Ο κορυφαίος φιλόσοφος Alan Watts μάς δείχνει πώς -σε μια εποχή πρωτοφανούς άγχους- μπορούμε να βρούμε την ολοκλήρωση αγκαλιάζοντας το παρόν και ζώντας απόλυτα στο τώρα. Ο εγκέφαλος μπορεί να υιοθετήσει σωστές συμπεριφορές μόνο όταν η συνείδηση κάνει αυτό για το οποίο έχει σχεδιαστεί: αντί να αγωνίζεται για να ξεφύγει από την παρούσα εμπειρία να έχει αβίαστη επίγνωση αυτής.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ, σχεδόν όλοι ζηλεύουμε τα ζώα. Υποφέρουν και πονάνε, αλλά δεν φαίνεται να το αντιμετωπίζουν ως «πρόβλημα». Η ζωή τους μοιάζει να έχει ελάχιστες επιπλοκές. Τρώνε όταν πεινάσουν και κοιμούνται όταν κουραστούν, και το ένστικτο, αντί το άγχος, φαίνεται να διαφεντεύει τις ελάχιστες προετοιμασίες τους για το μέλλον. Απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε, κάθε ζώο είναι τόσο απασχολημένο με ό,τι κάνει τη δεδομένη στιγμή, που ποτέ δεν του περνάει από το μυαλό να αναρωτηθεί κατά πόσο η ζωή έχει νόημα ή μέλλον. Για το ζώο, ευτυχία σημαίνει να απολαμβάνει τη ζωή στο άμεσο παρόν – όχι στην εξασφάλιση ότι μπροστά του απλώνεται ένα μέλλον γεμάτο με χαρές.
Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ένα ζώο είναι ένα σχετικά ανάλγητο ον. Πολύ συχνά η όρασή του, η αίσθηση της ακοής και της όσφρησής του είναι πολύ οξύτερες από τις δικές μας, και δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει ότι το ζώο απολαμβάνει πάρα πολύ την τροφή και τον ύπνο του. Παρά τις οξείες αισθήσεις του, ωστόσο, έχει έναν μάλλον ανεπίδεκτο εγκέφαλο. Είναι πολύ πιο εξειδικευμένος από τον δικό μας, και γι’ αυτό τον λόγο το ζώο είναι πλάσμα της συνήθειας. ο εγκέφαλος των ζώων είναι ανίκανος να σκεφτεί λογικά και να κάνει αφηρημένες σκέψεις, ενώ έχει εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα μνήμης και πρόβλεψης.
Αναμφισβήτητα, ο ευαίσθητος ανθρώπινος εγκέφαλος συνεισφέρει αφάνταστα στον πλούτο της ζωής. Ωστόσο, αυτό το πληρώνουμε ακριβά, αφού η αύξηση της συνολικής μας ευαισθησίας μάς καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους. Μπορεί κάποιος να καταστεί λιγότερο ευάλωτος με το να γίνει λιγότερο ευαίσθητος –περισσότερο πέτρα, δηλαδή, λιγότερο άνθρωπος– και, κατά συνέπεια, λιγότερο ικανός να απολαύσει. Η ευαισθησία προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό απαλότητας και ευθραυστότητας – τα μάτια, τα τύμπανα των αυτιών, οι γευστικοί κάλυκες και οι νευρικές απολήξεις συνθέτουν τον εξαιρετικά εύθραυστο οργανισμό του εγκεφάλου. Όλα αυτά δεν είναι μόνο απαλά και εύθραυστα, είναι και φθαρτά. Δεν φαίνεται να υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος για να ελαχιστοποιηθεί η ευαισθησία και η τρωτότητα του ζωντανού ιστού χωρίς ταυτόχρονα να μειωθεί και η ζωτικότητα και η ευαισθησία του.
Αν θέλουμε να βιώνουμε έντονες απολαύσεις, οφείλουμε να είμαστε διατεθειμένοι να νιώθουμε και έντονους πόνους. Την ηδονή την αγαπούμε και τον πόνο τον μισούμε, ωστόσο μοιάζει αδύνατο να έχουμε το πρώτο δίχως το δεύτερο. Πράγματι, φαίνεται σαν να πρέπει αυτά τα δύο με κάποιο τρόπο να εναλλάσσονται, αφού η συνεχής ηδονή είναι ένα ερέθισμα το οποίο πρέπει είτε να ξεθυμαίνει είτε να εντείνεται. Και η ένταση ή θα δυναμώσει τους αισθητήριους δέκτες με τη σύρραξή της ή θα προκαλέσει πόνο. Μια συνεχής διατροφή με πλούσιες τροφές είτε χαλάει την όρεξη είτε προκαλεί έμετο.
Στον βαθμό, λοιπόν, που η ζωή θεωρείται καλή, ο θάνατος αναλογικά πρέπει να είναι κακός. Όσο πιο ικανοί είμαστε ν’ αγαπήσουμε ένα άλλο άτομο και ν’ απολαύσουμε τη συντροφιά του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η θλίψη μας για τον θάνατό του ή τον χωρισμό μας απ’ αυτό. Όσο περισσότερο εισχωρεί η δύναμη της συνείδησης στην εμπειρία, τόσο μεγαλύτερο το τίμημα που οφείλει να πληρώσει για τη γνώση της. Είναι κατανοητό ότι κάποιες φορές θα αναγκαστούμε να αναρωτηθούμε μήπως η ζωή έχει εξοκείλει υπερβολικά προς αυτή την κατεύθυνση, αν τελικά αξίζει τον κόπο, και μήπως, τελικά, είναι καλύτερα να στρέψουμε την πορεία της εξέλιξης στη μοναδική δυνατή κατεύθυνση – προς τα πίσω, στη σχετική γαλήνη των ζώων, των φυτών και των ορυκτών.
Τέτοιες απόπειρες γίνονται συχνά. Υπάρχει η γυναίκα που, έχοντας υποστεί ένα βαθύ συναισθηματικό τραύμα στον έρωτα ή τον γάμο, ορκίζεται να μην αφήσει ποτέ ξανά έναν άνδρα να παίξει με τα συναισθήματά της, υιοθετώντας τον ρόλο της σκληρής και πικρόχολης γεροντοκόρης. Ακόμη πιο κοινότοπο είναι το ευαίσθητο αγόρι που μαθαίνει στο σχολείο πώς να ενδύεται το παρουσιαστικό του «σκληρού άνδρα» για να επιβιώσει. Ως ενήλικας παίζει, όντας σε αυτοάμυνα, τον ρόλο του Φιλισταίου, για τον οποίο οποιοδήποτε δείγμα πνευματικής και συναισθηματικής κουλτούρας είναι θηλυπρεπές και «γυναικωτό». Τραβηγμένο στο ύστατο άκρο, το λογικό τέλος αυτού του είδους της αντίδρασης είναι η αυτοκτονία. Ο «σκληραγωγημένος» άνθρωπος πάντα είναι, όπως και πάντα ήταν, μια μερική αυτοκτονία. ένα κομμάτι του είναι ήδη νεκρό.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να είμαστε απόλυτα ανθρώπινοι, ολοζώντανοι και σε ετοιμότητα, φαίνεται ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να υποφέρουμε για τις ηδονές μας. Δίχως μια τέτοια προθυμία, δεν μπορεί να υπάρξει αύξηση στην ένταση της συνείδησης. Εντούτοις, γενικά μιλώντας, δεν είμαστε καθόλου πρόθυμοι, και ίσως θεωρηθεί παράξενο να υποθέσουμε πως μπορούμε να γίνουμε. Γιατί η «φύση μέσα μας» εξεγείρεται τόσο πολύ ενάντια στον πόνο, που και η σκέψη μόνο της «προθυμίας» να τον υπομείνουμε πέρα από κάποιο σημείο μοιάζει ίσως ανέφικτη και άνευ σημασίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ζωή που ζούμε είναι μια αντίφαση και μια σύγκρουση. Κι επειδή η συνείδηση πρέπει να αναπτύξει τόσο την ηδονή όσο και τον πόνο, το να αγωνιζόμαστε για την ηδονή εξαιρώντας τον πόνο είναι σαν να παλεύουμε για την απώλεια της συνείδησης. Και αφού μια τέτοια απώλεια ουσιαστικά ισοδυναμεί με θάνατο, αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο αγωνιζόμαστε για τη ζωή (ως ηδονή), τόσο περισσότερο ουσιαστικά σκοτώνουμε ό,τι αγαπούμε.
Πράγματι, αυτή είναι η συνήθης στάση του ανθρώπου απέναντι σε όσα αγαπά. Διότι το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι σχεδιασμένο να καθιστά μόνιμες εκείνες τις εμπειρίες και τις χαρές που είναι επιθυμητές ακριβώς επειδή εναλλάσσονται. Η μουσική είναι τέρψη λόγω του ρυθμού και της ροής. Κι όμως, τη στιγμή που σταματάς τη ροή και παρατείνεις μια νότα ή μια συγχορδία περισσότερο από τον χρόνο της ο ρυθμός χαλάει. Επειδή κι η ζωή βασικά είναι μια ρέουσα διαδικασία, η αλλαγή και ο θάνατος είναι απαραίτητα μέρη της. Το να προσπαθείς να τα αποκλείσεις είναι σαν να προσπαθείς να αποκλείσεις τη ζωή.
Εντούτοις, η απλή εμπειρία της εναλλαγής του πόνου με την ηδονή σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται στον πυρήνα του ανθρώπινου προβλήματος. Ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να σημαίνει κάτι η ζωή, ο λόγος που αναζητούμε τον Θεό ή την αιώνια ζωή, δεν είναι μόνο η προσπάθεια να αποφύγουμε την άμεση εμπειρία του πόνου. Ούτε είναι για έναν τέτοιο λόγο που υιοθετούμε στάσεις και ρόλους ως εκφράσεις μιας συνεχούς αυτοάμυνας. Το πραγματικό πρόβλημα δεν προέρχεται από μια στιγμιαία ευαισθητοποίηση στον πόνο, αλλά από τις θαυμάσιες δυνάμεις της μνήμης και της προβλεπτικότητας που διαθέτουμε – με λίγα λόγια, από τη συνείδηση που έχουμε για τον χρόνο.
Για να είναι ευχαριστημένο ένα ζώο, αρκεί να είναι ευχάριστη αυτή η στιγμή. Ο άνθρωπος, όμως, δύσκολα ικανοποιείται μόνο με αυτό. Ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να έχει ευχάριστες αναμνήσεις και προσδοκίες – κυρίως το δεύτερο. Όταν αυτά είναι εξασφαλισμένα, μπορεί να αντέξει ένα εξαιρετικά δυστυχές παρόν. Χωρίς αυτή την εγγύηση, μπορεί να γίνει εξαιρετικά δυστυχισμένος, ακόμη και εν μέσω της άμεσης υλικής απόλαυσης.
Έχουμε εδώ ένα άτομο που ξέρει ότι σε δύο εβδομάδες πρόκειται να κάνει μια χειρουργική επέμβαση. Εντωμεταξύ, δεν νιώθει κανένα σωματικό πόνο. τρώει καλά. περιβάλλεται από φίλους και ανθρώπινη στοργή. το επάγγελμά του υπό φυσιολογικές συνθήκες τον ενδιαφέρει πάρα πολύ. Ωστόσο, την ικανότητά του να τα απολαύσει όλα αυτά την αφαιρεί o συνεχής φόβος. Ο άνθρωπος αυτός αδιαφορεί για την άμεση πραγματικότητα γύρω του. Το μυαλό του είναι απασχολημένο με κάτι που δεν είναι ακόμα εδώ.
Και δεν είναι ότι το σκέφτεται πρακτικά, ότι προσπαθεί ν’ αποφασίσει αν θα κάνει ή όχι την επέμβαση ή ότι κάνει κάποια σχέδια, προκειμένου να τακτοποιήσει την οικογένειά του και τις άλλες εκκρεμότητές του σε περίπτωση που πεθάνει. Αυτές οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί. Αντιθέτως, σκέφτεται την εγχείρηση μ’ έναν τελείως ατελέσφορο τρόπο, ο οποίος καταστρέφει την απόλαυση της ζωής του τώρα, ενώ παράλληλα δεν συνεισφέρει καθόλου στην επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος. Εντούτοις, αδυνατεί να κάνει κάτι γι’ αυτό.
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό ανθρώπινο πρόβλημα. Μπορεί το αντικείμενο του τρόμου να μην είναι μια εγχείρηση στο άμεσο μέλλον. Ίσως το πρόβλημα να είναι το νοίκι του επόμενου μήνα, η απειλή ενός πολέμου ή μιας κοινωνικής καταστροφής, το να μην μπορείς να αποταμιεύσεις αρκετά χρήματα για τα γεράματά σου ή, εντέλει, ο θάνατος. Αυτό που «χαλάει το παρόν» μπορεί να μην είναι καν ένας μελλοντικός φόβος. Ίσως είναι κάτι από το παρελθόν, η ανάμνηση ενός τραύματος, ένα έγκλημα ή μια απερισκεψία, το οποίο στοιχειώνει το παρόν μ’ ένα αίσθημα πικρίας ή μεταμέλειας. Η δύναμη των αναμνήσεων και των προσδοκιών είναι τέτοια που για τα περισσότερα ανθρώπινα όντα το παρελθόν και το μέλλον δεν είναι το ίδιο, αλλά περισσότερο πραγματικά από το παρόν. Δεν μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένα στο παρόν, εκτός αν έχει «ξεκαθαριστεί» το παρελθόν και αν το μέλλον διαγράφεται λαμπρό και γεμάτο υποσχέσεις.
Αναμφίβολα, η δύναμη να θυμάσαι και να προβλέπεις, να φτιάχνεις μια λογική αλληλουχία από ένα άναρχο χάος ασύνδετων γεγονότων αποτελεί θαυμαστή εξέλιξη της ευαισθησίας. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι το επίτευγμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, που χαρίζει στον άνθρωπο τις πλέον εντυπωσιακές ικανότητες για επιβίωση και προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο, σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιούμε αυτές τις ικανότητες έχει την τάση να αναιρεί όλα τα πλεονεκτήματά τους. Διότι ελάχιστα χρησιμεύει η ικανότητα να θυμόμαστε και να προβλέπουμε όταν μας καθιστά ανίκανους να ζούμε απόλυτα στο παρόν.
Ποιο είναι το νόημα να έχει κανείς τη δυνατότητα να φάει την επόμενη εβδομάδα, παρεκτός αν μπορεί να απολαύσει πραγματικά τα γεύματα όταν έρθει εκείνη η ώρα; Αν συνεχώς με απασχολεί τι θα φάω την επόμενη εβδομάδα, σε σημείο να μην μπορώ ν’ απολαύσω στο έπακρο αυτό που τρώω τώρα, θα βρεθώ στην ίδια κατάσταση όταν και τα γεύματα της επόμενης εβδομάδας θα γίνουν «τώρα».
Αν η ευτυχία μου αυτή τη στιγμή συνίσταται κυρίως από την ανασκόπηση ευτυχισμένων αναμνήσεων και προσδοκιών, ελάχιστη επίγνωση του παρόντος έχω. Και θα εξακολουθώ να έχω ελάχιστη επίγνωση του παρόντος όταν τα όμορφα πράγματα που προσδοκούσα έρθουν και παρέλθουν. Γιατί θα έχω πλέον αποκτήσει τη συνήθεια να κοιτάζω πίσω και μπροστά, και θα γίνεται δύσκολο για μένα να παραστώ στο εδώ και στο τώρα. Αν, επομένως, η επίγνωσή μου για το παρελθόν και το μέλλον με κάνει να έχω λιγότερη συναίσθηση του παρόντος, πρέπει ν’ αρχίσω να αναρωτιέμαι κατά πόσο τελικά ζω στον πραγματικό κόσμο.
Εντέλει, το μέλλον δεν έχει στ’ αλήθεια νόημα και σημασία εκτός αν, αργά ή γρήγορα, πρόκειται να γίνει παρόν. Συνεπώς, το να σχεδιάζουμε ένα μέλλον το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να γίνει παρόν είναι ελάχιστα λιγότερο παράλογο από το να σχεδιάζουμε ένα μέλλον το οποίο, όταν φτάσει σε μας, θα μας βρει «απόντες», να κοιτάζουμε προσηλωμένοι πάνω από τον ώμο του, αντί για το πρόσωπό του.
Αυτός ο τρόπος να ζούμε μέσα στη φαντασίωση των προσδοκιών και όχι στην πραγματικότητα του παρόντος αποτελεί πρόβλημα, ιδιαίτερα για τους επιχειρηματίες εκείνους που ζούνε αποκλειστικά και μόνο για να κερδίζουν χρήματα. Πολλοί πλούσιοι άνθρωποι γνωρίζουν πολύ περισσότερα σχετικά με το πώς να κερδίζουν και να αποταμιεύουν χρήματα, παρά πώς να τα χρησιμοποιούν και να τα απολαμβάνουν. Αποτυγχάνουν να ζήσουν, επειδή συνεχώς προετοιμάζονται για να ζήσουν. Αντί να κερδίζουν τα προς το ζην, εκείνοι κερδίζουν κυρίως το να κερδίζουν, και, κατά συνέπεια, όταν έρχεται η στιγμή να χαλαρώσουν, είναι ανήμποροι να το κάνουν. Πολλοί «επιτυχημένοι» επιχειρηματίες πλήττουν και δυστυχούν όταν συνταξιοδοτούνται, και επιστρέφουν στην εργασία τους μόνο και μόνο για να εμποδίσουν κάποιον νεότερο να πάρει τη δική τους θέση.
Από μια άλλη οπτική γωνία, πάλι, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη μνήμη και την πρόβλεψη καθιστά λιγότερο, και όχι περισσότερο, εύκολη την προσαρμογή μας στη ζωή. Αν, προκειμένου να ευχαριστηθούμε ακόμη κι ένα ευχάριστο παρόν, πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει και ένα επιτυχημένο μέλλον, ζητάμε «τον ουρανό με τ’ άστρα». Δεν υπάρχει τέτοια εξασφάλιση. Οι καλύτερες των προβλέψεων δεν είναι παρά ζήτημα πιθανότητας και όχι βεβαιότητας, και, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, όλοι πρόκειται να υποφέρουμε και να πεθάνουμε. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι δίχως ένα εξασφαλισμένο μέλλον, σίγουρα δεν έχουμε την ικανότητα να προσαρμοζόμαστε στον πεπερασμένο κόσμο εκεί έξω, όπου, όσο καλά προετοιμασμένοι κι αν είμαστε, ατυχήματα μπορεί να συμβούν, και στο τέλος θα έρθει ο θάνατος.
Και αυτό, τελικά, είναι το πρόβλημα του ανθρώπου: υπάρχει ένα τίμημα που πληρώνουμε για κάθε αύξηση της συνείδησης. Είναι αδύνατο να γίνουμε πιο ευαίσθητοι στην ηδονή δίχως να γίνουμε πιο ευαίσθητοι και στον πόνο. Όταν θυμόμαστε το παρελθόν, μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον. Η ικανότητα, όμως, να σχεδιάζουμε την ηδονή αντισταθμίζεται από την «ικανότητα» να τρέμουμε τον πόνο και να φοβόμαστε το άγνωστο. Επιπρόσθετα, η αύξηση της οξείας αίσθησης του πόνου για το παρελθόν και για το μέλλον μάς δίνει μια αντιστοίχως ζοφερή αίσθηση του παρόντος. Με άλλα λόγια, φαίνεται να φτάνουμε σε ένα σημείο όπου τα πλεονεκτήματα του να έχουμε συναίσθηση υποσκελίζονται από τα μειονεκτήματά του, όταν η υπερβολική ευαισθησία μάς καθιστά μη προσαρμόσιμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου