O Jerome Klapka Jerome γεννήθηκε το 1859 στο Γουόλσολ του Στάφορντσάιρ, στην κεντρική Αγγλία. Ήταν το µικρότερο παιδί µιας µεσοαστικής οικογένειας η οποία πτώχευσε και µετακόµισε στην εργατική περιοχή Πόπλαρ του Λονδίνου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο έφηβος Tζερόµ άφησε το σχολείο και εργάστηκε ως υπάλληλος σιδηροδρόµων, ηθοποιός, δάσκαλος και δηµοσιογράφος. Υπήρξε παραγωγικότατος συγγραφέας και, παράλληλα, ακούραστος εξερευνητής νέων ιδεών και εµπειριών. Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, στη Ρωσία και στην Αµερική. Εκτός από το διάσηµο χιουµοριστικό έργο του Τρεις σε µια βάρκα (χωρίς να υπολογίσουµε τον σκύλο) (1889), έγραψε πολλά µυθιστορήµατα, νουβέλες, συλλογές ευθυµογραφηµάτων όπως Οι νωχελικές σκέψεις ενός αργόσχολου (1886) και Η νέα ουτοπία (1891), που έχει µεταφράσει στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, καθώς και αρκετά θεατρικά, που γνώρισαν µεγάλη επιτυχία. Πέθανε από εγκεφαλική αιµορραγία το 1927, στο Νορθάµπτον.
Το κείμενο που ακολουθεί -σε μετάφραση Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- είναι από το βιβλίο του Η νέα ουτοπία (1891)· το δημοσιεύουμε ολόκληρο.
Η Νέα Ουτοπία
Μετά το δείπνον, κ’ επάνω στα πούρα (οφείλω να είπω ότι ειξεύρουν πως να φουμάρουν καλά πούρα εις την Εθνικήν Σοσιαλιστικήν Λέσχην), έσχομεν διδακτικωτάτην συζήτησιν περί της μελλούσης ισότητος των ανθρώπων και της δημεύσεως των κεφαλαίων. Δεν ήμην ικανός να λάβω πολύ μέρος εις την συζήτησιν εγώ ο ίδιος, διότι, μείνας όταν ήμην παιδίον εις θέσιν ήτις καθίστα αναγκαίον δι’ εμέ να κερδίζω ο ίδιος τα προς το ζην, ουδέποτε είχα λάβη καιρόν και αφορμήν να συζητήσω τα ζητήματα ταύτα. Αλλ’ ηκροώμην μετά πολλής προσοχής όταν οι φίλοι μου εξήγουν πώς, επί τόσους και τόσους αιώνας πριν γεννηθώσιν αυτοί, ο κόσμος επήγαινε στραβά και πως εντός ολιγίστων ετών εννοούσαν να τον κάμουν να πηγαίνη ίσια. Η ισότης όλης της ανθρωπότητος ήτο το σύνθημά των· πλήρης ισότης εις όλα τα πράγματα· ισότης εις την ιδιοκτησίαν και ισότης εις την θέσιν και επιρροήν, ισότης εις τας υποχρεώσεις, και ισότης εις την ευτυχίαν και την αυτάρκειαν. Ο κόσμος ανήκει εις όλους ομαδόν, και πρέπει να μοιρασθή εξ ίσου. Η εργασία εκάστου ανθρώπου είναι κτήμα, όχι του ιδίου, αλλά της πολιτείας ήτις τον τρέφει και τον ενδύει, και πρέπει να εφαρμοσθή όχι προς ιδίαν του ανάπτυξιν, αλλά προς πλουτισμόν της φυλής. Ο ατομικός πλούτος, αυτή η κοινωνική άλυσις με την οποίαν οι ολίγοι έδεσαν τους πολλούς, αυτό το πιστόλιον του ληστού, διά του όποιου μικρά συμμορία κλεπτών ελήστευσαν όλην την κοινωνίαν από τους καρπούς των κόπων της, οφείλει ν’ αφαιρεθή από τας χείρας όπου τον κατακρατούν τόσον καιρόν τώρα. Αι κοινωνικαί διακρίσεις, αυτοί οι φραγμοί διά των όποιων η υψουμένη πλήμμυρα της ανθρωπότητος περιωρίσθη και εχαλινώθη έως τώρα, πρέπει να εκλίπωσι δια πάντοτε. Το ανθρώπινον γένος οφείλει να εργασθή δια να εκπληρώση τον προορισμόν του (οιοσδήποτε και αν είναι ούτος), όχι καθώς τώρα ως διεσπαρμένον στίφος, έκαστος βαδίζων δι’ εαυτόν, οι πλούσιοι επί του ομαλού λιθοστρώτου, οι απόκληροι επί των σκληρών χαλίκων, αλλ’ ως συντεταγμένος στρατός, βαδίζοντες παραπλεύρως αλλήλων επί του ομαλού πεδίου της δικαιοσύνης και της ισότητος. Ο μέγας κόλπος της μητρός ημών γης πρέπει να τρέφη όλα τα τέκνα της, ίσα και ίσα· κανείς δεν πρέπει να πεινά, κανείς δεν πρέπει να παραχορταίνη. Ο δυνατός δεν πρέπει ν’ αρπάζη περισσότερα από τον ασθενή· ο επιτήδειος δεν πρέπει να σχεδιάζη όπως κερδίση περισσότερα από τον απλοϊκόν. Του ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής· και εις όλην την ανθρωπότητα πρέπει να διαμοιρασθή εις άρτιας μερίδας. Όλοι οι άνθρωποι ήσαν ίσοι κατά τους νόμους της φύσεως, και οφείλουσι να είναι ίσοι κατά τους νόμους του ανθρώπου. Με την ανισότητα έρχεται η ένδεια, η κακουργία, η αμαρτία, η ιδιοτέλεια, η ιταμότης και η υποκρισία. Εις ένα κόσμον όπου όλοι θα ήσαν ίσοι, δεν θα υπήρχε πειρασμός κακού, και η φυσική μας ευγένεια θ’ ανεδεικνύετο. Όταν όλοι οι άνθρωποι θα ήσαν ίσοι, ο κόσμος θα ήτο ουρανός, απηλλαγμένος μόνον της οχληράς δεσποτείας του Θεού. Υψώσαμεν τα ποτήρια μας και επίαμεν υπέρ της ισότητος, της ιεράς ίσότητος· και είτα διετάξαμεν τον παίδα να μας φέρη πράσινον Σαρτρέζ και περισσότερα τσιγάρα. Επέστρεψα οίκαδε πολύ σύννους. Δεν ημπόρεσα να κοιμηθώ επί πολύ· εκοιτόμην έξυπνος, αναλογιζόμενος την οπτασίαν εκείνην περί του νεωτέρου κόσμου, όστις είχε παρουσιασθή εις εμέ. Πόσον χαριτωμένος κόσμος θα ήτο, εάν μόνον το σχέδιον των φίλων μου σοσιαλιστών ηδύνατο να εκτελεσθή. Δεν θα υπήρχε πλέον τίποτε εκ της αλληλομαχίας και αλληλοφαγίας ταύτης, δεν θα υπήρχεν αντιζηλία, ούτε δυσφορία, ούτε φόβος πτωχείας. Η πολιτεία θα ελάμβανε φροντίδα δι’ ημάς από της ώρας καθ’ ην εγεννώμεθα μέχρι του θανάτου μας, και θα επρόβλεπε δι’ όλας τας ανάγκας μας από της κοιτίδος μέχρι του φερέτρου, αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, και ημείς ούτε ανάγκην θα είχομεν να φροντίσωμεν δια το πράγμα. Δεν θα υπήρχε πλέον βαρεία εργασία (τρίωρος εργασία καθ’ εκάστην θα ήτο κατά τους υπολογισμούς μας ο όρος, τον όποιον θ’ απήτει η Πολιτεία από κάθε νέον πολίτην, και εις κανένα δεν θα επετρέπετο να εργασθή περισσότερον —δεν θα έπετρέπετο ουδ’ εις εμέ), ούτε πτωχός δια να ελεήση τις, ούτε πλούσιος δια να φθονήση— κανείς όστις να μας βλέπη χαμηλότερά του, κανείς τον όποιον να βλέπωμεν χαμηλότερά μας (όχι τόσον ευάρεστος η τελευταία αύτη σκέψις) —όλη η ζωή μας θα ήτο κανονική και τακτοποιημένη δι’ ημάς— δεν θα είχομεν τίποτε να σκεφθώμεν ειμή τον ένδοξον προορισμόν (οποιοσδήποτε και αν ήτο) της ανθρωπότητος. Είτα οι λογισμοί μου αίφνης απέπτησαν εις το χάος, και απεκοιμήθην.
Όταν εξύπνησα, εύρον τον εαυτόν μου κείμενον υπό υαλίνην θήκην, εν υψηλώ, ατερπεί θαλάμω. Επιγραφή τις υπήρχεν υπεράνω της κεφαλής μου. Ανεσηκώθην και την ανέγνωσα. Είχεν ως εξής: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΕΠΟΧΗ — ΙΘ’ ΕΚΑΣΟΝΤΑΕΤΗΡΙΣ«Ο άνθρωπος ούτος ευρέθη κοιμισμένος εν τινι οικία του Λονδίνου μετά την μεγάλην κοινωνικήν επανάστασιν του 1899. Εκ των πληροφοριών τας οποίας έδωκεν η σπιτονοικοκυρά της οικίας φαίνεται ότι θα είχε κοιμηθή ήδη όταν ανεκαλύφθη, υπέρ τα δέκα έτη, καθόσον αύτη εξέχασε να τον φωνάξη. Απεφασίσθη, δι’ επιστημονικούς σκοπούς, να μην τον εξυπνήσωσιν, αλλά να ίδωσιν ακριβώς ως πόσα έτη θα εκοιμάτο, και επομένως εκομίσθη και απετέθη εις το Μουσείον των Περιέργων, τη 11 Φεβρουάριου 1900. «Παρακαλούνται οι επισκέπται να μη ρίπτωσι νερόν δια των οπών» Γηραιός κύριος με νοήμονα φυσιογνωμίαν, όστις ησχολείτο τακτοποιών στοιβαγμένας τινάς σαύρας εις τινα παρακειμένην θήκην, ήλθε και ανεσήκωσε το κάλυμμα της υαλίνης θήκης μου.
—Τι τρέχει; ηρώτησε· μήπως σας ηνώχλησε τίποτε; —Όχι, είπα· ξυπνώ πάντοτε όταν αισθανθώ ότι εκοιμήθην αρκετά. Τι εκατονταετηρίς είναι τώρα; —Είναι, είπεν, η εικοστή ενάτη εκατονταετηρίς. Εκοιμήθητε σωστά χίλια έτη. —Α! καλά, τόσον καλλίτερα αισθάνομαι τον εαυτόν μου, απήντησα, κατερχόμενος άμα της τραπέζης. Δεν είναι τίποτε ωσάν τον ύπνον που εχόρτασε κανείς. — Καταλαμβάνω ότι θα κάμης το συνηθισμένον πράγμα, είπεν ο γηραιός κύριος ενώ εγώ εφορούσα τα ενδύματά μου, τα όποια ευρίσκοντο παραπλεύρως εμού εντός της θήκης. Θα ζητήσης να περιπατήσω μαζύ σου εις όλην την πόλιν, και να σου εξηγήσω όλας τας μεταβολάς, ενώ θα έρωτας και θα κάμνης ανοήτους παρατηρήσεις. —Μάλιστα, απήντησα, υποθέτω ότι αυτό πρέπει να κάμω. —Κ’ εγώ, ούτω νομίζω, εμορμύρισεν. Έλα και ας πηγαίνωμεν. Και με ωδήγησεν εκτός του θαλάμου. ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα, είπα: —Και είναι τώρα όλα καλά και τέλεια; —Τι πράγμα; —Ο κόσμος, απήντησα. Μερικοί φίλοι μου εσχεδίαζαν, πριν υπάγω να πλαγιάσω, να τον χαλάσουν και πάλιν να τον φτιάσουν καθώς έπρεπε. Κατώρθωσαν να τον φτιάσουν εν τω μεταξύ; Είναι όλοι ίσοι τώρα, και η αμαρτία και ο πόνος και όλα αυτά εξέλιπον πλέον; —Ω, βέβαια, απήντησεν ο οδηγός μου· θα τα εύρετε όλα καλά και δίκαια τώρα.
Ειργάσθημεν πολύ δραστηρίως ενώ εκοιμάσθε. Κατεστήσαμεν αυτήν την γην τελείαν τώρα, δύναμαι να είπω. Εις κανένα δεν επιτρέπεται να πράττη κακίαν τινά η ανοησίαν και όσον αφορά την ισότητα, ούτε οι βάτραχοι δεν έχουν μεταξύ των τόσην όσην ημείς. (Ωμίλει κάπως χυδαϊκώ τω τρόπω, μοι εφάνη· αλλά δεν επεθύμουν να τον επιπλήξω). Επεριδιαβάσαμεν εντός της πόλεως. Ήτο πολύ καθάριος και ησυχωτάτη. Αι οδοί, δι’ αριθμών σημειούμεναι, διέθεον παραλλήλως τεμνόμεναι εις ευθείας γωνίας και όλα επαρουσίαζον ακριβώς την αυτήν όψιν. Δεν υπήρχον ίπποι ούτε άμαξαι. Όλη η κυκλοφορία εγίνετο δι’ ηλεκτρικών αμαξίων. Όλοι οι άνθρωποι όσους συνηντώμεν είχον ήρεμον, σοβαράν έκφρασιν, και ήσαν τόσον όμοιοι εις με τον άλλον, ώστε να εμπνεύσωσι την ιδέαν ότι ήσαν μέλη της αυτής οικογένειας. Έκαστος εφόρει, ως και ο οδηγός μου, στακτεράν περισκελίδα και στακτερόν χιτώνα, κομβωμένον σφικτά περί τον λαιμόν και συστελλόμενον δια τελαμώνος περί την μέσην. Έκαστος ήτο ξυραφισμένος γένειον και μύστακα και έκαστος είχε μέλαιναν κόμην. Είπα: —Είναι όλοι αυτοί οι άλλοι άνθρωποι δίδυμοι; —Δίδυμοι! όχι δα, καλέ μου! απήντησεν ο οδηγός. Τι σας έκαμε να το νομίσητε αυτό; Το ότι όλοι είναι τόσον όμοιοι, και έχουν μαύρα μαλλιά όλοι. —Ω! αυτό, είναι ο κανονισμός του χρώματος δια τα μαλλιά, εξήγησεν ο σύντροφός μου· έχομεν όλοι μαύρα μαλλιά. Εάν αι τρίχες ενός άνθρώπου δεν είναι μαύραι φυσικά, οφείλει να τας βάψη μαύρας. —Διατί; ηρώτησα. —Διατί! απήντησεν οργίλος κάπως ο γηραιός κύριος. Διότι, νομίζω ότι εκαταλάβατε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τώρα ίσοι. Τι θα εγίνετο η ισότης μας, εάν εις ανήρ ή μία γυνή είχε το δικαίωμα να βγαίνη ’ς το σπάτσιο με χρυσόξανθα μαλλιά, ενώ άλλος θα εφιγουράριζε με το χρώμα του γογγυλιού; Οι άνθρωποι κατώρθωσαν όχι μόνον να είναι εις τας ευτυχείς ταύτας ημέρας ίσοι, αλλά και να φαίνωνται ίσοι, όσον το δυνατόν. Υποχρεούντες όλους τους άνδρας να είναι ολοξούριστοι, και όλους τους άνδρας και τας γυναίκας να έχωσι μαύρα μαλλιά κομμένα εις το αυτό μήκος, επανορθούμεν, εν τινι μέτρω, τα λάθη της φύσεως. Είπα: —Διατί μαύρα; Απήντησεν ότι δεν είξευρεν, άλλ’ ότι αυτό ήτο το χρώμα το όποιον είχεν αποφασισθή. —Από ποιον; ηρώτησα. —Από την Πλειονοψηφίαν, απήντησεν αίρων τον πίλον του και χαμηλώνων τους οφθαλμούς του ως εν προσευχή.
Εβαδίσαμεν περαιτέρω, και είδομεν πολλούς διαβάτας. Ηρώτησα: —Δεν υπάρχουν γυναίκες εις αυτήν την πόλιν; —Γυναίκες! ανεφώνησεν και οδηγός μου. Βεβαίως, υπάρχουσι. Συνηντήσαμεν ήδη εκατοντάδας. —Ενόμιζα ότι θα εγνώριζα μίαν γυναίκα όταν θα την έβλεπα· αλλά δεν ενθυμούμαι να παρετήρησα καμμίαν. —Ιδού δύο εκεί, είπεν εφιστών την προσοχήν μου εις ζεύγος προσώπων διερχομένων πλησίον μας, αμφοτέρων με περισκελίδας και χιτώνια στακτερά. —Πώς τας γνωρίζετε ότι είναι γυναίκες; ηρώτησα. —Βλέπετε τους μεταλλίνους αριθμούς τους οποίους και καθείς φέρει εις το περιλαίμιόν του; —Ναι· ακριβώς εσκεπτόμην οπόσον πλήθος αστυνομικών κλητήρων έχετε, και ηπόρουν που είναι οι άλλοι άνθρωποι, οι μη κλητήρες. —Λοιπόν, οι άρτιοι αριθμοί είναι γυναίκες· οι περιττοί είναι άνδρες.—Πόσον απλούστατα! παρετήρησα· υποθέτω ότι μετά μικράν πείραν ημπορείτε να διακρίνετε το εν φύλον από του άλλου, με το πρώτον βλέμμα σχεδόν. —Ω! βέβαια, απήντησεν. Εβαδίσαμεν εν σιωπή επί βραχύ. Είτα ηρώτησα: —Διατί έχει και καθείς ένα αριθμόν; —Δια να διακρίνεται, απήντησεν ο σύντροφός μου. —Δεν έχουν λοιπόν ονόματα; —Όχι. —Διατί; —Ω! ήτο τόση ανισότης εις τα ονόματα. Μερικοί άνθρωποι εκαλούντο Μοντμόρενσυ, και έβλεπον περιφρονητικώς τους καλουμένους Σμίθ· και οι Σμάυθ πάλιν δεν κατεδέχοντο να συναναστραφώσι με τους Τζόουνς· τούτου ένεκα απεφασίσθη η κατάργησις των ονομάτων και εδόθη εις αριθμός εις έκαστον. —Δεν παραπονούνται οι Μοντμόρενσυ και οι Σμάυθ; —Βεβαίως· αλλ’ οι Σμίθ και οι Τζόουνς ήσαν εν τη πλειονοψηφία. —Και οι αριθμοί Εν και Δύο δεν περιεφρόνουν τους αριθμούς Τρία και Τέσσαρα και καθεξής; —Κατ’ αρχάς, ναι! Άλλα με την κατάργησιν του πλούτου, οι αριθμοί έχασαν την αξίαν των, εκτός δια βιομηχανικούς σκοπούς και δια της διπλής ακροστιχίδος, και τώρα ο αριθμός 100 δεν θεωρεί τον εαυτόν του ανώτερον από τον αριθμόν 1.000.000.
Δεν είχον νιφθή όταν ηγέρθην, διότι δεν υπήρχον τα προς νίψιν εν τω Μουσείο, και ήρχιζα να αισθάνομαι ενόχλησίν τινα και ζέστην. Είπα: —Ειμπορώ να νιφθώ πουθενά; Άπήντησεν: —Όχι· δεν μας επιτρέπεται να νιπτώμεθα. Οφείλετε να περιμένετε ως τας τέσσαρας και μισή, και τότε θα σας νίψουν διά να πάρετε το τσάι. —Θα με νίψουν! Ποιος; —Η πολιτεία. Είπεν ότι είχαν κρίνει ότι δεν ηδύναντο να διατηρήσωσι την ισότητά των εάν επετρέπετο εις τους ανθρώπους να νίπτονται. Τινές των ανθρώπων ενίπτοντο τρις ή τετράκις της ημέρας, ενώ άλλοι δεν ήγγιζον ποτέ νερόν και σάπωνα απ’ αρχής μέχρι τέλους του έτους, και επομένως συνέβη να υπάρχωσι δύο διακεκριμέναι τάξεις, οι νιμμένοι και οι άνιπτοι. Όλαι οι πάλαι προλήψεις περί κοινωνικών τάξεων ήρχισαν τότε ν’ αναζωπυρώνται. Οι νιμμένοι περιεφρόνουν τους ανίπτους, και οι άνιπτοι εμίσουν τους νιμμένους. Όθεν δια να παύση πάσα διχόνοια, η πολιτεία απεφάσισε να εκτελή αυτή το νίψιμον, και πας πολίτης ενίπτετο τώρα δις της ημέρας δι’ υπαλλήλων της κυβερνήσεως· το δε ιδιωτικόν νίψιμον ήτο απηγορευμένον. Παρετήρησα ότι δεν διήλθομεν οικίας καθ’ όσον επροβαίνομεν, μόνον μεγάλας ογκωδεστάτας και άκομψους οικοδομάς, όμοιας με στρατώνας, όλας του αυτού σχήματος και μεγέθους. Ενίοτε εις τινα γωνίαν παρεπορευόμεθα μικροτέραν τινά οικοδομήν, φέρουσαν επιγραφήν «Μουσείον», «Νοσοκομείον», «Αίθουσα Συζητήσεων», «Λουτρόν», «Γυμνάσιον», «Ακαδημία Επιστημών», «Έκθεσις Βιομηχανίας», «Σχολή Ομιλητικής», κτλ. κτλ., άλλα ουδέποτε οικίαν.
Είπα: —Δεν κατοικεί κανείς εις αυτήν την πόλιν; Εκείνος απήντησε: —Κάμνεις ανοήτους ερωτήσεις· εις την τιμήν μου, αυτό κάμνεις. Που νομίζεις ότι κατοικούν οι άνθρωποι; Είπα: —Αυτό ίσα-ίσα προσπαθώ να εννοήσω. Δεν βλέπω οικίας πουθενά. Εκείνος είπε: — Δεν μας χρειάζονται οικίαι —τοιαύται οικίαι, οποίας τας εννοείς. Είμεθα σοσιαλισταί· συζώμεν ομού εν αδελφότητι και ισότητι. Κατοικούμεν εις εκείνα τα μεγάλα κτίρια που βλέπεις. Έκαστον κτίριον χωρεί ανέτως χιλίους πολίτας. Περιέχει χιλίας κλίνας, εκατόν εις έκαστον θάλαμον, καθώς και λουτρώνας, και καλλωπιστήρια αναλόγως, και μίαν τραπεζαρίαν και μαγειρεία. Εις τας επτά κάθε πρωί σημαίνει ο κώδων, και έκαστος σηκώνεται και συγυρίζει το κρεββάτι του. Εις τας επτάμισυ πηγαίνουν εις τα καλλωπιστήρια και νίπτονται και ξυραφίζονται και κτενίζονται. Εις τας οκτώ παρατίθεται το πρόγευμα εις την κοινήν τράπεζαν. Το πρόγευμα συνίσταται εις χορταρικά και γάλα, εις ίσην δόσιν δι’ έκαστον πολίτην. Είμεθα όλοι αυστηρώς φυτοφάγοι τώρα. Αι ψήφοι των φυτοφάγων ηυξήθησαν καταπληκτικώς κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, και επειδή και οργανισμός των ήτο πολύ τέλειος, ηδυνήθησαν να επιβάλωσι την θέλησίν των εν πάση εκλογή από πεντηκονταετίας. Την πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν κρούεται πάλιν ο κώδων, και οι άνθρωποι επιστρέφουν δια το γεύμα, το όποιον συνίσταται εις κυάμους και οπώρας και εις γλύκυσμα δις της εβδομάδος. Την πέμπτην ώραν δίδεται τσάι, και την δεκάτην τα φώτα σβύνονται και ο καθείς πηγαίνει να κοιμηθή. Είμεθα όλοι ίσοι, και ζώμεν όλοι μαζύ, γραμματεύς και οδοκαθαριστής, πεταλωτής και φαρμακοποιός, όλοι ομού εν ελευθερία και αδελφότητι. Οι άνδρες κατοικούσιν εις τα κτίρια τα προς το μέρος τούτο της πόλεως, και αι γυναίκες εις τα κτίρια τα προς το άλλο άκρον της πόλεως. —Που κατοικούν οι έγγαμοι; ηρώτησα εγώ. —Ω! δεν έχομεν νυμφευμένα ζεύγη, απήντησεν εκείνος· κατηργήσαμεν τον γάμον προ διακοσίων ετών. Βλέπετε, ο έγγαμος βίος δεν εταίριαζε καθόλου με το σύστημά μας. Ο οικιακός βίος ήτο όλως εναντίος του σοσιαλισμού. Οι άνθρωποι εφρόντιζον περισσότερον δια τας γυναίκας και τα τέκνα των παρά δια την πολιτείαν. Ήθελαν να εργάζωνται δια τον μικρόν κύκλον των προσφιλών των μάλλον παρά δια το καλόν της κοινωνίας. Εμερίμνων πλειότερον περί του μέλλοντος των τέκνων των παρά περί της τύχης της ανθρωπότητος. Οι δεσμοί της αγάπης και του αίματος συνέδεον τους ανθρώπους σφιγκτά εις μικράς ομάδας αντί εις μεγάλας. Πριν σκεφθώσι περί της προόδου του ανθρωπίνου γένους, οι άνθρωποι εσκέπτοντο περί της προόδου των συγγενών και των οικείων των. Πριν αγωνισθώσιν υπέρ της μεγαλειτέρας ευτυχίας του μεγαλειτέρου πλήθους, ηγωνίζοντο υπέρ της ευτυχίας των ολίγων στενών και προσφιλών εις αυτούς. Εν τω κρύπτω άνδρες και γυναίκες εθησαύριζαν και εκοπίαζον και εθυσίαζον εαυτούς, ώστε να δώσωσιν εν τω κρύπτω πρόσθετόν τινα δωρεάν χαράς εις τους οικείους των. Ο έρως εξήγειρε το ελάττωμα της φιλοδοξίας εις τας καρδίας των ανθρώπων. Δια να εφελκύσωσι τα μειδιάματα των γυναικών, ηρώντο· δια να αφήσωσιν όνομα όπισθεν των, το όποιον τα τέκνα των θα υπερηφανεύοντο να φέρωσιν, οι άνδρες εζήτουν να υψωθώσιν υπεράνω του κοινού, να κατορθώσωσι πράξιν τινα η οποία θα έκαμνε τον κόσμον ν’ αποβλέπη προς αυτούς και να τιμά αυτούς υπέρ τους άλλους ανθρώπους και να αποτυπώσωσι βαθύτερα τα ίχνη των ποδών των επί της κονιορτώδους οδού της εποχής. Αι θεμελιώδεις αρχαί του σοσιαλισμού παρεμποδίζοντο καθημερινώς και κατεπατούντο. Έκαστη οικία ήτο επαναστατικόν κέντρον προς διάδοσιν του ατομισμού και της προσωπικότητος. Από το θάλπος εκάστης οικιακής εστίας εξείρπον αι έχιδναι συντροφία και Ανεξαρτησία, δάκνουσαι την πολιτείαν και δηλητηριάζουσαι τα πνεύματα των ανθρώπων. Αι αρχαί της ισότητος διεφιλονικούντο φανερά. Οι άνδρες, όταν ηγάπων γυναίκά τινα, ενόμιζον αυτήν πάσης άλλης γυναικός υπερτέραν, και ούδ’ ελάμβανον τον κόπον ν’ αποκρύψωσι την γνώμην των. Aι φίλανδροι σύζυγοι επίστευον τους άνδρας των ως φρονιμωτέρους και γενναιοτέρους και χρηστοτέρους πάντων των άλλων ανδρών. Αι μητέρες κατεγέλων την ιδέαν του ότι τα τέκνα των δεν ήσαν κάπως υπέρτερα των άλλων παιδιών, τα παιδία εποτίζοντο την βδελυράν αίρεσιν ότι και πατήρ και η μήτηρ των ήσαν οι άριστοι του κόσμου γονείς. Υπό οιανδήποτε έποψιν και αν κρίνετε, η οικογένεια ίστατο απέναντί μας ως εχθρός. Εις ανήρ είχε χαρίεσσαν σύζυγον και δύο εύτακτα και ευπειθή τέκνα· ο γείτων του ενυμφεύετο μίαν μέγαιραν και εγίνετο πατήρ ένδεκα κακομαθημένων και οχληρών παιδιών· πού η ισότης; Πάλιν, όπου η οικογένεια υπάρχει, εκεί ενσκήπτουσιν εις μετά τον άλλον οι άγγελοι της χαράς και της λύπης· και εις ένα κόσμον όπου η χαρά και η λύπη είναι γνώριμοι, η ισότης δεν δύναται να ζήση. Εις ανήρ και γυνή την νύκτα κλαίουσιν άνωθεν μικρού φερέτρου. Από την άλλην πλευράν του τοίχου ωραίον ζεύγος, με τας χείρας συμπεπλεγμένας, μειδιώσι προσβλέποντες τα ανόητα μειδιάματα και παιγνίδια ευτραφούς βρέφους. Και η πτωχή ισότης τι γίνεται; Τοιαύτα πράγματα δεν πρέπει να επιτρέπωνται. Ο έρως εβλέπομεν ότι ήτο ο εχθρός μας εις πάσαν καμπήν της οδού. Ούτος κατέστησεν αδύνατον την ισότητα. Έφερε χαράν και λύπην, και ησυχίαν και βάσανα εις τον δρόμον του. Διετάραττε τας πεποιθήσεις των ανθρώπων, και διεκύβευε την τύχην της ανθρωπότητος· όθεν κατηργήσαμεν αυτόν και πάντα τα έργα αυτού. Τώρα δεν υπάρχουν γάμοι και επομένως δεν υπάρχουν οικιακαί φροντίδες· δεν υπάρχουν μνηστείαι, άρα ούτε καρδιόπονοι· δεν υπάρχουν έρωτες, άρα ούτε λύπαι· ούτε φιλήματα ούτε δάκρυα. Ζώμεν όλοι ομού έν ισότητι, ελεύθεροι από τας ενοχλήσεις της χαράς και της λύπης.
Είπα: Πρέπει να είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα· αλλ’ ειπέ μοι (ερωτώ απλώς υπό επιστημονικήν έποψιν) πώς εκτελείται η προμήθεια των ανδρών και των γυναικών; Μοι είπεν: —Ω! αυτό είναι απλούστατον. Πώς εξετελείτε σεις, εις τας ημέρας σας, την προμήθειαν των ίππων και των αγελάδων; Την άνοιξιν, τόσα παιδία, κατά τας ανάγκας της πολιτείας, προβλέπονται καταλλήλως, και ανατρέφονται επιμελώς, υπό ιατρικήν επιτήρησιν. Όταν γεννηθώσιν, αποσπώνται από τας μητέρας των, φόβω μήπως συνηθίσουν να τ’ αγαπώσι, και ανατρέφονται εις τα δημόσια τροφεία και σχολεία, μέχρι του 14ου έτους. Τότε εξετάζονται από τους δημοσίους επόπτας, οι όποιοι αποφασίζουν δια ποιον έργον είναι κατάλληλα, και εις το έργον τούτο μαθητεύονται ακολούθως. Εις το εικοστόν έτος αναλαμβάνουσι την τάξιν των ως πολίται, και αποκτώσι το δικαίωμα της ψήφου. Ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα δύο φύλα χαίρουσιν ίσα προνόμια. Είπα: —Τι πράγμα είναι τα προνόμια; Εκείνος απήντησε: —Πως! Όλα όσα σας είπα. Περιεπατήσαμεν επί τινα στάδια ακόμη, άλλα δεν έβλεπα τίποτε άλλο ειμή οδούς και πάλιν οδούς, με τα άκομψα εκείνα μακρά κτίρια ένθεν και ένθεν. Είπα: —Δεν έχει μαγαζειά ούτε καταστήματα πουθενά; —Όχι, απήντησε· τι μας χρειάζονται τα μαγαζειά; η πολιτεία μάς τρέφει, μάς ενδύει, μάς σπιτώνει, μάς νοσηλεύει, μάς νίπτει, μάς καλλωπίζει, μάς βάπτει τα μαλλιά και μάς θάπτει. Τι θα μας έκαμναν τα μαγαζειά; Ήρχισα να αισθάνωμαι κούρασιν από τον περίπατον αυτόν. Είπα: —Δεν ειμπορούμεν να υπάγωμεν πουθενά να πάρωμεν ένα πιοτό; Εκείνος είπε: —Πιοτό! Τι πράγμα είναι το πιοτό; Πίνομεν μισό ποτήρι κακάο εις το γεύμα μας. Αυτό εννοείτε; Δεν ησθανόμην αρκετάς δυνάμεις δια να του εξηγήσω το πράγμα, και βεβαίως δεν θα με ενόει εάν το έκαμνα. Όθεν είπα: —Ναι· αυτό ενόουν· συνηντήσαμεν ωραίον τινα άνδρα, και παρετήρησα ότι είχε μόνον ένα βραχίονα. Είχον παρατηρήσει ήδη δύο ή τρεις άλλους μεγαλοσώμους άνδρας με ένα μόνον βραχίονα, και μοι είχε φανεί περίεργον. Έκαμα την παρατήρησιν εις τον ξεναγόν μου. Εκείνος απήντησε: —Μάλιστα· όταν ένας άνθρωπος εξέχει πολύ από το μέσον ανάστημα και την ευρωστίαν, του κόπτομεν το εν σκέλος ή τον ένα βραχίοντα, ώστε να επιφέρωμεν την ισότητα· τον κατεβάζομεν ολίγον παρακάτω τρόπον τινά. Η φύσις, βλέπετε, υστερεί οπίσω ως προς τον αιώνα μας· αλλά κάμνομεν ό,τι ειμπορούμεν δια να την διορθώσωμεν. Είπα: —Υποθέτω ότι δεν ειμπορείτε να την καταργήσητε; —Βέβαια, όχι εντελώς, απήντησε. Μόνον επιθυμούμεν να ειμπορούσαμεν. Αλλά, προσέθηκεν είτα μετά συγγνωστής υπερηφανείας, κατωρθώσαμεν πολλά. Εγώ είπα: —Αν συμβή ν’ αναφανή έξοχός τις άνθρωπος, τι τον κάμνετε;—Δεν μας μέλει τόσον δι’ αυτά τα πράγματα τώρα, απήντησε. δεν συνέβη ν’ αναφανή μεγάλη τις εγκεφαλική δύναμις πολύν καιρόν τώρα. Όταν τύχη, εκτελούμεν χειρουργικήν εγχείρησιν επί της κεφαλής, και τούτο καταπραΰνει τον εγκέφαλόν του και τον κατεβάζει ολίγον παρακάτω. Μου ήλθε κάποτε η ιδέα, προσέθηκεν ο γηραιός κύριος, ότι είναι κάπως αξιολύπητον ότι δεν δυνάμεθα και ν’ άνεβάζωμεν παραπάνω ενίοτε, αντί ολονέν να κατεβάζωμεν παρακάτω· άλλα βεβαίως τούτο είναι αδύνατον. Είπα: —Νομίζετε ορθόν το ν’ ακρωτηριάζετε τους ανθρώπους τούτους και να τους εξευτελίζητε κατ’ αυτόν τον τρόπον; Εκείνος είπε: —Βέβαια, είναι ορθόν. —Φαίνεσθε πάρα πολύ βέβαιος περί του πράγματος, είπα εγώ· διατί είναι «βέβαια» ορθόν; —Διότι το κάμνει η πλειονοψηφία. —Πώς τούτο το καθιστά ορθόν; —Μία πλειονοψηφία δεν δύναται να πράξη κακόν, είπε. —Ω! αυτό νομίζουν και οι άνθρωποι οι ακρωτηριαζόμενοι; —Εκείνοι! απήντησεν έκπληκτος επί τη ερωτήσει· εκείνοι είναι εν τη μειονοψηφία. —Ναι· άλλα και μία μειονοψηφία έχει δικαίωμα εις τους βραχίονάς της, και τα σκέλη της και τας κεφαλάς της, ή όχι; —Μία μειονοψηφία δεν έχει κανέν δικαίωμα, είπε. Εγώ είπα:—Θα συμφέρη, ως φαίνεται, ν’ ανήκη τις εις την πλειονοψηφίαν, αν πρόκειται να ζήση εδώ, αλήθεια; Εκείνος απήντησε: —Μάλιστα, πολλοί έτσι κάμνουν. Νομίζουν τούτο συμφερώτερον.
Ήρχισα ν’ άνιώμαι κάπως εις την πόλιν, και ηρώτησα αν δεν ειμπορούσαμεν να εξέλθωμεν εις την εξοχήν χάριν μεταβολής. Ο οδηγός μου είπε: —Βέβαια, αλλά δεν νομίζω να έχετε μεγάλην επιθυμίαν προς τούτο. —Ω! ήτο τόσον ωραία εις την εξοχήν, είπα, πριν υπάγω να πλαγιάσω· υπήρχον μεγάλα θαλερά δένδρα, και πολλή πρασινάδα, και εκτεταμένα λιβάδια, και μικροί εξοχικοί οικίσκοι περιτριγυρισμένοι από χλόην, και… —Ω! τα μετεβάλαμεν όλα αυτά, διέκοψεν ο γηραιός κύριος· τώρα είναι ένας απέραντος κήπος εν είδει αγοράς, διηρημένος εις δρομίσκους και διώρυγας κατ’ ευθείας γωνίας τεμνομένας. Δεν υπάρχει τώρα καλλονή εις την εξοχήν οιαδήποτε. Κατηργήσαμεν την καλλονήν· κατέστρεφε την ισότητά μας. δεν ήτο ορθόν μερικοί άνθρωποι να ζώσιν εν μέσω ωραίας σκηνογραφίας, και άλλοι επάνω εις γυμνούς βάλτους. Τούτου ένεκα κατεστήσαμεν όλους τους τόπους όμοιους προς αλλήλους τώρα, και ουδεμία τοποθεσία υπερέχει της άλλης. —Δύναται εις άνθρωπος να μετανάστευση εις άλλην χώραν; ηρώτησα· αδιάφορον εις ποίαν, εις πάσαν άλλην χώραν. —Ω βέβαια, εάν αγαπά, απήντησεν ο συνοδός μου, αλλά προς τι να το κάμη; Όλαι αι χώραι είναι απαραλλάκτως αι ίδιαι. Όλος ο κόσμος είναι εις λαός τώρα· μία γλώσσα, εις νόμος, μία ζωή. —Δεν υπάρχει καμμία ποικιλία, καμμία αλλαγή πουθενά; ήρώτησα. Τι κάμνετε προς τέρψιν, προς ψυχαγωγίαν; Θέατρα υπάρχουν; —Όχι, απήντησεν ο οδηγός μου. Εδέησε να καταργήσωμεν τα θέατρα. Η ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών εφαίνετο ανίκανος εις άκρον ν’ ασπασθή τας αρχάς της ισότητος. Έκαστος ηθοποιός ενόμιζε τον εαυτόν του τον άριστον ηθοποιόν εν τω κόσμω, και κατά πολύ υπέρτερον από πολλούς άλλους ανθρώπους ομού. Δεν ηξεύρω αν συνέβαινε το ίδιον εις τας ημέρας σας. —Ακριβώς το ίδιον, απήντησα, αλλά δεν εδίδομεν προσοχήν ούτε μας έμελε δι’ αυτό. —Α! ημάς μας έμελε, και επομένως εκλείσαμεν τα θέατρα· εκτός τούτου η ιδική μας εταιρία της Λευκής Ταινίας απεφάνθη ότι όλοι οι τόποι της διασκεδάσεως είναι κακοί και ολέθριοι· και με το να είναι συμμορία ανθρώπων δραστήριων και ισχυρογνωμόνων, γρήγορα προσείλκυσεν εις τας ιδέας της την πλειονοψηφίαν και ούτω όλαι αι διασκεδάσεις απηγορεύθησαν. Ηρώτησα: —Σας επιτρέπεται ν’ αναγινώσκητε βιβλία; —Ναι, είπεν, αλλά δεν γράφονται πολλά τώρα. Βλέπετε, επειδή όλοι ζώμεν τοιαύτην ζωήν, και δεν υπάρχει αδικία, ούτε λύπη, ούτε χαρά, ούτε ελπίς, ούτε έρως, ούτε παράπονον εις τον κόσμον, και επειδή όλα είναι τόσον κανονικά και εύτακτα, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα δια να γράψη τις· εκτός, εννοείται, περί της μοίρας και του προορισμού της ανθρωπότητος. —Αλήθεια, είπα, το βλέπω. Αλλά τα παλαιά έργα τα κλασικά; Είχετε το πάλαι Σαίξπηρ και Σκώτ και Θάκερεϋ, και είχα γράψει κ’ εγώ κάτι το όποιον δεν θα ήτο και πολύ άσχημον. Τι τα έκάματε όλα εκείνα; —Ω! τα εκαύσαμεν όλα αυτά τα παλαιά, είπεν. Ήσαν γεμάτα από τας τελευταίας σκουριασμένας ιδέας του παλαιού κακού καιρού, όταν οι άνθρωποι ήσαν απλώς σκλάβοι και φορτηγά κτήνη. Είπε προσέτι ότι όλαι αι παλαιαί εικόνες και γλυφαί είχον καταστραφή επίσης, εν μέρει δι’ αυτόν τούτον τον λόγον, και εν μέρει διότι εθεωρήθησαν επιβλαβείς από την επιτηρητικήν εταιρίαν της Λευκής Ταινίας, ήτις εξήσκει μεγάλην δύναμιν τώρα. Πάσα δε νέα τέχνη και φιλολογία είχεν απαγορευθή, καθόσον τα τοιαύτα έτεινον να υπονομεύσωσι τας αρχάς της ισότητος. Έκαμνον τους άνθρώπους να σκέπτωνται, και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ανεπτύσσοντο και εγίνοντο ικανώτεροι από εκείνους οίτινες δεν επεθύμουν να σκέπτωνται· κ’ εκείνοι οίτινες δεν επεθύμουν να σκέπτωνται φυσικώ τω λόγω εναντιούντο εις τούτο, και επειδή ήσαν εν τη πλειονοψηφία, υπερίσχυσαν. Δια τους αυτούς λόγους, είπε, δεν επετρέποντο οι αγώνες, αι ιπποδρομίαι και τα παιγνίδια. Οι αγώνες και τα παιγνίδια επέφερον συναγωνισμόν, και ο συναγωνισμός επέφερεν ανισότητα. Είπα: —Πόσας ώρας την ημέραν εργάζονται οι πολίται σας; —Τρεις ώρας, απήντησε· μετά τούτο, όλον το λοιπόν της ημέρας μάς ανήκει. —Α! αυτό περίμενα ν’ ακούσω, παρετήρησα.
Αλλά τι κάμνετε τον εαυτόν σας εις τας άλλας εικοσιμίαν ώρας; —Ω! αναπαυόμεθα. —Πως! επί ολοκλήρους εικοσιμίαν ώρας; —Βέβαια, αναπαυόμεθα και σκεπτόμεθα και ομιλούμεν. —Περί τίνος σκέπτεσθε και ομιλείτε; —Ω! ω! περί του πόσον άθλια πρέπει να ήτο η ζωή εις τους παλαιούς καιρούς, και πόσον ευτυχείς είμεθα τώρα, και, και… περί του προορισμού της ανθρωπότητος. —Δεν αποκάμνετε ποτέ να σκέπτησθε περί του προορισμού της ανθρωπότητος;—Όχι. —Και τι εννοείτε με τούτο; τι πράγμα είναι ο προορισμός της ανθρωπότητος, το εννοείτε; —Ω! ιδού, να είμεθα όπως είμεθα τώρα, μόνον κάτι περισσότερον, η ισότης να προάγηται, και ο ηλεκτρισμός να χρησιμεύη εις περισσότερα πράγματα, και ο καθείς να έχη δύο ψήφους αντί μιας, και… —Σας ευχαριστώ. Αυτό αρκεί. Υπάρχει τίποτε άλλο δια το όποιον να σκέπτησθε; Έχετε θρησκείαν; —Ω! βέβαια. —Και λατρεύετε Θεόν; —Ω! ναι. —Πώς τον ονομάζετε; — Πλειονοψηφίαν. —Μίαν ερώτησιν ακόμη… δεν σας πειράζει που σας ερωτώ όλα αυτά ολίγον κατ’ ολίγον, αλήθεια; —Ω! όχι. Αυτό είναι όλη η τρίωρος εργασία μου δια την πολιτείαν. —Ω! χαίρω διά τούτο· θα μου εκακοφαίνετο να ηξεύρω ότι σας κλέπτω τον πολύτιμον προς ανάπαυσιν καιρόν σας. Ό,τι θέλω να ερωτήσω ακόμη είναι αυτοκτονούσι πολλοί εκ των ανθρώπων εδώ; —Όχι· το τοιούτο ποτέ δεν συμβαίνει. Προσέβλεψα τα πρόσωπα των ανδρών και των γυναικών όσοι διέβαινον. Όλοι και όλαι είχον υπομονητικήν, σχεδόν παθητικήν έκφρασιν επί του προσώπου. Δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ που είχον ίδη άλλοτε τοιαύτην τινά όψιν. Μοι εφαίνετο οικεία. Πάραυτα ενθυμήθην. Ήτο ακριβώς η ήρεμος, θολωμένη, θαυμαστική έκφρασις την οποίαν έβλεπα πάντοτε εις τας όψεις των ίππων και των βοών, τους οποίους ετρέφομεν και διετηρούμεν εν τω παλαιώ κόσμω. Όχι. Οι άνθρωποι ούτοι ποτέ δεν θα εσκέπτοντο ν’ αυτοκτονήσουν. Παράδοξον! πόσον αμυδρά και ασαφή καθίστανται όλα τα πρόσωπα περί εμέ! Και που είναι ο οδηγός μου; Και διατί κάθημαι επί του λιθοστρώτου; και, άκουσον! αυτή είναι βεβαίως η φωνή της ξενοδόχου μου, της κυρίας Βίγγελς. Εκοιμήθη άρα χίλια έτη και αυτή; Λέγει ότι είναι δώδεκα η ώρα — μόνον δώδεκα; και δεν θα νιφθώ έως τας τέσσαρες και μισή· και αισθάνομαι τόσην ζέστην και στενοχώριαν, και το κεφάλι μου πονεί! Ευοί! είμαι επί της κλίνης! Ήτο όνειρον όλον αυτό; και ευρίσκομαι πάλιν εις την ιθ’ εκατονταετηρίδα; Δια του ανοικτού παραθύρου ακούω τον θόρυβον και τον ρόχθον της καθημερινής πάλης του βίου. Οι άνθρωποι αγωνίζονται, μοχθούσιν, εργάζονται, διακυβεύουσι την ζωήν των, με τα όπλα της ρώμης και της βουλήσεως. Οι άνθρωποι γελώσι, θλίβονται, ερώνται, εγκληματούσιν, ανδραγαθούσι· πίπτουσι, μάχονται, βοηθούσιν αλλήλους· ζώσι! Και έχω πολύ περισσότερον από τριών ωρών εργασίαν να κάμω σήμερον, και ενόουν να εξυπνήσω εις τας επτά. Επεθύμουν να μην είχα καπνίσει τόσον πολλά δυνατά πούρα χθες το βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου