθεί”.
[7]
1 Και η Εύα πήγε μέχρι τον Τίγρη και έκανε ό,τι της είχε πει ο Αδάμ.
2 Ομοίως ο Αδάμ πήγε μέχρι τον Ιορδάνη και στάθηκε πάνω σε μια πέτρα με το νερό μέχρι το λαιμό του.
[8]
1 Και είπε ο Αδάμ: “Σου λέω, νερό του Ιορδάνη, θρήνησε μαζί μου και συγκέντρωσε σε μένα όλα τα πλάσματα που κολυμπάνε που βρίσκονται μέσα σου και ας με περικυκλώσουν και ας θρηνήσουν κι αυτά μαζί μου.
2 Ας μη θρηνήσουν για τους εαυτούς τους, αλλά για μένα. Γιατί δεν αμαρτήσανε αυτά, αλλά εγώ”.
2 Αμέσως όλα τα ζωντανά πλάσματα ήρθαν και τον περικύκλωσαν και από εκείνη τη στιγμή τα νερά του Ιορδάνη έμειναν ακίνητα και σταμάτησαν να ρέουν.
[9]
1 Και πέρασαν 18 ημέρες. Τότε ο Σατανάς οργίστηκε και μεταμορφώθηκε στη λαμπρότητα των αγγέλων και πήγε στον ποταμό Τίγρη στην Εύα.
2 Τη βρήκε να κλαίει και ο Διάβολος προσποιήθηκε πως θρηνούσε κι αυτός μαζί της και είπε: “Βγες από το ποτάμι και μην κλαις άλλο. Σταμάτα τη θλίψη και τους λυγμούς σου. Γιατί είστε ταραγμένοι, εσύ και ο άνδρας σου ο Αδάμ;
3 Ο Κύριος ο Θεός άκουσε τους θρήνους σας και δέχθηκε την μετάνοιά σας και όλοι οι άγγελοι ικέτευσαν για χάρη σας και ζήτησαν από το Θεό
4 και Εκείνος με έστειλε να σε βγάλω από το νερό και να σου δώσω την τροφή που είχατε και στον Παράδεισο και για την οποία οδύρεσαι.
5 Βγες λοιπόν από το νερό και θα σε πάω στο μέρος όπου έχει προετοιμαστεί το φαγητό σας”.
[10]
1 Αλλά η Εύα τον άκουσε και τον πίστεψε και βγήκε από το νερό του ποταμού και η σάρκα της ήταν σαν το χορτάρι (που τρέμει) από το κρύο του νερού.
2 Και όταν βγήκε, έπεσε στο έδαφος και ο Διάβολος της σήκωσε και την οδήγησε στον Αδάμ.
3 Και όταν ο Αδάμ την είδε μαζί με το Διάβολο, έκλαψε και κραύγασε: “Ω, Εύα, Εύα, πού είναι οι καρποί της μετανοίας σου;
4 Πώς μπόρεσες να παγιδευτείς από τον αντίπαλό μας, εξ αιτίας του οποίου αποξενωθήκαμε από την κατοικία μας στον Παράδεισο και την πνευματική μας χαρά;”
[11]
1 Και όταν το άκουσε αυτό, η Εύα κατάλαβε πως ήταν ο Διάβολος που την έπεισε να βγει από το ποτάμι. Και έπεσε με το πρόσωπο στη γη και ο πόνος της και ο θρήνος της και ο κλαυθμός της διπλασιάστηκαν.
2 Και κραύγασε και είπε: “Ανάθεμά σε, Διάβολε. Γιατί μας πολεμάς χωρίς λόγο; Τι πρόβλημα έχεις μαζί μας; Τι σου έχουμε κάνει και μας κυνηγάς τόσο δόλια; Γιατί εκτείνεται και σε μας η κακία σου;
3 Μήπως σου αφαιρέσαμε τη δόξα σου και σε κάναμε να είσαι χωρίς τιμή. Γιατί μας διώκεις, ω εχθρέ, στο θάνατο με κακία και φθόνο;”
[12]
1 Και με έναν βαρύ αναστεναγμό ο Διάβολος είπε: “Ω, Αδάμ! Όλη μου η έχθρα, ο φθόνος και η θλίψη είναι για σένα, αφού εσύ φταις που αποχωρίστηκα από τη δόξα μου που είχα στους ουρανούς μεταξύ των αγγέλων και εξ αιτίας σου ρίχτηκα στη γη”.
2 Ο Αδάμ απάντησε: “Τι σου έκανα;
3 Ποιο ήταν το σφάλμα μου εναντίον σου; Αφού δεν βλάφτηκες ή πληγώθηκες από εμάς, γιατί μας καταδιώκεις;”
[13]
1 Ο Διάβολος απάντησε: “Αδάμ, τι μου λες; Εξ αιτίας σου εκδιώχθηκα από εκεί.
2 Όταν πλάστηκες, εκδιώχθηκα από την παρουσία του Θεού και εξορίστηκα από τη συντροφιά των αγγέλων. Όταν ο Θεός φύσηξε μέσα σου πνοή ζωής και το πρόσωπό σου και η μορφή σου έγινε καθ’ εικόνα Θεού, ο Μιχαήλ σε έφερε και μας έκανε να σε λατρέψουμε ενώπιον του Θεού. Και ο Θεός ο Κύριος είπε: ‘Ιδού Αδάμ. Σε έφτιαξα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μας
.’
[14]
1 Και ο Μιχαήλ πήγε και κάλεσε όλους τους αγγέλους λέγοντας: ‘Λατρέψτε την εικόνα του Θεού, όπως ο Κύριος ο Θεός διέταξε.’
2 Και ο Μιχαήλ ο ίδιος λάτρεψε πρώτος. Έπειτα με κάλεσε και είπε: ‘Λάτρεψε την εικόνα του Θεού του Όντος’
3 Και εγώ απάντησα: ‘Εγώ δε χρειάζεται να λατρέψω τον Αδάμ’. Και επειδή ο Μιχαήλ με πίεζε να λατρέψω, του είπα: ‘Γιατί με πιέζεις; Δε θα λατρέψω κάποιον κατώτερο από εμένα και πλασμένο αργότερα από εμένα. Στην Πλάση ήμουν πριν από αυτόν. Πριν πλαστεί εκείνος, είχα ήδη πλαστεί εγώ. Είναι καθήκον του να με λατρέψει.’
[14]
1 Και ο Μιχαήλ πήγε και κάλεσε όλους τους αγγέλους λέγοντας: ‘Λατρέψτε την εικόνα του Θεού, όπως ο Κύριος ο Θεός διέταξε.’
2 Και ο Μιχαήλ ο ίδιος λάτρεψε πρώτος. Έπειτα με κάλεσε και είπε: ‘Λάτρεψε την εικόνα του Θεού του Όντος’
3 Και εγώ απάντησα: ‘Εγώ δε χρειάζεται να λατρέψω τον Αδάμ’. Και επειδή ο Μιχαήλ με πίεζε να λατρέψω, του είπα: ‘Γιατί με πιέζεις; Δε θα λατρέψω κάποιον κατώτερο από εμένα και πλασμένο αργότερα από εμένα. Στην Πλάση ήμουν πριν από αυτόν. Πριν πλαστεί εκείνος, είχα ήδη πλαστεί εγώ. Είναι καθήκον του να με λατρέψει.’
[15]
1 Όταν οι άγγελοι που διοικούσα το άκουσαν αυτό, αρνήθηκαν να τον λατρέψουν.
2 Και ο Μιχαήλ είπε: ‘Λάτρεψε την εικόνα του Θεού. Αν δεν λατρέψεις, θα οργιστεί μαζί σου.’
3 Και είπα: ‘Αν οργιστεί μαζί μου, θα βάλω το κάθισμά μου πάνω από τα αστέρια του ουρανού και θα είμαι όπως ο Ύψιστος.’
[16]
1 Και ο Κύριος ο Θεός οργίστηκε μαζί μου και με εξόρισε κι εμένα και τους αγγέλους μας από τη δόξα μας· και εξ αιτίας σου εκδιωχθήκαμε από τις κατοικίες μας και ριχθήκαμε κάτω στη γη.
2 Και αμέσως μας κατέλαβε η λύπη, επειδή είχαμε χάσει τόσο μεγάλη δόξα.
3 Και θρηνήσαμε όταν σε είδαμε μέσα σε τόση χαρά και πολυτέλεια.
4 Και με κόλπο ξεγέλασα τη γυναίκα σου και σε έκανα να εκδιωχθείς εξ αιτίας της από τη χαρά και την πολυτέλεια, όπως είχα κι εγώ εκδιωχθεί από τη δική μου δόξα”.
[17]
1 Όταν ο Αδάμ άκουσε το Διάβολο να τα λέει αυτά, αναφώνησε με μεγάλη φωνή και είπε: “Ω Κύριε και Θεέ μου, η ζωή μου είναι στα χέρια Σου. Εκδίωξε μακριά μου αυτόν τον αντίπαλο που προσπαθεί να καταστρέψει την ψυχή μου και δώσε μου τη δόξα του που εκείνος έχασε”.
2 Και εκείνη τη στιγμή ο Διάβολος εξαφανίστηκε.
3 Αλλά ο Αδάμ τήρησε τη μετάνοιά του μένοντας 40 συναπτές ημέρες στα νερά του Ιορδάνη.
[18]
1 Και η Εύα είπε στον Αδάμ: “Εύγε, κύριέ μου. Δεν έκανες ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο σφάλμα. Αλλά εγώ έσφαλα και παραστράτησα επειδή δεν τήρησα την εντολή του Θεού. Και τώρα εκδίωξέ με από το φως της ζωής σου και εγώ θα πάω προς το ηλιοβασίλεμα και θα μείνω εκεί μέχρι να πεθάνω”.
2 Και άρχισε να περπατά προς τα δυτικά μέρη και να θρηνεί πικρά και να βογκά δυνατά.
3 Κι έφτιαξε εκεί μία σκηνή, ενώ ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος.
[19]
1 Και όταν πλησίαζε ο καιρός για να γεννήσει, άρχισε να πονά και φώναξε προς τον Κύριο και είπε:
2 ”Ω Κύριε, δείξε έλεος, βοήθησέ με”. Και δεν εισακούστηκε και το έλεος του Κυρίου δεν την περικύκλωσε.
3 Και σκέφτηκε: “Ποιος θα το πει στον κύριό μου, τον Αδάμ; Σας εκλιπαρώ, φωστήρες του ουρανού, όταν γυρίσετε στην ανατολή, δώστε ένα μήνυμα στον κύριό μου, τον Αδάμ”.
[20]
1 Αλλά εκείνη την ώρα ο Αδάμ είπε: “Το παράπονο της Εύας έφτασε σε μένα. Ίσως ο Όφις της επιτέθηκε και πάλι”.
2 Και πήγε και τη βρήκε με μεγάλες δυσκολίες. Και η Εύα είπε: “Από τη στιγμή που σε είδα, κύριέ μου, η πονεμένη μου ψυχή γαλήνεψε. Και τώρα προσευχήσου στον Κύριο το Θεό από μέρους μου, ώστε να σε εισακούσει και να με κοιτάξει και να με ελευθερώσει από τους φριχτούς πόνους μου”.
3 Και ο Αδάμ προσευχήθηκε στον Κύριο για την Εύα.
[21]
1 Και ιδού, ήρθαν δώδεκα άγγελοι και δύο αρετές και στάθηκαν στα δεξιά και στα αριστερά της Εύας.
2 Και ο Μιχαήλ στεκόταν στα δεξιά και ακούμπησε το πρόσωπό του στο στήθος της και είπε στην Εύα: “Ευλογημένη είσαι Εύα, για χάρη του Αδάμ. Αφού οι προσευχές και οι παρακλήσεις του είναι μεγάλες, στάλθηκα για να δεχθείς τη βοήθειά μας. Σήκω τώρα και ετοιμάσου να γεννήσεις”.
3 Και γέννησε έναν γιο και έλαμπε. Και αμέσως το μωρό σηκώθηκε και έτρεξε και πήρε ένα χορτάρι στα χέρια του και το έδωσε στη μητέρα του και το όνομα που του δόθηκε ήταν Κάιν.
[22]
1 Και ο Αδάμ πήρε την Εύα και το αγόρι και τους οδήγησε στην Ανατολή.
2 Και ο Κύριος ο Θεός έστειλε τον Μιχαήλ τον αρχάγγελο με διάφορους σπόρους και τους έδωσε στον Αδάμ και του έδειξε πώς να δουλεύει και να καλλιεργεί τη γη, ώστε να έχουν καρπούς για να ζήσουν αυτοί και όλες οι γενεές τους.
3 Γιατί έπειτα η Εύα συνέλαβε και γέννησε ένα γιο του οποίου το όνομα ήταν Άβελ· και ο Κάιν και ο Άβελ ζούσανε μαζί.
4 Και η Εύα είπε στον Αδάμ: “Κύριέ μου, ενώ κοιμόμουν, είδα σε ένα όνειρο το αίμα του γιου μας του Άβελ στο χέρι του Κάιν, που το έπινε λαίμαργα. Για αυτό το λόγο είμαι ανήσυχη”.
5 Και ο Αδάμ είπε: “Μήπως ο Κάιν σκοτώσει τον Άβελ;! Ας τους χωρίσουμε και ας τους φτιάξουμε χωριστές κατοικίες”.
[23]
1 Και έκαναν τον Κάιν γεωργό και τον Άβελ τον έκαναν βοσκό, ώστε να μείνουν χωριστά ο ένας από τον άλλο.
2 Και έπειτα ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ, και ο Αδάμ ήταν 130 ετών και ο Άβελ δολοφονήθηκε όταν ήταν 122 ετών.
3 Και έπειτα ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του και απέκτησε ένα γιο και τον ονόμασε Σηθ.
[24]
1 Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: “Ιδού, απέκτησα ένα γιο στη θέση του Άβελ που δολοφόνησε ο Κάιν”.
2 Και αφού ο Αδάμ απέκτησε τον Σηθ, έζησε 800 χρόνια και απέκτησε 30 γιους και 30 κόρες· συνολικά 63 παιδιά. Και αυξήθηκαν πάνω στο πρόσωπο της γης στα έθνη τους.
[25]
1 Και ο Αδάμ είπε στον Σηθ: “Άκουσέ με, γιε μου Σηθ, καθώς θα σου περιγράφω ό,τι άκουσα και είδα αφού εγώ και η μητέρα σου εκδιωχθήκαμε από τον Παράδεισο.
2 Ενώ προσευχόμασταν, ήρθε σε μένα ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος, ένας αγγελιοφόρος του Θεού.
3 Και είδα ένα άρμα σαν τον άνεμο και οι τροχοί του ήταν φλόγινες και αρπάχθηκα στον Παράδεισο της δικαιοσύνης και είδα τον Κύριο να κάθεται και το πρόσωπό του έβγαζε φλόγες που δεν ήταν ανεκτές. Και πολλές χιλιάδες αγγέλων ήταν στα δεξιά και στα αριστερά του άρματος.
[26]
1 Όταν το είδα αυτό, μπερδεύτηκα και με κατέλαβε τρόμος και έπεσα μπροστά στο Θεό με το πρόσωπο στη γη.
2 Και ο Θεός μου είπε: “Ιδού θα πεθάνεις, επειδή δεν τήρησες την εντολή του Θεού και άκουσες τη φωνή της γυναίκας σου, την οποία παρέδωσα στην εξουσία σου για να ελέγχεις με τη θέλησή σου. Την άκουσες και παρέβης τα λόγια μου”.
[27]
1 Και όταν άκουσα αυτά τα λόγια του Θεού, έπεσα στο έδαφος και λάτρεψα το Θεό και είπα: “Κύριέ μου, Παντοδύναμε και Ελεήμονα Θεέ, Άγιε και Δίκαιε, μην αφήσεις το όνομα της ανάμνησης της μεγαλοπρέπειάς Σου να σβηστούν, αλλά μετέστρεψε την ψυχή μου, γιατί θα πεθάνω και η ανάσα μου θα βγει από το στόμα μου.
2 Μη με εκδιώξεις από την παρουσία Σου, εμένα που με έφτιαξες από τον πηλό της γης. Μην εκδιώξεις από τη χάρη Σου εκείνον που Εσύ έθρεψες”.
3 Και ιδού! Προέκυψε μια λέξη για σένα και ο Κύριος μου είπε: “Από τότε που φτιάχτηκαν οι ημέρες σου, πλάστηκες με μια αγάπη για γνώση· για αυτό το λόγο κανένας από το σπόρο σου ποτέ δε θα επιλεγεί για να Με υπηρετήσει”.
[28]
1 Και όταν άκουσα αυτά τα λόγια, ρίχτηκα στο έδαφος και λάτρεψα τον Κύριο το Θεό και είπα: “Εσύ είσαι ο αιώνιος και υπέρτατος Θεός και όλα τα πλάσματα σου αποδίδουν τιμή και δόξα.
2 Εσύ είσαι το αληθινό Φως που λάμπει περισσότερο από όλα τα φώτα, η Ζώσα Ζωή, η άπειρη παντοδύναμη Δύναμη. Σε Εσένα αποδίδουν τιμές και δόξα όλες οι πνευματικές δυνάμεις. Πράττεις επί της φυλής των ανθρώπων τον πλούτο του ελέους Σου”.
3 Αφού λάτρεψα τον Κύριο, αμέσως ο Μιχαήλ, ο αρχάγγελος του Θεού, με άρπαξε από το χέρι και με έβγαλε έξω από τον Παράδεισο της Εμφανίσεως και εντολής του Θεού.
4 Και ο Μιχαήλ κρατούσε μία ράβδο στο χέρι και ακούμπησε τα νερά που βρίσκονταν γύρω από τον Παράδεισο και εκείνα πάγωσαν.
[29]
1 Και τα διέσχισα και μαζί μου τα διέσχισε και ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος και με οδήγησε πίσω στο μέρος από όπου είχα αρπαγεί.
2 Άκουσε, γιε μου Σηθ, και τα υπόλοιπα από τα μυστικά και τα μυστήρια που θα συμβούν, τα οποία μου αποκαλύφθηκαν όταν έφαγα από το δέντρο της γνώσης και έμαθα και κατανόησα τι θα συμβεί σε αυτή την εποχή·
3 Τι σκοπεύει να κάνει ο Θεός στην πλάση του, στη φυλή των ανθρώπων [κατά τον καιρό που θα έρθει].
4 Ο Κύριος θα εμφανιστεί ως πύρινη φλόγα. [Από το στόμα της μεγαλοπρεπείας Του θα δώσει εντολές και διατάγματα / Από το στόμα Του θα βγει ένα δίκοπο ξίφος]. Και θα Τον καθαγιάσουν στον οίκο της κατοικίας της μεγαλοπρέπειάς Του και θα τους δείξει το θαυμαστό μέρος της μεγαλοπρέπειάς Του.
5 Και έπειτα θα χτίσουν έναν οίκο για τον Κύριο το Θεό τους στη γη [την οποία θα προετοιμάσει για αυτούς] και εκεί θα παραβούν τα διατάγματά Του και το άσυλό τους θα καεί και η γη τους θα ερημώσει και οι ίδιοι θα διασκορπιστούν· επειδή προκάλεσαν την οργή του Θεού.
6 Και ξανά [την τρίτη ημέρα / την έβδομη ημέρα] θα τους κάνει να συγκεντρωθούν πάλι πίσω από τη διασπορά τους και θα χτίσουν πάλι τον οίκο του Θεού· και στο τέλος ο οίκος του Θεού θα δοξαστεί περισσότερο από παλιά.
7 Και ξανά η ανηθικότητα θα ξεπεράσει τη αγιοσύνη. Και από εκεί και πέρα ο Θεός θα κατοικεί με τους ανθρώπους στη γη [με ορατή μορφή] και τότε η αγιοσύνη θα αρχίσει να λάμπει. Και ο οίκος του Θεού θα τιμηθεί εκείνη την εποχή και οι εχθροί τους δε θα μπορούν πια να βλάψουν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο Θεό. Και ο Θεός θα συγκεντρώσει για τον Εαυτό Του έναν πιστό λαό, τον οποίο θα σώσει για όλη την αιωνιότητα και οι ασεβείς θα τιμωρηθούν από το Θεό το βασιλιά τους, οι άνθρωποι που αρνήθηκαν να αγαπήσουν το νόμο Του.
8 Ο ουρανός και η γη, οι νύχτες και οι μέρες και όλα τα πλάσματα θα Τον υπακούν και δε θα παραβαίνουν την εντολή Του, ούτε θα αλλάζουν τα έργα Του. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν το νόμο του Κυρίου όμως θα αλλαχθούν.
9 Έτσι ο Κύριος θα εκδιώξει από Αυτόν τους φαύλους και οι δίκαιοι θα λάμπουν σαν τον ήλιο ενώπιον του Κυρίου. Και εκείνον τον καιρό οι άνθρωποι θα καθαρίζονται με νερό από τις αμαρτίες τους.
10 Αλλά αυτοί που δεν είναι πρόθυμοι να καθαρθούν με νερό θα καταδικάζονται. Και ευτυχής ο άνθρωπος που έχει διορθώσει την ψυχή του όταν θα συμβεί η Κρίση και το μεγαλείο του Θεού θα εμφανιστεί μεταξύ των ανθρώπων και οι πράξεις τους θα ελεγχθούν από το Θεό, τον δίκαιο κριτή.
[30]
1 Αφού ο Αδάμ είχε γίνει 930 ετών, επειδή γνώριζε ότι οι μέρες του τελείωναν, είπε στην Εύα: “Ας μαζευτούν όλοι οι γιοι μου σε μένα για να τους ευλογήσω πριν πεθάνω και να μιλήσω μαζί τους”.
2 Και συγκεντρώθηκαν σε τρία μέρη ενώπιόν του, στον οίκο της προσευχής, όπου λάτρευαν τον Κύριο το Θεό. [Και ήταν 25.000 άνδρες χωρίς να μετρώνται οι γυναίκες και τα παιδιά].
3 [Και αφού συγκεντρώθηκαν έτσι, είπανε όλοι με μια φωνή] και τον ρώτησαν: “Τι σε απασχολεί, Πατέρα, και μας κάλεσες και γιατί είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου;”
4 Τότε ο Αδάμ απάντησε και είπε: “Γιοι μου, είμαι άρρωστος και πονάω”. Και όλοι του οι γιοι του είπανε: Then Adam answered and said: “Τι σημαίνει, πατέρα, να είσαι άρρωστος και να πονάς;”
[31]
1 Είπε τότε ο Σηθ, ο γιος του: “Ω κύριε, ίσως επιθυμείς τον καρπό του Παραδείσου που έτρωγες παλιά και για αυτό το λόγο είσαι θλιμμένος;
2 Πες μου και θα πάω στις κοντινότερες πύλες του Παραδείσου και θα ρίξω χώμα στο κεφάλι μου και θα ριχτώ στο έδαφος μπροστά στις πύλες του Παραδείσου και θα θρηνήσω και θα ικετεύσω το Θεό με δυνατούς θρήνους· ίσως με ακούσει και στείλει τον άγγελό του για να μου φέρει τον καρπό που επιθυμείς”.
3 Ο Αδάμ απάντησε και είπε: “Όχι, γιε μου, δεν είναι αυτό που επιθυμώ, αλλά νιώθω αδυναμία και μεγάλο πόνο στο κορμί μου”. Ο Σηθ απάντησε: “Τι είναι πόνος, κύριέ μου και πατέρα; Έχω άγνοια· μην μας το κρύβεις και πες μας [για αυτό που αγνοούμε εντελώς].
[32]
1 Και ο Αδάμ απάντησε και είπε: “Ακούστε με, γιοι μου. Όταν ο Θεός μας έπλασε, εμένα και τη μητέρα σας, και μας έβαλε στον Παράδεισο και μας έδωσε κάθε καρποφόρο δέντρο για να τρώμε, έβαλε μια απαγόρευση επάνω μας σχετικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, το οποίο είναι στη μέση του παραδείσου: ‘Να μην το καταναλώσετε αυτό’
2 Αλλά ο Θεός έδωσε ένα μέρος του Παραδείσου σε μένα και ένα μέρος στη μητέρα σας: τα δέντρα στο ανατολικό τμήμα και το βόρειο [μέρος] που είναι προς τον βόρειο άνεμο τα έδωσε σε μένα· και στη μητέρα σας έδωσε το νότιο και το δυτικό μέρος.
[33]
1 Ο Κύριος ο Θεός επίσης μας έδωσε και δύο αγγέλους για να μας φυλάνε.
2 Έφτασε η ώρα που οι άγγελοι είχαν ανέβει για να λατρέψουν ενώπιον του Θεού. Και αμέσως ο Διάβολος ο αντίπαλος βρήκε μια ευκαιρία ενώ έλειπαν οι άγγελοι και πλάνεψε τη μητέρα σας για να φάει από το άνομο και απαγορευμένο δέντρο.
3 Και έφαγε και μου έδωσε και εμένα.
[34]
1 Και αμέσως ο Κύριος ο Θεός οργίστηκε μαζί μας και ο Κύριος μου είπε: ‘Επειδή εγκατέλειψες την εντολή μου και δε φύλαξες τα λόγια μου τα οποία σου επιβεβαίωσα, ιδού, θα καταφέρω στο σώμα σου 70 πληγές. Με διάφορους πόνους θα ταλαιπωρηθείς, ξεκινώντας από το κεφάλι σου και τα μάτια σου και τα αυτιά σου μέχρι τα νύχια των ποδιών σου και σε κάθε μέλος’. Αυτό το θεώρησε ισάξια τιμωρία σε πόνο (σε σχέση με την παρακοή μας) για τα δέντρα.
2 Όλα αυτά έστειλε ο Θεός σε εμένα και σε όλες τις γενεές μας”.
[35]
1 Αυτό είπε ο Αδάμ στους γιους του και τον έπιασαν έντονοι πόνοι και αναφώνησε: “Τι θα κάνω; Είμαι τόσο δύστυχος που πονάω τόσο πολύ”.
2 Και όταν τον είδε η Εύα να θρηνεί, άρχισε κι εκείνη να κλαίει και είπε: “Ω Κύριε και Θεέ μου, δώσε σε μένα τον πόνο του, γιατί εγώ ήμουν που αμάρτησα”.
3 Και είπε η Εύα στον Αδάμ: “Κύριέ μου, δώσε μου ένα μέρος από τους πόνους σου, γιατί αυτό σου συμβαίνει εξ αιτίας μου”.
[36]
1 Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: “Σήκω και πήγαινε με το γιο μου τον Σηθ κοντά [στις πύλες] στον Παράδεισο και ρίξτε χώμα στα κεφάλια σας και ριχτείτε στο έδαφος και θρηνήστε ενώπιον του Θεού.
2 Ίσως σας λυπηθεί και στείλει τον άγγελό Του στο δέντρο του ελέους Του, από όπου ρέει το έλαιο της ζωής, και σας δώσει μια σταγόνα για να με χρίσετε και να αναπαυθώ από αυτούς τους πόνους που με κατατρώνε.”.
[37]
1 Τότε ο Σηθ και η μητέρα του πήγανε προς τις πύλες του Παραδείσου. Και ενώ περπατάγανε, ξαφνικά ήρθε ένας θηριώδης όφις και επιτέθηκε και δάγκωσε τον Σηθ.
2 Και μόλις το είδε η Εύα, έκλαψε και είπε: “Ωιμέ!Είμαι καταραμένη επειδή δεν τήρησα την εντολή του Θεού”.
3 Και η Εύα είπε στον Όφι με δυνατή φωνή: “Καταραμένο κτήνος! Πώς γίνεται και δε φοβάσαι να ριχτείς στην εικόνα του Θεού και να της επιτεθείς; Πώς επικράτησαν τα δόντια σου;”
[38]
1 Το θηρίο απάντησε με ανθρώπινη φωνή: “Εναντίον σου, Εύα, δεν είναι που κατευθύνεται η κακία μας; Μήπως δεν είσαι το αντικείμενο της οργής μας;
2 Πες μου, εύα, πώς άνοιξε το στόμα σου να φάει τον καρπό, που ο Κύριος ο Θεός σε πρόσταξε να μη φας;
3 Αλλά αν αρχίσω τώρα να σε ελέγχω, δε θα μπορέσεις να το αντέξεις;”
[39]
1 Τότε είπε ο Σηθ στο θηρίο: “Ο Θεός ας σε τιμωρήσει. Σιώπα, μείνε άφωνος, κλείσε το στόμα σου, καταραμένε εχθρέ της Αληθείας, αταξία της καταστροφής. Φύγε μακριά από την εικόνα του Θεού μέχρι την ημέρα που ο Κύριος ο Θεός θα σε διατάξει να εμφανιστείς για να δικαστείς”.
2 Και το θηρίο είπε στον Σηθ: “ιδού, φεύγω από ενώπιον της εικόνας του Θεού, όπως είπες” Αμέσως εξαφανίστηκε η πληγή των δοντιών του από τον Σηθ.
[40]
1 Αλλά ο Σηθ και η μητέρα του περπάτησαν στις περιοχές του Παραδείσου και πήραν χώμα από τη γη και το έβαλαν στα κεφάλια τους.
1 Και έκλειναν τα πρόσωπά τους προς τη γη και άρχισαν να θρηνούν και να οδύρονται, εκλιπαρώντας τον Κύριο το Θεό να λυπηθεί τον πονεμένο Αδάμ και να στείλει τον άγγελό Του να τους δώσει έλαιο από το δέντρο του ελέους Του.
Τα κεφάλαια 41 και 42 θεωρείται ότι είναι χριστιανική προσθήκη από το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου.
[41]
1 Αλλά ενώ προσεύχονταν και ικέτευαν για πολλές ώρες, ιδού, εμφανίστηκε ο άγγελος Μιχαήλ και τους είπε:
2 ”Στάλθηκα σε εσάς από τον Κύριο. Εγώ είμαι ορισμένος από τον Κύριο για σώματα των ανθρώπων.
3 Σου λέω, Σηθ, άνθρωπε του Θεού, να μην κλαις, ούτε να προσεύχεσαι και να ζητάς το έλαιο του δέντρου του ελέους για να χρίσεις τον πατέρα σου, τον Αδάμ, για τους πόνους του σώματός του.
[42]
1 Γιατί σου λέω πως με κανένα τρόπο δε θα μπορέσεις να το λάβεις, μέχρι τις έσχατες ημέρες, αφού έχουν περάσει 5.500 χρόνια.
2 Τότε θα έρθει στη γη ο πιο αγαπητός βασιλιάς για να αναστήσει το σώμα του Αδάμ και μαζί του να αναστήσει και τα σώματα των νεκρών.
3 Ο ίδιος, ο Υιός του Θεού, όταν έρθει θα βαπτιστεί στο Ιορδάνη ποταμό και όταν βγει από τα νερά του Ιορδάνη, τότε θα χρίσει με το έλαιο του ελέους όλους όσους πιστεύουν σ’Αυτόν.
4 Και το έλαιο του ελέους θα υπάρχει από γενιά σε γενιά για όλους όσους είναι έτοιμοι να αναγεννηθούν μέσω νερού και Αγίου Πνεύματος στην αιώνιο ζωή.
5 Τότε ο πιο αγαπητός Υιός του Θεού, ο Χριστός, κατεβαίνοντας στη γη, θα οδηγήσει τον πατέρα σου τον Αδάμ στον Παράδεισο στο δέντρο του ελέους.
Τέλος χριστιανικής προσθήκης
[43]
1 Αλλά εσύ Σηθ πήγαινε στον πατέρα σου, τον Αδάμ, γιατί ήρθε το πλήρωμα του χρόνου της ζωής του. Σε έξι μέρες από σήμερα η ψυχή του θα βγει από το σώμα του και όταν θα έχει βγει θα δεις μεγάλα θαύματα στον ουρανό και τη γη και τους φωστήρες του ουρανού”.
2 Με αυτά τα λόγια ο Μιχαήλ αμέσως έφυγε από τον Σηθ. Και η Εύα και ο Σηθ επέστρεψαν φέρνοντας μαζί τους [ένα μικρό κλαρί και] μυρωδικά βότανα, τα οποία ήταν νάρδος και κρόκος και καλάμι και κανέλα.
Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου
3 Αμέσως ο άγγελος τον άφησε και πήγε στον Παράδεισο και έφερε ένα κλαδί από το δέντρο της γνώσης, για το οποίο ο Αδάμ και η Εύα εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο, και επέστρεψε και το έδωσε στον Σηθ και είπε: “Πήγαινέ το αυτό στον πατέρα σου για παρηγοριά και αναψυχή του σώματός του. Βιαστείτε γιατί αλλιώς θα αργήσετε. Πηγαίνετε στον πατέρα σου, αφού ο χρόνος της ζωής του έχει τελειώσει και επιπλέον σε έξι ημέρες η ψυχή του θα βγει από το σώμα του” … Πήραν μαζί τους ένα κλαδί και μυρωδικά, τα οποία ήταν νάρδος και κρόκος και καλάμι και κανέλα. Και συνέβη πως ενώ η Εύα και ο Σηθ διασχίζανε τα νερά του Ιορδάνη, ιδού, το κλαδί που τους είχε δώσει ο άγγελος έπεσε στο μέσο του ποταμού. Τότε ο Σηθ και η μητέρα του επέστρεψαν στον Αδάμ και του είπαν όλα όσα συνέβησαν.
[44]
1 Και όταν έφτασαν στον Αδάμ ο Σηθ και η μητέρα του, του είπαν [όλα όσα συνέβησαν στο δρόμο και του είπαν] πώς το θηρίο δάγκωσε το Σηθ.
2 Και ο Αδάμ είπε στην Εύα: “Τι έκανες; Μεγάλη πληγή έφερες επάνω μας, παρανομία και αμαρτία για όλες τις γενεές μας. Και αυτό που έκανες να το πεις στα παιδιά σου μετά το θάνατό μου.
3 [Γιατί αυτοί που θα προκύψουν από εμάς θα πασχίζουν και θα αποτυγχάνουν, αλλά θα έχουν έλλειψη και θα μας καταριούνται και θα λένε:
4 ‘Όλα τα κακά μας έφεραν οι γονείς μας, που ήταν στην αρχή’.] Όταν άκουσε η Εύα αυτά τα λόγια, άρχισε να κλαίει και να οδύρεται.
Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου
5 Και ο Αδάμ είπε στο γιο του, Σηθ: “Δε μου έστειλε ο άγγελος κάτι;” Ο Σηθ ήταν πολύ προβληματισμένος και εντελώς τρομοκρατημένος, αλλά δεν βρήκε αυτό που του είχε δώσει ο άγγελος και είπε στον πατέρα του: “Ο άγγελος σου έστειλε ένα κλαδί από τον Παράδεισο, το οποίο έπεσε στη μέση του Ιορδάνη ποταμού”. Και ο πατέρας του είπε: “Πήγαινε, γιε μου, στο μέρος όπου έπεσε και φέρε μου το, για να το δω πριν πεθάνω και να σε ευλογήσει η ψυχή μου”. Και ο Σηθ επέστρεψε στον ποταμό και βρήκε το κλαδί στη μέση του ποταμού να μην έχει μετακινηθεί καθόλου από το σημείο και ο Σηθ χάρηκε και το πήγε στον πατέρα του. Και ο Αδάμ το δέχτηκε [και το κοίταξε προσεκτικά] και πήρε μεγάλη χαρά και είπε: “Ιδού ο θάνατος και η ανάστασή μου”. Και ζήτησε από τα παιδιά του να φυτέψουν το κλαδί στην κεφαλή του τάφου του.
[45]
1 Και όπως είχε πει από πριν ο Μιχαήλ, μετά από έξι μέρες ήρθε ο θάνατος του Αδάμ.
2 ‘Οταν ο Αδάμ κατάλαβε πως η ώρα του θανάτου του είχε φτάσει, είπε σε όλα τα παιδιά του: “Ιδού, είμαι 930 ετών και αν πεθάνω, θάψτε με προς τον μεγάλο κήπο του Θεού κοντά [στην κατοικία Του / στα μέρη όπου κατοικεί]”.
3 Και συνέβη πως με το που τελείωσε το λόγο του, παρέδωσε το πνεύμα.
[46]
1 Τότε ο ήλιος σκοτείνιασε και το φεγγάρι και τα αστέρια για επτά ημέρες και ο Σηθ αγκάλιασε το σώμα του πατέρα του και θρήνησε από πάνω του και η Εύα κοίταζε στο χώμα με τα χέρια διπλωμένα πάνω από το κεφάλι της και όλα της τα παιδιά κλάψανε πικρά.
2 Και ιδού, εμφανίστηκε ο Μιχαήλ ο άγγελος και στάθηκε δίπλα στο κεφάλι του Αδάμ και είπε στον Σηθ: “Σήκω από το σώμα του πατέρα σου και έλα σε μένα και δες τι έχει προετοιμάσει ο Κύριος ο Θεός για αυτόν.
3 Επειδή είναι πλάσμα Του και ο Θεός τον λυπήθηκε”.
[47]
1 Και όλοι οι άγγελοι φυσήξαν τις σάλπιγγές τους και φώναξαν: “Ευλογημένος είσαι, ω Κύριε, γιατί ελέησες το πλάσμα Σου”.
[48]
1 Τότε ο Σηθ είδε το χέρι του θεού απλωμένο να κρατά τον Αδάμ και τον περέδωσε στον Μιχαήλ λέγοντας:
2 ”Ας είναι υπό την επιτήρησή σου σε τιμωρία μέχρι την ημέρα της Κρίσεως, όταν θα μετατρέψω τη θλίψη του σε χαρά.
3 Τότε θα καθίσει στο θρόνο εκείνου που τον επιβουλεύτηκε”.
4 Και είπε πάλι ο Κύριος στους αγγέλους Μιχαήλ και Ουριήλ: “Φέρτε μου τρία λινά βυσσινιά σεντόνια και απλώστε τα πάνω από τον Αδάμ και άλλα λινά σεντόνια πάνω από τον Άβελ, το γιο του, και θάψτε τον Αδάμ και τον Άβελ, το γιο του”.
5 Και όλες οι Δυνάμεις των αγγέλων παρήλασαν μπροστά από τον Αδάμ και ο ύπνος των νεκρών καθαγιάστηκε.
6 Και οι άγγελοι Μιχαήλ και Ουριήλ έθαψαν τον Αδάμ και τον Άβελ στα μέρη του Παραδείσου, ενώπιον του Σηθ και της μητέρας του [και κανενός άλλου] και ο Μιχαήλ και ο Ουριήλ είπαν:
7 ”Όπως είδατε, με αυτό τον τρόπο να θάβεται τους νεκρούς σας”.
Ο ακόλουθος στίχος είναι μέρος της Ιστορίας του Τιμίου Ξύλου
8 Και μετά από όλα αυτά, οι άγγελοι έφυγαν από εκείνον. Και ο Σηθ, ο πραγματικός γιος του, φύτεψε το κλαδί του δέντρου, όπως του είχε ζητήσει ο πατέρας του, στην κεφαλή του τάφου του. Και μεγάλωσε και έγινε ένα μεγάλο δέντρο. Μετά από πολύ καιρό βρέθηκε από τους κυνηγούς του Σολομώντα και του το φέρανε και ο ίδιος του απέδωσε πολλές τιμές. Και μετά καταστράφηκε εξ αιτίας της Βασίλισσας του Νότου, που ήρθε από τα πέρατα της γης για να δει τον Σολομώντα και να ακούσει τη σοφία του. Και της έδειξε όλα τα μυστικά του και επίσης το υπέροχο δέντρο που τιμώνταν στο ναό του. Μόλις εκείνη το είδε, προφήτεψε πως εξ αιτίας αυτού του δέντρου όλα τα βασίλεια και τα κάστρα και οι νόμοι των Ιουδαίων θα καταστρέφονταν. Όταν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς, διέταξε να στολιστεί το δέντρο και χρυσό και ασήμι και πολύτιμες πέτρες και μετά ρίχτηκε στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, όπου έπειτα [επέπλευσε και] ο άγγελος που κατέβαινε και τάραζε τα νερά κάθε μέρα μέχρι κάποιος να γιατρευτεί στελνόταν από τον Χριστό τον ίδιο. Και έπειτα σε αυτό το δέντρο, στο μέρος που λέγεται Γολγοθάς, κρεμάστηκε Εκείνος στον κορμό του δέντρου, ώστε το αίμα του Λυτρωτή να ρεύσει πάνω στο κεφάλι εκείνου που δημιουργήθηκε πρώτος.
[49]
1 Έξι ημέρες αφού πέθανε ο Αδάμ, η Εύα κατάλαβε πως θα πέθαινε και συγκέντρωσε όλους τους γιους και τις κόρες της, τον Σηθ με 30 αδελφούς και 30 αδελφές, και η Εύα είπε σε όλους:
2 ”Ακούστε με, παιδιά μου, και θα σας πω τι μας είπε ο αρχάγγελος Μιχαήλ όταν εγώ και ο πατέρας σας παραβήκαμε την εντολή του Θεού:
3 ‘Λόγω της παρακοής σας, ο Κύριός μας θα καταφέρει επί του γένους σας την οργή της κρίσεώς του, πρώτα με νερό και τη δεύτερη φορά με φωτιά. Με αυτές τις δύο (κρίσεις) ο Κύριος θα κρίνει όλο το ανθρώπινο γένος’.
[50]
1 Αλλά ακούστε με, παιδιά μου! Φτιάξτε πλάκες από πέτρα και άλλες από πηλό και γράψτε πάνω τους όλη τη ζωή μου κι εκείνη του πατέρα σας και όλα όσα ακούσατε και είδατε από εμάς.
2 Αν ο Κύριος κρίνει το γένος μας με νερό, οι πλάκες από πηλό θα διαλυθούν και οι πλάκες από πέτρα θα παραμείνουν. Αν με φωτιά, οι πέτρινες πλάκες θα σπάσουν, αλλά οι πήλινες πλάκες θα ψηθούν (και θα γίνουν σκληρές)”.
3 Όταν η Εύα τα είπε όλα αυτά στα παιδιά της, άπλωσε τα χέρια της προς τον ουρανό προσευχόμενη και γονάτισε στη γη και ενώ λάτρευε τον Κύριο και τον ευχαριστούσε, παρέδωσε το πνεύμα της.
[51]
1 Έπειτα όλα τα παιδιά της την έθαψαν με δυνατούς θρήνους. Όταν την είχαν θρηνήσει για τέσσερις ημέρες, ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος εμφανίστηκε και είπε στον Σηθ:
2 ”Άνθρωπε του Θεού, να μη θρηνείτε τους νεκρούς σας για πάνω από έξι ημέρες, γιατί την έβδομη ημέρα υπάρχει το σύμβολο της ανάστασης και των μετέπειτα αιώνων. Την έβδομη ημέρα ο Κύριος ξεκουράστηκε από τα έργα Του.
3 [Πράγματι, η όγδοη ημέρα είναι του μέλλοντος και της αιώνιας ευδαιμονίας, κατά την οποία όλοι οι άγιοι θα βασιλέψουν εις τους αιώνας των αιώνων μαζί με τον ίδιο το Δημιουργό και Σωτήρα, ψυχή τε και σώματι, χωρίς να πεθαίνουν ποτέ ξανά. Αμήν.] Τότε ο Σηθ έφτιαξε τις πλάκες.
Το υπόλοιπο κείμενο περιέχει επιπλέον υλικό για τις πλάκες του Σηθ και τη δημιουργία του Αδάμ, που είναι άσχετα με την κυρίως διήγηση.
[52]
1 Τότε ο Σηθ έφτιαξε [δύο] πλάκες από πέτρα και [δύο] πλάκες από πηλό [και επινόησε τα κεφαλαία γράμματα] και έγραψε επάνω τους τη ζωή του πατέρα του Αδάμ και της μητέρας του Εύας, που είχε ακούσει από εκείνους και που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια και έβαλε τις πλάκες στη μέση του σπιτιού του πατέρα του, στο προσευχητάρι όπου προσευχόταν στο Θεό. Και μετά τον κατακλυσμό αυτές τις πλάκες τις είδαν πολλοί άνθρωποι, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Ωστόσο ο Σολομών, όντας σοφός, είδε τη γραφή και προσευχήθηκε στον Κύριο και ένας άγγελος του Κυρίου εμφανίστηκε λέγοντας: “Είμαι εκείνος που κρατούσε το χέρι του Σηθ, ώστε να γράψει με το δάχτυλό του αυτές τις πέτρες. Θα μάθεις αυτή τη γραφή και θα μάθεις και θα καταλάβεις αυτά που περιέχουν οι πέτρες και πού ήταν το προσευχητάρι όπου ο Αδάμ και η Εύα λάτρευαν τον Κύριο το Θεό. Εκεί πρέπει να χτίσεις το ναό του Κυρίου, που είναι ο οίκος της προσευχής”. Τότε ο Σολομών ολοκλήρωσε το ναό του Κυρίου του Θεού και ονόμασε τις πέτρες αυτές “αχειλιακές” [που σημαίνει “γραμμένο χωρίς τη διδασκαλία λέξεων / που στα λατινικά σημαίνει “διδασκαλία γραμμένη χωρίς χείλια” / που στα λατινικά σημαίνει “πάπυροι γραμμένοι χωρίς τη διδασκαλία βιβλίων”] με το δάχτυλο του Σηθ, ενώ ο άγγελος του Κυρίου του κρατούσε το χέρι.
[53]
1 Σε μία από αυτές τις πέτρες βρέθηκε τι είπε ο Ενώχ, ο έβδομος από τον Αδάμ, για τον ερχομό του Χριστού: “Ιδού ο Κύριος θα έρθει [στο ιερό του / με τους αγίους στρατιώτες του / με τους στρατιώτες του / με τα άγιά του σύννεφα] για να αποδώσει κρίση σε όλους και να κατηγορήσει τους ασεβείς για τα έργα με τα οποία μιλήσανε για Αυτόν και [να αποδώσει κρίση] στους αμαρτωλούς, τους ασεβείς που μουρμουρίζουν, τους άθρησκους που έζησαν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και των οποίων τα στόματα μίλησαν με υπερηφάνεια. [Εκείνοι που τα στόματά τους μίλησαν με υπερηφάνεια θα πάνε στον Άδη, αλλά οι δίκαιοι σίγουρα θα μπούνε με χαρά στο βασίλειο του ουρανού.]
[54]
1 Ο Αδάμ μπήκε στον Παράδεισο μετά από 40 ημέρες και η Εύα μετά από 80. Ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισο για 7 χρόνια την ημέρα που μετακίνησαν όλα τα θηρία.
[55]
1 Πρέπει να γίνει γνωστό πως το σώμα του Αδάμ πλάστηκε σε οκτώ μέρη. Το πρώτο μέρος ήταν χώμα από τη γη, από το οποίο φτιάχτηκε η σάρκα του και για αυτό ήταν οκνηρός. Το επόμενο μέρος ήταν από τη θάλασσα από την οποία φτιάχτηκε το αίμα του και για αυτό δεν είχε στόχους και τρεπόταν σε φυγή. Το τρίτο μέρος ήταν από τις πέτρες της γης από τις οποίες φτιάχτηκαν τα κόκκαλά του και για αυτό ήταν σκληρός και άπληστος. Το τέταρτο μέρος ήταν από τα σύννεφα από τα οποία φτιάχτηκαν οι σκέψεις του και για αυτό ήταν εγωιστής. Το πέμπτο μέρος ήταν από τον άνεμο από τον οποίο φτιάχτηκε η ανάσα του και για αυτό ήταν άστατος. Το έκτο μέρος ήταν από τον ήλιο από τον οποίο φτιάχτηκαν τα μάτια του και για αυτό ήταν όμορφος και λαμπερός. Το έβδομο μέρος ήταν από το φως του κόσμου από το οποίο φτιάχτηκε να είναι ευχάριστος και για αυτό κατείχε γνώση. Το όγδοο μέρος ήταν από το Άγιο Πνεύμα από το οποίο φτιάχτηκε η ψυχή του και από εκεί προέκυψαν οι επίσκοποι και οι ιερείς και όλοι οι άγιοι και εκλεκτοί του Θεού.
[56]
1 Πρέπει επίσης να γίνει γνωστό πως ο Θεός δημιούργησε και έπλασε τον Αδάμ στο μέρος όπου γεννήθηκε ο Ιησούς, δηλαδή στην πόλη της Βηθλεέμ, η οποία είναι το κέντρο της γης. Εκεί ο Αδάμ πλάστηκε από τις τέσσερις γωνίες της γης, όταν άγγελοι έφεραν χώμα της γης από τα μέρη της, συγκεκριμένα ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ. Το χώμα ήταν λευκό και αγνό σαν τον ήλιο και είχε συγκεντρωθεί από τους τέσσερις ποταμούς, οι οποίοι είναι ο Γεών, ο Φισών, ο Τίγρις και ο Ευφράτης. Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’εικόνα του Θεού και φύσηξε στο πρόσωπό του πνοή ζωής, η οποία είναι η ψυχή. Γιατί όπως συγκεντρώθηκε από τους τέσσερις ποταμούς, έτσι έλαβε πνοή από τους τέσσερις ανέμους.
[57]
1 Όταν πλάστηκε ο Αδάμ και ακόμα δεν του είχε δοθεί όνομα, ο Κύριος είπε στους τέσσερις αγγέλους να ψάξουνε ένα όνομα για εκείνον. Ο Μιχαήλ πήγε στην ανατολή και είδε το ανατολικό άστρο, ονόματι Ανκολίμ [=Ανατολή], και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Γαβριήλ πήγε στο νότο και είδε το νότιο αστέρι, ονόματι Δύσις, και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Ραφαήλ πήγε στο βορρά και είδε το βόρειο αστέρι, ονόματι Άρθος [=Άρκτος] και πήρε το πρώτο του γράμμα. Ο Ουριήλ πήγε στα δυτικά και είδε το δυτικό αστέρι, ονόματι Μενκέμβριον [=Μεσημβρία] και πήρε το πρώτο του γράμμα. Όταν τα γράμματα συγκεντρώθηκαν, ο Κύριος είπε στον Ουριήλ: “διάβασε τα γράμματα αυτά”. Κι εκείνος τα διάβασε και είπε “Αδάμ”. Ο Κύριος είπε: “Έτσι θα είναι το όνομά του”. Εδώ τελειώνει η ζωή του πρωτοπλάστου μας, του Αδάμ, και της γυναίκας του, της Εύας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου