Μετά την καταστροφή της Ολύνθου και τη μετατροπή της Θήβας σε προτεκτοράτο οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν ότι πλέον δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν. Βρισκόμαστε μπροστά στα παιχνίδια της ιστορίας που θέλουν την ισχύ να κάνει τα πάντα για την εδραίωσή της και τελικά να ανατρέπεται ακριβώς λόγω των ενεργειών, που υποτίθεται ότι θα την κατοχύρωναν.
Ο Ξενοφώντας ανάγει τις ανατροπές αυτού του είδους στη βούληση των θεών: «Πολλά παραδείγματα θα μπορούσε κανείς ν’ αναφέρει από την ιστορία των Ελλήνων και των βαρβάρων, για να δείξει ότι οι θεοί δεν αφήνουν ατιμώρητη την ασέβεια και τις ανόσιες πράξεις… Οι Λακεδαιμόνιοι, που είχαν ορκιστεί ν’ αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες και μολοντούτο είχαν καταλάβει την ακρόπολη της Θήβας, τιμωρήθηκαν – αυτοί, που ποτέ πριν δεν είχαν νικηθεί από κανένα – από μόνους τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που αδίκησαν». (5,4,1).
Ο Θουκυδίδης δε θα συμμεριζότανε ποτέ αυτή την άποψη. Οι εξελίξεις της ιστορίας είναι καθαρά υπόθεση των ανθρώπων και οι νόμοι που την κινούν δεν έχουν καμία σχέση με τους θεούς. Στην περίπτωση της Θήβας μια συνωμοσία ελάχιστων ανθρώπων στάθηκε αρκετή. Ο Φιλλίδας, γραμματέας των πολεμάρχων της Θήβας και άνθρωπος υψίστης εμπιστοσύνης για το καθεστώς, πήγε στην Αθήνα και συνάντησε έναν παλιό του γνωστό, το Μέλωνα, που ήταν εκεί εξόριστος: «Κάνοντάς του ερωτήσεις σχετικά με την τυραννία του πολεμάρχου Αρχία και του Φιλίππου, ο Μέλων κατάλαβε πως ο άλλος μισούσε το καθεστώς πιο πολύ απ’ ότι κι ο ίδιος· τότε αντάλλαξαν υποσχέσεις και συμφώνησαν πώς έπρεπε να ενεργήσουν». (5,4,2).
Από κει και πέρα οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Ο Μέλων με άλλους έξι (ανάμεσά τους και ο Πελοπίδας), οπλισμένοι μονάχα με μαχαίρια, πέρασαν νύχτα τα σύνορα της Θήβας και κατάφεραν να μπουν στην πόλη, όπου τους φιλοξένησε κάποιος Χάρων: «Ο Φιλλίδας είχε αναλάβει να οργανώσει για τους πολεμάρχους μια γιορτή προς τιμήν της Αφροδίτης, μ’ αφορμή τη λήξη της θητείας τους· ανάμεσα στ’ άλλα λοιπόν, καθώς ήταν καιρός που τους υποσχόταν να τους φέρει τις πιο φιγουράτες κι όμορφες γυναίκες της Θήβας, είπε ότι θα τις έφερνε με τούτη την ευκαιρία». (5,4,4).
Τα υπόλοιπα ήταν θέμα υπομονής. Μόλις οι πολέμαρχοι μέθυσαν κι άρχισαν να φωνάζουν ότι θέλουν τις γυναίκες, ο Φιλλίδας, αφού εξασφάλισε την αποχώρηση όλων των υπηρετών, αντί για γυναίκες έφερε τους έξι συνωμότες ντυμένους με γυναικεία ρούχα εξοντώνοντας όλους τους πολεμάρχους: «Αυτή είναι η μία εκδοχή για τον θάνατο των πολεμάρχων· σύμφωνα πάλι με άλλη, οι άνθρωποι του Μέλωνος μπήκαν σαν εύθυμη τάχα συντροφιά, και τους σκότωσαν». (5,4,7).
Το σίγουρο είναι ότι αμέσως μετά ο Φιλλίδας μαζί με τρεις συνωμότες, πήγαν στο σπίτι του Λεοντιάδη και τον σκότωσαν υποχρεώνοντας με απειλές τη γυναίκα του να σωπάσει. Ακολούθως πήγαν στη φυλακή, σκότωσαν το δεσμοφύλακα, απελευθέρωσαν τους κρατουμένους και τους έδωσαν όπλα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ειδοποίησαν και τους δύο Αθηναίους στρατηγούς, που ήταν κοντά στα σύνορα, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.
Ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής που είχε τη φρουρά στην ακρόπολη ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση. Έστειλε αμέσως πρέσβη, για να ζητήσει βοήθεια από την Πλάταια, αλλά, όταν έφτασαν οι Πλαταιείς, βγήκε το θηβαϊκό ιππικό και τους απομάκρυνε. Οι υπερασπιστές της ακρόπολης ήταν αδύνατο να αντισταθούν στην ορμή και την τεράστια αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Τελικά συνθηκολόγησαν και παρέδωσαν την ακρόπολη με αντάλλαγμα να τους αφήσουν να φύγουν. Οι Θηβαίοι έσφαξαν όλους αυτούς που θεωρούσαν εχθρούς τους, καθώς και τα παιδιά τους: «Σαν τα ‘μαθαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι θανάτωσαν τον αρμοστή που είχε εγκαταλείψει την ακρόπολη αντί να περιμένει ενίσχυση, και κήρυξαν επιστράτευση εναντίον των Θηβαίων». (5,4,13).
Η ειρήνη του Ανταλκίδα παύει κι επισήμως. Βρισκόμαστε στο 379 π. Χ. όταν η Σπάρτη έστειλε τον Κλεόμβροτο εναντίον της Θήβας «μ’ όλο που ήταν μέσα στον βαρύ χειμώνα». (5,4,14). Εκείνος στο δρόμο για τις Πλαταιές κατάφερε να εξοντώσει σχεδόν και τους εκατόν πενήντα Θηβαίους – όλοι από την ομάδα των κρατουμένων που είχαν αποφυλακιστεί –, οι οποίοι ήρθαν να τον αντιμετωπίσουν. Τελικά στρατοπέδευσε για δεκαέξι μέρες στις Κυνός Κεφαλές κι αφού άφησε ως αρμοστή στις Θεσπιές το Σφοδρία επέστρεψε στην πατρίδα. Τα πράγματα είχαν τέτοια τροπή που ο στρατός «αναρωτιόταν με πολλή απορία αν είχαν πόλεμο ή ειρήνη με τους Θηβαίους – γιατί τους οδήγησε βέβαια ο Κλεόμβροτος στο θηβαϊκό έδαφος, αλλά ξανάφυγε προκαλώντας όσο μπορούσε λιγότερες ζημιές». (5,4,16).
Όμως, αν οι Λακεδαιμόνιοι βρίσκονταν σε αμηχανία μην ξέροντας κατά πόσο κάνουν πόλεμο με τη Θήβα ή όχι, οι Θηβαίοι δεν είχαν την ελάχιστη αμφιβολία. Βρίσκονταν ξεκάθαρα σε εμπόλεμη διαμάχη και είχαν σχεδόν πανικοβληθεί, γιατί καταλάβαιναν ότι θα πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες εντελώς μόνοι, χωρίς την παραμικρή συμμαχική βοήθεια.
Και οι βλέψεις τους ήταν κυρίως προς την Αθήνα: «Οι Αθηναίοι ωστόσο, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν δυνατοί κι ότι ο πόλεμος δεν γινόταν πια στο έδαφος της Κορίνθου, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι περνούσαν πλάι στην Αττική για να εισβάλουν στη Θήβα, τόσο πολύ φοβήθηκαν, ώστε δίκασαν τους δύο στρατηγούς που είχαν μυηθεί στην επανάσταση του Μέλωνος εναντίον των οπαδών του Λεοντιάδη· τον έναν τον θανάτωσαν και τον άλλον, που δεν έμεινε να δικαστεί, τον εξόρισαν». (5,4,19).
Το μόνο που έμενε για τους Θηβαίους ήταν να εκμαιεύσουν την εμπλοκή της Αθήνας. Με το στόχο αυτό πείθουν (ο Ξενοφώντας αναφέρει πως «υπήρχε μάλιστα η υποψία ότι τον πλήρωσαν») (5,4,20) το Σπαρτιάτη αρμοστή που άφησε ο Κλεόμβροτος στις Θεσπιές, το Σφοδρία, «να εισβάλει στην Αττική και να προκαλέσει πόλεμο ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους» (5,4,20).
Όταν ο Σφοδρίας λεηλάτησε την αττική γη, προκλήθηκε τέτοια έκπληξη που οι δύο πρέσβεις των Λακεδαιμονίων που βρίσκονταν στην Αθήνα, ο Αριστόλοχος και ο Ώκυλλος, δεν ήξεραν τι να πουν. Αφού φυλακίστηκαν δήλωσαν στους Αθηναίους ότι επρόκειτο σίγουρα για λάθος, ότι οι αρχές της Σπάρτης ήταν αδύνατο να γνωρίζουν τις ενέργειες του Σφοδρία κι ότι, χωρίς αμφιβολία, θα τον καλούσαν πίσω και θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο. Μόνο μετά από αυτές τις διαβεβαιώσεις αφέθηκαν ελεύθεροι.
Κατόπιν αυτών οι Αθηναίοι ήταν σε επιφυλακή και περίμεναν να μάθουν τα νέα από τη Σπάρτη: «Οι έφοροι ανακάλεσαν το Σφοδρία με κατηγορία που συνεπαγόταν θάνατο». (5,4,24). Όμως, ενώ όλοι παραδέχονταν την ενοχή του κι όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει – ο ίδιος ο Σφοδρίας δεν επέστρεψε θεωρώντας βέβαιο ότι θα τον εκτελέσουν – ο Αγησίλαος λόγω του ότι ο γιός του ο Αρχίδαμος ήταν στενός φίλος με το γιο του Σφοδρία, τον Κλεώνυμο, και δείχνοντας αδυναμία στις παρακλήσεις του γιου του αποφάσισε – προκαλώντας κατάπληξη – να πάρει το μέρος του Σφοδρία: «… είναι δύσκολο να θανατώσουμε έναν τέτοιον άνθρωπο που και σαν παιδί και σαν έφηβος και σαν νέος έδειξε τόσο λαμπρή διαγωγή, γιατί η Σπάρτη έχει ανάγκη από τέτοιους στρατιώτες». (5,4,32).
Γνωρίζοντας ότι ο Αγησίλαος ήταν ο κύριος πολέμιος του Σφοδρία – οι οπαδοί του Κλεόμβροτου θα ήθελαν να τον αθωώσουν γιατί ανήκαν στην ίδια παράταξη, αλλά φοβούνταν την αντίδραση του Αγησιλάου, όπως και του κόσμου – και με δεδομένο το μεγάλο κύρος του στην πόλη γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι που ο Σφοδρίας μπόρεσε να ξεφύγει. Ο Ξενοφώντας σημειώνει: «… αν και απείθησε» (ο Σφοδρίας εννοείται) «και δεν παρουσιάστηκε στη δίκη, αθωώθηκε. Πολλοί έκριναν ότι αυτή η δικαστική απόφαση ήταν η πιο άδικη που είχε βγει ποτέ στη Λακεδαίμονα». (5,4,24).
Η απόφαση αυτή όχι μόνο «ήταν η πιο άδικη», αλλά ήταν και εξαιρετικά επικίνδυνη. Παρακολουθούμε το δεύτερο μεγάλο λάθος των Λακεδαιμονίων – μετά την υπόθεση της Θήβας –, που θα οδηγήσει σε νέα σύρραξη του αρχαιοελληνικού κόσμου με οδυνηρές συνέπειες για τη Σπάρτη. Ακόμη κι αν κάποιος αμφισβητήσει ότι η στάση του Αγησιλάου οφείλεται στη φιλία του γιου του – θεωρώντας πως η εκδοχή αυτή φαντάζει απλοϊκή –, έχει ελάχιστη σημασία. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που επηρέασε τον Αγησίλαο είναι αδύνατο να συγκαλυφθεί η σπαρτιατική αλαζονεία, καθώς η Σπάρτη θεωρεί ότι μπορεί να εισβάλει στις περιοχές των άλλων και να τις λεηλατεί, ενώ υπάρχει ειρήνη, χωρίς να δώσει κανένα λόγο.
Η τιμωρία του Σφοδρία δε θα ήταν μόνο δίκαιη, αλλά θα λειτουργούσε κι εκτονωτικά στις σχέσεις με τους Αθηναίους. Γιατί εδώ δε μιλάμε για ένα αδίκημα, αλλά για ένα διπλωματικό επεισόδιο, το οποίο οι Σπαρτιάτες γνώριζαν πολύ καλά από τους δύο πρέσβεις (Αριστόλοχο και Ώκυλλο), που γύρισαν μόλις από την Αθήνα.
Η έλλειψη διάθεσης να δοθεί έστω η ελάχιστη εξήγηση είναι το απροκάλυπτο της ισχύος, που νιώθει ότι δεν μπορεί να κινδυνεύσει από τίποτα. Κι αυτού του είδους η δράση δεν μπορεί παρά να γεννήσει την αντίδραση: «… η φιλοβοιωτική ομάδα στην Αθήνα τόνιζε στον λαό ότι οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνο δεν είχαν τιμωρήσει τον Σφοδρία, αλλά και τον είχαν επαινέσει για την ενέργειά του εναντίον της Αθήνας. Τότε οι Αθηναίοι έχτισαν πύλες στον Πειραιά και βάλθηκαν να ναυπηγούν πλοία, ενώ ταυτόχρονα έστελναν με μεγάλη προθυμία ενισχύσεις στους Βοιωτούς». (5,4,34).
Οι Θηβαίοι είχαν πετύχει το σκοπό τους. Αν η προβοκάτσια του Σφοδρία ήταν γι’ αυτούς αναγκαία συνθήκη, η σπαρτιατική υπεροψία ήταν πραγματικό δώρο. Τα στρατόπεδα ήταν και πάλι έτοιμα. Οι Σπαρτιάτες παρακαλούν τον Αγησίλαο να αναλάβει για μια ακόμη φορά την ηγεσία του στρατού.
Ο Αγησίλαος ήξερε καλά ότι δε θα ήταν εύκολο να περάσει από τον Κιθαιρώνα, για να εισβάλει στη Θήβα: «… μαθαίνοντας ότι οι Κλητόριοι πολεμούσαν τους Ορχομενίους κι είχαν προσλάβει μισθοφόρους συνεννοήθηκε μαζί τους ώστε να ‘χει στη διάθεσή του τους μισθοφόρους αν τους χρειαστεί… προτού ακόμα φτάσει ο ίδιος στην Τεγέα, μήνυσε στον αρχηγό των μισθοφόρων των Κλητορίων να καταλάβουν τον Κιθαιρώνα, δίνοντάς τους και μισθό για ένα μήνα. Στους Ορχομενίους πάλι είπε να σταματήσουν τον πόλεμο όσο θα διαρκούσε η δική του εκστρατεία: αν τυχόν, κατά τη διάρκειά της, μια πόλη κινούσε να χτυπήσει άλλην, θα βάδιζε εναντίον της σύμφωνα με την απόφαση των συμμάχων». (5,4,36-37).
Αφού πέρασε τον Κιθαιρώνα και μπήκε στο έδαφος της Θήβας, είδε ότι είχαν περιφράξει και περιχαρακώσει όλη την περιοχή. Πίσω από τα χαρακώματα βρίσκονταν Θηβαίοι στρατιώτες, που ακολουθούσαν τις κινήσεις του, για να εμποδίσουν την επέλασή του. Πρώτα λεηλατήθηκε η γη έξω από τα χαρακώματα. Αμέσως μετά με μια αιφνιδιαστική κίνηση του στρατεύματος πέρασε το χαράκωμα ξημερώματα «την ώρα που ήταν ακόμα αφύλακτο» (5,4,41) και κατέστρεψε καίγοντας τη γη μέχρι την πόλη. Μετά απ’ αυτά επέστρεψε στις Θεσπιές, όρισε αρμοστή το Φοιβίδα, απέλυσε τα συμμαχικά στρατεύματα και γύρισε με τα δικά του στη Σπάρτη.
Ο Φοιβίδας έκανε επιδρομές στη γη της Θήβας καταστρέφοντας ό,τι είχε αφήσει ο Αγησίλαος. Τελικά δέχτηκε οργανωμένη επίθεση από τους Θηβαίους, την οποία, ενώ αρχικά φάνηκε να ελέγχει και κυνηγούσε το αντίπαλο ιππικό, στην αντεπίθεση που έγινε δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Ο ίδιος σκοτώθηκε και ο στρατός είχε μεγάλες απώλειες. Η εξέλιξη αυτή έδωσε θάρρος στους Θηβαίους που άρχισαν εκστρατείες εναντίον των Θεσπιών και των γύρω περιοχών.
Με τον ερχομό της άνοιξης η Σπάρτη έστειλε και πάλι τον Αγησίλαο, που για δεύτερη φορά έπρεπε να λύσει το πρόβλημα του Κιθαιρώνα: «… έστειλε και πρόσταξε τον πολέμαρχο που βρισκόταν στις Θεσπιές να πάει πρώτος να καταλάβει την κορφή πάνω από το δρόμο του Κιθαιρώνα και να τη φρουρήσει ώσπου να ‘ρθει ο ίδιος». (5,4,47).
Προσποιούμενος ότι θα πάει στις Θεσπιές ξεγέλασε τους Θηβαίους – που έστειλαν όλο το στρατό να τον περιμένει εκεί – και κίνησε για τις Ερυθρές. Βρίσκοντας το περίφραγμα αφύλακτο πέρασε στο έδαφος της Θήβας από το Σκώλο, το σημείο που είχε περάσει και την προηγούμενη φορά. Κυριολεκτικά διέλυσε την ύπαιθρο και οι Θηβαίοι φοβήθηκαν ακόμη και για την πόλη τους. Όταν οι Θηβαίοι ήρθαν να τον αντιμετωπίσουν, απέφυγε να δώσει μάχη και με ελιγμό κατάφερε να τους αποφύγει. Επέστρεψε και πάλι στις Θεσπιές, πρόλαβε τις ακρότητες που ετοίμαζε η φιλολακωνική μερίδα – σχεδίαζαν να σκοτώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους – και μέσω του Κιθαιρώνα γύρισε στη Σπάρτη.
Όμως, στο δρόμο της επιστροφής, όταν ήταν κοντά στα Μέγαρα ακολουθώντας το δρόμο για το Αρχείο «έσπασε κάποια φλέβα του και το αίμα μαζεύτηκε από το κορμί του στο γερό του πόδι. Επειδή η κνήμη του πρήστηκε υπερβολικά κι οι πόνοι ήταν αφόρητοι, κάποιος Συρακούσιος γιατρός του άνοιξε τη φλέβα κοντά στον αστράγαλο· όταν όμως άρχισε η αιμορραγία, συνεχίστηκε νύχτα και μέρα και τίποτε δεν μπορούσε να τη σταματήσει, ώσπου ο Αγησίλαος λιποθύμησε· τότε μόνο έπαψε η αιμορραγία. Έτσι λοιπόν τον μετέφεραν στη Λακεδαίμονα, όπου έμεινε άρρωστος το υπόλοιπο καλοκαίρι και τον χειμώνα». (5,4,58).
Στο μεταξύ, οι Θηβαίοι, που είχαν να δουν σοδειά κοντά δυο χρόνια, είχαν μεγάλη έλλειψη σιταριού. Ενώ, όμως, έστειλαν πλοία στις Παγασές κι αγόρασαν, ο Αλκέτας, που ήταν φρούραρχος του Ωρεού πήγε με τρία πολεμικά πλοία, τους άρπαξε το σιτάρι και τους «φυλάκισε στην ακρόπολη, όπου έμενε ο ίδιος. Ωστόσο ο Αλκέτας είχε στην ακολουθία του, καθώς έλεγαν, ένα αγόρι από τον Ωρεό – όμορφο κι άξιο παλικάρι – και κατέβαινε από την ακρόπολη για να το συναντάει». (5,4,57).
Η αμέλειά του αυτή έδωσε την ευκαιρία στους φυλακισμένους να καταλάβουν την ακρόπολη και να πάρουν με το μέρος τους ολόκληρη την πόλη με αποτέλεσμα να εισάγουν ανεμπόδιστα σιτάρι στη Θήβα. Από την άλλη ο Κλεόμβροτος, που ηγήθηκε την εκστρατεία την επόμενη άνοιξη, μια και ο Αγησίλαος αδυνατούσε, δεν έλαβε τις κατάλληλες προφυλάξεις στον Κιθαιρώνα και ηττήθηκε από τις δυνάμεις των Θηβαίων και των Αθηναίων, που τον περίμεναν στην κορυφή: «Ύστερα απ’ αυτό ο Κλεόμβροτος έκρινε πως ήταν αδύνατον να περάσει για να κατευθυνθεί στη Θήβα· πήρε λοιπόν πίσω το στρατό και τον απέλυσε». (5,4,59).
Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν την πελοποννησιακή συμμαχία να συσκεφτεί στη Σπάρτη και να αποφασίσει την κλιμάκωση του πολέμου. Επάνδρωσαν εξήντα πλοία και με ναύαρχο τον Πόλλι επιχείρησαν τον αποκλεισμό της Αθήνας. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν πράγματι σε δύσκολη θέση, καθώς τα σιταγωγικά τους καράβια δεν είχαν πλέον καμία πρόσβαση στην πόλη: «Τότε οι Αθηναίοι κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, μπήκαν οι ίδιοι στα πλοία κι έδωσαν ναυμαχία εναντίον του Πόλλι, όπου με αρχηγό τον Χαβρία νίκησαν. Έτσι έφτασε σιτάρι στην Αθήνα». (5,4,61).
Από τη μεριά τους οι Θηβαίοι ζήτησαν από τους Αθηναίους να στείλουν στρατό στα παράλια της Πελοποννήσου, μεταφέροντας το μέτωπο εκεί. Με τον τρόπο αυτό θα πίεζαν περισσότερο τη Σπάρτη και θα απέτρεπαν τις εκστρατείες προς την περιοχή τους: «Οι Αθηναίοι, αγανακτισμένοι με τους Λακεδαιμονίους για την υπόθεση του Σφοδρία, προθυμοποιήθηκαν να επανδρώσουν εξήντα πλοία και να τα στείλουν γύρω στην Πελοπόννησο, εκλέγοντας ναύαρχό τους τον Τιμόθεο». (5,4,63).
Ο Τιμόθεος, όχι μόνο έκανε το γύρο της Πελοποννήσου απειλώντας την περιοχή, αλλά με κίνηση αστραπή έφτασε μέχρι την Κέρκυρα την οποία και υπέταξε: «και καθώς ούτε πληθυσμούς υποδούλωσε, ούτε κανέναν εξόρισε, ούτε καθεστωτικές αλλαγές επέβαλε, κέρδισε τη συμπάθεια όλων των πόλεων της περιοχής». (5,4,64).
Οι ρόλοι έχουν αλλάξει από καιρό. Θα έλεγε κανείς ότι η τακτική του Τιμόθεου θυμίζει πολύ εκείνη του Βρασίδα, όταν έφτασε στη Χαλκιδική και τη Μακεδονία. Μόνο που τότε οι «κακοί» ήταν οι Αθηναίοι και ο Βρασίδας κέρδιζε τις συμπάθειες. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, για μια ακόμη φορά, εγκλωβίζεται σε διαμάχες, που φαίνεται να μην έχουν τελειωμό.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι Θηβαίοι αναλαμβάνουν σοβαρές πρωτοβουλίες: «Επειδή η Θήβα δεν είχε γνωρίσει εχθρική εισβολή ούτε τη χρονιά που διοικούσε τον στρατό ο Κλεόμβροτος ούτε τη χρονιά που περιπολούσε ο Τιμόθεος, οι Θηβαίοι πήραν θάρρος κι άρχισαν να εκστρατεύουν στις τριγύρω πόλεις και να τις κυριεύουν ξανά». (5,4,63). Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για τη Σπάρτη.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο πέμπτο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου