Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, ΚΑΤΑ ΛΕΩΚΡΑΤΟΥΣ

ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 83–89

Η αυτοθυσία του Κόδρου και η συμπεριφορά του Λεωκράτη

[83] Καίτοι, ὦ ἄνδρες, μόνοις ὑμῖν τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἔστιν
οὐδὲν τούτων περιιδεῖν. βούλομαι δὲ μικρὰ τῶν παλαιῶν
ὑμῖν διελθεῖν, οἷς παραδείγμασι χρώμενοι καὶ περὶ τούτων
καὶ περὶ τῶν ἄλλων βέλτιον βουλεύσεσθε. τοῦτο γὰρ
ἔχει μέγιστον ἡ πόλις ὑμῶν ἀγαθόν, ὅτι τῶν καλῶν ἔργων
παράδειγμα τοῖς Ἕλλησι γέγονεν· ὅσον γὰρ τῷ χρόνῳ
πασῶν ἐστιν ἀρχαιοτάτη, τοσοῦτον οἱ πρόγονοι ἡμῶν τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων ἀρετῇ διενηνόχασιν. [84] ἐπὶ Κόδρου γὰρ
βασιλεύοντος Πελοποννησίοις γενομένης ἀφορίας κατὰ
τὴν χώραν αὐτῶν ἔδοξε στρατεύειν ἐπὶ τὴν πόλιν ἡμῶν,
καὶ ἡμῶν τοὺς προγόνους ἐξαναστήσαντας κατανείμα-
σθαι τὴν χώραν. καὶ πρῶτον μὲν εἰς Δελφοὺς ἀποστείλαντες
τὸν θεὸν ἐπηρώτων εἰ λήψονται τὰς Ἀθήνας· ἀνελόντος
δὲ τοῦ θεοῦ αὐτοῖς ὅτι τὴν πόλιν αἱρήσουσιν ἂν μὴ
τὸν βασιλέα τὸν Ἀθηναίων Κόδρον ἀποκτείνωσιν, ἐστρά-
τευον ἐπὶ τὰς Ἀθήνας. [85] Κλεόμαντις δὲ τῶν Δελφῶν τις
πυθόμενος τὸ χρηστήριον δι’ ἀπορρήτων ἐξήγγειλε τοῖς
Ἀθηναίοις· οὕτως οἱ πρόγονοι ἡμῶν, ὡς ἔοικε, καὶ τοὺς
ἔξωθεν ἀνθρώπους εὔνους ἔχοντες διετέλουν. ἐμβαλόντων
δὲ τῶν Πελοποννησίων εἰς τὴν Ἀττικήν, τί ποιοῦσιν οἱ
πρόγονοι ἡμῶν, ὦ ἄνδρες δικασταί; οὐ καταλιπόντες τὴν
χώραν ὥσπερ Λεωκράτης ᾤχοντο οὐδ’ ἔκδοτον τὴν θρε-
ψαμένην καὶ τὰ ἱερὰ τοῖς πολεμίοις παρέδοσαν, ἀλλ’ ὀλί-
γοι ὄντες κατακλῃσθέντες ἐπολιορκοῦντο καὶ διεκαρτέ-
ρουν εἰς τὴν πατρίδα. [86] καὶ οὕτως ἦσαν, ὦ ἄνδρες, γενναῖοι
οἱ τότε βασιλεύοντες ὥστε προῃροῦντο ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ
τῆς τῶν ἀρχομένων σωτηρίας μᾶλλον ἢ ζῶντες ἑτέραν
μεταλλάξαι χώραν. φασὶ γοῦν τὸν Κόδρον παραγ-
γείλαντα τοῖς Ἀθηναίοις προσέχειν ὅταν τελευτήσῃ τὸν
βίον, λαβόντα πτωχικὴν στολὴν ὅπως ἂν ἀπατήσῃ
τοὺς πολεμίους, κατὰ τὰς πύλας ὑποδύντα φρύγανα
συλλέγειν πρὸ τῆς πόλεως, προσελθόντων δ’ αὐτῷ
δυοῖν ἀνδρῶν ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὰ κατὰ τὴν
πόλιν πυνθανομένων, τὸν ἕτερον αὐτῶν ἀποκτεῖναι τῷ
δρεπάνῳ παίσαντα τὸν δὲ περιλελειμμένον, [87] παροξυνθέντα
τῷ Κόδρῳ καὶ νομίσαντα πτωχὸν εἶναι, σπασάμενον
τὸ ξίφος ἀποκτεῖναι τὸν Κόδρον. τούτων δὲ γενομένων
οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κήρυκα πέμψαντες ἠξίουν δοῦναι τὸν
βασιλέα θάψαι, λέγοντες αὐτοῖς ἅπασαν τὴν ἀλήθειαν·
οἱ δὲ Πελοποννήσιοι τοῦτον μὲν ἀπέδοσαν, γνόντες δ’
ὡς οὐκέτι δυνατὸν αὐτοῖς τὴν χώραν κατασχεῖν ἀπεχώ-
ρησαν. τῷ δὲ Κλεομάντει τῷ Δελφῷ ἡ πόλις αὐτῷ τε καὶ
ἐκγόνοις ἐν πρυτανείῳ ἀίδιον σίτησιν ἔδοσαν. [88] ἆρά γ’ ὁμοίως
ἐφίλουν τὴν πατρίδα Λεωκράτει οἱ τότε βασιλεύοντες,
οἵ γε προῃροῦντο τοὺς πολεμίους ἐξαπατῶντες ἀποθνῄ-
σκειν ὑπὲρ αὐτῆς καὶ τὴν ἰδίαν ψυχὴν ἀντὶ τῆς κοινῆς
σωτηρίας ἀντικαταλλάττεσθαι; τοιγαροῦν μονώτατοι ἐπ-
ώνυμοι τῆς χώρας εἰσὶν ἰσοθέων τιμῶν τετυχηκότες,
εἰκότως· ὑπὲρ ἧς γὰρ οὕτω σφόδρα ἐσπούδαζον, δι-
καίως ταύτης καὶ τεθνεῶτες ἐκληρονόμουν. [89] ἀλλὰ Λεω-
κράτης οὔτε ζῶν οὔτε τεθνεὼς δικαίως ἂν αὐτῆς μετά-
σχοι, μονώτατος <δ’> ἂν προσηκόντως ἐξορισθείη τῆς
χώρας, ἣν ἐγκαταλιπὼν τοῖς πολεμίοις ᾤχετο· οὐδὲ γὰρ
καλὸν τὴν αὐτὴν καλύπτειν τοὺς τῇ ἀρετῇ διαφέροντας
καὶ τὸν κάκιστον πάντων ἀνθρώπων.

***
Εν τούτοις, άνδρες δικασταί, μόνοι ημείς από όλους τους Έλληνας δεν δυνάμεθα να περιφρονήσωμεν τίποτε από αυτά. Επιθυμώ δε να σας διηγηθώ ολίγα από τα παλαιά, διά να σκεφθήτε καλύτερον και περί του αδικήματος του Λεωκράτους και περί των άλλων έχοντες αυτά ως παραδείγματα. Διότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν, το οποίον έχει η πόλις μας, ότι δηλαδή είναι παράδειγμα των γενναίων πράξεων εις τους Έλληνας· διότι όσον κατά τον χρόνον είναι αρχαιοτάτη από όλας τας πόλεις, τόσον πολύ οι πρόγονοί μας έχουν διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους κατά την αρετήν. Ότε δηλαδή ήτο βασιλεύς ο Κόδρος, οι Πελοποννήσιοι απεφάσισαν, επειδή η χώρα των δεν είχε καρποφορήσει, να εκστρατεύσουν εναντίον της πόλεώς μας και αφού εκδιώξουν τους προγόνους μας να διαμοιρασθούν αυτήν. Και πρώτον μεν έστειλαν απεσταλμένους εις τους Δελφούς και ηρώτησαν τον θεόν, αν θα καταλάβουν τας Αθήνας· αφού δε έδωκεν εις αυτούς ο θεός χρησμόν, ότι θα καταλάβουν αυτάς, αν δεν φονεύσουν τον βασιλέα των Κόδρον, εξεστράτευσαν κατά της πατρίδος μας. Κάποιος δε Κλεόμαντις από τους Δελφούς, αφού έμαθε τον χρησμόν, τον ανήγγειλε μυστικά εις τους Αθηναίους· τόσον πολύ, όπως φαίνεται οι πρόγονοί μας ήσαν αγαπητοί εις τους έξω της πατρίδος των ανθρώπους. Αφού δε οι Πελοποννήσιοι εισέβαλον εις την Αττικήν, τί κάμνουν, άνδρες δικασταί, οι πρόγονοί μας; Δεν αφήκαν την χώραν και να φύγουν, όπως ο Λεωκράτης, ούτε παρέδωκαν εις την διάκρισιν όλως διόλου των εχθρών την χώραν που τους έθρεψε και τα ιερά της, αλλά, αν και ήσαν ολίγοι, αφού εκλείσθησαν μέσα εις την πόλιν των, επολιορκούντο και αντείχον μέχρι τέλους. Και τόσον πολύ γενναίοι, άνδρες δικασταί, ήσαν εκείνοι που εβασίλευον τότε, ώστε επροτίμων να φονευθούν διά την σωτηρίαν των υπηκόων των μάλλον παρά να ζουν και να ανταλλάξουν την χώραν των με άλλην. Λέγουν λοιπόν, ότι ο Κόδρος, αφού παρήγγειλεν εις τους Αθηναίους να λάβουν μέτρα διά τους εαυτούς των, αν φονευθή, και αφού εφόρεσε στολήν επαίτου διά να απατήση, αν δυνηθή, τους εχθρούς, εβγήκε κρυφά έξω διά των πυλών και εμάζευε φρύγανα. Αφού δε επλησίασαν αυτόν δύο άνδρες από το στρατόπεδον των Πελοποννησίων και ηρώτων αυτόν τι γίνεται εις την πόλιν, λέγουν ότι ο Κόδρος επετέθη εναντίον του ενός εκ των δύο και τον εφόνευσε με το δρέπανον· τότε ο άλλος, αφού ωργίσθη εναντίον του Κόδρου και τον ενόμισεν ως επαίτην, έσυρε το ξίφος του και τον εφόνευσε. Αφού έγιναν αυτά, οι Αθηναίοι έστειλαν κήρυκα και εζήτουν να τους δώσουν τον βασιλέα διά να τον θάψουν λέγοντες εις αυτούς όλην την αλήθειαν. Οι δε Πελοποννήσιοι τούτον μεν απέδωκαν, αφού δε επείσθησαν, ότι δεν ηδύναντο πλέον να καταλάβουν την χώραν, απήλθον. Εις δε τον εκ Δελφών Κλεόμαντιν και τους απογόνους του η πόλις εχορήγησεν αιωνίως το δικαίωμα να τρέφωνται εις το Πρυτανείον. Βλέπετε όμοια με τον Λεωκράτη ηγάπων την πατρίδα οι βασιλείς της εποχής εκείνης, που επροτίμων εξαπατώντες τους πολεμίους να φονεύωνται δι' αυτήν και να ανταλλάσσουν την ψυχήν των με την κοινήν σωτηρίαν. Διά τούτο μόνον ούτοι έδωκαν εις την πόλιν το όνομά των και έτυχον τιμών ομοίων με εκείνας που δίδουν εις τους θεούς, και ευλόγως· διότι την χώραν εκείνην, διά την οποίαν τόσον πολύ ενδιεφέροντο, ταύτην και όταν απέθνησκον δικαίως εκληρονόμουν, διότι η χώρα αυτή, επειδή έφερε το όνομά των, εθεωρείτο κτήμα των. Αλλά ο Λεωκράτης ούτε ζων ούτε αποθανών θα ηδύνατο να έχη κάποιο δικαίωμα επ' αυτής, μόνος δε από όλους τους ανθρώπους δικαίως ήθελεν εξορισθή από την χώραν, την οποίαν άφησεν εις την διάκρισιν των εχθρών και έφυγεν. Διότι εκτός του ότι δεν είναι δίκαιον, δεν είναι και ευπρεπές η ιδία γη να σκεπάζη και εκείνους που εξέχουν κατά την αρετήν και εκείνον που εδείχθη ο δειλότατος των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου