Μια φορά κι έναν καιρό… Σε ένα δάσος, κρυμμένο καλά, τόσο που για να μάθεις για την ύπαρξή του έπρεπε να περπατήσεις χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, ζούσε ο Μάρκος, ο σκαντζόχοιρος. Ο Μάρκος ήταν 4 χρόνων γέρος. Γέρος, βέβαια. Αφού οι σκαντζόχοιροι ζουν μέχρι 5 χρόνια. Όποιον και να ρωτούσες στο δάσος όμως, έλεγε πως ήταν εφτάψυχος, σαν γάτα. Έλεγαν πως έβγαινε κάθε τρεις και λίγο στον δρόμο, αδιαφορούσε για τα αυτοκίνητα και τους κακούς ανθρώπους και με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του διέσχιζε την άσφαλτο και περνούσε στο απέναντι δάσος. Κανένας άλλος σκαντζόχοιρος δεν είχε τολμήσει να εξερευνήσει εκείνο το δάσος, αφού πλέον όλοι γνώριζαν πως όσοι είχαν φτάσει εκεί δεν γύρισαν ποτέ ξανά. Οι αλεπούδες που κυριαρχούσαν στο γειτονικό δάσος φρόντιζαν να εξαφανίζουν κάθε μικρό σκαντζόχοιρο που πλησίαζε τις φωλιές τους. Καμία όμως δεν πείραζε τον Μάρκο κι όλοι παραξενεύονταν όταν γυρνούσε. Όμως, ούτε εκείνος ήξερε. Είχε γεράσει τόσο που δεν τον ένοιαζε να πεθάνει. Ρίσκαρε. Ζούσε τη στιγμή. Κι όλοι τον ζήλευαν για αυτό, μα κανένας δεν έκανε το ίδιο.
Ένα πρωινό, ο Μάρκος αποφάσισε να διασχίσει για ακόμα μια φορά τον δρόμο, να περάσει στο απέναντι δάσος και να κάνει ήρεμα το μπάνιο του στο ποτάμι. Λάτρευε από μικρός να βουτάει τα αγκάθια του στο ποτάμι του απέναντι δάσους, καθόταν αμέτρητες ώρες παίζοντας εκεί με τα αδέρφια του.
Τα μικρά του ποδαράκια τον εμπόδιζαν να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, κι έτσι ξεκινούσε πάντα νωρίς το πρωί για να μη χάνει χρόνο. Σκεφτόταν πως εκείνη την ώρα δεν θα περνούν πολλά αυτοκίνητα κι έτσι η διαδρομή του θα ήταν ασφαλέστερη.
Έτσι έκανε κι εκείνο το πρωινό, λοιπόν, ξεκίνησε από νωρίς να διασχίζει την άσφαλτο. Δεν άκουγε καλά πια, μα δεν μπόρεσε να μην ακούσει εκείνες τις δυνατές σειρήνες που έρχονταν κατά πάνω του λίγο πριν φτάσει στο απέναντι δάσος. Γύρισε το βλέμμα του κι αντίκρισε ένα μεγάλο, λευκό όχημα να τρέχει προς το μέρος του. Μη μπορώντας να σωθεί, τυλίχτηκε γύρω απ’ τα αγκάθια του και κατάλαβε πως η ζωή του τελείωσε. Οι ρόδες του λευκού οχήματος άγγιξαν την πλάτη του κι εκείνος ούρλιαξε απ’ τον πόνο. Το λευκό όχημα συνέχισε να τρέχει κι ο Μάρκος είχε μείνει στην άσφαλτο, πονώντας, φωνάζοντας αλλά γνωρίζοντας πως είναι ακόμα ζωντανός.
– “Θα παλέψω!” είπε και συνέχισε να φωνάζει για βοήθεια.
Μετά από λίγο, φάνηκαν πίσω απ’ τα ψηλά χορτάρια ο Σήφης, ο καφέ αρκούδος, η Μελίνα, η αρχηγός των αγριογούρουνων και όλοι οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι που άκουσαν το κάλεσμα του Μάρκου. Τον κοίταξαν και όταν κατάλαβαν τι του έχει συμβεί άρχισαν να σκέφτονται λύσεις.
– “Τον καημένο, τα έλεγα πως θα το πάθει μια μέρα.” είπε η Μελίνα
– “Αυτό έχεις να πεις; Ο φίλος μας πονάει, πρέπει να τον βοηθήσουμε.” της απάντησε ο Σήφης θέλοντας να βοηθήσει τον φίλο του
– “Καλά λέει!” πετάχτηκαν με μια φωνή οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι και ο ένας συνέχισε λέγοντας:
– “Ας πρόσεχε. Όλοι του λέγαμε πως τα αυτοκίνητα δεν αστειεύονται. Ήταν γέρος, δεν έπρεπε να βγαίνει έτσι μόνος του στον δρόμο.”
– “Ακριβώς! Δεν άκουγε κανέναν και γέλαγε μαζί μας που δεν μπορούσαμε από φόβο να περάσουμε απέναντι. Ορίστε τι έπαθε τώρα.” είπε η Μελίνα και γύρισε στο δάσος.
Την ακολούθησαν οι σκαντζόχοιροι και πίσω τους ο Σήφης έλεγε: “Καλά, δίκιο έχετε. Καλά να πάθει ο γέρος, ποτέ δεν έβαλε μυαλό.”
Ο Μάρκος τους άκουγε κι είχε βουρκώσει. Δεν τον ένοιαζε να πεθάνει, όμως ήταν σίγουρος πως οι φίλοι του θα τον βοηθούσαν. Τότε, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει το όνομά του.
– “Μάρκο! Θα σε βοηθήσω εγώ.”
Γύρισε από την άλλη και είδε μια όμορφη, κοκκινοκαφετιά αλεπού, με περήφανη, φουντωτή ουρά να τον αρπάζει και να τρέχει προς την φωλιά της. Τον ακούμπησε με προσοχή στο μαλακό χορτάρι και αμέσως γύρω του μαζεύτηκαν κι άλλες αλεπούδες.
– “Καλώς ήρθες, Μάρκο. Είμαι η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού. Θα κάνουμε τα πάντα για να σωθείς.” του είπε
Εκείνος παραξενεμένος τη ρώτησε:
– “Μα γιατί; Θα ήμουν ο ιδανικός μεζές για σας, γιατί να με σώσετε;”
– “Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί δεν σε έχουμε κάνει μεζέ τόσο καιρό που έρχεσαι εδώ;” ρώτησε εκείνη
– “Μα ναι, γιατί;” την ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Μάρκος
– “Γιατί είδαμε σε εσένα το καλό. Και το καλό πάντοτε κερδίζει.” απάντησε η Έλλη
– “Δηλαδή; Τι καλό είχα εγώ που δεν είχαν οι άλλοι του δάσους μου;” ξαναρώτησε
– “Αγάπη. Είδαμε σε εσένα την αγάπη. Κανένας από τους φίλους σου δεν ήρθε να σε βοηθήσει όταν υπέφερες. Όλοι όμως ζητούσαν τόσα χρόνια τη δική σου βοήθεια κι εσύ την έδινες. Το ξέραμε. Για αυτό σε ανταμείβαμε εμείς, γνωρίζοντας πως εκείνοι δεν θα το έκαναν ποτέ.” είπε χαμογελώντας
Ο Μάρκος σάστισε, την ευχαρίστησε και συνειδητοποίησε πως όλοι οι φίλοι του τον πρόδωσαν. Έμεινε εκεί κάμποσες μέρες, έγινε καλά, αν και έχασε τα αγκάθια του και ήταν έτοιμος να γυρίσει στο δάσος του.
Όταν έφτασε όλοι τον υποδέχτηκαν χαρούμενοι. Τους μάζεψε όλους κάτω από το ψηλό δέντρο και τους είπε:
– “Ξέρω γιατί φοβάστε να περάσετε στο απέναντι δάσος. Γιατί φοβάστε την αγάπη και απέναντι ξέρουν μόνο να αγαπάνε. Με βοήθησε η Έλλη, η βασίλισσα αλεπού όταν εσείς μου γυρίσατε την πλάτη. Τα αγκάθια μου δεν χάθηκαν, ξέρω που βρίσκονται. Στις καρδιές σας.” τους είπε και πήρε τον δρόμο για το δάσος των αλεπούδων, όπου θα γινόταν μόνιμος κάτοικος.
Τα υπόλοιπα ζώα κατάλαβαν το λάθος τους, μετάνιωσαν για αυτό, ξεκίνησαν να αγαπούν και να βοηθούν το ένα το άλλο και είδαν πως η ζωή τους έγινε ομορφότερη. Πήραν το μάθημά τους κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου