Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Η ευθύνη ως χρέος και ως άλλοθι

Μια από τις αμέτρητες αποδείξεις πως είμαστε απόγονοι των «προ τριών χιλιάδων ετών» και βάλε Ελλήνων, είναι και η χρήση ορισμένων -πάμπολλων- λέξεων. Απόδειξη της βασικής ομοιότητάς μας μ’ εκείνους, αλλά και της ριζικής διαφοράς μας από εκείνους.

Παράδειγμα, η λέξη «ευθύνη». Τόσο τρέχουσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς – αλλά και τόσο άλλα «σημαίνουσα» σ’ εμάς και σ’ αυτούς.

Στους αρχαίους, «εύθυνα» σήμαινε, πρώτα, «διόρθωση, τιμωρία, κολασμός» για κάποιο αδίκημα, κι έπειτα, «λογοδοσία». Ειδικά, στην Αθήνα, λογοδοσία των αρχόντων που είχαν διαχειρισθεί δημόσια χρήματα.

Σημαντικότερη, όμως, από την οικονομική, αστική ή ποινική ευθύνη, ήταν (και είναι) η πολιτική ευθύνη του κάθε πολίτη απέναντι στην πόλη-κράτος και στο κοινωνικό σύνολο. Ευθύνη αρνητική -να μην κάνει τίποτα βλαβερό για την πόλη και για τους άλλους-, ευθύνη θετική – να κάνει ό,τι μπορεί για κείνους και για κείνην. Στον Αθηναίο πολίτη, κυρίαρχη ήταν η συναίσθηση πως, πάνω απ’ όλα, αποτελούσε μέρος ενός όλου, υπεύθυνος για το όλον, που ήταν κι αυτό υπεύθυνο απέναντί του (μια και το όλον, η πόλη, ήταν δημιούργημά του, κι αυτός δικό της), υπόχρεος να νοιάζεται για τα συμφέροντα του όλου πιο πολύ παρά για τα δικά του που, παράλληλα, συνιστούσαν καίρια μέριμνα του όλου.

Χαρακτηριστικά, στην Εκκλησία του Δήμου, η πρόσκληση του κήρυκα ήταν όχι απλώς «Τις αγορεύειν βούλεται;», αλλά -όπως λέει ο Ευριπίδης:

«Τις θέλει πόλει / χρηστόν τι βούλευμ’ ες μέσον φέρειν έχων;» («Ποιος για την πόλη ωφέλιμη έχει γνώμη / και θέλει να τη φέρει εδώ στη μέση;»). Και δίκαια ο ποιητής ονομάζει την πρόσκληση αυτή «γνώρισμα ελευθερίας» («τουλεύθερον»)[1].

Κι αυτό δεν ήταν λόγος μόνο και τύπος. Η πρόταξη, το προ-βάδισμα του δημόσιου συμφέροντος αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας. Και συνακόλουθη, η ευθύνη των πολιτών για την πόλη τους και της πόλης για κάθε πολίτη. Ακατάπαυστα, νομοθέτες, στοχαστές, ποιητές εκφράζουν την αρχή αυτή – όπως λ.χ. ο Περικλής στον Επιτάφιο, ή ο Δημόκριτος:

«Οι δημόσιες υποθέσεις πρέπει να θεωρούνται σπουδαιότερες απ’ όλα, για να πορεύεται το κράτος καλά. Και ούτε να έχει κανείς παράλογες φιλοδοξίες, ούτε να συγκεντρώνει μεγάλη δύναμη εις βάρος τον κοινού συμφέροντος. Γιατί, όταν η πόλη κυβερνιέται καλά και προοδεύει, αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη ευτυχία, που μέσα του περικλείνονται τα πάντα: όταν σώζεται αυτό, όλα σώζονται, κι όταν αυτό καταστρέφεται, καταστρέφονται όλα» («Πόλις γαρ εν αγομένη μεγίστη όρθωσίς εστί, και εν τούτω πάντα ένι, και τούτον σωζομένον πάντα σώζεται, και τούτον διαφθειρομένον τα πάντα διαφθείρεται»).

Έναν αιώνα αργότερα, θα επιλέξει ο Αριστοτέλης:

«Είναι φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και τον καθενός από μας. Αν εκμηδενισθεί δηλαδή ολόκληρο το σώμα, δεν θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι» («Και πρότερον δη τη φύσει πόλις ή οικία και έκαστος ημών εστίν αναιρουμένου γαρ τον όλον, ουκ έσται πους ουδέ χειρ»).

Γι’ αυτό και λογαριαζόταν «άχρηστος» -«αχρείος», κατά τον γνωστό αφορισμό του Θουκυδίδη[2]- όποιος δεν έπαιρνε μέρος στα κοινά. Όχι όποιος δεν «πολιτευόταν», όπως λέμε σήμερα, αλλά όποιος δεν μετείχε ενεργά σε όλες τις λειτουργίες της πολιτείας, σαν άρχων ή και αρχόμενος.

Την ιδίαν αυτή λέξη «ευθύνη» μηρυκάζουμε αδιάκοπα και σήμερα. Αλλά με όσην υπευθυνότητα την χρησιμοποιούσαν οι «προπάτορές» μας, με τόσην ανευθυνότητα τη μεταχειριζόμαστε οι «επίγονοι».

Και με δυο τρόπους και στόχους:

Απ’ τη μια, διαλαλούμε οι πάντες για τα πάντα πως «έχουμε πλήρη επίγνωση των ευθυνών μας», πως μιλάμε και ενεργούμε «με βαθύ αίσθημα ευθύνης» (α, αυτή η «πληρότητα» και το «βάθος»!). Και στην πράξη, εννοούμε -και το εννοούν όλοι- πως λαλούμε ή χειριζόμαστε τα κοινά με άκραν ελαφρότητα και ρηχότητα, και με κύρια αν όχι μοναδική φροντίδα μας το ατομικό ή και το κομματικό διάφορο.

Απ’ την άλλη, αρπαζόμαστε κι αρπάζουμε αυτή τη λέξη, για να φορτώσουμε όλες τις ευθύνες σ’ όλους τους άλλους, εκτός από εμάς. Τούτη, μάλιστα, η «τεχνική» έχει γίνει ένα είδος εθνικού αθλήματος.

Κανένας -και ακόμα λιγότερο, ο υπογράφων- δεν αρνιέται και δεν ξεχνά τις ξενοκρατίες, ξενοδουλείες και τις άλλες δουλείες όλες, που γνώρισε και γνωρίζει αυτός ο τόπος. Αλλά εμείς, αντί να τις αποτινάξουμε, βρήκαμε σ’ αυτές το βολικότερο άλλοθι για τις ευθύνες μας, τις απραξίες μας και τις κακοπραξίες μας.

Για τις διχόνοιες μας και τους αλληλοσπαραγμούς, ευθύνονται μόνο οι ξένοι, που μας διχάζουν για να εκμεταλλευθούν τους αγώνες μας, του 1821, του 1915, του 1945 κ.λπ. – όχι και εμείς, που προσφερόμαστε, αστόχαστα όργανα, στις επιβουλές τους. Για τη θρονοκρατία και αυλοκρατία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ευθύνονται μονάχα οι ξενόφερτοι μονάρχες – όχι και οι πολιτικοί, που γίνονταν «εργαλεία» τους, με το αζημίωτο. Για την κομματοκρατία και ρουσφετοκρατία, ευθύνονται μόνοι οι πολιτικοί και κομματάρχοντες – όχι και οι πολίτες που ρουσφετοζητούν και ψηφοπαζαρεύουν μανιακά κι ακαταπόνητα. Για την παράλυση και την παραλυσία της δημόσιας διοίκησης ευθύνεται μόνο το κράτος, οι νόμοι, οι κυβερνήσεις – όχι και οι υπάλληλοι, που ονειρεύονται να γίνουν γρανάζια της κρατικής μηχανής για να αδρανούν, αν όχι και για να λαδώνονται, και να την ακινητοποιούν ολότελα. Για την περιφρόνηση των νόμων, ευθύνονται μόνο οι πολίτες που τους αψηφούν ανέμελα – όχι και οι κυβερνητικοί νομοφύλακες, που τους παραβιάζουν πρώτοι ασύστολα και τους ανοίγουν μύρια πορτοπαράθυρα, να τα περνάνε τα «ημέτερα» κομματοπαράσιτα. Για την «άθλια κατάσταση» του περιβάλλοντος, της υγείας, της παιδείας κ.λπ., ευθύνονται μόνο οι κρατικοί και άλλοι φορείς – όχι και εμείς όλοι, που μολύνουμε τα πάντα, απαιτούμε τα πάντα, απεργούμε πάντα, κοροϊδεύουμε τους πάντες και αυτοκοροϊδευόμαστε. Και φυσικά και γενικά, για τον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ηθικό ευτελισμό του τόπου φταίνε μονάχα οι άλλοι – οι κυβερνώντες, κατά τους μη κυβερνώντες, οι άλλοτε κυβερνήσαντες κατά τους κυβερνώντες τώρα, κι ετούτοι κι εκείνοι κατά τους μη προσδοκώντες να κυβερνήσουν…

Έτσι, κατά το νεοελληνικό ιδίωμα, «όλοι είναι υπεύθυνοι για όλα τα κακά και για όλους τους κακούς, και μόνο εμείς είμαστε ανεύθυνοι». Σίγουρα, ακούγοντας πως «ο λαός είναι κυρίαρχος, άρχων πάνω απ’ όλους», πιστέψαμε πως πρέπει να είμαστε «ανεύθυνοι» όπως ο συνταγματικός ανώτατος άρχων. Συνακόλουθα, πάντα φταίει κάποιος άλλος -ντόπιος ή ξένος-, που κι αυτός διατείνεται πως φταίνε όλοι οι άλλοι – κι έτσι, τελικά, δεν φταίει κανένας για τίποτα. Κι είναι, βέβαια, ολότελα περιττό να μας θυμίσει κάποιος τον απλό, σοφό, λόγο του Σόλωνα:

«Εύθυναν ετέρους αξιών διδόναι, και αυτός ύπεχε» («Όταν αξιώνεις ευθύνες απ’ τους άλλους, πρέπει ν’ αναδέχεσαι τις δικές σου»)[3].

Χάρη σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο ακατάσχετης ευθυνολογίας και ακαταλόγιστης ευθυνοφοβίας, τίποτα δεν διορθώνεται, τίποτα δεν ανορθώνεται, τίποτα δεν προχωρεί. Ανευθυνοϋπεύθυνοι, «άβουλοι και μοιραίοι», βλέπουμε όλο τον άλλο κόσμο να καλπάζει, τον δικό μας κόσμο να βουλιάζει – και δεν σαλεύουμε ποτέ, αφού πάντα κάποιος άλλος είναι ο δράστης της αδράνειάς μας.

Κι όχι μόνο: απ’ αυτή τη μετάθεση ευθυνών, προσπαθούμε αδίσταχτα ν’ αποκομίσουμε κομματικά και άλλα κέρδη. Παράδειγμα, πρόσφατο και αποτρόπαιο, οι βανδαλισμοί στο Πολυτεχνείο και η πυρπόληση της πρυτανείας του. Όλοι ρίχνουν τις ευθύνες σε κάποιους άλλους: η κυβέρνηση στηλιτεύει την αξιωματική αντιπολίτευση πως υποδαυλίζει τις ταραχές για ν’ αποσταθεροποιήσει το κράτος· η αξιωματική αντιπολίτευση καυτηριάζει την κυβέρνηση πως ανέχεται τις καταλήψεις και καταστροφές για να φανατίσει τους οπαδούς της κατά της αντιπολίτευσης ή πως τις προκαλεί με προβοκάτορές της· η δικαιοσύνη εγκαλεί τον πρύτανη του Πολυτεχνείου για ολιγωρία και αργοπορία· ο πρύτανης βάλλει κατά Αστυνομίας, Πυροσβεστικής, «αγανακτισμένων πολιτών» -και μόνο οι πυρπολητές σωπαίνουν, γαυριούν και, πιθανότατα, καταστρώνουν το επόμενο «auto da fe» τους. Και κανένας δεν τολμά να πάρει πρακτικά και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να προλάβει καινούργιες καταστροφές μνημείων παιδείας και πολιτισμικών θησαυρών. Επειδή όλοι φοβούνται το «πολιτικό κόστος» ή την κατηγορία πως δρουν «αντιδημοκρατικά».

Οι «πρόγονοί» μας -που αδιάκοπα τους επικαλούνται στους δεκάρικούς τους- θα θεωρούσαν έσχατο «έγκλημα κατά της δημοκρατίας» την καταστροφή υλικών και πολιτιστικών αγαθών της δημοκρατίας (κτιρίων, καλλιτεχνημάτων, αρχείων κ.λπ.) και θα εκήρυτταν «άτιμο» (θα του αφαιρούσαν τα πολιτικά του δικαιώματα και θα τον εξόριζαν, ίσως), όχι μόνο όποιον θα τα αφάνιζε, αλλά και όποιον «αρμόδιο» θ’ αμελούσε τη φύλαξή τους.

Αλλά εμείς φτάσαμε να θεωρούμε δημοκρατία το ψάρεμα ψήφων για τη δική μας εγωκρατία και δραχμοκρατία. Και, ύστερα, κλαιγόμαστε κι από πάνω. Όμως, «αυτοί που πέφτουν / σε συμφορές που μόνοι / τις θέλησαν, αυτούς δεν είναι δίκιο / να συγχωρά κανείς ή να λυπάται» («Όσοι δ’ εκουσίοισιν έγκεινται βλάβαις / … τούτοις ούτε συγγνώμην έχειν / δίκαιον εστι ούτ’ επικτοίρειν τινά»)[4].

Γι’ αυτούς, η λέξη «ευθύνη» ξαναπαίρνει την παλιά σημασία της: τιμωρία και κολασμός. Που δεν αργοπορεί να έρθει.
----------------
[1] Ικέτιδες, στ. 438-9

[2] Ιστορία, Β,40, 2.

[3] Diels-Kranz, Αποσπάσματα των Προσωκρατικών, τόμ. Α, σελ.63.

[4] Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, στ. 1318.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου