«…Γνωρίζω πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα επικρίνουν το βιβλίο αυτό. Θα το θεωρήσουν έργο κάποιου φαντασιόπληκτου καλόγερου, κάποιου εξαγριωμένου ερημίτη ή κάποιου ασκητή που τον μεθάει η νηστεία και τον κατασπαράζει ο πυρετός. Θα το θεωρήσουν παραληρηματικό και σκοτεινό όνειρο, που το διαπερνούν λαμπρές αστραπές και τίποτε περισσότερο. Τέτοια ιδέα συνήθως σχηματίζουν για τους μυστικοπαθείς, και λησμονούν πως μόνον αυτοί είναι άρχοντες της βεβαιότητας. Επιπλέον, αν είναι αλήθεια πως ο καθένας είναι ένας Σαίξπηρ μέσα στα όνειρά του, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως και ο καθένας στην ζωή του δεν είναι ένας μυστικιστής ακατονόμαστος και απερίγραπτος, χίλιες φορές πιο μεταφυσικός από όσους περιτοιχίστηκαν με τις λέξεις… Ποια είναι η ενέργεια του ανθρώπου που το τελικό του ελατήριο δεν είναι μυστικοπαθές; Άλλωστε, δεν ξεκινούν όλα από την κρυφή μας ονειροπόληση; Υπάρχουν πράγματα πολύ πιο δυσνόητα και πιο αδιαπέραστα και μυστικοπαθή από αυτό το ταπεινό βιβλίο, που επιτέλους είναι και εξηγήσιμο, όπως όλα τα βιβλία, που δεν είναι παρά μυστήρια νεκρά, που ο ορίζοντάς τους δεν ανανεώνεται ποτέ…»
Μωρίς Μέτερλινκ, 1913
Η πραγματικότητα συμπαγής σαν κρύο μάρμαρο. Θελήσαμε κάποτε να την υπερβούμε, οι σύντροφοί μου κι εγώ. Βαλθήκαμε να εξηγήσουμε τις μεγαλύτερες αιτίες, πασχίσαμε να βάλουμε στίχους στο ανείπωτο, φτιάξαμε φτερούγες σαν τα πουλιά, ονειρευτήκαμε μέρη μακρινά, ποθήσαμε να γίνουμε αθάνατοι, και σταυροφόροι παράδοξων σχεδίων.
Πυροτεχνήματα οι ιδέες μας φωτίζουν μονάχα την πτώση τους, κι αν ποτέ βγήκες μια νύχτα ιδιαίτερη στο παράθυρό σου, και είδες εκείνη την μαυρίλα που μας κυκλώνει από παντού, το κατάλαβες, ταξιδεύουμε πάνω σε μια σχεδία γεμάτη όνειρα μέσα στην αχανή μαυρίλα του σύμπαντος, κι αγναντεύουμε από μακριά, από πολύ μακριά, τα θαμπά φώτα άγνωστων πολιτειών που δεν τις επισκέφτηκε ποτέ κανείς.
Πάμε στο Άγνωστο με βάρκα την Ελπίδα…
Κι αν υπάρχει στ’ αλήθεια μία μόνο μεγάλη συνωμοσία, τότε είναι εκείνη που μας κάνει να πεθαίνουμε, αυτή που θα καταπιεί την όμορφη και τραγική ιστορία μας και δεν θα την θυμάται πια κανείς. Θα είναι σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, εγώ, εσύ, όλοι μας, θα ξεχαστούμε όπως κατάπιε η Σαχάρα όλες τις αυτοκρατορίες κι έμεινε μόνο η άμμος να φτιάχνει τις νύχτες με τον άνεμο σχήματα και σύμβολα που δεν τα βλέπει κανείς. Κι όμως, είμαστε εδώ, τώρα, κι αν είναι γραφτό η μοίρα μας να είναι αυτή, τότε άραγε γιατί να φοβάσαι; Τί να φοβάσαι; Είμαστε όλοι ήδη πεθαμένοι, κι όμως είναι σαν να είμαστε ζωντανοί, καθόμαστε στο σπιτάκι μας και φοβόμαστε τα πάντα, κι αν υπάρχει μια ελπίδα για μάς, κάπως, κάπου, είναι να φτιάξουμε κάτι εκπληκτικό, να ζωγραφίσουμε με τη μικρή ζωή μας έναν ωραίο πίνακα, ένα μικρό και σεμνό δικό μας αριστούργημα, κάτι να στείλουμε εκεί έξω στην σιωπηλή μαυρίλα του χώρου και του χρόνου, κάτι που να στείλει μήνυμα σε τόπους και καιρούς μακρινούς πως κάποτε ήμασταν κι εμείς εδώ, κι αν δεν το λάβει ποτέ κανείς, ίσως να το λάβει κάποτε, κάπως, ο θεός.
Γιατί, τι άλλο να είναι ο θεός, αν δεν είναι αυτός που μένει μόνος στο τέλος όταν όλοι έχουν φύγει; Ναι, γι’ αυτό πρέπει να αγαπιόμαστε, γι’ αυτό πρέπει τα πάντα ν’ αγαπάμε, γιατί όλα θα χαθούν, δεν θα τα ξαναδούμε, δεν θα μας ξαναδούν, κι είναι όλα τόσο όμορφα, κι ο θεός δεν θα μας σώσει, θα μας είχε ήδη σώσει αν ήθελε, αλλά ίσως μπορεί να μάθει κάτι από εμάς, να μάθει κάποτε ότι ήμασταν κι εμείς εδώ και ήμασταν πολύ ωραίοι, εμείς, μαζί με τους αγαπημένους μας και μαζί με τα αγαπημένα μας πράγματα, που όλοι και όλα θα χαθούν και θα γίνουν αστρική σκόνη. Και, ίσως να έχουμε μία τελευταία ευκαιρία για το μικρό μας αριστούργημα…
Ά, να καβαλούσαμε μια ηλεκτρική καταιγίδα, να κλέβαμε το μαύρο τ’ ουρανού και το θαύμα από το βλέμμα του Φακίρη, και να πετούσαμε με το χαλί αθόρυβα πάνω από τις σκεπές, βροντές τα παράλογα τραγούδια μας θα σείουν την Οικουμένη. Τρελοί εφευρέτες των λογισμών μας, γεωμετρήσαμε το Άγνωστο, σε σάπια πλοία πειρατικά της θάλασσας των Σαργασσών, μεσ’ στην κοιλιά της φάλαινας και μεσ’ στον δούρειο ίππο, αόρατοι τις νύχτες με πανσέληνο καβάλα σε άλογο χλωμό, με μπέρτες που ανεμίζουν αστρόσκονη και λόγια μυθικά, με μια καρδιά σοφίτα γεμάτη μυστικά, κρησφύγετο υπέροχων συμμοριών.
Μικροί ονειρευτές του μεγάλου κόσμου, χωθήκαμε στα φυλλώματα σκοτεινών δασών μαζί με τους παράξενους λαγούς της νύχτας, κι ήπιαμε κρασί μαζί με τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαίων και με τα ξωτικά μέσα στους λόφους της Ιρλανδίας. Τα γρανάζια της νύχτας γυρνούσαν μαζί με τ’ αστέρια, στα κάτοπτρά τους είδαμε τους αστροθεούς, μηνύματα από άλλους κόσμους κι οράματα μέσα στο πλανητάριο, μια αράχνη φτιάχνει το δίχτυ της απ’ το φεγγάρι μέχρι τα παράθυρά μας, πόσα ονόματα αλλάξαμε για να μην μας θυμούνται οι άνθρωποι; Τα όνειρα γαβγίζουν μεσ’ στα σπίτια μας τις νύχτες, ύαινες αόρατες οι ήττες μας που κλαίνε σαν χίλιες σμέρνες, κι η μουσική μας είναι η πιο παράφωνη που ακούστηκε ποτέ.
Όλους εμάς, οι άλλοι μας λένε ονειροπόλους (όταν δεν θέλουν απλώς να μας βρίσουν, να μας πουν ονειροπαρμένους ή φαντασιόπληκτους), και ξεχνούν ότι είμαστε εμείς ο Πόλος των Ονείρων.
Υπάρχει μια μαγική χώρα σε κάθε καρδιά, και ξεκινήσαμε μονάχοι να την βρούμε. Σκαρφαλώσαμε πάνω σε κατάρτια φαντασματικών πλοίων, ξιφομαχώντας με τους άπιστους και καβαλώντας μπάλες κανονιών, κρυφτήκαμε μέσα στα τραγούδια του Βάρδου και σε ψιθυριστές ιστορίες γύρω από το τζάκι, σε ημερολόγια χαμένων εξερευνητών και σε βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ, πίσω από κάθε βιολί δαιμονικό που παίζει μεσ’ στην νύχτα, και σε κάθε κεραυνό που ξεφεύγει απ’ το αλεξικέραυνο, σε σπίτια χρόνων αλλοτινών και σε σπηλιές γεμάτες καθρέφτες, σε σκάλες που ξετυλίγονται σε σκοτεινά υπόγεια, αλλά και σε Ναυτίλους μυστικούς που εμβολίζουν τα καράβια, πέρα από κάθε παράθυρο με θέα και σε ασθένειες άγνωστες ή μυστικές, σε ναούς ξεχασμένων θεών και στα ξύλινα σπαθιά των αγοριών, στις πλεξούδες των κοριτσιών και στην θλίψη των αγγέλων, πολεμώντας με γίγαντες ανεμόμυλους και με κακές γοργόνες.
Αρπάζοντας από την χαίτη του το άλογο του ανέμου, χαθήκαμε μέσα στις γαλάζιες καταιγίδες του σύμπαντος, τυφώνες οι στίχοι μας ανακατεύουν την γενειάδα του Θεού γεμάτη άστρα και κομήτες που ταξιδεύουν σε άγνωστες τροχιές, σαν τραίνα νυχτερινά χωρίς σταθμάρχη, χωρίς προορισμό.
Φεύγουμε, λοιπόν, κι ας είναι πια αργά. Σας αποχαιρετούμε και φεύγουμε, στους αστροστόλους που ταξιδεύουν για την Ανδρομέδα, στις πλάτες των μονόκερων που τρέχουν για τον Παράδεισο, σ’ επαύλεις θολές που πλέουν στην θάλασσα της νύχτας, στον Άδη και σε γιορτές της άνοιξης πάνω στα φεγγάρια του Δία, στα εργαστήρια των αλχημιστών πίνοντας τα ελιξίρια, χορεύοντας με τα Γκόλεμ, στην πρωινή αύρα όταν θα ξημερώνει μια μέρα χίλια έτη φωτός μακριά από εδώ, κάτω από δυο ήλιους δίδυμους και με μια νέα ελπίδα πρωτάκουστη.
Α, να μην ήμασταν απλά ανθρωπάκια, να μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν άνθρωπο θαυμαστό μέσα στο κεφάλι μας, τόσο θαυμαστό που να έβγαινε έξω, να τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της πραγματικότητας, να τρόμαζε την μεγάλη συνωμοσία του σύμπαντος, οι άγγελοι να έσκυβαν για να του ψιθυρίσουν τι βλέπουν, να κάθονταν πάνω του τα πουλιά χωρίς να τον φοβούνται, όλοι να χαίρονται όταν τον συναντούν, και να έχει σ’ όλους κάτι θαυμαστό να πει, κάτι που να το θυμούνται για πάντα. Και, πάνω απ’ όλα, έναν άνθρωπο που να μην ονειρεύεται ποτέ, αλλά να ζει τα όνειρά του, κι εκείνα να τον ζουν, κι όλα να είναι ψέματα, όλα τα πράγματα του κόσμου, ν’ ανακαλύψει πως όλα ήταν ένα παραμύθι που κάποτε το διηγήθηκε κάποιος στον εαυτό του, ένα ωραίο και τρελό και περίτεχνο παραμύθι, όχι σαν εκείνα που διηγούνται οι γριές στα παιδιά για να κοιμηθούν…
Ονειροναύτες στα ίχνη των μεγάλων πλοηγών, θα χαθούμε κι εμείς όπως χάνονται τα πάντα, είναι η ιστορία του χασίματός μας που θα μείνει, για να την μάθουνε και να χαθούνε κι άλλοι κάποτε σαν κι εμάς, και να ‘ρθουν να μας βρούνε.
Όσο κι αν προσπαθούμε να το κρατάμε μυστικό από τον εαυτό μας, πρέπει κάποτε να μας αποκαλυφθεί: Είμαστε όλοι μας ονειροπόλοι. Είμαστε μοναχοί μας και ταξιδεύουμε στο Άγνωστο με βάρκα την Ελπίδα. Κι αν μπορούμε να κρατήσουμε ένα ημερολόγιο, ένα βιβλιαράκι γεμάτο όνειρα και σκέψεις, σχέδια και σκόρπια μυστικά, ιδέες και χάρτες, συμπεράσματα και συντεταγμένες, φαντασίες και εμπνεύσεις, αν μπορούμε να τα καταγράψουμε όλα αυτά ή όσα περισσότερα μπορούμε:
Να ένα μήνυμα μέσα σ’ ένα μπουκάλι για να το στείλουμε στο Άγνωστο, με άγνωστο παραλήπτη κάποιον συνταξιδιώτη μας, κάποιον που επιτέλους να καταλαβαίνει ότι είμαστε όλοι μας μέλη μιας ακατονόμαστης αδελφότητας που ταξιδεύει στο Χρόνο, της αδελφότητας των Ονειροπόλων, εκείνων που θέλησαν ν’ ακολουθήσουν τα όνειρά τους και βρέθηκαν τελικά να τους ακολουθούν τα όνειρα παντού, όπου κι αν πάνε, και να τους ζητάνε με ψιθυριστές φωνές να τα διασώσουν στο χαρτί.
Ξέρουμε ότι τα περισσότερα όνειρά μας δεν θα γίνουν αληθινά. Δεν θα γίνουν ποτέ αληθινά. Κι όμως, συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε.
Αυτό και μόνο, λέει πολλά, και δεν είναι τόσο παράδοξο όσο ακούγεται. Έχουμε μάθει ότι τα όνειρά μας είναι σημαντικά όχι γιατί γίνονται αληθινά, αλλά γιατί μας οδηγούν σε μέρη που ποτέ δεν θα πηγαίναμε αλλιώς, και μας διδάσκουν πράγματα που ποτέ δεν ξέραμε ότι μπορούσαμε να μάθουμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου