Κι όχι μόνο: «Άραγε ένας άνθρωπος που έχει όλα τα αγαθά και είναι αυτάρκης, χρειάζεται δίπλα σε τούτα και τη φιλία; Μήπως τότε είναι που κατεξοχήν τη χρειάζεται; Γιατί ποιον θα ευεργετήσει και με ποιον θα μοιραστεί τη ζωή του; (1212b 15.1).
Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Αν, λοιπόν, τα θέλει αυτά τα δύο, και αν αυτά είναι πράγματα που προϋποθέτουν οπωσδήποτε τη φιλία, τότε ο αυτάρκης, δίπλα σε όλα τα άλλα, θα χρειαστεί και τη φιλία» (1212b 15.2).
Προσπαθώντας να τεκμηριώσει την παραπάνω άποψη ο Αριστοτέλης θα ξεκαθαρίσει ότι δεν πρέπει (όπως εσφαλμένα κάνουν πολλοί) να τίθεται ο θεός ως κάτι ανάλογο με την ανθρώπινη συμπεριφορά: «Είναι συνηθισμένο και λέγεται συχνά πως για το ζήτημα αυτό χρήσιμη αναλογία αποτελούν τα όσα ισχύουν με το θεό· αλλά ούτε και στην περίπτωση του θεού είναι τούτα τα λεγόμενα ορθά ούτε και στην περίπτωσή μας χρήσιμα» (1212b 15.3 και 15.4).
Για να εξηγήσει: «Όντως λέγονται κάποιοι τέτοιοι ισχυρισμοί για το θεό: αφού ο θεός έχει όλα τα αγαθά και είναι αυτάρκης, τι θα κάνει; Στα σίγουρα δε θα κάτσει να κοιμάται. Θα προβεί –συνεχίζει το επιχείρημα– σε κάποια θεωρητική ενατένιση (αυτή είναι το αποκορύφωμα του κάλους, ό,τι πιο οικείο στο θεό)· σε τι, λοιπόν, θα στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση;» (1212b 15.4 και 1213a 15.4).
Ο προβληματισμός σχετικά με το τι μπορεί να απασχολεί τις θεωρητικές αναζητήσεις του θεού καταδεικνύει την καθαρά ανθρωποκεντρική θρησκευτικότητα της εποχής, δηλαδή την προσπάθεια των ανθρώπων να ερμηνεύσουν τους θεούς σύμφωνα με τον εαυτό τους. Ο σύγχρονος θεός, από θέση αρχής, δεν έχει καμία σχέση με τα ανθρώπινα και ένας τέτοιος προβληματισμός αποτελεί προσβολή, αφού μόνο υποτιμητικά μπορεί να λειτουργήσει.
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι και στα αρχαία χρόνια δεν υπήρχαν κατηγορητήρια και καταδίκες για λόγους θρησκευτικούς. Η κατηγορία της ασέβειας ήταν συχνή (θα τη γνωρίσει και ο Αριστοτέλης και θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από την Αθήνα), αλλά συνήθως ήταν το πρόσχημα για να συγκαλυφθούν οι (πραγματικοί) πολιτικοί λόγοι των διώξεων. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει σαφώς ότι αυτού του είδους οι προβληματισμοί αποτελούν επιχειρηματολογία (συλλογιστική) άλλων κι όχι δική του.
Και θα συνεχίσει: «εάν τη στρέψει» (εννοείται ο θεός τη θεωρητική του ενατένιση) «σε κάτι πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό, αυτό θα είναι ανώτερό του. Αλλά έτσι, λέει το επιχείρημα, προκύπτει άτοπο: δεν υπάρχει κάτι πέρα από τον θεό, ανώτερο από αυτόν» (1212a 15.4).
Η υπόθεση ότι ο θεός σκέφτεται κάτι ανώτερο από τον ίδιο είναι προφανώς παράλογη: «Δεν απομένει παρά να στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά και τούτο άτοπο είναι πάλι· αφού και ο άνθρωπος που τυχόν στρέφει όλη του την προσοχή στον ίδιο του τον εαυτό, κερδίζει την επίκρισή μας και τον λέμε αναίσθητο. Πάλι σε άτοπο βγάζει ο αρχικός ισχυρισμός: ο θεός δε θα στρέψει τη θεωρητική του ενατένιση στον ίδιο του τον εαυτό» (1213a 15.4).
Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια να αναζητηθούν οι θεωρητικές επιδιώξεις του θεού κρίνεται αδιέξοδη. Ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται να δώσει απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, αλλά να καταδείξει του ανούσιο της διερεύνησής του. Αυτό που έχει σημασία είναι ο άνθρωπος: «Το πού θα στρέψει ο θεός τη θεωρητική του ενατένιση, ας το αφήσουμε καλύτερα· το θέμα μας δεν είναι η θεϊκή αυτάρκεια αλλά η ανθρώπινη· άραγε ο αυτάρκης θα χρειαστεί ή δε θα χρειαστεί τη φιλία;» (1213a 15.5).
Για τον Αριστοτέλη η φιλία είναι ο μόνος δρόμος για την αυτογνωσία: «Με δεδομένα, τώρα, πρώτον ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από την αυτογνωσία (το έχουνε πει και κάποιοι σοφοί) και πιο ηδύ από αυτήν (είναι ηδύ το να γνωρίζεις τον εαυτό σου), και δεύτερον ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε την αυτογνωσία βασισμένοι αποκλειστικά στον εαυτό μας (το ότι δεν μπορούμε οι ίδιοι μόνοι μας να φτάσουμε στη γνώση του εαυτού μας φαίνεται από το εξής: υπάρχουν πράγματα για τα οποία κατηγορούμε τους άλλους, αλλά χωρίς να το συνειδητοποιούμε τα κάνουμε και οι ίδιοι, είτε λόγω εύνοιας είτε λόγω πάθους· η εύνοια και το πάθος συσκοτίζουν την κρίση πολλών από εμάς και μας οδηγούν σε λάθη)» (1213a 15.6-7).
Η σημασία της αυτογνωσίας για την επίτευξη της ψυχικής ισορροπίας, δηλαδή για την κατάκτηση της ευτυχίας, δε χρειάζεται ιδιαίτερες διευκρινίσεις. Στην ουσία πρόκειται για τον τελικό στόχο της ψυχανάλυσης, αφού μόνο η αναγνώριση και η παραδοχή των πιο σκοτεινών σημείων του εαυτού μπορούν να οδηγήσουν στη συμφιλίωση μαζί του.
Οι κακίες, όποια μορφή κι αν έχουν, πριν από όλα υποκρύπτουν την άγνοια του εαυτού –κι ως ένα βαθμό την άρνηση της γνωριμίας του. Δεν είναι εύκολη η αναγνώριση της εσφαλμένης συμπεριφοράς. Δεν είναι εύκολο να διεισδύει κανείς στην προσωπικότητά του φέρνοντας στην επιφάνεια τα πάθη του. Το ξεγύμνωμα του εαυτού είναι επίπονο. Κάποιες φορές είναι αδύνατο να γίνει χωρίς τη βοήθεια ειδικού.
Η συγκάλυψη, η άρνηση παραδοχής των λαθών, η απόπειρα ιδεολογικοποίησης της εσφαλμένης συμπεριφοράς, η επίρριψη των ευθυνών σε άλλους είναι απείρως ευκολότερα. Μόνο που αντί να εξισορροπούν την ψυχή κάνουν ακόμη εντονότερη τη δυσαρμονία της. Επί της ουσίας επιτείνουν τη δυστυχία. Κι επιδεινώνουν τις σχέσεις με τους άλλους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί αυτάρκης. Εν τέλει δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη. Οι επιφανειακές σχέσεις, η άγνοια του εαυτού, η διαρκής προσπάθεια να καταπολεμηθεί η δυσαρέσκεια, της οποίας τα αίτια δεν πρέπει ποτέ να έρθουν στο προσκήνιο, συνθέτουν το πορτρέτο της κενότητας, δηλαδή του ασφαλέστερου δρόμου προς τη δυστυχία.
Υπό αυτές τις συνθήκες τα υλικά αγαθά αποτελούν μοναδική διέξοδο για την άντληση ευχαρίστησης. Αποκτούν δηλαδή διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές, αφού όχι μόνο προσφέρουν ηδονή –έστω και πρόσκαιρη– αλλά συγκαλύπτουν και την κενότητα της ύπαρξης που δεν πρέπει να ομολογηθεί. Το πολυτελές σπίτι, το πολυτελές αυτοκίνητο, τα ακριβά ρούχα, ξενοδοχεία κλπ μετατρέπονται σε νόημα ύπαρξης, καθώς (πέρα του ότι δίνουν χαρά) προσδίδουν και κοινωνικό κύρος τοποθετώντας τον εαυτό στο επίπεδο των πετυχημένων.
Κι εδώ δεν προτάσσεται η άρνηση κάθε πολυτέλειας στο όνομα μιας ασκητικής ζωής ή (πολύ περισσότερο) η καταδίκη της οικονομικής άνεσης που επιτρέπει τέτοιες χαρές, αλλά η κενότητα της ύπαρξης που μετατρέπει την πολυτέλεια σε αυτοσκοπό και σε τρόπο επίδειξης και που κατ’ ανάγκη συμπορεύεται με τη ρηχότητα. Το κυνήγι των αξιωμάτων, η χρήση όλων των μέσων για την ανέλιξη κάθε είδους, η επίδειξη του πλούτου, η διαρκής ανάγκη του να είναι κάποιος το επίκεντρο της προσοχής είναι τα στοιχεία που δίνουν στην κενότητα της ύπαρξης πολιτικές διαστάσεις.
Για τους ανθρώπους αυτού του είδους η αναρρίχηση μετατρέπεται σε υπόθεση ζωτικής σημασίας. Φυσικά, δε γίνεται λόγος για την υγιή εκδοχή της φιλοδοξίας που εμπεριέχει την έννοια της προσφοράς ή της δίκαιης αναγνώρισης του μόχθου και της αξίας, αλλά για τη ματαιοδοξία της ύπαρξης που στερείται περιεχομένου και που θέλει να νιώθει υπεροχή ακριβώς για να συγκαλύψει την κενότητά της. Τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων για αναρρίχηση είναι τόσο ισχυρά που τους καθιστούν ανίκητους. Διατίθενται να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο. Ο πραγματικά άξιος δεν έχει καμία τύχη μπροστά τους. Το επίπεδο της αξίας του λειτουργεί αποτρεπτικά. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποσυρθεί.
Η πόλη που δεν έχει τους απαραίτητους νομοθετικούς μηχανισμούς για την προστασία της αξιοκρατίας θα αναδείξει τους ανάξιους με τρόπο σχεδόν νομοτελειακό. Και θα προωθήσει και τα αντίστοιχα πρότυπα ευτυχίας. Η κενότητα της ύπαρξης βρίσκεται στο στοιχείο της. Αυτό που μένει είναι η διαστρέβλωση των εννοιών για να δοθούν και οι απαραίτητες ιδεολογικές διαστάσεις.
Ο ματαιόδοξος παριστάνει το φιλόδοξο, ο ανάξιος υποδύεται τον άξιο, ο αδίστακτος περνιέται για πετυχημένος, το κυνήγι της κατανάλωσης γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτό που μένει είναι η θεοποίηση του χρήματος, το επιφανειακό των σχέσεων, ο άκρατος ανταγωνισμός και οι φιλίες της μιας χρήσεως. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ακόμη και ο βλάκας περνιέται για έξυπνος. Η ευτυχία των πολιτών γίνεται ιδιαιτέρως επίφοβη, αφού τίθεται πάνω στις σαθρότερες βάσεις.
Κι όπως οι κενοί περιεχομένου άνθρωποι δεν μπορούν να είναι αυτάρκεις, έτσι και η πόλη που αναδεικνύει τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί (επίσης) να είναι αυτάρκης. Γιατί η κενότητα έχει να κάνει με την έλλειψη, ενώ η αυτάρκεια με την πληρότητα. Η έλλειψη φίλων παραπέμπει στην ανισόρροπη ψυχή που αδυνατεί να συνάψει σχέσεις ουσίας. Από αυτή την άποψη, αποτελεί ξεκάθαρο δείκτη για την ποιότητα της ψυχής. Το ίδιο και η ποιότητα των φίλων. Εκείνος που συνάπτει φιλίες με ανθρώπους χαμηλής ποιότητας προφανώς τέτοιας ποιότητας είναι και ο ίδιος.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Όπως, λοιπόν, όταν θέλουμε να δούμε οι ίδιοι το πρόσωπό μας, στρέφουμε το βλέμμα μας μέσα σε ένα κάτοπτρο και το βλέπουμε εκεί, έτσι και όταν θέλουμε να γνωρίσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας, μπορούμε να το κάνουμε στρέφοντας το βλέμμα μας στο φίλο μας· διότι το έχουμε πει: ο φίλος είναι ο άλλος μας εαυτός» (1213a 15.7).
Το αρχικό ερώτημα του κατά πόσο ο υλικά αυτάρκης χρειάζεται και φίλους, ώστε να είναι πλήρως αυτάρκης ή, αντιστρόφως, αν μπορεί να υπάρξει αυτάρκης άνθρωπος χωρίς να έχει φίλους θα απαντηθεί και πάλι με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο: «Αν, συνεπώς, η αυτογνωσία είναι κάτι το ηδύ, και αν αυτή είναι ανέφικτη χωρίς τον φίλο, τότε ο αυτάρκης θα πρέπει να έχει ανάγκη τη φιλία προκειμένου να αποκτήσει αυτογνωσία» (1213a 15.8).
Η αυτογνωσία είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό τόσο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας όσο και για την κατάκτηση της ευτυχίας. Ταυτόχρονα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλία. Ο στερούμενος φίλων κρίνεται επίφοβος στο ζήτημα της αυτογνωσίας. Από αυτή την άποψη είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί αυτάρκης.
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τυπική περίπτωση αριστοτελικής εκδοχής του ορθού λόγου, αφού για να καταδειχθεί η έλλειψη αυτάρκειας γι’ αυτόν που δεν έχει φίλους έπρεπε να βρεθεί εκείνο που θα του έλειπε. Κι αυτό εξυπηρετεί η αναφορά της αυτογνωσίας. Από τη στιγμή που η αυτογνωσία λείπει δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια.
Το βέβαιο είναι ότι η κατάδειξη της έλλειψης αυτάρκειας για τον άνθρωπο που δεν έχει φίλους θα μπορούσε να γίνει και με τρόπο λιγότερο τυπικό. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας εκπληρώνοντας την υπέρτατη συναισθηματική μοιρασιά. Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον είναι αδύνατο να νιώσει ευτυχία χωρίς να σχετίζεται με άλλους ανθρώπους.
Κι όσο βαθύτερες γίνονται οι σχέσεις του, τόσο βαθύτερη είναι και η ευτυχία που εισπράττει. Αναγνωρίζοντας αυτό είναι απολύτως σαφές ότι η ευτυχία δεν αφορά μονάχα την εκπλήρωση (αυτάρκεια) των υλικών αναγκών. Από αυτή την άποψη, η έλλειψη φίλων αποτελεί από θέση αρχής απόδειξη της έλλειψης αυτάρκειας ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να υπάρξει αυτάρκεια χωρίς την παρουσία ποιοτικών φίλων.
Την αυτονόητη αυτή αλήθεια ο Αριστοτέλης (ασφαλώς) τη γνωρίζει πολύ καλά. Γι’ αυτό και συμπληρώνει: «Εξάλλου, εφόσον είναι κάτι καλό –και όντως είναι– το να προβαίνει σε ευεργεσίες όποιος τυχόν ευνοήθηκε από την τύχη και κατέχει τα αγαθά που οφείλονται σε αυτή, ποιον θα ευεργετήσει αυτός;» (εννοείται ο άφιλος) «Και με ποιον θα μοιραστεί τη ζωή του; Δεν πρόκειται, βέβαια, να την περάσει μοναχός του· το να έχεις ένα σύντροφο είναι ευχάριστο και αναγκαίο· και, απούσης της φιλίας, αυτά είναι ανέφικτα· άρα ο αυτάρκης, δίπλα σε όλα τα άλλα, χρειάζεται και τη φιλία» (1213a 15.9 και 1213b 15.9).
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με το αν πρέπει να έχει κανείς πολλούς ή λίγους φίλους: «Ποιο από τα δύο είναι πιο καλό, να έχει κανείς πολλούς φίλους ή λίγους; Με ένα λόγο, δεν πρέπει να έχει κανείς ούτε πολλούς ούτε λίγους φίλους. Διότι, όταν κάποιος έχει πολλούς φίλους, είναι δύσκολο να μοιράσει την αγάπη του σε όλους. Η αιτία: όπως συμβαίνει και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς, αδυνατεί η ασθενής ανθρώπινη φύση μας να απλωθεί σε πολλές κατευθύνσεις. Διότι και στην περίπτωση της όρασης συμβαίνει να μην μπορούμε να δούμε πολύ μακριά, αλλά αν ξεφύγουμε πολύ πέρα από μια σύμμετρη απόσταση, η όραση αμβλύνεται, κι αυτό οφείλεται ακριβώς στην ασθένεια της ανθρώπινης φύσης· το ίδιο συμβαίνει και με την ακοή και με όλες τις άλλες αισθήσεις» (1213b 16.1).
Με τον ίδιο τρόπο που οι αισθήσεις θέτουν όρια στις ανθρώπινες δυνατότητες περιορίζοντάς τες, έτσι τίθενται και όρια στη δυνατότητα της διατήρησης πολλών φίλων. Η ασθενής-αδύναμη ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την ταυτόχρονη συνέχιση τεράστιου αριθμού από φιλίες: «όταν λόγω της ανθρώπινης ασθένειας αμβλυνθεί η φιλία, δίκαια θα προβεί κανείς σε διάφορες κατηγορίες, και δε θα είναι πια φίλος· η αγάπη του θα είναι μόνο στα λόγια· αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ταιριάζει στη φύση της φιλίας» (1213b 16.2).
Κι όχι μόνο αυτό: «Ύστερα, αν έχει κανείς πολλούς φίλους, θα είναι συνέχεια μέσα στη στεναχώρια· πολλοί φίλοι σημαίνει αυξημένες πιθανότητες να παρουσιαστεί σε κάποιον από αυτούς μια αναποδιά της τύχης· και τέτοιες αναποδιές μοιραία φέρνουν στενοχώρια» (1213b 16.3).
Το τελευταίο επιχείρημα δεν κρίνεται πειστικό. Αντιστρέφοντάς το θα έλεγε κανείς ότι οι πολλοί φίλοι θα οδηγούσαν και σε πολλές χαρές (οι άνθρωποι δεν είναι μόνο λύπες) που θα μοιραζότανε κανείς μαζί τους. Μια τέτοια εκδοχή θα λειτουργούσε ενισχυτικά για την πολυφιλία. Όπως και να έχει, η αποφυγή φίλων για να μην υπάρξει στενοχώρια σε περίπτωση που τους τύχουν συμφορές είναι μάλλον παρακινδυνευμένη. Οι φιλίες δε γίνονται με τέτοια κριτήρια. Θα έλεγε κανείς ότι όποιος σκέφτεται έτσι δε θα μπορέσει να κάνει φίλους.
Όμως, ο Αριστοτέλης θα καταδικάσει και το να έχει κανείς ελάχιστους φίλους: «Από την άλλη, δεν είναι καλό να έχει κανείς μόνο ένα ή δύο φίλους, αλλά να ακολουθεί το μέτρο, κατά πώς το θέλει η συγκυρία και η προσωπική του έφεση προς τη φιλία» (1213b 16.3).
Ο μέγας δάσκαλος του μέτρου δε θα μπορούσε να οδηγηθεί σε άλλο συμπέρασμα. Το αδύνατο της διατήρησης πολλών φίλων, λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που θέτει όλες τις δραστηριότητες μέσα σε όρια (εξ ανάγκης δεν μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τεράστιου αριθμού φίλων), δεν πρέπει να υποδείξει την κατεύθυνση των ελάχιστων φίλων. Το κριτήριο είναι το μέτρο και ο χαρακτήρας του καθενός. Όπως σχεδόν σε όλα που έχουν να κάνουν με την ορθότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Το αρχικό ερώτημα του κατά πόσο ο υλικά αυτάρκης χρειάζεται και φίλους, ώστε να είναι πλήρως αυτάρκης ή, αντιστρόφως, αν μπορεί να υπάρξει αυτάρκης άνθρωπος χωρίς να έχει φίλους θα απαντηθεί και πάλι με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο: «Αν, συνεπώς, η αυτογνωσία είναι κάτι το ηδύ, και αν αυτή είναι ανέφικτη χωρίς τον φίλο, τότε ο αυτάρκης θα πρέπει να έχει ανάγκη τη φιλία προκειμένου να αποκτήσει αυτογνωσία» (1213a 15.8).
Η αυτογνωσία είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό τόσο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας όσο και για την κατάκτηση της ευτυχίας. Ταυτόχρονα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλία. Ο στερούμενος φίλων κρίνεται επίφοβος στο ζήτημα της αυτογνωσίας. Από αυτή την άποψη είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί αυτάρκης.
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για τυπική περίπτωση αριστοτελικής εκδοχής του ορθού λόγου, αφού για να καταδειχθεί η έλλειψη αυτάρκειας γι’ αυτόν που δεν έχει φίλους έπρεπε να βρεθεί εκείνο που θα του έλειπε. Κι αυτό εξυπηρετεί η αναφορά της αυτογνωσίας. Από τη στιγμή που η αυτογνωσία λείπει δεν μπορούμε να μιλάμε για αυτάρκεια.
Το βέβαιο είναι ότι η κατάδειξη της έλλειψης αυτάρκειας για τον άνθρωπο που δεν έχει φίλους θα μπορούσε να γίνει και με τρόπο λιγότερο τυπικό. Έτσι κι αλλιώς οι φίλοι συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας εκπληρώνοντας την υπέρτατη συναισθηματική μοιρασιά. Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον είναι αδύνατο να νιώσει ευτυχία χωρίς να σχετίζεται με άλλους ανθρώπους.
Κι όσο βαθύτερες γίνονται οι σχέσεις του, τόσο βαθύτερη είναι και η ευτυχία που εισπράττει. Αναγνωρίζοντας αυτό είναι απολύτως σαφές ότι η ευτυχία δεν αφορά μονάχα την εκπλήρωση (αυτάρκεια) των υλικών αναγκών. Από αυτή την άποψη, η έλλειψη φίλων αποτελεί από θέση αρχής απόδειξη της έλλειψης αυτάρκειας ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί να υπάρξει αυτάρκεια χωρίς την παρουσία ποιοτικών φίλων.
Την αυτονόητη αυτή αλήθεια ο Αριστοτέλης (ασφαλώς) τη γνωρίζει πολύ καλά. Γι’ αυτό και συμπληρώνει: «Εξάλλου, εφόσον είναι κάτι καλό –και όντως είναι– το να προβαίνει σε ευεργεσίες όποιος τυχόν ευνοήθηκε από την τύχη και κατέχει τα αγαθά που οφείλονται σε αυτή, ποιον θα ευεργετήσει αυτός;» (εννοείται ο άφιλος) «Και με ποιον θα μοιραστεί τη ζωή του; Δεν πρόκειται, βέβαια, να την περάσει μοναχός του· το να έχεις ένα σύντροφο είναι ευχάριστο και αναγκαίο· και, απούσης της φιλίας, αυτά είναι ανέφικτα· άρα ο αυτάρκης, δίπλα σε όλα τα άλλα, χρειάζεται και τη φιλία» (1213a 15.9 και 1213b 15.9).
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με το αν πρέπει να έχει κανείς πολλούς ή λίγους φίλους: «Ποιο από τα δύο είναι πιο καλό, να έχει κανείς πολλούς φίλους ή λίγους; Με ένα λόγο, δεν πρέπει να έχει κανείς ούτε πολλούς ούτε λίγους φίλους. Διότι, όταν κάποιος έχει πολλούς φίλους, είναι δύσκολο να μοιράσει την αγάπη του σε όλους. Η αιτία: όπως συμβαίνει και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς, αδυνατεί η ασθενής ανθρώπινη φύση μας να απλωθεί σε πολλές κατευθύνσεις. Διότι και στην περίπτωση της όρασης συμβαίνει να μην μπορούμε να δούμε πολύ μακριά, αλλά αν ξεφύγουμε πολύ πέρα από μια σύμμετρη απόσταση, η όραση αμβλύνεται, κι αυτό οφείλεται ακριβώς στην ασθένεια της ανθρώπινης φύσης· το ίδιο συμβαίνει και με την ακοή και με όλες τις άλλες αισθήσεις» (1213b 16.1).
Με τον ίδιο τρόπο που οι αισθήσεις θέτουν όρια στις ανθρώπινες δυνατότητες περιορίζοντάς τες, έτσι τίθενται και όρια στη δυνατότητα της διατήρησης πολλών φίλων. Η ασθενής-αδύναμη ανθρώπινη φύση δεν επιτρέπει την ταυτόχρονη συνέχιση τεράστιου αριθμού από φιλίες: «όταν λόγω της ανθρώπινης ασθένειας αμβλυνθεί η φιλία, δίκαια θα προβεί κανείς σε διάφορες κατηγορίες, και δε θα είναι πια φίλος· η αγάπη του θα είναι μόνο στα λόγια· αλλά αυτό δεν είναι κάτι που ταιριάζει στη φύση της φιλίας» (1213b 16.2).
Κι όχι μόνο αυτό: «Ύστερα, αν έχει κανείς πολλούς φίλους, θα είναι συνέχεια μέσα στη στεναχώρια· πολλοί φίλοι σημαίνει αυξημένες πιθανότητες να παρουσιαστεί σε κάποιον από αυτούς μια αναποδιά της τύχης· και τέτοιες αναποδιές μοιραία φέρνουν στενοχώρια» (1213b 16.3).
Το τελευταίο επιχείρημα δεν κρίνεται πειστικό. Αντιστρέφοντάς το θα έλεγε κανείς ότι οι πολλοί φίλοι θα οδηγούσαν και σε πολλές χαρές (οι άνθρωποι δεν είναι μόνο λύπες) που θα μοιραζότανε κανείς μαζί τους. Μια τέτοια εκδοχή θα λειτουργούσε ενισχυτικά για την πολυφιλία. Όπως και να έχει, η αποφυγή φίλων για να μην υπάρξει στενοχώρια σε περίπτωση που τους τύχουν συμφορές είναι μάλλον παρακινδυνευμένη. Οι φιλίες δε γίνονται με τέτοια κριτήρια. Θα έλεγε κανείς ότι όποιος σκέφτεται έτσι δε θα μπορέσει να κάνει φίλους.
Όμως, ο Αριστοτέλης θα καταδικάσει και το να έχει κανείς ελάχιστους φίλους: «Από την άλλη, δεν είναι καλό να έχει κανείς μόνο ένα ή δύο φίλους, αλλά να ακολουθεί το μέτρο, κατά πώς το θέλει η συγκυρία και η προσωπική του έφεση προς τη φιλία» (1213b 16.3).
Ο μέγας δάσκαλος του μέτρου δε θα μπορούσε να οδηγηθεί σε άλλο συμπέρασμα. Το αδύνατο της διατήρησης πολλών φίλων, λόγω της ίδιας της ανθρώπινης φύσης που θέτει όλες τις δραστηριότητες μέσα σε όρια (εξ ανάγκης δεν μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τεράστιου αριθμού φίλων), δεν πρέπει να υποδείξει την κατεύθυνση των ελάχιστων φίλων. Το κριτήριο είναι το μέτρο και ο χαρακτήρας του καθενός. Όπως σχεδόν σε όλα που έχουν να κάνουν με την ορθότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου