Η εμπειρία αποτελεί το μοναδικό ασφαλή δρόμο για τη διερεύνηση όλων των θεμάτων, ακόμη και των πιο θεωρητικών, όπως αυτό του υπέρτατου αγαθού που τίθεται ως απώτερος κοινός στόχος όλων των επιστημών: «Τα αισθητά είναι πιο εύκολο να τα δούμε και να τα αντιληφθούμε. Όταν λοιπόν επιχειρεί κανείς να μιλήσει σχετικά με το αγαθό, δεν πρέπει να μιλά για την ιδέαν» (1183a 1.21).
Η αντιπαράθεση με τον Πλάτωνα, που υποστήριζε την ιδέα του αγαθού ως υπέρτατης θετικής δύναμης με σχεδόν θεϊκές προεκτάσεις, είναι απολύτως σαφής: «Κι όμως κάποιοι τουλάχιστον έχουν την εντύπωση πως, όταν μιλούν για το αγαθό, πρέπει να μιλούν για την ιδέαν του αγαθού· λένε ότι πρέπει να μιλούν για το κατεξοχήν αγαθό, και αυτό σε κάθε περίπτωση είναι πρωτίστως κάτι σαν την ιδέαν, ώστε, κατά τη γνώμη τους, κατεξοχήν αγαθό πρέπει να είναι η ιδέα» (1183a 1.22).
Μια τέτοια αντίληψη είναι αδύνατο να ικανοποιήσει τον Αριστοτέλη. Με δεδομένο ότι η πολιτική επιστήμη είναι η ανώτερη επιστήμη που αναζητά το υπέρτατο αγαθό (άποψη που έχει διατυπωθεί και στα «Ηθικά Νικομάχεια», αφού η πολιτική είναι που θα συντονίσει όλες τις επιστήμες προς όφελος της πόλης, δηλαδή προς εξασφάλιση της ευτυχίας όλων) είναι σαφές ότι το κριτήριο της διερεύνησης είναι αποκλειστικά ο άνθρωπος: «Σίγουρα έργο της» (εννοείται της πολικής) «είναι να μιλήσει για το αγαθό, και μάλιστα το υπέρτατο αγαθό, και ακριβέστερα για το ανθρώπινο υπέρτατο αγαθό» (1183a 1.20).
Για τον Αριστοτέλη η απόδοση του υπέρτατου αγαθού με τρόπο που να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα κρίνεται αδιανόητη, όχι γιατί δεν είναι αλήθεια (κανείς δε θα μπορούσε να είναι βέβαιος γι’ αυτό), αλλά γιατί τίθεται έξω από το πλαίσιο της φιλοσοφικής διερεύνησης. Η φιλοσοφία είναι δημιούργημα του ανθρώπου και αποπειράται να δώσει απαντήσεις μέσα στο πλαίσιο που εκείνος ορίζει. Εάν η φιλοσοφία παύει να αφορά τα ανθρώπινα μέτρα παίρνοντας θεϊκή (ή οποιαδήποτε άλλη) υπόσταση, στερείται νοήματος, καθώς δεν απευθύνεται πλέον στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία που δεν επικεντρώνει στον άνθρωπο δεν είναι φιλοσοφία, γιατί αποκόπτεται από τον πυρήνα της έρευνάς της που είναι ο άνθρωπος και μόνο ο άνθρωπος.
Από αυτή την άποψη, η –έτσι κι αλλιώς– ασαφής πλατωνική εκδοχή του υπέρτατου αγαθού ως ιδέας του κατεξοχήν αγαθού κρίνεται αδιάφορη, καθώς το θέμα δεν είναι το κατεξοχήν αγαθό αλλά το ανθρώπινο αγαθό, το οποίο πρέπει να διερευνήσει η πολιτική επιστήμη: «το θέμα μας είναι η πολιτική επιστήμη ή δραστηριότητα, και αυτή δεν ασχολείται με το κατεξοχήν αγαθό αλλά το ανθρώπινο αγαθό. [Καμιά επιστήμη ή δραστηριότητα δε μιλά για τον εσώτερο σκοπό της ορίζοντάς τον ως αγαθό, επομένως ούτε και η πολιτική]. Οπότε η πολιτική δε μιλά για το αγαθό ως ιδέαν του αγαθού» (1183a 1.23).
Η ιδέα του αγαθού κρίνεται επίφοβη, ακόμη κι αν τεθεί ως υποθετική αρχή για σκέψη προκειμένου να προσεγγίσει κανείς τα επιμέρους αγαθά που την συναποτελούν: «Αλλά ίσως κάποιος ισχυριστεί ότι την ιδέαν του αγαθού την παίρνει ως αρχή, και με εφαλτήριο αυτήν θα μιλήσει και για τα επιμέρους αγαθά. Και πάλι κάνει λάθος· διότι οι αρχές πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το ζήτημα» (1183a 1.24).
Το υπέρτατο αγαθό ως ιδέα δεν έχει καμία σχέση με τα πρακτικά-χειροπιαστά επιμέρους αγαθά των άλλων επιστημών και γι’ αυτό δεν μπορεί να τεθεί ως αρχή-εφαλτήριο για περαιτέρω διερεύνηση. Είναι σαν να διερευνάται το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου υπό την αρχή ότι η ψυχή είναι αθάνατη: «Είναι άτοπο, να θέλει κανείς να δείξει ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών ίσο με δύο ορθές, και να πάρει ως αρχή ότι η ψυχή είναι αθάνατη! Αυτή η αρχή δεν έχει να κάνει με το ζήτημα, και η αρχή πρέπει να είναι σχετική και μάλιστα συνδεδεμένη με το ζητούμενο. Στην πραγματικότητα, και χωρίς να είναι αθάνατη η ψυχή, θα αποδειχθεί ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών ίσο με δύο ορθές» (1183b 1.24).
Σε κάθε περίπτωση η ιδέα του αγαθού είναι αδύνατο να σχετιστεί με το υπέρτατο για τον άνθρωπο αγαθό, όπως διερευνάται από την πολιτική επιστήμη: «Ομοίως και για τα αγαθά, είναι δυνατό να θεωρήσει κανείς τα επιμέρους, χωρίς να ασχοληθεί με την ιδέαν του αγαθού. Συμπέρασμα: η ιδέα του αγαθού δεν είναι αρχή σχετική με το αγαθό στο οποίο στοχεύει η πολιτική» (1183b 1.25).
Αλήθεια, πώς μπορεί να συσχετιστεί με λογικά επιχειρήματα το υπέρτατο πλατωνικό αγαθό-ιδέα με τα χειροπιαστά προβλήματα της πόλης που αφορούν την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία ή τα επιμέρους αγαθά των άλλων επιστημών όπως η υγεία ή η ασφαλής πλεύση; Ποιος συσχετισμός της λογικής που ανταποκρίνεται στα ανθρώπινα μέτρα μπορεί να αποδείξει μια τέτοια σχέση αρχής ανάμεσα στο αγαθό ιδέα και τα επιμέρους αγαθά; Από τη στιγμή που αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, τότε χάνει κάθε ενδιαφέρον για περαιτέρω διερεύνηση. Άλλες είναι οι αρχές που πρέπει να διερευνηθούν κι άλλοι οι δρόμοι που πρέπει να διασχίσει ο νους του ανθρώπου.
Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει τη διερεύνηση του αγαθού κατηγοριοποιώντας τα επιμέρους αγαθά ανάλογα με τη σημασία τους: «Μετά τις παραπάνω διευκρινίσεις, ας προσπαθήσουμε να πούμε με ποιες σημασίες χρησιμοποιείται ο όρος “αγαθό”. Λοιπόν, τρία είδη αγαθών υπάρχουν: αγαθά τίμια, αγαθά επαινετά, αγαθά δυνάμεις» (1183b 2.1).
Κι εξηγεί: «Με τη λέξη τίμιον εννοώ κάτι σαν το θείο, το ανώτερο (οπότε τίμια αγαθά είναι η ψυχή, ο νους), το αρχαιότερο (οπότε τίμιον αγαθό είναι η αρχή), τέτοια πάνω-κάτω· τίμια, δηλαδή, είναι τα αγαθά στα οποία αποδίδεται τιμή (όλα τα προηγούμενα και τα παρόμοιά τους οι άνθρωποι τα τιμούν). Ανήκει βέβαια και η αρετή στα τίμια αγαθά, στην περίπτωση τουλάχιστον που λόγω αυτής γίνεται κάποιος σπουδαίος· και “άνθρωπος σπουδαίος” σημαίνει αμέσως “άνθρωπος της αρετής”» (1183b 2.1-2.2).
Είναι προφανές ότι τα τίμια αγαθά είναι τα ανώτερα και γι’ αυτό αναφέρονται ως τέτοια ο νους και η ψυχή. Αυτός είναι και ο λόγος που αποτελούν την αρχή, ως αρχαιότερα. Και βέβαια, είναι συνυφασμένα με την αρετή, αφού αφορούν το σπουδαίο άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο που πραγματώνει την αρετή. Από κει και πέρα σειρά έχουν τα επαινετά: «Άλλα αγαθά είναι επαινετά· παραδείγματος χάριν οι αρετές, για το λόγο ότι τις ενάρετες πράξεις τις ακολουθεί ο έπαινος» (1183b 2.2).
Η ασάφεια ανάμεσα στην αρετή που «ανήκει στα τίμια αγαθά» και στις αρετές που ανήκουν στα επαινετά δεν έχει καμία σχέση με την ιεραρχική κατάταξη των αγαθών, η οποία προβάλλει τα τίμια ως ανώτερα. Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή που επιφέρουν τα τίμια και τον έπαινο που «ακολουθεί τις ενάρετες πράξεις» πρέπει να σχετίζεται με την ανωτερότητα των πρώτων που (προφανώς) έχουν να κάνουν με τη συνολική παρουσία του σπουδαίου ανθρώπου, δηλαδή με την απόδοση μιας ανώτερης προσωπικότητας που διαγράφεται από το σύνολο της συμπεριφοράς της (μια ενιαία αρετή), σε σχέση με τη μεμονωμένη αρετή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος (και που επαινείται), ο οποίος όμως στο σύνολο μπορεί να μην είναι σπουδαίος (ή τόσο σπουδαίος), καθώς οι αρετές που επαινούνται είναι πολλές. Με δυο λόγια, στα επαινετά ανήκουν οι αρετές που φέρνουν τον έπαινο, ενώ τα τίμια δεν περιορίζονται μόνο στις αρετές αποδίδοντας την πληρότητα του σπουδαίου ανθρώπου.
Η τρίτη κατηγορία αγαθών που καταγράφει ο Αριστοτέλης είναι τα αγαθά δυνάμεις: «Άλλα αγαθά είναι δυνάμεις· παραδείγματος χάριν, η εξουσία, ο πλούτος, η ισχύς, το κάλλος, για το λόγο ότι αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει βέβαια ο ενάρετος με τρόπο καλό, αλλά και ο ανήθικος με τρόπο κακό· για τούτον το λόγο αυτά και τα παρόμοιά τους αγαθά αποκαλούνται δυνάμεις (δυνατότητες)· οπωσδήποτε είναι αγαθά (το καθένα τους όμως αποδεικνύεται πράγματι αγαθό μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ενάρετος και όχι μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ανήθικος). Αυτά τα αγαθά-δυνατότητες συμβαίνει να έχουν ως αίτιο απόκτησής τους και την τύχη· γιατί είναι θέμα τύχης και ο πλούτος και η εξουσία, και με ένα λόγο όλα τα αγαθά που αποτελούν δυνατότητες». (1183b 2.2-2.3).
Η τρίτη κατηγορία αγαθών έχουν να κάνουν πρωτίστως με τον άνθρωπο που τα εκπροσωπούν. Επειδή σχετίζονται και με την τύχη, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να φτάσει σε αυτά κι εκείνος που δεν κατέχει την αρετή. Γι’ αυτό παρουσιάζονται ως δυνατότητες. Η εξουσία είναι μια δυνατότητα που μπορεί να στραφεί τόσο προς το καλό όσο και προς το κακό. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την πιο επικίνδυνη κατηγορία αγαθών, αφού ενδέχεται να έχουν πρόσβαση σε αυτή κι άνθρωποι που δεν το αξίζουν. Όμως, εδώ διαγράφεται και η ευθύνη της πολιτικής οργάνωσης ως σύνολο που πρέπει να εξασφαλίζει τους μηχανισμούς, ώστε στα αγαθά-δυνάμεις να φτάνουν μόνο οι άξιοι.
Όταν η εξουσία ή το χρήμα ή η ισχύς φτάνει στα χέρια των αδίστακτων ανθρώπων, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα για την πόλη. Κι όσο πιο συχνό είναι το φαινόμενο να αναρριχώνται τέτοιοι άνθρωποι, τόσο πιο έντονη είναι η ανεπάρκεια της πολιτικής οργάνωσης. Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι που κατέχουν τα αγαθά-δυνάμεις δίνουν το στίγμα για την ποιότητα της πόλης. Το ορθό πολίτευμα αποσκοπεί στο να περιορίζει τον παράγοντα της τύχης δίνοντας το περιθώριο να αναδειχθεί η αξία. Όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε τα αγαθά-δυνάμεις δε θα εκπληρωθούν, αφού «το καθένα τους αποδεικνύεται πράγματι αγαθό μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ενάρετος και όχι μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ανήθικος». Κι αυτή είναι η αρχή της παθογένειας.
Η διαίρεση των αγαθών ολοκληρώνεται με ένα τέταρτο είδος, στο οποίο ο Αριστοτέλης δε δίνει κάποιο συγκεκριμένο όνομα: «Απομένει ένα τέταρτο είδος αγαθού, είδος που είτε διασώζει κάτι το αγαθό είτε το προξενεί, για παράδειγμα η γυμναστική την υγεία και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο» (1183b 2.4).
Πρόκειται για αγαθά που δεν υφίστανται ως αυτοσκοπός και νοηματοδοτούνται μόνο όταν τίθενται στην υπηρεσία ενός άλλου ανώτερου αγαθού. Η γυμναστική, όσο κι αν προσφέρει χαρά από μόνη της, δε θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη αξία, αν δε συνέβαλε στην καλή υγεία ή στη διαμόρφωση της ανδρείας ψυχής. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για το φαγητό (καθώς τρέφεται για να ζήσει) ή την ενδυμασία (ντύνεται για να μην κρυώνει).
Η αποκοπή των αγαθών αυτών από την υπηρεσία του τελικού στόχου οδηγεί σε στρεβλώσεις που έχουν να κάνουν με την υπερβολή. Ο άνθρωπος που γυμνάζεται όχι για χάρη του σώματος, αλλά για τη χαρά της γυμναστικής ως αυτοσκοπού είναι δυνατό να ξεπεράσει τα όρια και τελικά μέσω της υπερβολής να βλάψει την υγεία του μετατρέποντας τη γυμναστική σε σωματική εξάντληση, δηλαδή σε κατάχρηση. Κι όσο αφορά τη διαμόρφωση της ψυχής, είναι πολύ πιθανό (ο ίδιος άνθρωπος) αντί να οδηγηθεί στην ανδρεία να καταλήξει στο θράσος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το φαγητό και με οποιοδήποτε άλλο αγαθό αυτής της κατηγορίας.
Όμως, ο Αριστοτέλης, αφού ολοκληρώσει αυτού του είδους τη διαίρεση των αγαθών, θα προτείνει και μια άλλη προάγοντας το κριτήριο της επιδίωξης: «Υπάρχει, όμως, και μια διαφορετική διαίρεση των αγαθών: άλλα αγαθά τα επιλέγουμε και τα επιδιώκουμε σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο, άλλα αγαθά όχι· για παράδειγμα, τη δικαιοσύνη και τις υπόλοιπες αρετές τις επιλέγουμε και τις επιδιώκουμε σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο, πράγμα όμως που δεν ισχύει με την ισχύ και τον πλούτο και τη δύναμη και τα όμοιά τους» (1183b 2.5 και 1184a 2.5).
Το ότι προκρίνονται σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο η δικαιοσύνη και οι αρετές σε αντίθεση με την ισχύ και τον πλούτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η προσέγγιση αφορά τις αρετές κι όχι τις αληθινές προτιμήσεις των ανθρώπων. Εξάλλου, έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι στην ισχύ και στον πλούτο παίζει μεγάλο ρόλο και η τύχη, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι δίχως αρετή άνθρωποι (προφανέστατα) έχουν άλλες προτεραιότητες. Θα έλεγε κανείς ότι η διαίρεση αυτή έχει περισσότερο δεοντολογικό περιεχόμενο παρά αντικειμενικό.
Όσο για την επόμενη διαίρεση των αγαθών που θα προτείνει ο Αριστοτέλης είναι φανερό ότι προσομοιάζει στην τέταρτη κατηγορία της πρώτης διαίρεσης που διερευνούσε τη σχέση της γυμναστικής και της υγείας: «Επόμενη διαίρεση των αγαθών: άλλα αγαθά αποτελούν τελικούς στόχους, άλλα δεν αποτελούν· παραδείγματος χάριν, η υγεία είναι τελικός στόχος, αλλά όσα κάνουμε για την υγεία δεν είναι τελικοί στόχοι. Και όταν υπάρχει αυτή η σχέση, είναι πάντα ανώτερο το αγαθό που αποτελεί τελικό στόχο – η υγεία είναι ανώτερη από όσα κάνουμε γι’ αυτήν. Γενικά μιλώντας, ανώτερο είναι πάντα αυτό για το οποίο υπάρχουν τα άλλα» (1184a 2.6).
Η διαίρεση αυτή εξυπηρετεί περισσότερο την ανάδειξη της ιεραρχίας στα αγαθά και τη διάκρισή τους σε τέλεια και ατελή: «… ανάμεσα στα αγαθά που αποτελούν τελικούς στόχους ανώτερο είναι πάντα το τέλειο και όχι το ατελές· και τέλειο είναι αυτό που με την απόκτησή του δε χρειαζόμαστε τίποτα παραπάνω, ενώ ατελές αυτό που κι όταν το αποκτήσουμε, κάτι πάλι μας λείπει» (1184a 2.7).
Και θα γίνει σαφέστερος φέρνοντας ένα παράδειγμα: «Ας το δούμε στην περίπτωση της δικαιοσύνης και της ευτυχίας: όταν έχουμε την πρώτη, πάλι πολλά μας λείπουν· ενώ όταν αποκτήσουμε τη δεύτερη, τίποτε άλλο δε θέλουμε· συνεπώς, αυτό είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, αυτό ψάχνουμε, αυτό που είναι τελικός στόχος τέλειος. Συμπέρασμα: το αγαθό είναι ο τέλειος τελικός στόχος όχι οποιοσδήποτε άλλος αλλά αυτός των αγαθών ανθρώπων» (1184a 2.7).
Με άλλα λόγια το υπέρτατο αγαθό δεν έχει να κάνει με την αοριστία της πλατωνικής ιδέας αλλά με την πρακτική καταμέτρηση των αγαθών και την ιεράρχησή τους. Αυτό που μένει είναι η αναζήτηση του τέλειου αγαθού που θα προκύψει ως ολοκλήρωση των ατελών, τα οποία υφίστανται για την εξυπηρέτησή του. Κι αυτό βέβαια σύμφωνα με τις ανάγκες του ανθρώπου, αφού η φιλοσοφία απευθύνεται μονάχα σ’ αυτόν.
Γι’ αυτό προτείνεται ως υπέρτατο αγαθό η ευτυχία. Αν η έρευνα δεν αφορούσε τον άνθρωπο αλλά κάποιο άλλο ον ενδεχομένως να μην προτεινόταν το ίδιο υπέρτατο αγαθό, αλλά κάτι διαφορετικό, κάτι που θα ταίριαζε περισσότερο στο ον για χάρη του οποίου θα διενεργούνταν η έρευνα.
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα προβεί σε μια ακόμη διαίρεση των αγαθών: «Ακολουθεί άλλη μία διαίρεση των αγαθών. Τα αγαθά χωρίζονται σε: α) ψυχικά (όπως οι αρετές), β) σωματικά (όπως η υγεία και η ομορφιά), γ) εξωτερικά (όπως ο πλούτος, η εξουσία, η τιμή και όλα τα παρόμοια). Ανώτερα όλων τούτων είναι τα ψυχικά αγαθά· αυτά διακρίνονται σε τρία: διανοητική ικανότητα, αρετή και ηδονή» (1184b 3.1).
Αριστοτέλης, Ηθικά μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου