Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση; Και ποιος έχει την επίγνωση όταν υπάρχει επίγνωση;
Ας εξετάσουμε πρώτα τι εννοούμε λέγοντας «ενδοσκόπηση». Με την ενδοσκόπηση εννοούμε το κοίταγμα μέσα μας, την εξέταση του εαυτού μας. Γιατί εξετάζει κανείς τον εαυτό του; Για να τον βελτιώσει, για να τον αλλάξει, για να τον τροποποιήσει. Κάνεις ενδοσκόπηση για να γίνεις κάτι, αλλιώς δεν θα καταπιανόσουν με την ενδοσκόπηση. Δεν θα ερευνούσες τον εαυτό σου αν δεν υπήρχε η επιθυμία να τον τροποποιήσεις, να τον αλλάξεις, να γίνεις κάτι άλλο από εκείνο που είσαι. Αυτός είναι ο προφανής λόγος για ενδοσκόπηση. Είμαι θυμωμένος και κάνω ενδοσκόπηση, εξετάζω τον εαυτό μου για να απαλλαγώ από το θυμό ή για να τον τροποποιήσω.
Όπου γίνεται ενδοσκόπηση -που είναι η επιθυμία να τροποποιήσω ή να προσαρμόσω τις αντιδράσεις, τη συμπεριφορά του εαυτού- υπάρχει πάντα κάποιος σκοπός. Όταν αυτός ο σκοπός δεν επιτυγχάνεται, υπάρχει κακοκεφιά, κατάθλιψη. Οπότε η ενδοσκόπηση πάει σταθερά μαζί με την κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει ότι όταν κάνεις ενδοσκόπηση, όταν κοιτάς μέσα σου προκειμένου ν’ αλλάξεις τον εαυτό σου, έρχεται πάντα ένα κύμα κατάθλιψης.
Έρχεται πάντα ένα κύμα κακοκεφιάς που πρέπει να το καταπολεμήσεις, μετά πρέπει να ερευνήσεις τον εαυτό σου ξανά για να κατανικήσεις αυτή την κακοκεφιά και ούτω καθεξής. Στην ενδοσκόπηση δεν υπάρχει αποδέσμευση, επειδή είναι μία διαδικασία μεταμόρφωσης «εκείνου που είναι» σε κάτι που δεν είναι.
Προφανώς, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που συμβαίνει όταν κάνουμε ενδοσκόπηση, όταν ασχολούμαστε μ’ αυτή την ιδιόμορφη πράξη, όπου υπάρχει πάντα μια συσσωρευτική διαδικασία: καθώς το «εγώ» εξετάζει κάτι για να το αλλάξει, υπάρχει πάντα μια διπλή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίθετα και επομένως μία διαδικασία απογοήτευσης. Δεν υπάρχει ποτέ αποδέσμευση και με τη συνειδητοποίηση της απογοήτευσης, έρχεται η κατάθλιψη.
Η επίγνωση είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.
Επίγνωση είναι παρατήρηση χωρίς επίκριση.
Η επίγνωση φέρνει κατανόηση γιατί δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, αλλά μόνο σιωπηλή παρακολούθηση. Αν θέλω να κατανοήσω κάτι, πρέπει να το παρατηρήσω και δεν πρέπει να κριτικάρω, δεν πρέπει να καταδικάζω, δεν πρέπει να το επιδιώκω ως κάτι ευχάριστο ή να το αποφεύγω ως δυσάρεστο. Πρέπει να υπάρχει απλώς η σιωπηλή παρατήρηση ενός γεγονότος. Δεν υπάρχει κάτι που θέλεις να πετύχεις, αλλά επίγνωση του καθετί που παρουσιάζεται. Αυτή η παρατήρηση και η κατανόησή της παύουν όταν υπάρχει επίκριση, ταύτιση ή δικαιολόγηση.
Η ενδοσκόπηση είναι αυτοβελτίωση κι επομένως η ενδοσκόπηση είναι εγωκεντρισμός.
Η Επίγνωση δεν είναι αυτοβελτίωση. Απεναντίας, είναι το τέλος του εαυτού, του «εγώ», με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, την μνήμη του, τις απαιτήσεις του και τις επιδιώξεις του. Στην ενδοσκόπηση υπάρχει ταύτιση και επίκριση. Στην επίγνωση δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, κι επομένως δεν υπάρχει αυτοβελτίωση. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο.
Ο άνθρωπος που θέλει να καλυτερέψει τον εαυτό του δεν μπορεί ποτέ να έχει επίγνωση, γιατί το να καλυτερέψεις τον εαυτό σου προϋποθέτει επίκριση και επίτευξη κάποιου αποτελέσματος. Ενώ στην επίγνωση υπάρχει παρατήρηση χωρίς επίκριση, χωρίς απόρριψη ή αποδοχή. Αυτή η επίγνωση αρχίζει παρατηρώντας και κατανοώντας τον κόσμο γύρω σου- όταν έρχεσαι σε επαφή με αντικείμενα, με τη φύση.
Πρώτα υπάρχει επίγνωση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, ευαισθησία για τα αντικείμενα, για τη φύση, μετά για τους ανθρώπους, που σημαίνει για τις σχέσεις μας μαζί τους- κι ύστερα υπάρχει επίγνωση των ιδεών. Αυτή η επίγνωση, το να είναι κανείς ευαίσθητος στα πράγματα, στη φύση, στους ανθρώπους, στις ιδέες, δεν αποτελείται από ξεχωριστές διαδικασίες, αλλά είναι μια ενιαία διαδικασία.
Επίγνωση είναι μια διαρκής παρατήρηση των πάντων: της κάθε σκέψης, του κάθε αισθήματος και της κάθε πράξης. Καθώς η επίγνωση δεν επικρίνει, δεν υπάρχει και συσσώρευση.
Επικρίνεις μόνο όταν έχεις ένα πρότυπο, που σημαίνει ότι υπάρχει συσσώρευση κι επομένως βελτίωση του «εγώ». Επίγνωση είναι η κατανόηση της δράσης του εαυτού, του «εγώ», στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Αυτή η επίγνωση υπάρχει από τη μια στιγμή στην άλλη κι επομένως δεν μπορεί κανείς να εξασκηθεί σ’ αυτήν. Όταν εξασκείσαι σε κάτι, αυτό γίνεται συνήθεια- και η επίγνωση δεν είναι συνήθεια. Ένας νους που κάνει κάτι από συνήθεια είναι αναίσθητος- ένας νους που ακολουθεί το αυλάκι μιας συγκεκριμένης δράσης είναι νωθρός, άκαμπτος, ενώ η επίγνωση απαιτεί διαρκή ευστροφία, διαρκή εγρήγορση.
Δεν είναι δύσκολο. Είναι στην πραγματικότητα εκείνο που κάνετε όταν ενδιαφέρεστε για κάτι: για το παιδί σας, για τη γυναίκα σας, για τα λουλούδια σας, για τα δέντρα, για τα πουλιά. Παρατηρείτε χωρίς επίκριση, χωρίς ταύτιση. Οπότε σ’ αυτή την παρατήρηση υπάρχει πλήρης επικοινωνία- ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι σε πλήρη επικοινωνία. Αυτό συμβαίνει πραγματικά όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι έντονα, βαθιά.
Έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση, η οποία δυναμώνει το «εγώ» με την αυτοβελτίωσή του. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε περισσότερη και μεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση, ενώ η επίγνωση είναι μια κίνηση αποδέσμευσης από τη δράση του «εγώ»• σημαίνει επίγνωση των καθημερινών σου κινήσεων, σκέψεων, πράξεων, καθώς και να το έχεις επίγνωση και των άλλων, να παρατηρείς τους άλλους. Αυτό μπορείς να το κάνεις όταν αγαπάς κάποιον, όταν ενδιαφέρεσαι βαθιά για κάτι. Όταν θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, όλο μου το «είναι», ολόκληρο το περιεχόμενο του «εγώ» μου και όχι απλώς ένα ή δυο επίπεδα, τότε προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει επίκριση.
Τότε πρέπει να είμαι ανοιχτός σε κάθε σκέψη, σε κάθε συναίσθημα, σε όλες τις διαθέσεις μου, σε όλες τις καταπιέσεις• και καθώς υπάρχει όλο και περισσότερη διευρυμένη επίγνωση, τόσο υπάρχει και μεγαλύτερη ελευθερία από όλες τις κρυφές κινήσεις της σκέψης, των κινήτρων και των επιδιώξεων. Η επίγνωση είναι ελευθερία• φέρνει ελευθερία- δίνει ελευθερία• ενώ η ενδοσκόπηση καλλιεργεί τη σύγκρουση, το μηχανισμό της απομόνωσης του εαυτού- οπότε υπάρχει πάντα σ’ αυτήν απογοήτευση και φόβος.
Εκείνος που έκανε την ερώτηση θέλει επίσης να ξέρει ποιος είναι αυτός που έχει την επίγνωση. Όταν ζεις μια βαθιά εμπειρία, οποιουδήποτε είδους, τι συμβαίνει; Όταν υπάρχει μια τέτοια εμπειρία, έχεις επίγνωση ότι ζεις αυτή την εμπειρία; Όταν θυμώνεις ξαφνικά, σ’ εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου του θυμού -ή της ζήλιας, ή της χαράς- έχεις επίγνωση ότι είσαι θυμωμένος; Μόνο όταν η εμπειρία τελειώσει υπάρχει εκείνος που βίωσε την εμπειρία κι εκείνο που βιώθηκε. Τότε εκείνος που βίωσε την εμπειρία παρατηρεί εκείνο που βιώθηκε, το αντικείμενο της εμπειρίας.
Την στιγμή της εμπειρίας δεν υπάρχει ούτε ο παρατηρητής ούτε το παρατηρούμενο: υπάρχει μόνο η βίωση της εμπειρίας. Οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούμε τις εμπειρίες. Είμαστε πάντα έξω από την κατάσταση βίωσής τους και γι’ αυτό ρωτάμε ποιος είναι ο παρατηρητής, ποιος είναι εκείνος που έχει επίγνωση. Μια τέτοια ερώτηση είναι σίγουρα λάθος, δεν είναι; Τη στιγμή της εμπειρίας δεν υπάρχει ούτε εκείνος που έχει επίγνωση ούτε το αντικείμενο της επίγνωσης. Δεν υπάρχει ούτε ο παρατηρητής ούτε το παρατηρούμενο, αλλά μόνο μια κατάσταση βίωσης της εμπειρίας.
Οι περισσότεροι από εμάς το βρίσκουμε εξαιρετικά δύσκολο να είμαστε μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, γιατί αυτό απαιτεί εξαιρετική ευστροφία, γρήγορη αντίληψη και μεγάλο βαθμό ευαισθησίας• κι αυτά δεν υπάρχουν όταν κυνηγάμε ένα αποτέλεσμα, όταν θέλουμε να επιτύχουμε, όταν επιδιώκουμε κάποιο σκοπό, όταν είμαστε υπολογιστές – πράγματα που όλα φέρνουν απογοήτευση. Ο άνθρωπος που δεν ζητάει τίποτα, που δεν επιδιώκει κάποιο σκοπό, που δεν αναζητά ένα αποτέλεσμα με όλα όσα συνεπάγεται, ένας τέτοιος άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς εμπειρίας.
Το καθετί τότε βρίσκεται σε κίνηση, έχει νόημα τίποτα δεν είναι παλιό, ξεραμένο, τίποτα δεν είναι επαναλαμβανόμενο, γιατί «εκείνο που είναι» δεν είναι ποτέ παλιό. Η πρόκληση είναι πάντα καινούργια. Μόνο ο τρόπος ανταπόκρισης στην πρόκληση είναι παλιός. Το παλιό δημιουργεί περισσότερο κατακάθι, που είναι η μνήμη, ο παρατηρητής που χωρίζει τον εαυτό του από το παρατηρούμενο, από την πρόκληση, από την εμπειρία.
Μπορείτε να πειραματιστείτε μ’ αυτό μόνοι σας πολύ απλά και εύκολα. Την επόμενη φορά που θα θυμώσετε ή θα ζηλέψετε ή θα νιώσετε πλεονεξία ή βιαιότητα ή οτιδήποτε άλλο, παρατηρήστε τον εαυτό σας. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν υπάρχεις εσύ, απλώς είσαι μέσα στην κατάσταση αυτού που βιώνεις. Την επόμενη στιγμή, το επόμενο δευτερόλεπτο, το χαρακτηρίζεις, το ονομάζεις και το αποκαλείς «ζήλια», «θυμό», «πλεονεξία».
Έτσι, δημιουργείς αμέσως, στο δευτερόλεπτο, τον διαχωρισμό σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, σ’ εκείνον που βιώνει την εμπειρία και στην εμπειρία που βιώνεται. Όταν εκείνος που βιώνει την εμπειρία διαχωρίζει τον εαυτό του από αυτήν, προσπαθεί να τροποποιήσει την εμπειρία, να την αλλάξει, θυμάται διάφορα πράγματα γι’ αυτήν από τότε που του έχει ξανασυμβεί κ.λπ.
Κι έτσι διατηρείτο διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και στην εμπειρία που ζει. Αν δεν κατονομάσεις αυτό το συναίσθημα που έχεις τη στιγμή της εμπειρίας -που σημαίνει ότι δεν θες να το αλλάξεις, ότι δεν το δικαιολογείς, δεν το επικρίνεις, αλλά απλώς έχεις μία σιωπηρή επίγνωση του συναισθήματος- τότε θα δεις ότι, καθώς το βιώνεις, δεν υπάρχει ούτε παρατηρητής ούτε παρατηρούμενο, γιατί ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι ένα, κι έτσι υπάρχει μόνο η βίωση της εμπειρίας.
Συνεπώς η ενδοσκόπηση και η επίγνωση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε μεγαλύτερη σύγκρουση, γιατί προϋποθέτει την επιθυμία της αλλαγής – και η αλλαγή είναι απλώς μια τροποποιημένη συνέχεια του ίδιου πράγματος. Η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει επίκριση, ούτε δικαιολόγηση ούτε ταύτιση – κι επομένως υπάρχει κατανόηση. Σ’ αυτή την κατάσταση της ουδέτερης, άγρυπνης επίγνωσης δεν υπάρχει ούτε εκείνος που βιώνει την εμπειρία ούτε η εμπειρία που βιώνεται.
Η ενδοσκόπηση, που είναι μια μορφή βελτίωσης, επέκτασης του «εγώ», δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια, γιατί είναι πάντα μια κίνηση απομόνωσης του «εγώ». Ενώ η επίγνωση είναι μια κατάσταση μέσα στην οποία μπορεί να γεννηθεί η αλήθεια, η αλήθεια «εκείνου που είναι», η απλή αλήθεια της καθημερινής μας ζωής. Μόνο όταν κατανοήσουμε την αλήθεια της καθημερινής ζωής μπορούμε να πάμε μακριά.
Πρέπει να αρχίσεις από κοντά για να πας μακριά, αλλά οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να βρεθούμε μακριά μ’ ένα πήδημα, να αρχίσουμε από τα μακρινά χωρίς να κατανοήσουμε τα διπλανά.
Καθώς κατανοούμε αυτά που είναι κοντά μας, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο κοντινό και στο μακρινό.
Δεν υπάρχει απόσταση – η αρχή και το τέλος είναι ένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου