Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (18.75-18.150)

75 Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός.
ἀλλὰ καὶ ὣς δρηστῆρες ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ
δειδιότα· σάρκες δὲ περιτρομέοντο μέλεσσιν.
Ἀντίνοος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«νῦν μὲν μήτ᾽ εἴης, βουγάϊε, μήτε γένοιο,
80 εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς,
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κέν σ᾽ οὗτος νικήσῃ κρείσσων τε γένηται.
πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,
85 εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,
ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,
μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἔτι μᾶλλον ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα.
ἐς μέσσον δ᾽ ἄναγον· τὼ δ᾽ ἄμφω χεῖρας ἀνέσχον.
90 δὴ τότε μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
ἢ ἐλάσει᾽ ὥς μιν ψυχὴ λίποι αὖθι πεσόντα,
ἦέ μιν ἦκ᾽ ἐλάσειε τανύσσειέν τ᾽ ἐπὶ γαίῃ.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
ἦκ᾽ ἐλάσαι, ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ᾽ Ἀχαιοί.
95 δὴ τότ᾽ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε δεξιὸν ὦμον
Ἶρος, ὁ δ᾽ αὐχέν᾽ ἔλασσεν ὑπ᾽ οὔατος, ὀστέα δ᾽ εἴσω
ἔθλασεν· αὐτίκα δ᾽ ἦλθεν ἀνὰ στόμα φοίνιον αἷμα,
κὰδ δ᾽ ἔπεσ᾽ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ᾽ ἤλασ᾽ ὀδόντας
λακτίζων ποσὶ γαῖαν· ἀτὰρ μνηστῆρες ἀγαυοὶ
100 χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἕλκε διὲκ προθύροιο λαβὼν ποδός, ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ αὐλὴν
αἰθούσης τε θύρας· καί μιν ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς
εἷσεν ἀνακλίνας, σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
105 «ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο σύας τε κύνας τ᾽ ἀπερύκων,
μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι
λυγρὸς ἐών, μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
110 ἂψ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τοὶ δ᾽ ἴσαν εἴσω
ἡδὺ γελώωντες καὶ δεικανόωντο ἔπεσσι·
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
ὅττι μάλιστ᾽ ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ,
ὃς τοῦτον τὸν ἄναλτον ἀλητεύειν ἀπέπαυσας
115 ἐν δήμῳ· τάχα γάρ μιν ἀνάξομεν ἤπειρόνδε
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς.
Ἀντίνοος δ᾽ ἄρα οἱ μεγάλην παρὰ γαστέρα θῆκεν,
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος· Ἀμφίνομος δὲ
120 ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας
καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο φώνησέν τε·
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω
ὄλβος· ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
125 «Ἀμφίνομ᾽, ἦ μάλα μοι δοκέεις πεπνυμένος εἶναι·
τοίου γὰρ καὶ πατρός, ἐπεὶ κλέος ἐσθλὸν ἄκουον,
Νῖσον Δουλιχιῆα ἐΰν τ᾽ ἔμεν ἀφνειόν τε·
τοῦ σ᾽ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπητῇ δ᾽ ἀνδρὶ ἔοικας.
τοὔνεκά τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον·
130 οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο
πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.
οὐ μὲν γάρ ποτέ φησι κακὸν πείσεσθαι ὀπίσσω,
ὄφρ᾽ ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ᾽ ὀρώρῃ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ λυγρὰ θεοὶ μάκαρες τελέσωσι,
135 καὶ τὰ φέρει ἀεκαζόμενος τετληότι θυμῷ.
τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
οἷον ἐπ᾽ ἦμαρ ἄγῃσι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτ᾽ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι,
πολλὰ δ᾽ ἀτάσθαλ᾽ ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων,
140 πατρί τ᾽ ἐμῷ πίσυνος καὶ ἐμοῖσι κασιγνήτοισι.
τῷ μή τίς ποτε πάμπαν ἀνὴρ ἀθεμίστιος εἴη,
ἀλλ᾽ ὅ γε σιγῇ δῶρα θεῶν ἔχοι, ὅττι διδοῖεν.
οἷ᾽ ὁρόω μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας,
κτήματα κείροντας καὶ ἀτιμάζοντας ἄκοιτιν
145 ἀνδρός, ὃν οὐκέτι φημὶ φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπέσσεσθαι· μάλα δὲ σχεδόν· ἀλλά σε δαίμων
οἴκαδ᾽ ὑπεξαγάγοι, μηδ᾽ ἀντιάσειας ἐκείνῳ,
ὁππότε νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀΐω
150 μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ.»

***
Μ᾽ αυτά τα λόγια τους, έπαθε ταραχή μεγάλη ο Ίρος,
και μολαταύτα τον έζωσαν οι δούλοι και σηκωτό τον έφεραν
τρακαρισμένο — έτρεμαν σ᾽ όλο του το σώμα οι σάρκες του.
Τότε ο Αντίνοος του πέταξε μιλώντας λόγια φαρμακερά:
«Βοϊδάλογο, καλύτερα να πέθαινες ή να μην είχες γεννηθεί,
80 που τρέμεις τώρα και κακάρωσες μπροστά σ᾽ αυτόν τον γέρο,
τον τσακισμένο από μαύρη συμφορά.
Άκουσε όμως τι θα πω και πες πως έγινε:
αν σε νικήσει αυτός κι αποδειχτεί πιο δυνατός,
σε ξαποστέλνω αντίκρυ στη στεριά, μ᾽ ένα καράβι μαύρο,
να βρεις τον Έχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς·
αυτός θα σου τα κόψει αφτιά και μύτη μ᾽ άσπλαχνο χαλκό,
τ᾽ αρχίδια θα σου ξεριζώσει, ωμά να σου τα φάνε τα σκυλιά.»
Ακούγοντας τα λόγια του, παρέλυσαν κι άλλο τα μέλη του.
Όμως τον είχαν φέρει πια στη μέση, κι οι δυο τους σήκωναν
τα χέρια τώρα να παλέψουν.
90 Προσώρας ταλαντεύτηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος·
αν έπρεπε μεμιάς νεκρό να τον σωριάσει με χτύπημα θανάσιμο ή,
κάπως μαλακά βαρώντας, να τον ξαπλώσει καταγής.
Κι όπως το σκέφτηκε καλά, αυτό του φάνηκε το πιο συμφέρον·
να ᾽ναι το χτύπημα λαφρύτερο, μήπως αλλιώς οι Αχαιοί
τον πάρουν είδηση ποιος είναι.
Ένας στον άλλο πια αντιμέτωποι, βαράει ο Ίρος πρώτος στον ώμο τον δεξή·
οπότε εκείνος του δίνει μια στον σβέρκο, πιο κάτω από το αφτί,
σπάζοντας τ᾽ απομέσα κόκαλα, κι αμέσως μπούκωσε το στόμα του
με κόκκινο αίμα.
Πέφτει στη σκόνη ο Ίρος μουκανίζοντας, και σφίγγοντας τα δόντια
κλοτσούσε με τα πόδια του τη γη. Γύρω οι αγέρωχοι μνηστήρες,
100 σηκώνοντας ψηλά τα χέρια, πέθαναν στο γέλιο. Ο Οδυσσέας
στο μεταξύ τον έσερνε απ᾽ τα πόδια, πατώντας το κατώφλι πέρασε
τη δίφυλλη εξώπορτα, ώσπου να φτάσει στην αυλή, κι εκεί
πάνω στον φράκτη της αυλής τον έγειρε, του βάζει και ραβδί στο χέρι,
ύστερα τον προσφώνησε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εδώ τώρα ξαπόστασε, σκιάχτρο για τα σκυλιά και τα γουρούνια,
κι άλλη φορά, κακόμοιρε, το αφεντικό μην παίξεις σε ξένους και φτωχούς,
μήπως σε βρει άλλο κακό χειρότερο.»
Τελειώνοντας, στον ώμο πέρασε το τρύπιο του σακούλι, το κρεμασμένο
110 από στριφτό σχοινί, και στο κατώφλι κάθησε ξανά· γελώντας γύρισαν
μέσα οι μνηστήρες, που με γλυκόλογα τον υποδέχτηκαν:
«Να δώσει ο Δίας, ξένε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
ό,τι καλύτερο ποθείς, όσα βαθιά πεθύμησε η καρδιά σου,
αφού τον ακαμάτη αυτόν κι αχόρταγο τον έκανες να μην μπορεί
άλλο να ζητιανεύει στο νησί μας· εμείς το γρηγορότερο
τώρα θα τον περάσουμε αντίκρυ στη στεριά,
να πάει να βρει τον ᾽Εχετο, ρήγα ανελέητο με ξένους και δικούς.»
Με τα καλοσυνάτα τούτα λόγια ένιωσε μέσα του χαρά ο θείος Οδυσσέας.
Κι ευθύς ο Αντίνοος απίθωσε μπροστά του μια κοιλιά μεγάλη,
ξίγκι γεμάτη κι αίμα· ενώ ο Αμφίνομος πήρε από το καλάθι
120 δυο ψωμιά και με το ίδιο του το χέρι τα προσφέρει· μετά
με κύπελλο χρυσό τον χαιρετά και τον προσφώνησε:
«Χαίρε, πατέρα ξένε, μακάρι οι μέρες που θα ᾽ρθουν
να φέρουν και σ᾽ εσένα αγαθά και πλούτη· τώρα σε δέρνει ακόμη
η πολλή σου συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Αμφίνομε, φαίνεσαι αλήθεια μυαλωμένος άνθρωπος,
μοιάζεις με τον πατέρα σου, που την καλή του φήμη
την έχω ακουστά — τον Νίσο λέω απ᾽ το Δουλίχιο,
άρχοντα με μεγάλη δύναμη και πλούτη. Καταπώς λεν
αυτός σε γέννησε, γι᾽ αυτό κι εσύ βγήκες καλόγνωμος.
Τώρα λοιπόν άκουσε και στοχάσου τι θα πω:
130 από τον άνθρωπο δεν τρέφει η γη τίποτε πιο ασθενικό,
ό,τι σαλεύει και αναπνέει πάνω της.
Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή κι αισθάνεται να τον κρατούν
τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ᾽ αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη ζωή του
ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.
Εμένα θέλησε η μοίρα κάποτε να ζήσω ευτυχισμένος·
έπραξα όμως αδικίες μεγάλες, στη δύναμή μου
140 ενδίδοντας, υπολογίζοντας στις πλάτες του πατέρα μου
ή και των αδελφών μου. Γι᾽ αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει
να πατεί το δίκιο· παρά, με δίχως κομπασμό, να δέχεται
τα δώρα των θεών, όσα κάθε φορά του δίνουν.
Όχι, όπως βλέπω εδώ, να μηχανεύονται ανόσια έργα οι μνηστήρες,
ρημάζοντας ξένα αγαθά, προσβάλλοντας γυναίκα ομόκλινη
κάποιου που, ξέρω, δεν θα μείνει πια πολύν καιρό
μακριά από πατρίδα και δικούς — μπορεί να βρίσκεται
κιόλας κοντά.
Θα ᾽ταν λοιπόν καλύτερο για σένα να σ᾽ εξαιρούσε ένας θεός,
και να γυρνούσες σπίτι σου· να μη βρεθείς μπροστά του,
όποτε εκείνος επιστρέψει στο πατρικό νησί.
Γιατί δεν το φαντάζομαι αναίμακτα να χωριστούν αυτός
150 κι οι άνομοι μνηστήρες, όταν κρυφά μια μέρα γλιστρήσει στο παλάτι.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου