Εξετάζοντας την σχέση του ατόμου με την κοινότητα στις αρχαίες πόλεις /κράτη, ο Benjamin Constant{a} ισχυρίζεται στην γνωστή του διάλεξη «Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει με την ελευθερία των νέων», ότι η ατομική ελευθερία απουσιάζει στον αρχαίο κόσμο, ενώ η αξία της είναι πρωταρχική και κυρίαρχη στην νεώτερη Ευρώπη. Καθώς ο ίδιος στην διάλεξη εκθέτει τα επιχειρήματά του, αναφέρεται στην Αθηναϊκή δημοκρατία, όπως επίσης και στον θεσμό του οστρακισμού{b} υποστηρίζοντας ότι η λειτουργία του ήταν αρνητική απέναντι στην ατομική ανεξαρτησία. Στο ακόλουθο κείμενο θα προσεγγιστεί κριτικά η αναφορά του Constant στον οστρακισμό και θα επαναξιολογηθεί η ελευθερία του πολίτη σε σχέση με την λειτουργία αυτού του θεσμού.
Στην διάλεξη του ο Constant διατυπώνει τον ακόλουθο ισχυρισμό για τον οστρακισμό:
«Ταυτόχρονα εφαρμόζεται ο οστρακισμός, αυτή η νόμιμη αυθαιρεσία που εξαίρεται από όλους τους νομοθέτες της εποχής. Ο ανωτέρω θεσμός, που φαίνεται σε μας εξοργιστικά άδικος, και έτσι πρέπει, αποδεικνύει ότι στην Αθήνα το άτομο παρέμενε περισσότερο υποταγμένο στην υπεροχή του κοινωνικού σώματος από όσο είναι σε οποιοδήποτε ελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος σήμερα.»[1].
Σύμφωνα με αυτό το απόσπασμα, ο οστρακισμός λειτουργούσε εναντίον της ατομικής ελευθερίας υποτάσσοντας τον πολίτη στην βούληση του πολιτικού σώματος. Αποτελούσε για τον ίδιο μια αυθαίρετη διαδικασία, διότι ο δήμος ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εξοστρακίσει έναν πολίτη χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ατομική του ελευθερία. Ο φιλελεύθερος στοχαστής αναφέρεται στον θεσμό ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να επισημάνει ότι στον αρχαίο κόσμο το άτομο δεν ήταν αναγνωρισμένο ως ελεύθερο πρόσωπο και ήταν υποτελές στην κοινότητα εξαιτίας της διαρκούς συμμετοχής του στις δημόσιες υποθέσεις και τα κοινά.
Αν και φαίνεται ότι ο ισχυρισμός του Constant είναι αρχικά εύλογος, είναι σημαντικό να εξετάσουμε πώς λειτουργούσε ο οστρακισμός στην δημοκρατία της αθηναϊκής πόλης / κράτους για να συγκροτηθεί μια αντίρρηση στις αναφορές του φιλελεύθερου στοχαστή. Η κριτική προσέγγιση του ισχυρισμού του Constant θα απαιτούσε μια απάντηση στα ακόλουθα τρία ζητήματα: α) τα διαδικαστικά όρια του οστρακισμού, β) τους λόγους, για τους οποίους ο δήμος εξοστράκιζε κάποιον πολίτη, γ) την θέση της ατομικής ελευθερίας στην αθηναϊκή δημοκρατία. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα είναι καίρια για να διατυπωθεί μια κριτική αποτίμηση στον ισχυρισμό του Constant.
Αρχικά, ο οστρακισμός είχε ορισμένους διαδικαστικούς περιορισμούς, οι οποίοι απέτρεπαν την λειτουργία του σε τακτική βάση. Συγκεκριμένα, ο οστρακισμός ήταν μία θεσμική διαδικασία αποτελούμενη από δύο φάσεις, από τις οποίες η επιτυχής λειτουργία της πρώτης ήταν προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της δεύτερης. Όπως επισημαίνει η Α. Μαλκοπούλου[2], κάθε χρόνο τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου έπρεπε η συνέλευση να αποφασίσει εάν θα εξοστρακίσει κάποιον. Εάν η απόφαση της πλειοψηφίας ήταν θετική, η οστρακοφορία διεξαγόταν στις αρχές Μαρτίου.
Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, η συνέλευση θα αποφάσιζε για οστρακισμό ξανά τον επόμενο χρόνο. Μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι παρόλο που διεξαγόταν η πρώτη φάση του οστρακισμού κάθε χρόνο, η πλήρης εφαρμογή του προϋπέθετε θετική απόφαση από την πλειοψηφία. Επιπλέον, η διαδικασία απαιτούσε μια ευρεία συμμετοχή έξι χιλιάδων πολιτών, ώστε να είναι έγκυρη μια οστρακοφορία. Ο ίδιος αριθμός πολιτών απαιτούνταν και σε άλλες θεσμικές διαδικασίες, οι οποίες, σύμφωνα με τον R.K Sinclair, σχετίζονταν με ατομικά προνόμια, όπως η απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε κάποιον, ή με κάποια φορολογική ρύθμιση[3].
Σε ό,τι αφορά τη διαδικαστική παράμετρο συμπεραίνεται, ότι ο οστρακισμός ως διαδικασία δεν είχε κάποια καίρια διαφορά από τα συνήθη ψηφίσματα, τα οποία σχετίζονταν με την ιδιότητα του πολίτη, αλλά ήταν μια αυστηρότερη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη από τον εξοστρακισμένο.
Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του οστρακισμού ο χαρακτήρας της απέλασης ήταν διαφορετικός συγκριτικά με εκείνον της εξορίας σε καθεστώς τυραννίας. Την ημέρα της οστρακοφορίας ο πολίτης που συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους, είχε την υποχρέωση να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια. Όπως επισημαίνει ξανά η Μαλκοπούλου, «αυτή η προσωρινή ατομική εξορία…ήταν ο ηπιότερος τύπος της εξορίας που θα μπορούσε να βρεθεί στον κλασικό κόσμο»[4], καθώς η ιδιοκτησία του ήταν εξασφαλισμένη και η οικογένεια του εξοστρακισμένου ατόμου είχε την δυνατότητα να ζήσει στην πόλη.
Αντιθέτως, η εξορία στην τυραννία ήταν πολύ πιο αυστηρή για τον τιμωρημένο και τους συγγενείς του, διότι η απέλαση επεκτεινόταν στα οικογενειακά μέλη και συνεπαγόταν πλήρη απώλεια της ιδιοκτησίας και της εξουσίας του[5]. Επομένως, αν και ο οστρακισμός φαίνεται μια βάναυση μορφή ποινής για τα νεώτερα κριτήρια, στην αρχαιότητα αυτός ο τύπος εξορίας ήταν περιορισμένος διότι αφορούσε μόνο τον εξοστρακισμένο πολίτη χωρίς να επεκτείνεται στα μέλη της οικογένειας του.
Πέρα από τα διαδικαστικά όρια του οστρακισμού, αυτή η πολιτική πρακτική υιοθετήθηκε από τον δήμο ως εργαλείο υπεράσπισης της πολιτικής κυριαρχίας του εναντίον των αντιδημοκρατικών φιλοδοξιών ορισμένων πολιτών (ή και ηγετικών προσωπικοτήτων στον δημόσιο βίο της Αθήνας). Όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, ο δήμος εξοστράκιζε εκείνους τους πολίτες οι οποίοι θεωρούνταν ισχυροί λόγω του πλούτου ή της δημοφιλίας τους ή κάποιας άλλης πηγής πολιτικής εξουσίας για συγκεκριμένες περιόδους[6].
Δηλαδή, οι πολίτες που επιχειρούσαν να αποκτήσουν εξουσία μέσω άλλων οικονομικών πόρων ή σχέσεων με άλλες εξωτερικές δυνάμεις, ήταν πιθανό να εξοστρακιστούν εξαιτίας της φιλοδοξίας τους να αποκτήσουν εξουσία χωρίς την έγκριση του δήμου. Δεν ήταν τόσο σημαντικό εάν ένα άτομο ήταν αριστοκράτης ή επιχειρούσε να εγκαθιδρύσει τυραννία. Αυτό που ήταν καίριο είναι ότι οποιοσδήποτε προσπαθούσε να υπονομεύσει την δημοκρατία συνεργαζόμενος με αριστοκρατικές ή ολιγαρχικές δυνάμεις, μπορούσε να εξοστρακιστεί.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του A.Kishner, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξοστρακίστηκε ο Κίμων, καθώς κίνησε υποψίες στους Αθηναίους λόγω του πλούτου του και της σταθερής σχέσης του με τους Σπαρτιάτες[7]. Αντιθέτως ο Περικλής, ο οποίος ήταν μια επιδραστική προσωπικότητα για πολλά χρόνια στην αθηναϊκή πολιτική ζωή, δεν εξοστρακίστηκε διότι τάχθηκε υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και δεν επεδίωξε την δική του ανεξαρτησία από το δήμο[8]. Έτσι, ο Περικλής δεν εξορίστηκε από την αθηναϊκή πόλη διότι δεν αναζήτησε αντιδημοκρατική εξουσία και δεν δημιούργησε κάποια σύνδεση με αριστοκρατικές δυνάμεις.
Ο λόγος για τον οποίο οι πολίτες θα μπορούσαν να εξοστρακιστούν υποδεικνύει ότι ο θεσμός αυτός λειτουργούσε ως κύριο εργαλείο δημοκρατικής αυτοάμυνας. Η λειτουργία του οστρακισμού σχετίζεται με την προτεραιότητα των πολιτών να διατηρήσουν την κυριαρχία τους και επομένως να υπερασπιστούν αυτή τη μορφή πολιτικής οργάνωσης, η οποία τους απένειμε την ιδιότητα του πολίτη και τη δυνατότητα να μετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Επιπλέον, ο οστρακισμός αποσκοπούσε στην διατήρηση της δημοκρατίας ως συλλογικής μορφής αυτοκυβέρνησης, η οποία διεπόταν από την κοινωνική συνοχή και ένα αίσθημα του ανήκειν σε μια ελεύθερη κοινότητα. Η σύνδεση του θεσμού αυτού με την προτεραιότητα υπεράσπισης της δημοκρατίας μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι δεν ήταν ποινή, αλλά μέσο πολιτικής πάλης[9]. Τις πρώτες φορές που τέθηκε σε εφαρμογή (συγκεκριμένα το 487, το 486 και το 485 π.κ.ε), τα εξοστρακισμένα πρόσωπα θεωρήθηκαν ύποπτα για την κατάκτηση της εξουσίας με την στήριξη ξένων δυνάμεων[10]. Επομένως, ο θεσμός αυτός είχε ως σκοπό αφενός να υπενθυμίσει στους πολιτικούς αντιπάλους ότι ο κυρίαρχος στην πολιτική κοινότητα εξακολουθούσε να είναι ο δήμος και αφετέρου να συμβάλλει στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, καθώς και μιας αίσθησης κοινού συμφέροντος.
Επιστρέφοντας στον ισχυρισμό του Constant, πρέπει να επισημανθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία η ατομική ελευθερία δεν ήταν κεντρικής σημασίας και δεν βασιζόταν σε κάποια συγκεκριμένη αντίληψη δικαιωμάτων[11]. Αυτό που είναι σημαντικό στην πόλη / κράτος είναι η ευημερία της κοινότητας και η ελευθερία του πολιτικού σώματος. Αυτή η παρατήρηση δείχνει ότι η ατομική ελευθερία έχει σημασία στον βαθμό που ένας πολίτης δεν απειλεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Σε περίπτωση που υπήρχε υποψία, ότι ένας πολίτης σχεδίαζε να καταλύσει την δημοκρατία, τότε η ελευθερία του θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας συγκριτικά με την επιβίωση της δημοκρατικής πολιτείας, η οποία είχε πρωταρχική σημασία για τον δήμο.
Έτσι, ο Constant δεν λαμβάνει υπόψη την ιεραρχία των αξιών, η οποία υιοθετήθηκε από τον δήμο, καθώς και το στόχο του οστρακισμού, ο οποίος σχετίζεται με τη δημοκρατική αυτο – άμυνα και δεν έχει τον χαρακτήρα ποινής ή κάποιας εναντίωσης προς την ατομική ελευθερία.
Η διατύπωση του Constant ότι «κανείς δεν δικαιούται να εξορίσει έναν πολίτη, εάν αυτός δεν έχει καταδικαστεί από τακτικό δικαστήριο σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, που προβλέπει την ποινή της εξορίας για πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος»[12], συμπεριλαμβάνει εμμέσως έναν επιπρόσθετο ισχυρισμό ότι η ελευθερία μπορεί να προστατευθεί μόνο μέσω της αναγνώρισης δικαιωμάτων. Όμως, η σύνδεση του φιλελεύθερου στοχαστή αγνοεί το γεγονός ότι η συμμετοχή σε συνελεύσεις προστάτευε τις διάφορες εκφάνσεις ατομικής ελευθερίας, ο σεβασμός για την οποία επιβεβαιώνεται από πολυάριθμες πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας[13].
Η συμμετοχή στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων καθιστούσε την επίκληση των δικαιωμάτων περιττή, διότι οι πολίτες ήταν οι κάτοχοι της πολιτικής αρμοδιότητας διακυβέρνησης[14]. Η έννοια του δικαιώματος είναι οπωσδήποτε θεμελιώδης για τη νεώτερη πολιτική φιλοσοφία (και για την ίδια τη νεωτερικότητα), διότι συνιστά εγγύηση που αποτρέπει μια εκλεγμένη κυβέρνηση από το να ασκεί αυθαίρετα την εξουσία της. Όμως, η χρήση των δικαιωμάτων σε ένα πολιτικό σύστημα αυτοκυβέρνησης (όπως αυτό της αθηναϊκής δημοκρατίας) δεν έχει νόημα, καθώς οι ίδιοι οι πολίτες λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Έτσι, η προσέγγιση του Constant είναι προβληματική διότι συγκροτεί μια κριτική στάση απέναντι στην αθηναϊκή δημοκρατία από την νεώτερη οπτική υπεράσπισης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων.
Ο ισχυρισμός του Constant σχετικά με τον οστρακισμό δεν μπορεί να μείνει αναντίρρητος, διότι η ατομική ελευθερία κάποιου δεν κινδύνευε όταν ο ίδιος δεν είχε σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία. Αυτό δε σημαίνει ότι οι πολίτες ήταν υποτελείς στον ιδιωτικό τους βίο, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε στη διάλεξη του. Ο οστρακισμός ως πολιτική πρακτική είναι θεσμικό παράδειγμα το οποίο αναδεικνύει την προτεραιότητα, που είχε για τους πολίτες η διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η κριτική προσέγγιση του φιλελεύθερου στοχαστή διατυπώνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει ανάγκη για εγκαθίδρυση ενός σταθερού πολιτικού συστήματος, το οποίο θα αποφεύγει τόσο τις ακρότητες των Ιακωβίνων, οι οποίοι κατά τον Constant, επιθυμούσαν την αναβίωση αρχαίων μορφή διακυβέρνησης (της Σπάρτης ή της Ρώμης), όσο και των αντιδραστικών, οι οποίοι νοσταλγούσαν το Παλαιό Καθεστώς. Η κριτική στον οστρακισμό αποτελεί μέρος ενός θεωρητικού εγχειρήματος, στο οποίο κεντρική θέση έχει η απόρριψη του αρχαίου κόσμου, καθώς και των πολιτικών μορφών διακυβέρνησης και των αξιών του. Η νεώτερη εποχή κατά τον Constant δεν πρέπει να μεταστεγάσει τις αρχαίες πολιτικές πρακτικές, διότι αυτές δεν προσιδιάζουν όχι μόνο στην δομή του, αλλά είναι και επικίνδυνες για την «νεώτερη» ελευθερία.
-----------------------------
[1] Constant Benjamin, Περί ελευθερίας και ελευθεριών (μτφρ. Τ. Δαρβέρης), Αθήνα: Ζήτρος, 2000, σ. 44. Βέβαια ο ίδιος σε προγενέστερο έργο του το 1815, στο «De l‘esprit de conquête et d‘usurpation» (Το πνεύμα της κατάκτησης και του σφετερισμού) αναφέρεται στην αθηναϊκή πόλη – κράτος μόνο θετικά χωρίς να θίγει την περίπτωση του οστρακισμού. Βλ. Constant Benjamin, Political Writings (trans. Biancamaria Fontana), Cambridge: Cambridge University Press, 1988, p.103
[2] Malkopoulou Anthoula, «Ostracism and democratic self – defense in Athens», Constellations, 24:4, 2017, p. 3. Η Μαλκοπούλου παραπέμπει στην ανάλυση της σε σωζόμενο απόσπασμα του ιστορικού Φιλόχορου, ο οποίος παρέχει μια περιγραφή της λειτουργίας του οστρακισμού. Ωστόσο, η Μαλκοπούλου αναγνωρίζει ότι ορισμένα σημεία της καταγραφής του Φιλόχορου έχουν ξεπεραστεί από την ιστορική έρευνα . Βλ. Malkopoulou, όπ.π., σ. 2, 12
[3] Sinclair R.K, Democracy and Participation in Athens, Cambridge: Cambridge University Press, 1990, p.115
[4] Malkopoulou, όπ.π.,σ.2
[5] Όπ.π.
[6] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1284a19 – 23
[7] Kishner S. Alexander, « Legitimate opposition, ostracism, and the Law of Democracy in Ancient Athens», The Journal of Politics, 78:4, 2016, σ.1100
[8] Στο ίδιο.
[9] Ο όρος «μέσο πολιτικής πάλης» χρησιμοποιείται από τον ιστορικό Μιχαήλ Σακελλαρίου στην ογκώδη μελέτη του για την αθηναϊκή δημοκρατία. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, Η Αθηναϊκή δημοκρατία, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004, σ. 397
[10] Για παράδειγμα, ο Ίππαρχος υπήρξε αρχηγός μιας ομάδας Αθηναίων πολιτών ευνοϊκής προς τον Ιππία, η οποία θεωρήθηκε ύποπτη να συνδράμει τους Πέρσες σε νέα εκστρατεία εναντίον της αθηναϊκής πόλης. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, όπ.π.
[11] Hansen Mogens Herman, Was Athens a democracy? Popular Rule, Liberty, and Equality in Ancient and Modern Political Thought, Copenhagen: The Royal Danish of Academy of Sciences and Letters, 1989, σ. 10,12
[12] Constant Benjamin, όπ.π., σ. 43
[13] Hansen.., όπ.π, σ. 10 – 14
[14] Ορισμένα από τα πολιτικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην διαδήλωση, δεν έχει κανένα νόημα στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, διότι οι πολίτες είχαν την δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να διατυπώσουν την γνώμη τους στο πεδίο της διαβούλευσης. Το δικαίωμα αυτό επιστρατεύεται στο σημερινό πολιτικό σύστημα ως μέσο πίεσης προς μια κυβέρνηση, ώστε να ικανοποιήσει αιτήματα μιας ομάδας (ή περισσότερων), καθώς η ίδια η κυβέρνηση έχει την πολιτική αρμοδιότητα και όχι η ομάδα ή το σύνολο που διαδηλώνει.
{a} Ο Henri-Benjamin Constant de Rebecque (25 Οκτωβρίου 1767 – 8 Δεκεμβρίου 1830), ή απλά ο Benjamin Constant, ήταν Γάλλο – Ελβετός πολιτικός στοχαστής, ακτιβιστής και συγγραφέας για την πολιτική θεωρία και την θρησκεία.
Αφοσιωμένος Ρεπουμπλικανός από το 1795, υποστήριξε το πραξικόπημα του 18 Fructidor (4 Σεπτεμβρίου 1797) και το επόμενο στις 18 brumaire (9 Νοεμβρίου 1799). Κατά την διάρκεια του Προξενείου, το 1800 έγινε αρχηγός της Φιλελεύθερης Αντιπολίτευσης. Έχοντας αναστατώσει τον Ναπολέοντα άφησε την Γαλλία για να πάει στην Ελβετία και στην συνέχεια στο Βασίλειο της Σαξονίας, ο Κονστάντ παρ’ όλα αυτά τάχθηκε στο πλευρό του κατά την διάρκεια των Εκατό Ημερών και έγινε πολιτικά ενεργός ξανά κατά την διάρκεια της Γαλλικής Αποκατάστασης.
Εξελέγη αναπληρωτής το 1818 και παρέμεινε στην θέση του μέχρι το θάνατό του το 1830. Επικεφαλής της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης, γνωστοί ως Ανεξάρτητοι, υπήρξε ένας από τους πιο αξιόλογους ρήτορες της Βουλής των Βουλευτών της Γαλλίας, ως υπέρμαχος του κοινοβουλευτικού συστήματος. Κατά την διάρκεια της επανάστασης του Ιουλίου, ήταν υποστηρικτής του Λουδοβίκου Φιλίππου Α’ που ανέβηκε στον θρόνο.
Εκτός από τα πολυάριθμα δοκίμιά του για πολιτικά και θρησκευτικά θέματα, ο Constant έγραψε επίσης για τον ρομαντικό έρωτα. Το αυτοβιογραφικό του Le Cahier rouge (1807) περιγράφει την αγάπη του για την Madame de Staël, της οποίας έγινε προστατευόμενος και συνεργάτης, ειδικά στον κύκλο Coppet, και μια επιτυχημένη νουβέλα, Adolphe (1816), είναι καλά παραδείγματα της δουλειάς του σε αυτό. θέμα.
Ήταν ένας ένθερμος κλασικός φιλελεύθερος των αρχών του 19ου αιώνα. Εξέλιξε την έννοια της ελευθερίας, ορίζοντας την ως προϋπόθεση ύπαρξης που επέτρεπε στο άτομο να απομακρύνει την παρέμβαση από το κράτος ή την κοινωνία. Οι ιδέες του επηρέασαν το Φιλελεύθερο κίνημα του Trienio στην Ισπανία, την Φιλελεύθερη Επανάσταση του 1820 στην Πορτογαλία, τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, την εξέγερση του Νοεμβρίου στην Πολωνία, την Βελγική Επανάσταση και τον φιλελευθερισμό στην Βραζιλία και το Μεξικό.
Επέκρινε πολλές πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης και τις αποτυχίες της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Δήλωσε πώς οι Γάλλοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις αρχαίες δημοκρατικές ελευθερίες σε ένα σύγχρονο κράτος. Η Constant συνειδητοποίησε ότι ελευθερία σήμαινε να χαράσσεις μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ιδιωτικής ζωής ενός ατόμου και της κρατικής παρέμβασης. Εξήρε το ευγενές πνεύμα της αναγέννησης του κράτους. Ωστόσο, δήλωσε ότι ήταν αφελές για τους συγγραφείς να πιστεύουν ότι δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχαν φέρει κάποιες αλλαγές στα ήθη και τις ανάγκες των ανθρώπων. Η δυναμική του κράτους είχε αλλάξει. Οι αρχαίοι πληθυσμοί ήταν ωχροί σε σύγκριση με το μέγεθος των σύγχρονων χωρών. Υποστήριξε μάλιστα ότι με μεγάλο πληθυσμό, ο άνθρωπος δεν είχε κανένα ρόλο στην κυβέρνηση ανεξάρτητα από την μορφή ή το είδος της. Ο Constant τόνισε πώς οι πολίτες στα αρχαία κράτη έβρισκαν περισσότερη ικανοποίηση στην δημόσια σφαίρα και λιγότερη στην ιδιωτική τους ζωή, ενώ οι σύγχρονοι άνθρωποι ευνοούσαν την ιδιωτική τους ζωή.
Ο Constant ανέπτυξε μια νέα θεωρία της συνταγματικής μοναρχίας, στην οποία η βασιλική εξουσία προοριζόταν να είναι μια ουδέτερη εξουσία, να προστατεύει, να εξισορροπεί και να περιορίζει τις υπερβολές των άλλων ενεργών εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία). Αυτό ήταν μια πρόοδος στην επικρατούσα θεωρία στον αγγλόφωνο κόσμο, η οποία, σύμφωνα με την γνώμη του William Blackstone, του Άγγλου νομικού του 18ου αιώνα, είχε θεωρήσει τον Βασιλιά ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Στο σχέδιο του Constant, η εκτελεστική εξουσία θα ανατεθεί σε ένα Συμβούλιο Υπουργών (ή Υπουργικό Συμβούλιο) το οποίο, αν και διορίστηκε από τον Βασιλιά, ήταν τελικά υπόλογο στο Κοινοβούλιο. Κάνοντας αυτή την σαφή θεωρητική διάκριση μεταξύ των εξουσιών του Βασιλιά (ως αρχηγού κράτους) και τους υπουργούς (ως Εκτελεστικός), ο Κονστάντ ανταποκρινόταν στην πολιτική πραγματικότητα που είχε γίνει εμφανής στην Βρετανία για περισσότερο από έναν αιώνα: δηλαδή, οι υπουργοί, και όχι ο Βασιλιάς, είναι υπεύθυνοι παράγοντες, και ο Βασιλιάς «βασιλεύει αλλά όχι κανόνας».
Αυτό ήταν σημαντικό για την ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στην Γαλλία και αλλού. Ο Βασιλιάς δεν επρόκειτο να είναι ένας ανίσχυρος κρυπτογράφος στο σχέδιο του Constant. Θα είχε πολλές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να κάνει δικαστικούς διορισμούς, να διαλύει το Επιμελητήριο και να προκηρύσσει νέες εκλογές, να διορίζει τους ομότιμους, και να απολύσει υπουργούς – αλλά δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει, να χαράξει πολιτική ή να κατευθύνει την διοίκηση, αφού αυτό θα ήταν καθήκον των αρμόδιων υπουργών.
Αυτή η θεωρία εφαρμόστηκε κυριολεκτικά στην Πορτογαλία (1822) και στην Βραζιλία (1824), όπου στον Βασιλιά/Αυτοκράτορα δόθηκε ρητά «Μετριοπαθείς Δυνάμεις» κι όχι εκτελεστική εξουσία. Αλλού (για παράδειγμα, το «Statuto albertino» του 1848 του Βασιλείου της Σαρδηνίας , το οποίο αργότερα έγινε η βάση του ιταλικού συντάγματος από το 1861) η εκτελεστική εξουσία πλασματικά ανατέθηκε στον Βασιλιά, αλλά ασκούνταν μόνο από τους αρμόδιους υπουργούς.
Ο Κονστάντ ήταν πολέμιος του ιμπεριαλισμού και της κατάκτησης, καταγγέλλοντας την γαλλική αποικιακή πολιτική στις Δυτικές Ινδίες και αλλού ως ρατσιστική, άδικη και παραβίαση των βασικών αρχών της ανθρώπινης ισότητας. Υποστήριξε την επέκταση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων σε μη λευκούς αποικιακούς υπηκόους. Υποστήριξε την επανάσταση της Αϊτής και υποστήριξε ότι οι θεσμοί που ίδρυσαν οι Αϊτινοί ήταν απόδειξη ότι οι μη Ευρωπαίοι μπορούσαν να ιδρύσουν ιδρύματα ισοδύναμα με αυτά των Ευρωπαίων. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οστρακισμός
{b}Ο οστρακισμός άρχισε να εφαρμόζεται στην αρχαία Αθήνα από τον 6ο αιώνα π.κ.ε., ως θεσμός της Αθηναϊκής δημοκρατίας μέσω του οποίου προστατευόταν το πολίτευμα της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, καθιερώθηκε από τον Κλεισθένη το 510 π.κ.ε. με την δημοκρατική μεταρρύθμιση, στην προσπάθειά του να ενισχύσει την λαϊκή δύναμη απέναντι στην εγκαθίδρυση τυραννίδας. Η χρησιμότητα του οστρακισμού ήταν να απαλλάσσονται οι Αθηναίοι από πολίτες οι οποίοι είχαν συσσωρεύσει υπερβολικά μεγάλη πολιτική δύναμη, σε σημείο να γίνονται επικίνδυνοι για την πολιτική που ακολουθούνταν. Ο οστρακισμός υιοθετήθηκε στην συνέχεια και από άλλες πόλεις, όπως το Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες, οι οποίες ακολουθούσαν το αθηναϊκό πολίτευμα. Ο θεσμός ατονεί και πέφτει σε αχρηστία μετά τον οστρακισμό του Υπέρβολου, που είχε μεθοδευτεί από τον Αλκιβιάδη και τον πολιτικό του αντίπαλο Νικία, το 418 ή το 417 π.κ.ε.
Ο οστρακισμός γινόταν ως εξής: μία φορά κάθε χρόνο, στην έκτη πρυτανεία, μαζεύονταν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου και προσπαθούσαν να αποφασίσουν γιατί και αν θα έπρεπε να κάνουν οστρακισμό την χρονιά εκείνη. Εάν οι Αθηναίοι έκριναν πως δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, τότε δεν γινόταν οστρακισμός. Εάν όμως έκριναν πως έπρεπε να γίνει, τότε έφραζαν την Αγορά και δημιουργούσαν, στην όγδοη πρυτανεία, έναν περίβολο, που τον διαιρούσαν σε δέκα τμήματα -όσες και οι φυλές- με κοινή είσοδο. Σε αυτά εισερχόταν κάθε πολίτης, ανάλογα με την φυλή που ανήκε και άφηνε ένα Όστρακο (θραύσμα πήλινου αγγείου), όπου πάνω του είχε γράψει το όνομα του πολίτη του οποίου την εξορία επιθυμούσε.
Για να εξοριστεί κάποιος έπρεπε το όνομά του να βρεθεί σε περισσότερα από 6.000 όστρακα. Ο πολίτης που καταδικαζόταν είχε διορία δέκα ημερών για να τακτοποιήσει τις προσωπικές του υποθέσεις. Αρχικά, η εξορία διαρκούσε δέκα χρόνια αλλά αργότερα μειώθηκε σε πέντε.
Στην Αθήνα έχουν βρεθεί συνολικά 10.500 όστρακα, τα 9.000 στον Κεραμεικό ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έχουν βρεθεί στην αρχαία Αγορά και την Ακρόπολη. Η μελέτη των ευρημάτων παρουσιάζει όστρακα που αναφέρουν διαφορετικά ονόματα αλλά προέρχονται από το ίδιο αγγείο, γεγονός που δείχνει ότι τα ίδια αγγεία χρησιμοποιήθηκαν για εξοστρακισμούς την ίδια χρονιά.
Ο οστρακισμός θεσπίστηκε αρχικά ως ένα μέσο προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αργότερα όμως, ο θεσμός αυτός έχασε βαθμιαία την σημασία του, διότι χρησιμοποιήθηκε από τις διάφορες παρατάξεις σαν τρόπος απαλλαγής και εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος αναφέρει για τον Αριστείδη:
“Η διαδικασία εν συντομία γινόταν με τον παρακάτω τρόπο. Κάθε άνδρας έπαιρνε ένα όστρακο, έγραφε σε αυτό το όνομα του συμπολίτη του οποίου ήθελε την εξορία {και κάποιες φορές και κάποιο σχόλιο πέρα από το όνομα. Δεν υπήρχε λίστα υποψηφίων} και το έριχνε σε ένα μέρος της αγοράς φραγμένο κυκλικά με φράχτη. Οι άρχοντες πρώτα μετρούσαν το συνολικό αριθμό των οστράκων. Αν ήταν λιγότερα από έξι χιλιάδες η διαδικασία του εξοστρακισμού κηρυσσόταν άκυρη. Έπειτα, τοποθετούσαν αυτά που έφεραν διαφορετικό όνομα χωριστά μεταξύ τους και ο άνδρας που γράφτηκε από τον μεγαλύτερο αριθμό (πολιτών) εξοριζόταν για δέκα χρόνια, αλλά συνέχιζε να εκμεταλλεύεται την περιουσία του (χωρίς να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα). Σε μία τέτοια περίπτωση {482 π.Χ. και τον εξοστρακισμό του Αριστείδη}, λέγεται ότι, όταν γράφανε τα όστρακα, κάποιος αγράμματος και πέρα για πέρα αγροίκος έδωσε το όστρακό του στον Αριστείδη σαν να ήταν ο πρώτος τυχών και του ζήτησε να γράψει το όνομα του Αριστείδη σε αυτό. Εκείνος απόρησε και ρώτησε:
-Τι κακό σου έχει κάνει ο Αριστείδης;
-Κανένα, ήρθε η απάντηση. Δεν ξέρω τον κύριο, αλλά βαρέθηκα να ακούω να τον αποκαλούν παντού Δίκαιο. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αριστείδης δεν απάντησε, αλλά έγραψε το όνομά του στο όστρακο και το έδωσε πίσω.”
-Πλουτάρχου, Αριστείδης, 7. 2-8. Πρβλ. Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, 22.6-7, 43.6
Οι Αθηναίοι που είναι γνωστό ότι εξοστρακίστηκαν είναι οι ακόλουθοι (κατά χρονική σειρά):
487 π.κ.ε. − Ίππαρχος του Χάρμου, συγγενής του Πεισίστρατου
486 π.κ.ε. – Μεγακλής του Ιπποκράτη, ανιψιός του Κλεισθένη. Ο Μεγακλής εξοστρακίστηκε δύο φορές σύμφωνα με τον Λυσία.
485 π.κ.ε. − Καλλίξενος, ανιψιός του Κλεισθένη και αρχηγός των Αλκμαιωνιδών εκείνο το διάστημα.
484 π.κ.ε. − Ξάνθιππος του Αρίφρονα, πατέρας του Περικλή
482 π.κ.ε. − Αριστείδης του Λυσιμάχου.
471 π.κ.ε. − Θεμιστοκλής του Νεοκλέους (το 471 π.κ.ε. ή νωρίτερα)
461 π.κ.ε. − Κίμων του Μιλτιάδη
460 π.κ.ε. − Αλκιβιάδης του Κλεινία, παππούς του Αλκιβιάδη του Πελοποννησιακού Πολέμου.
457 π.κ.ε. − Μένων του Μενεκλίδη (αβέβαιο)
442 π.κ.ε. − Θουκυδίδης του Μιλησία (δεν πρόκειται για τον ιστορικό Θουκυδίδη)
Δεκαετία του 440 π.κ.ε. − Καλλίας του Διδύμου (αβέβαιο)
Δεκαετία του 440 π.κ.ε. − Δάμων του Δαμονίδη (αβέβαιο)
416 π.κ.ε. − Υπέρβολος του Αντιφάνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου