«Μια φορά ο Ζαρατούστρας έριξε την πλάνη του πέρα από τους ανθρώπους, ωσάν όλους τους οραματιστές της μελλούμενης ζωής. Κι έργο ενός θεού που πάσχει και ψυχοδέρνεται μου φάνταξε τότε ο κόσμος.
Όνειρο μου φάνταξε τότε ο κόσμος, και ποίημα ενός θεού. Λαμπρόχρωμος καπνός μπροστά στα μάτια κάποιου θεοτικά ανικανοποίητου.
Καλό και κακό, χαρά και θλίψη, κι Εγώ και Συ, όλα λαμπρόχρωμος καπνός μου φανήκαν μπροστά στα μάτια του δημιουργού.
Ο δημιουργός ποθούσε να κοιτάξει έξω απ’ τον εαυτό του και δημιούργησε τον κόσμο.
Μεθυστική ευφροσύνη για τον πονεμένο να βλέπει απ’ έξω απ’ το δικό του πόνο, και να ξεχνάει τον εαυτό του.
Μεθυστική ευφροσύνη και αυτολησμονιά κάποια φορά μου φάνηκε ο κόσμος.
Ο κόσμος αυτός ο αιώνια ατελής, μιας αιώνας αντίφασης η εικόνα, και όχι μάλιστα πλέρια εικόνα -μια μεθυσμένη ευφροσύνη του ανώριμου δημιουργού της: έτσι κάποια φορά, έτσι μου φάνηκε ο κόσμος.
Έτσι κι εγώ έριξα την πλάνη μου, κάποια φορά πέρα από τους ανθρώπους ωσάν τον πάσα ένα οραματιστή της μελλούμενης ζωής.
Πέρα, από τους ανθρώπους αληθινά;
Αχ, αδερφοί μου εκείνος ο θεός που δημιούργησα ήταν ανθρώπινο έργο και παραφροσύνη, ωσάν όλους τους θεούς!
Άνθρωπος ήταν, φτωχό μονάχα κομμάτι ανθρώπου κι Εγώ; από την ίδια μου την τέφρα και τη φλόγα ανάβρυσε αυτό το φάντασμα, κι αληθινά δεν ήρθε από κανέναν άλλον κόσμο!
Ναι, το Εγώ αυτό και η αντίφαση αυτού του Εγώ και η σύγχυση μιλάει νομιμότατα για το Είναι του, αυτό που δημιουργεί, βούλεται, εκτιμάει και είναι το μέτρο και η αξία των πραγμάτων.
Κι αυτό το απόλυτα νόμιμα Είναι, αυτό το Εγώ, μιλάει για το σώμα και θέλει το σώμα, ακόμα κι όταν εξάπτεται κι όταν ονειροπλέκει και φτερουγίζει με σπασμένες φτερούγες.
Τι έγινε αδερφοί μου;
Νίκησα τον εαυτό μου τον πονεμένο, πήγα ψηλά την τέφρα μου στο βουνό, ανακάλυψα για τον εαυτό μου μια λαγαρότερη φωτιά, και νατό φάντασμα έφυγε αλάργα από μένα.
Ποιος θα ήταν τώρα για μένα και τυραννία, εγώ ο γιατρεμένος να πιστεύω τέτοια φαντάσματα! Ποιος θα ήταν τώρα για μένα και ταπείνωση! Αυτά λέω στους οραματιστές της μελλούμενης ζωής-
Η θλίψη και η αδυναμία εκείνες πλαστουργήσαν όλους τους απόκοσμους κι εκείνη η λεγάμενη τρέλα της ευτυχίας, που τήνε ζει όποιος πονάει πολύ, μονάχα.
Η κούραση που θέλει να τραβήξει ώσαμε την άκρη μ’ ένα θανατερό σαλτάρισμα εκείνη δημιούργησε όλους τους θεούς και τους απόκοσμους.
Πιστέψτε με, αδερφοί μου! Το κορμί ήταν που απογοητεύτηκε για το κορμί -αυτό ψαχούλευε με τα δάχτυλα του πλανημένου πνεύματος τους ύστερους τοίχους.
Πιστέψτε με αδερφοί μου! το κορμί ήταν που απελπίστηκε για τη γης, – εκείνο αφουγκράστηκε την κοιλιά τού Είναι να του μιλάει.
Και τότε ήθελε να περάσει με το κεφάλι μέσα από τους ύστατους τοίχους, κι όχι μονάχα με το κεφάλι μα ολάκερο ήθελε να διαβεί στον «άλλο κόσμο».
Ο άλλος κόσμος όμως είναι καλά κρυμμένος από τους ανθρώπους, ο ανάνθρωπος αστός και απάνθρωπος κόσμος, είναι μονάχα ένα ουράνιο τίποτα. Και η κοιλιά του Είναι δε μιλάει μονάχα στον άνθρωπο, μιλάει ωσάν να είναι άνθρωπος.
Κι αληθινά, είναι μπελαλίδικο το ν’ αποδείξεις το κάθε Είναι και μπελαλίδικο να τό κάνεις να μιλήσει.
Πέστε μου αδερφοί, το πιο παράξενο απ’ όλα τα πράγματα, δε φαίνεται και ποιο αποδεδειγμένο;
Κι ολοένα πιο νόμιμα μαθαίνει να μιλάει το Εγώ: κι όσο πιο πολύ μαθαίνει να μιλάει, τόσο πιο πολλές λέξεις και πιο πολλά εγκώμια βρίσκει για το σώμα και για τη γη.
Καινούρια περηφάνια με δίδαξε το Εγώ μου κι αυτή διδάσκω στους ανθρώπους: να μη χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο των ουράνιων πραγμάτων, μα να σηκώνουν λεύτερα το γήινο κεφάλι, που το νόημα της γης δημιουργεί.
Καινούρια θέληση διδάσκω στους ανθρώπους: το δρόμο εκείνο να προτιμάν, που τυφλά τον ακολούθησε ο άνθρωπος, και να τον αποδέχονται, και να μην του ξεγλιστράν, καθώς οι άρρωστοι και οι ετοιμοθάνατοι!
Άρρωστοι κι ετοιμοθάνατοι ήταν εκείνοι που περιφρόνησαν το σώμα και τη γης κι ανακάλυψαν τα ουράνια και τους σωτήριους αιμάτινους θρόμβους: μα και τούτα τα γλυκά και σκοτεινά δηλητήρια, από το σώμα κι από τη γης τα δανείστηκαν!
Θέλαν να γλιτώσουν από την αθλιότητά τους, και τ’ άστρα τούς φαινόντουσαν πολύ μακριά. Και είπαν αναστενάζοντας: «Αχ, και να υπήρχαν ακόμα ουράνιες στράτες για να γλιστρήσουμε σε μια άλλη ύπαρξη και ευτυχία!» – τότε ανακάλυψαν τα τεχνάσματά τους και τα αιματηρά τους πιοτά!
Ότι αποχωριστήκαν από το σώμα τους κι απ’ τη γης, φανταστήκαν οι αχάριστοι. Σε ποιον όμως χρωστούσαν της έκστασής τους το σπασμό και την ηδονή; Στο σώμα τους και στη γης ετούτη.
Ο Ζαρατούστρας είναι καλόβουλος με τους αρρώστους. Δε φουρκίζεται στ’ αλήθεια με τους τρόπους που παρηγοριόνται και με την αχαριστία τους. Μακάρι να θεραπευτούν και να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να δημιουργήσουν ένα ανώτερο σώμα.
Δε θυμώνει ο Ζαρατούστρας μήτε με το θεραπεμένο, όταν με τρυφεράδα κοιτάζει την αυταπάτη του και τα μεσάνυχτα πλανιέται γύρω στον τάφο του θεού του. Όμως αρρώστια κι άρρωστο σώμα, είναι για μένα κι αυτά τα δάκρυά τους ακόμα.
Πολλοί υπήρξαν οι άρρωστοι ανάμεσα σε κείνους που ονειροφαντάζονται κι αποζητάν το θεό: μισούν λυσσασμένα όποιον διψάει για την αλήθεια και για κείνη την πιο νέα απ’ όλες τις αρετές: τη νομιμοφροσύνη.
Κοιτάζουν πάντα πίσω τους τούς σκοτεινούς καιρούς: τότε, φυσικά, η πίστη και η πλάνη ήταν διαφορετικά πράγματα. Η μανία του λογικού ήταν ομοίωμα του θεού και ήταν η αμφιβολία αμάρτημα.
Γνωρίζω πάρα πολύ καλά αυτούς τους όμοιους με το θεό: Θέλουν να τους πιστεύουμε και να θαρρούμε την αμφιβολία αμάρτημα. Και γνωρίζω ακόμα πάρα πολύ καλά ποια είναι η δική τους πίστη.
Δεν πιστεύουν, αλήθεια, μήτε στην άλλη ζωή, μήτε στους σωτήριους αιμάτινους θρόμβους: στο σώμα πιστεύουν, κι αυτοί πιο πολύ, και το σώμα τους είναι γι’ αυτούς το πραγματικό ον.
Όμως ένα ον άρρωστο είναι γι’ αυτούς: και με χαρά θα βγαίναν από το πετσί τους. Για τούτο ακούν τους κήρυκες του θανάτου και κηρύσσουν κι αυτοί την άλλη ζωή.
Ακούστε καλύτερα αδερφοί μου τη φωνή του θεραπεμένου σώματος: η φωνή μου είναι πιο νομιμόφρονη και πιο αγνή.
Ποιο νομιμόφρονα, πιο αγνά μιλάει το γερό το σώμα, το άρτιο το τετραγωνικό και μιλάει για το νόημα της γης».
Αυτά έλεγε ο Ζαρατούστρας.
Friedrich Nietzsche, Τάδε έφη Ζαρατούστρας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου