Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας (τελεολογικά) υπηρετεί ένα αγαθό, αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί είναι ποιο είναι αυτό το αγαθό, ερώτημα που διατυπώνει ευθέως ο Αριστοτέλης: «Ποιος είναι ο στόχος της πολιτικής τέχνης και επιστήμης και ποιο είναι το κορυφαίο όλων των αγαθών που μπορεί κανείς να πετύχει με τις πράξεις του;» (1095a 4, 17-19).
Η απάντηση δίνεται άμεσα: «είναι η “ευδαιμονία”· έτσι τη λέει ο πολύς κόσμος, έτσι και οι πιο ραφιναρισμένοι στοχαστές, και ταυτίζουν με την “ευδαιμονία” την “καλή ζωή” και την ”καλή πράξη/ενέργεια”». (1095a 4, 20-23).
Το ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό από τους περισσότερους. Οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς την ευτυχία, δηλαδή με το περιεχόμενο που θα δώσει κανείς στην έννοια: «Ο πολύς κόσμος φέρνει με την “ευδαιμονία” στο μυαλό του κάτι το φανερό και χειροπιαστό, την ηδονή, ας πούμε, ή τον πλούτο ή την τιμή: ο καθένας κάτι διαφορετικό· δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι φορές που ένα και το αυτό άτομο εννοεί τώρα αυτό και ύστερα πάλι κάτι άλλο: την υγεία, όταν αρρωστήσει, τον πλούτο, αν είναι φτωχός». (1095a 4, 25-28).
Οι διαφορετικές εκδοχές της ευτυχίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές σχετίζονται μ’ αυτό που ο καθένας στερείται, καταδεικνύουν – πέρα από τη γενική ασυμφωνία – και την επιφανειακή προσέγγιση του θέματος. Η ευτυχία νοείται περισσότερο αντανακλαστικά, ως κάλυψη μιας ανάγκης ή μιας επιθυμίας, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει, παρά ως συνειδητή στόχευση που λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους (αυτογνωσία, προτεραιότητες, ασχολίες, επιλογή φίλων κλπ). Παρακολουθούμε το παράδοξο του ανθρώπου, που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να ευτυχήσει, χωρίς όμως να επιχειρεί να προσδιορίσει επακριβώς αυτό που αναζητά, ώστε να δράσει ανάλογα. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να ευτυχήσει κάποιος, αφού, σε τελική ανάλυση, ταυτίζει την ευτυχία με ό,τι δεν έχει. Κι αυτό είναι η κατάδειξη της άγνοιας.
Κατά τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι έχουν επίγνωση ότι αγνοούν το περιεχόμενο της ευτυχίας: «Έχοντας συνείδηση της άγνοιάς τους οι άνθρωποι θαυμάζουν αυτούς που λένε κάτι που ακούγεται σπουδαίο και που είναι πάνω από τη δική τους αντιληπτική ικανότητα». (1095a 4, 28-30). Κι εδώ δεν καταδεικνύεται μόνο ο ρόλος του φιλοσόφου που θα διαλευκάνει τις πιο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις δίνοντας ζωτικότητα στους ορισμούς προς διευκόλυνση των ανθρώπων, αλλά και η ανάγκη της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, αφού όλοι πρέπει να φιλοσοφήσουν το περιεχόμενο της ευτυχίας, αν θέλουν τελικά να την κατακτήσουν.
Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας τους ανθρώπους γράφει: «Με κριτήριο τις μορφές με τις οποίες ζουν τη ζωή τους οι άνθρωποι, ο πολύς κόσμος, οι πιο χοντροκομμένοι δηλαδή άνθρωποι, φαίνεται ότι θεωρούν αγαθό και ευδαιμονία (πράγμα, φυσικά, απολύτως, αναμενόμενο) την ηδονή· αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί προτιμούν τη ζωή των απολαύσεων». (1095b 5, 16-19).
Για να συμπληρώσει: «Ο πολύς λοιπόν κόσμος έχει ολωσδιόλου τα χαρακτηριστικά των σκλάβων, καθώς δίνει την προτίμησή του σε έναν τρόπο ζωής που προσιδιάζει στα ζώα: αν μιλούμε γι’ αυτούς, είναι γιατί πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας παρουσιάζουν τις ίδιες προτιμήσεις με τον Σαρδανάπαλλο». (1095b 5, 21-24).
Η ταύτιση της ευτυχίας με τις ηδονές προσιδιάζει στους σκλάβους όχι για να υποτιμηθούν οι υλικές απολαύσεις στο όνομα της πνευματικότητας ή της ηθικής. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» τονίζει ότι η ευτυχία στην πόλη είναι αλληλένδετη με την αυτάρκεια. Με άλλα λόγια, αν κάποιος δεν εξασφαλίσει τα υλικά αγαθά που χρειάζεται στη ζωή του είναι δύσκολο να ευτυχήσει, αφού η στέρηση θα λειτουργήσει ανασταλτικά. Αν κάποιος δεν έχει να φάει, είναι αδύνατο να μιλάμε για ευτυχία.
Το ζήτημα είναι η συνείδηση ότι τα υλικά αγαθά ή, αλλιώς, οι ηδονές που θα επιφέρουν είναι το μέσο για να οδηγηθεί κανείς στην ευτυχία κι όχι η ευτυχία καθ’ αυτή. Η μετατόπιση του βάρους στις ηδονές είναι η ζωώδης οπτική του ανθρώπου, αφού υπονομεύεται οποιαδήποτε πνευματικότητα. Κι όταν λέμε πνευματικότητα δεν εννοούμε αποκλειστικά την ενασχόληση με τη φιλοσοφία ή οποιαδήποτε άλλη υψηλή πνευματική δραστηριότητα, αλλά τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη επαφή σε καθημερινό επίπεδο.
Η καλλιέργεια της πολιτικής σκέψης, η αισθητική απόλαυση της τέχνης (σε όλες τις μορφές), η συντροφικότητα, με δυο λόγια όλες οι δραστηριότητες που πλουτίζουν τη ζωή μετατρέποντας το ζην σε ευ ζην προϋποθέτουν την ανωτερότητα του ανθρώπου από τα ζώα, δηλαδή τη συνείδηση ότι οι μεγάλες απολαύσεις δεν έχουν να κάνουν ούτε με τη συσσώρευση και την κατάχρηση των υλικών αγαθών ούτε με την εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης μέσα στην έννοια της αυτάρκειας για μια πόλη συγκαταλέγει και τα πνευματικά αγαθά (καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα της παιδείας), αλλά και τα πολιτειακά (κατοχυρώνοντας το αδήριτο της σημασίας για χρηστό σύστημα διοίκησης κι ευνομία).
Σε τελική ανάλυση η ζωώδης οπτική της ευτυχίας που μετατρέπει τις υλικές απολαύσεις σε αυτοσκοπό δεν είναι παρά η κυριαρχία του χρήματος, που δρα ισοπεδωτικά: «Όσο για τη ζωή που είναι αφιερωμένη στην εξασφάλιση χρημάτων, αυτή εμπεριέχει κάτι το βίαιο, και ο πλούτος – το πράγμα είναι ολοφάνερο – δεν είναι το αγαθό που ψάχνουμε εμείς να βρούμε·». (1096a 5, 6-7).
Ο συσχετισμός του χρήματος με τη βία είναι το αδιέξοδο της υπερβολής που δεν μπορεί παρά να εκπληρωθεί σε βάρος των άλλων. Η αναγωγή του πλούτου σε ευτυχία καλλιεργεί την ατομικότητα, που όχι μόνο υπονομεύει την ευτυχία (η ευτυχία δεν αγοράζεται), αλλά λειτουργεί διασπαστικά αποξενώνοντας τους ανθρώπους. Όταν το χρήμα μετατρέπεται σε ύψιστη αξία επισκιάζοντας οτιδήποτε άλλο, αυτό που μένει είναι το ακατάπαυστα συγκρουσιακό για την εξασφάλισή του. Η κοινωνία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, όπου ο καθένας οφείλει να σώσει τον εαυτό του. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για συλλογικότητες, πολύ περισσότερο για αλληλεγγύη ή για κοινωνική συνοχή.
Κι αυτές ακριβώς είναι οι προϋποθέσεις για την υπονόμευση του πολιτεύματος, καθώς οι διαχειριστές της εξουσίας γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων, αρκεί βέβαια να κερδίζουν και οι ίδιοι. Βρισκόμαστε στο σημείο, όπου η αναζήτηση της ευτυχίας παίρνει διαστάσεις ξεκάθαρα πολιτικές. Ο Αριστοτέλης φτάνει στον πυρήνα της ανθρώπινης δυστυχίας καταδεικνύοντας τον αποπροσανατολισμό, τις αντιφάσεις και το τελικό αδιέξοδο, αφού από τη μια ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει μέσα σε κοινωνία (φύσει πολιτικό ον) κι από την άλλη εκλαμβάνει την ευτυχία με κριτήρια απολύτως ατομικά υπονομεύοντας τη συνύπαρξη.
Με δεδομένο ότι τα ζώα δεν προορίζονται για οργανωμένες κοινωνίες (οι όποιες δομές δημιουργούνται είναι αδύνατο να συγκριθούν με των ανθρώπων), είναι σαφές ότι στον άνθρωπο αρμόζουν άλλες προτεραιότητες, καθώς η ευτυχία γι’ αυτόν έχει άλλες προϋποθέσεις. Η προσπάθεια εκπλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών με τα κριτήρια που ταιριάζουν στα ζώα είναι η ματαιότητα του ανέφικτου, που παρουσιάζει την αντιπαλότητα και τον έσχατο ανταγωνισμό ως δήθεν κοινωνική προοπτική. Κι αυτή είναι η εκδοχή του χρήματος που από μέσο-εργαλείο για την ευτυχία γίνεται αυτοσκοπός: «δεν είναι, πράγματι, παρά ένα αγαθό που προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες· αυτό θα πει: ένα αγαθό που το επιδιώκει κανείς για χάρη κάποιου άλλου αγαθού». (1096a 5, 7-8).
Η εμμονή στο χρήμα προς αναζήτηση της ευτυχίας είναι η εμμονή στο ζωώδες, αφού μετατρέπει τις πρόσκαιρες ηδονές σε νόημα ύπαρξης. Η βία που μοιραία θα παραχθεί ταιριάζει περισσότερο στον πρωτόγονο, που ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσει. Ο άνθρωπος μπορεί να χρωστάει στην πρωτόγονη βαρβαρότητα την επιβίωσή του (αν δεν ήταν τέτοιος θα είχε αφανιστεί), αλλά η ευτυχία δεν έχει πλέον να κάνει με την επιβίωση. Κι αφού διασφαλίστηκαν όλες τις προϋποθέσεις για το ζην ανοίγοντας το δρόμο στο ευ ζην, ο άνθρωπος μετατρέπεται ξανά σε θηρίο μαχόμενος σε βάρος των άλλων. Η κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δεν είναι κοινωνία, είναι αρένα συμφερόντων που μετατρέπει τους ανθρώπους σε θηρία. Κι αυτή είναι η διαιώνιση του πρωτογονισμού που παριστάνει την εξέλιξη. Από αυτή την άποψη, αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό δεν είναι παρά η συνείδηση ότι πλέον η οργανωμένη κοινωνία απομακρύνει όλες τις απειλές και δε χρειάζεται κάποιος να γίνει θηρίο για να επιζήσει.
Η αποθέωση του χρήματος που λειτουργεί αποκτηνωτικά είναι η κατάδειξη της αποτυχίας. Ο άνθρωπος πέτυχε πάρα πολλά δαμάζοντας τη φύση, αλλά δεν κατάφερε να απαλλαχτεί από το θηριώδες. Από αυτή την άποψη, ο πολιτισμός έχει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να εξημερώσει τον άνθρωπο.
Από την άλλη, η αντιπρόταση που υπάρχει για την κατάκτηση της ευτυχίας είναι η αναζήτηση της τιμής: «Οι ραφιναρισμένοι διανοητές και οι άνθρωποι της πράξης δίνουν την προτίμησή τους στην τιμή· αυτό είναι, πράγματι, χοντρικά το τέλος της ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 24-26). Βεβαίως, η έννοια τέλος αφορά την τελεολογία, δηλαδή την ολοκλήρωση, το τελικό στάδιο της εξελικτικής πορείας, την άριστη κατάσταση που προκύπτει μετά το πέρας όλων των μετασχηματιστικών βαθμίδων.
Η πρόταση αυτή, ως εναλλακτική προοπτική της ευτυχίας, δε φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη: «Είναι όμως φανερό ότι ένα τέτοιο τέλος είναι μάλλον εξωτερικό και επιφανειακό, για να είναι αυτό που εμείς διερευνούμε». (1095b 5, 26-27). Με άλλα λόγια, η ευτυχία αφορά πρωτίστως την εσωτερική γαλήνη που επέρχεται μετά από την ψυχική ολοκλήρωση, πράγμα που προϋποθέτει κάτι βαθύτερο από την κοινωνική αναγνώριση. Κάποιος μπορεί να νιώθει ευτυχής θεωρώντας ότι έχει κάνει το καθήκον του, ακόμη κι αν λοιδορείται από όλη την κοινωνία.
Η ευτυχία προϋποθέτει περισσότερο την αυτοεκτίμηση παρά την αποδοχή από τους άλλους: «Κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη η τιμή είναι κάτι που εξαρτάται πιο πολύ από αυτούς που την προσφέρουν παρά από αυτούς που τη δέχονται, το αγαθό όμως αισθανόμαστε ότι είναι κάτι προσωπικά δικό μας, κάτι που δύσκολα μπορεί να μας αφαιρεθεί». (1095b 5, 27-29).
Φυσικά, αυτό δε ματαιώνει τη σημασία της τιμής. Η καταξίωση, ως κοινωνική παραδοχή των προσπαθειών, λειτουργεί πάντα ενθαρρυντικά. Η αναγνώριση του αγώνα, της προσφοράς, του μόχθου, με δυο λόγια της αξίας του ανθρώπου, που πράγματι έχει συμβάλει με ιδιαίτερο τρόπο προς όφελος της πόλης, πέρα από το ότι καλλιεργεί θετικά πρότυπα, αποτελεί και ξεκάθαρη ηθική ανταμοιβή. Η πόλη οφείλει να τιμά τους πολίτες που διακρίνονται επάξια, αφενός για να δώσει κίνητρα και στους άλλους κι αφετέρου, γιατί η αχάριστη συμπεριφορά είναι αδικία που απαξιώνει όχι μόνο το πρόσωπο που παραμελείται, αλλά και τις αξίες που εκπροσωπεί.
Σε τελική ανάλυση, όμως, το ζήτημα της τιμής δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου που την εισπράττει λειτουργώντας ως μηχανισμός αυτοεκτίμησης: «Έπειτα την τιμή φαίνεται ότι την επιδιώκουν οι άνθρωποι για να βεβαιωθούν οι ίδιοι ότι είναι αγαθοί». (1095b 5, 29-31). Με δυο λόγια, δεν είναι η τιμή που έχει σημασία για τον τιμώμενο, αλλά η τόνωση της πεποίθησης ότι εκπληρώνει τις αρχές της αρετής: «Αυτός είναι και ο λόγος που επιδιώκουν να τιμώνται από τους ανθρώπους που διαθέτουν φρόνηση, και από αυτούς που τους γνωρίζουν· κάτι παραπάνω: η τιμή που τους γίνεται θέλουν να οφείλεται στην αρετή τους, κάτι που, επομένως, κάνει φανερό ότι, κατά τη γνώμη τους τουλάχιστο, η αρετή είναι κάτι ανώτερο – ίσως θα έλεγε κανείς ότι αυτή μάλλον είναι το τέλος μιας ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 31-35).
Κι αυτό είναι το νόημα της αριστοτελικής ευτυχίας: η εκπλήρωση της αρετής που θα επιφέρει πριν απ’ όλα την ισορροπία με τον ίδιο τον εαυτό και στη συνέχεια την ομαλότητα στις σχέσεις με τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που αξίζει κανείς να επιδιώκει την τιμή. Όχι για τη ρηχότητα της φήμης ή για τη ματαιοδοξία της υπεροχής, αλλά για την επισφράγιση της αρετής που τηρήθηκε. Η κοινωνία που ωθεί τους πολίτες σε τέτοιες αξίες είναι υγιής, αφού είναι σε θέση να εξασφαλίσει την ομαλότητα της συνύπαρξης επιτυγχάνοντας την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Από την άλλη, η πόλη που υιοθετεί στρεβλά πρότυπα ευτυχίας δεν έχει άλλη επιλογή από τη συνολική στρέβλωση. Σε μια κοινωνία αρπακτικών ο ενάρετος αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν αφελής. Και σε μια τέτοια κατάσταση κανείς δε θα ήθελε αυτό το ρόλο. Η αξιοκρατία, η τήρηση των νόμων, η ουσιαστική παιδεία, η απονομή της δικαιοσύνης και η καλλιέργεια ορθών προτύπων δεν αφορούν απλά τη λειτουργικότητα της πόλης. Αφορούν την ευτυχία των πολιτών της. Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να αποτελούν τη βασικότερη κοινωνική διεκδίκηση.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου