Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

Ο Αγαπητός Κύριος Τσαρλς Φορτ

«Κάποιος μπορεί να χαράξει έναν κύκλο αρχίζοντας από οποιοδήποτε σημείο…» -Τσαρλς Φορτ

«Σύμφωνα με την βαθυστόχαστη σκέψη ενός από τους μεγαλύτερους δασκάλους μας, του Τσαρλς Φορτ, πίσω από όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα κρύβεται ένα ανείπωτο σύνολο, μια μυστική ενότητα που δεσπόζει παντού. Άρα η πολιτισμένη σκέψη του 19ου αιώνα που χαρακτήρισε την εποχή μας, και ο κόσμος της ξερής δυαδικής λογικής, αντιπροσωπεύουν τον δυϊσμό, που δεν κατανοεί τα πράγματα αλλά απλώς τα ξεχωρίζει σύμφωνα με τις ιδιότητές τους. Ο Φορτ πίστευε στην δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας διανοητικής δομής… Αυτή λοιπόν ήταν η τρέλα που έβγαινε από το μικρό φτωχικό δωμάτιο στο Μπρονξ, για να εναντιωθεί στην στειρότητα και στην μονοπωλιακή φαυλότητα της επιστήμης και του ορθολογισμού, και ενάντια στην ίδια την δομή της σκέψης. Αυτός πίστευε σε μια άλλη μορφή ευφυίας που την θεωρούσε αναγκαία: μια μυστική ευφυία, αφιερωμένη στην κατάκτηση του συνόλου, της ολότητας. Από εκεί και πέρα θα ανακαλύψει και θα εξερευνήσει και άλλες μεθόδους γνώσης. Η προετοιμασία γι’ αυτήν την αλλαγή, θα γίνει μέσα από ένα ταρακούνημα της ίδιας της σκέψης μας… Κι έλεγε: ‘Θα σας στείλω σε πόρτες που ανοίγουν γι’ αλλού’»
Λουί Πάουελς

Ο Charles Hoy Fort γεννήθηκε στο Άλμπανυ της Νέας Υόρκης στις 6 Αυγούστου 1874, και πέθανε στο Μπρονξ στις 3 Μαΐου 1932. Ήταν ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος. Η ιστορία του αποτελεί ορόσημο για τους ιδιαίτερους ανθρώπους του αιώνα μας, γνωστούς και άγνωστους, και θα εμπνέει ατέρμονα όλους εκείνους που ατενίζουν τον κόσμο με προθέσεις που ξεπερνούν τον κόσμο.

Όταν ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο, βρήκε τον εαυτό του σε μια ευκατάστατη οικογένεια Ολλανδών μεταναστών στην Αμερική, που ασχολούνταν με το εμπόριο μαναβικής στο Άλμπανυ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο γιος ενός εύπορου μανάβη. Ήταν ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε τρεις αδελφούς, οι άλλοι δύο ήταν ο Κλάρενς και ο -νεότερος- Ρέημοντ. Η μητέρα του πέθανε μόλις γέννησε τον Κλάρενς, κι έτσι ο πατέρας του Φορτ ξαναπαντρεύτηκε όταν αυτός ήταν έφηβος. Ο πατέρας του ήταν ένας εξαιρετικά τυραννικός άνθρωπος, που τον έδερνε συχνά και με το παραμικρό, κι ίσως αυτός να ήταν η αιτία που από νωρίς ο Τσαρλς εναντιώθηκε απέναντι σε κάθε εξουσιαστική φιγούρα και δόγμα.

Από πολύ μικρός ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, που προτιμούσε να κλείνεται στον εαυτό του και στον προσωπικό του κόσμο, παρά να εκπαιδεύεται ενεργά στο ρόλο που τον προετοίμαζε η κοινωνία να παίξει:

«…του ανίδεου σκλάβου, του εργάτη δόλιων ιδεών, του προδότη των ευγενών ανθρώπινων ελπίδων, του συντηρητή ενός συστήματος που φτιάχτηκε για να μας σκοτώνει τόσο αργά και μεθοδικά ώστε να μην μπορεί κανείς να το κατηγορήσει για τον φόνο. Δεν ήμουν ένας απ’ αυτούς, και προτιμούσα να είμαι ένα τίποτα παρά να είμαι κάτι που να απαριθμείται ανάμεσα σ’ αυτές τις κωμικοτραγικές μαριονέτες…»

Ο ίδιος όταν ήθελε να περιγράψει ανθρώπους σαν κι αυτόν, έλεγε με το ιδιόμορφο χιούμορ του: «…a sad misfortune: wide men in narrow times…» (μια θλιμμένη και ατυχής συγκυρία: ορθάνοιχτοι άνθρωποι σε στενούς καιρούς).

Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών γράφει ένα ενθουσιώδες γράμμα στον Ιούλιο Βερν ζητώντας ένα αυτόγραφό του. Λαμβάνει την λακωνική απάντηση σε ένα κομψό χαρτί: «Στον Τσάρλυ, Ιούλιος Βερν. Ταξίδεψε!» Έπειτα από τρία χρόνια, στα δεκαοκτώ του, καταφέρνει να ακολουθήσει την κωδική αυτή συμβουλή του Βερν και φεύγει από το σπίτι του για να αποδράσει από τον τυραννικό πατέρα του. Εργάζεται λίγο καιρό ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης, δεν έχει καμία υποστήριξη από την οικογένειά του, αλλά τον επόμενο χρόνο του προσφέρουν μια θέση αρχισυντάκτη σε μια εφημερίδα του Λονγκ Άιλαντ.

Έπειτα από λίγο καιρό, τα παρατάει. Θέλει να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να γυρίσει όλον τον κόσμο. Ξεκινάει κάνοντας ωτοστόπ, μπαίνει λαθρεπιβάτης σε πλοία, κάνει θελήματα, ταξιδεύει με όλα τα πιθανά μέσα μεταφοράς, όπως μπορεί, με μόνιμη κατεύθυνσή του τον τόπο των ονειροπόλων: μακριά! Από το 1893 μέχρι το 1896, μέσα σε τρία χρόνια, ξέρουμε ότι κατάφερε να ταξιδέψει στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α. και στο Μεξικό, στις χώρες της Νότιας Αμερικής, έπειτα στο γύρο της Σκωτίας και της Ουαλίας, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, ενώ το 1896 και σε ηλικία 22 χρονών μυστηριωδώς βρίσκεται στην Νότια Αφρική, στο Κέηπ-Τάουν. Εκεί, βγαίνει ζωντανός από μία μονομαχία, αλλά οι περιπέτειές του διακόπτονται απότομα γιατί αρρωσταίνει από malaria (ελονοσία). Άρρωστος, επιστρέφει στην Νέα Υόρκη όπου και τελικά αναρρώνει.

Ερωτεύεται για πρώτη φορά μια γυναίκα, την αγγλίδα Άννα Φίλαν (ή Φίλινγκ), η οποία δούλευε ως μαγείρισσα και υπηρέτρια στο σπίτι του πατέρα του. Αγάπησε την Άννα όσο τίποτε άλλο, για όλη του την ζωή. Παντρεύτηκαν το 1896. Ο Φορτ και η Άννα, εγκαταστάθηκαν σε μια ζωή πολύ μεγάλης φτώχειας -αφού είχαν παντρευτεί χωρίς την έγκριση του πατέρα του- σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στην κακόφημη περιοχή Hell’s Kitchen της Νέας Υόρκης, κι έπειτα σ’ ένα εξίσου φτωχικό σπίτι στο Μπρονξ. Ο Φορτ έκανε όλων των ειδών τις ευκαιριακές δουλειές που με το ζόρι του έδιναν τα χρήματα για την επιβίωσή τους, όμως πολύ σπάνια κατάφερνε να πουλήσει κάποιο από τα διηγήματα του σε εφημερίδες και περιοδικά, (σήμερα αυτά τα διηγήματα έχουν χαθεί). Υπήρχαν φορές που τα πράγματα πήγαιναν τόσο άσχημα γι’ αυτούς, που αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν τα έπιπλα του σπιτιού τους για καυσόξυλα, προσπαθώντας να ζεσταθούν στην χειμωνιάτικη παγωνιά της Νέας Υόρκης. Η Άννα είχε αρκετές σχέσεις με τους γείτονές τους, αλλά ο ίδιος ο Φορτ είχε πάρα πολύ λίγους φίλους. Ουσιαστικά ζούσε σαν ερημίτης.

Ο Τσαρλς Φορτ καθόταν κάθε μέρα σ’ ένα τραπεζάκι στην Δημοτική Βιβλιοθήκη -κάθε μέρα- για είκοσι επτά χρόνια. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τόνους από αρχεία επιστημονικών περιοδικών και συγγραμμάτων, εφημερίδων, ταξιδιωτικών μελετών, και κάθε είδους ερευνητικών βιβλίων. Κάθε μέρα για είκοσι επτά χρόνια! Όταν έβρισκε μια ασυνήθιστη πληροφορία, μια παράξενη είδηση, μια παράξενη ιδέα, οτιδήποτε αλλόκοτο και ανεξήγητο, το σημείωνε. Είχε χιλιάδες τέτοιες σημειώσεις, που τις καταχωρούσε σε αρχεία μέσα σε εκατοντάδες χάρτινα κουτιά παπουτσιών. Πρέπει να είχε διαβάσει πολλές χιλιάδες βιβλία και περιοδικά. Χρησιμοποιώντας τα στοιχεία αυτά, είχε αρχίσει αργά αλλά σταθερά να συγκεντρώνει το υλικό για τη σύνθεση των καταπληκτικών βιβλίων του.

Βιβλία γεμάτα από βροχές βατράχων και ψαριών, παράξενες πέτρες που πέφτουν από τον ουρανό, καταιγίδες από καβούρια, ξύλινους σταυρούς ή φασόλια. Μαρτυρίες για περίεργα ιπτάμενα φωτεινά σκάφη που ταξίδευαν πάνω από τις πόλεις και για άγνωστους ιπτάμενους ταξιδιώτες (πενήντα χρόνια πριν κάποιος μιλήσει για UFO), για ουράνιες πολιτείες, για οράματα και προφητείες. Παράξενες λάμψεις πάνω στο φεγγάρι, αστρονομικές ανωμαλίες, αναφορές για παράξενα ζώα (ήταν ο εμπνευστής της Κρυπτοζωολογίας), και για ανεξήγητες εξαφανίσεις ανθρώπων μπροστά σε μάρτυρες. Βροχές από αίμα, τηλεκίνηση και τηλεπάθεια, παράξενα σημάδια στον ουρανό (είχε στοιχεία από το 1600 ως τις μέρες του).

Στην εποχή του Φορτ, οι πιο εξτρεμιστές της ανθρώπινης σκέψης δήλωναν δειλά ότι ίσως όλα τα πράγματα που κάποιος παρατηρεί γύρω του, να βρίσκονται μονάχα μέσα στην συνείδηση του παρατηρητή. Ο Φορτ πήγαινε πιο πέρα ακόμη κι απ’ αυτούς. Δήλωνε πως όλα τα πράγματα, μαζί και ο παρατηρητής, είναι κατασκευάσματα της αχαλίνωτης φαντασίας μιας ανώτερης Υπερ-συνείδησης!

Ήταν ένας ειρηνικός και συνεσταλμένος άνθρωπος. Ποτέ ένας άσχετος δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι κρύβεται πίσω από το βλέμμα ενός τόσο ήσυχου ανθρώπου. Ο Φορτ ζούσε ήρεμα, σχεδόν ασκητικά, μαζί με την γυναίκα του (την οποία υπεραγαπούσε και δεν τον ενδιέφερε ποτέ για καμία άλλη), δεν είχε τηλέφωνο, δεν είχε ραδιόφωνο, δεν έκαναν ποτέ κοσμικές εξόδους και σχεδόν ποτέ δεν είχαν επισκέπτες. Αυτός ο παράξενος άνθρωπος ήταν ο πατέρας πολλών ανεξερεύνητων τομέων της ανθρώπινης σκέψης και έρευνας, κι όμως δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστός. Ο ίδιος ίσως θα έλεγε πως αυτό οφειλόταν στην εκδίκηση των δογματικών επιστημονικών κύκλων, που τόσο μισούσε.

Τα πρωινά δούλευε στο σπίτι, τα απογεύματα στην βιβλιοθήκη, αλλά μαζί με την Άννα πήγαιναν στον κινηματογράφο σχεδόν κάθε βράδυ. Πρέπει να είχαν δει χιλιάδες ταινίες. Εκείνη την εποχή έγραψε δέκα νουβέλες (όλες χαμένες σήμερα) και είχε συγκεντρώσει με τις μελέτες του έναν όγκο 25.000 σημειώσεων. Απελπισμένος μια νύχτα, νιώθοντας όλη την θλίψη και την πικρία του κόσμου μέσα στην καρδιά του, έκαψε τις νουβέλες και όλες τις σημειώσεις του.

Κι έπειτα ξανάρχισε από την αρχή.

Δυο φορές έκαψε τη συλλογή του από δεκάδες χιλιάδες σημειώσεις, λέγοντας «δεν ήταν ακριβώς όπως τις ήθελα».

Ακούραστος όμως, ξανάρχιζε το εξαντλητικό διάβασμα και τις σημειώσεις, αλλά σε νέα κατεύθυνση. Ατέρμονα αναζητούσε παραπομπές στη δημοτική βιβλιοθήκη, κάθε μέρα, ώσπου το βράδυ έκλεινε και τον έδιωχναν, κι αυτός συνέχιζε στο σπίτι κρατώντας σημειώσεις, βυθισμένος στο μικρόκοσμό τους μέσα στην νύχτα. Είχε τελειώσει την αυτοβιογραφία του, Many Parts, το 1900, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών, που στις σελίδες της περιγράφει όλες τις περιπέτειες της νιότης του. (Τον τίτλο τον πήρε από ένα απόσπασμα του Σαίξπηρ: «All the world’s a stage – and one man in his time plays many parts…», όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή θεάτρου και ένας άνθρωπος στον καιρό του παίζει πολλούς ρόλους.

Η πρώιμη αυτή αυτοβιογραφία του ξέρουμε ότι αριθμούσε γύρω στις 300 σελίδες αλλά σήμερα σώζονται μόνο οι 71 απ’ αυτές. Είχε μελετήσει εξαντλητικά αστρονομία, χημεία, βιολογία, μαγνητισμό, υπνωτισμό, φιλοσοφία, στατιστική, μορφολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, φυσική, εγκληματολογία, δημοσιογραφία, λογοτεχνία. Ήταν μια ζωντανή κινητή εγκυκλοπαίδεια.

Το 1905, προσπαθώντας να πουλήσει τις εργασίες του, γνωρίζει τον συγγραφέα Θήοντορ Ντράιζερ που τότε ήταν αρχισυντάκτης σε κάποια περιοδικά. Οι δυο τους γίνονται πολύ καλοί φίλοι, κι ο Ντράιζερ παραμένει ο καλύτερος φίλος του Φορτ για όλη του την ζωή. Το 1906, σε ηλικία 32 χρονών, ο Φορτ βρίσκεται στο ζενίθ της εξερεύνησής του, είναι πλέον ένας ερημίτης στην πολυπληθυσμιακή Νέα Υόρκη, περνώντας όλο το χρόνο του ανάμεσα στο σπίτι και στην δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης, κι αν δεν υπήρχε η επιμονή της Άννας να την συνοδεύει σχεδόν κάθε απόγευμα στο σινεμά, κι επίσης αν εξαιρέσουμε τις επισκέψεις που δεχόταν από τους μόνους φίλους του, τους συγγραφείς Ντράιζερ και Θάγιερ, ο Τσαρλς Φορτ δεν είχε καθόλου κοινωνική ζωή.

Από την δεκαετία του 1900, σώζεται μία πολύ παράξενη νουβέλα του Φορτ, με τον τίτλο The Outcast Manufacturers (Οι Απόκληροι Κατασκευαστές). Από την ίδια περίοδο σώζεται επίσης και ένα διήγημα με τον παράξενο τίτλο The Giant, the Insect, and the Philanthropic-Looking Old Gentleman (Ο Γίγαντας, το Έντομο, και ο Γηραιός Κύριος που Έμοιαζε με Φιλάνθρωπο).

Το 1915, σε ηλικία 41 ετών, ο Φορτ γράφει τα δύο πρώτα βιβλία του (αν εξαιρέσουμε την πρώιμη αυτοβιογραφία του και τα χαμένα διηγήματα). Μεγάλο μυστήριο καλύπτει αυτά τα δύο σημαντικά χειρόγραφα, τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Το πρώτο είχε τον τίτλο Χ και εξερευνούσε την ιδέα ότι η ζωή στην Γη ρυθμίζονταν και ελέγχονταν από συμβάντα ή όντα στον πλανήτη Άρη. Ο τίτλος Χ που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα (π.χ. X-Files) οφείλει την ύπαρξή του στην φημολογία που αφορά τα περιεχόμενα αυτού του πρώτου χειρόγραφου non-fiction βιβλίου του Τσαρλς Φορτ, όπως αυτή είχε εξελιχθεί κατά την δεκαετία του 1940 όπου διάφοροι μελετητές προσπαθούσαν άκαρπα να το ανακαλύψουν.

Το δεύτερο απ’ αυτά τα χειρόγραφα βιβλία (επίσης non-fiction), είχε τον τίτλο Y, και παρουσίαζε εμπεριστατωμένα στοιχεία που έδειχναν ότι ένας διαβολικός πολιτισμός υπήρχε στον Νότιο Πόλο. Γνωρίζω ότι ο Φορτ είχε την πρόθεση να γράψει και ένα τρίτο βιβλίο με τον τίτλο Z, σχετικά με τους αντικατοπτρισμούς παράξενων πολιτειών που εμφανίζονταν στον ουρανό σε διάφορες περιοχές της Γης, αλλά μάλλον δεν το έγραψε (αν και το ζήτημα αυτό εμφανίζεται συχνά στα άλλα βιβλία του αργότερα). Είναι μάλλον προφανές, ότι τα τρία αυτά βιβλία αποτελούσαν κατά τον Φορτ ένα concept, μια νοηματική ενότητα, κι ότι είχε την πρόθεση να τα εκδόσει μαζί σε έναν τόμο με τον τίτλο ΧΥΖ, (τα τρία τελευταία γράμματα της αγγλικής αλφαβήτου), κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ. Δυστυχώς -και παραδόξως- η τύχη αυτών των χειρογράφων αγνοείται μέχρι σήμερα.

Ο Φορτ είχε στείλει ένα αντίγραφο του X στον Θήοντορ Ντράιζερ με το χιουμοριστικό σχόλιο: «Τουλάχιστον έχεις ένα λόγο για να είσαι ευγνώμων: θα μπορούσα να αρχίσω με το Α…» Ο Ντράιζερ, σε κάποιο απόσπασμα του με αναμνήσεις από τον φίλο του τον Τσαρλς Φορτ, θυμάται για το Χ: «Ήταν τόσο παράξενο, τόσο δυναμικό, τόσο υπέροχα όμορφο, που ήταν σίγουρα ένα από τα καταπληκτικότερα βιβλία που είχα διαβάσει ποτέ στη ζωή μου…» Ο καθένας που πέφτει πάνω σ’ αυτήν την πληροφορία, δίκαια θα αναρωτηθεί: μα καλά, αφού ο Ντράιζερ ήταν ο καλύτερος φίλος του Φορτ, και αφού είχε στα χέρια του τουλάχιστον ένα αντίγραφο του X και ήξερε για την ύπαρξη του Y, γιατί αυτά τα χειρόγραφα είναι χαμένα;

Ο Φορτ αγωνίστηκε πολύ για να εκδοθούν, απέτυχε οικτρά συναντώντας μονάχα την απόρριψη και το χλευασμό, και τελικά, βαθύτατα απογοητευμένος από την έλλειψη ενδιαφέροντος για τα βιβλία του, έκαψε τα χειρόγραφα του X και του Y. (Γενικά, όποτε έπεφτε σε κατάθλιψη έκαιγε τα έργα του). Την ίδια εποχή (1915) ο Ντράιζερ προσπαθεί να ενθαρρύνει τον φίλο του και τελικά τον πείθει να αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο που αργότερα ο Φορτ θα του έδινε τον τίτλο The Book of the Damned (Το Βιβλίο των Καταραμένων), το πρώτο από τα θρυλικά βιβλία του που γνωρίζουμε σήμερα. Ο Ντράιζερ κατάφερε τελικά να το επιβάλει στον εκδότη του σχεδόν με το ζόρι, κι έτσι το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1919, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση (κι από τότε στα βιβλία του Τσαρλς Φορτ δίνονταν ο χαρακτηρισμός «εικονοκλαστικά»). Το καταπληκτικό αυτό βιβλίο, άρχιζε με το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο παραθέτω ως ένα χαρακτηριστικό δείγμα της σκέψης του Φορτ, του ύφους και της γλώσσας του, ως ένα πρώτο βάπτισμα του αναγνώστη μας στον παράξενο κόσμο του Τσαρλς Φορτ:

«…Μια επεξεργασία των καταραμένων. Με τον όρο καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα, αυτά που έχουν απορριφθεί και αποσιωπηθεί. Θα κάνουμε μια επεξεργασία της πληροφορίας που η επιστήμη έχει αποκλείσει και εξορίσει.
Τάγματα των αναθεματισμένων, οδηγημένα στη μάχη από θολές πληροφορίες που έχω ξεθάψει, θα παρελάσουν σαν στρατιές νεκροζώντανων… Θα τα διαβάσετε ή θα προελάσουν οργισμένα. Μερικά απ’ αυτά φτωχά, μερικά οξύθυμα και φλογισμένα, και μερικά απ’ αυτά με τη σαπίλα του τάφου πάνω τους. Κάποια απ’ αυτά είναι πτώματα, σκελετοί, μούμιες, σπασμένα, ταλαντευόμενα, παρακινημένα από συντρόφους που ήταν καταραμένοι όταν ήταν ζωντανοί. Είναι γίγαντες που θα βαδίσουν δίπλα σας, αν και θα ακούγονται κοιμισμένοι.

Υπάρχουν πράγματα που είναι θεωρήματα και πράγματα που είναι σκουπίδια, κουρέλια: θα ξεκινήσουν την πορεία τους, σαν τον Ευκλείδη χέρι με χέρι με το πνεύμα της αναρχίας. Εδώ κι εκεί θα φτερουγίζουν μικρές πόρνες. Πολλά δεν είναι παρά κλόουνς. Αλλά πολλά αξίζουν το μεγαλύτερο σεβασμό. Πολλά είναι πληρωμένοι δολοφόνοι. Είναι αμυδρές δυσωδίες και κοκκαλιάρικες δεισιδαιμονίες και απλές σκιές και ζωντανές συμφορές: παραξενιές και αξιαγάπητες οπτασίες. Το πρόχειρο και το σχολαστικό, το εκκεντρικό και το γκροτέσκο και το ειλικρινές και το ανειλικρινές και το βαθύ και το παιδιάστικο. Ένα μαχαίρωμα κι ένα γέλιο και τα ασθενικά πλεγμένα χέρια της απελπισμένης ιδιοκτησίας. Το υπεραξιοσέβαστο, μα και το καταδικασμένο, έτσι κι αλλιώς…

Η δύναμη που αναφώνησε σε όλα αυτά τα πράγματα ότι είναι καταραμένα, είναι η δογματική επιστήμη. Όμως θα προελάσουν. Οι μικρές πόρνες θα χοροπηδήσουν, και τα τέρατα θα τραβήξουν πάνω τους την προσοχή, και οι κλόουνς θα σπάσουν το ρυθμό της ορχήστρας με τις παράφωνες ντουντούκες τους.

Αλλά …η μοναξιά της επεξεργασίας σε μια ενότητα: το εντυπωσιακό και θαυμαστό των πραγμάτων που περνούν και περνούν και περνούν και περνούν, κι όλο έρχονται κι έρχονται κι έρχονται… Έτσι, με τα καταραμένα εννοώ τα αποκλεισμένα. Αλλά και με τα αποκλεισμένα εννοώ αυτά που μια μέρα θα γίνουν εκείνα που θα αποκλείσουν. Κι οτιδήποτε είναι, δεν θα είναι. Κι οτιδήποτε δεν είναι, θα είναι.

Είναι η άποψή μας, ότι η ροή ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που δεν είναι και σ’ αυτό που δεν θα είναι, ή εκείνη η κατάσταση που συνήθως απαράδεκτα ονομάζεται Ύπαρξη, είναι ένας ρυθμός κολάσεων και παραδείσων που εναλλάσσονται. Είναι η άποψή μας, ότι το καταραμένο δεν θα παραμείνει καταραμένο, ότι η λύτρωση προηγείται της καταστροφής. Είναι η άποψή μας, ότι τίποτε δεν μπορεί να επιχειρήσει να υπάρξει, εκτός αν επιχειρήσει να αποκλείσει κάτι άλλο: ότι αυτό που κοινώς ονομάζεται Οντότητα, είναι μια κατάσταση που έχει κατασκευαστεί λίγο-πολύ συμμετρικά με την εμφάνιση της θετικής διαφοράς ανάμεσα σ’ αυτό που περικλείεται και σ’ αυτό που αποκλείεται.

Όμως, είναι η άποψή μας, ότι δεν υπάρχουν θετικές διαφορές: ότι όλα τα πράγματα είναι σαν ένα ποντίκι και ένα έντομο που έχουν εισχωρήσει τρώγοντας, μέσα στην καρδιά ενός κεφαλιού τυρί. Ένα ποντίκι κι ένα έντομο: δυο πράγματα δεν θα μπορούσε να φαίνονται πιο διαφορετικά. Είναι εκεί μέσα, μια βδομάδα, μέσα στο τυρί, και τρώνε, ή θα μείνουν εκεί μέσα ένα μήνα: τότε, και τα δύο, είναι μονάχα μεταβολές, μεταποιήσεις, μεταλλάξεις του τυριού. Το τυρί μεταμορφωμένο σε κάτι άλλο, μέσα στον εαυτό του. Πιστεύω ότι είμαστε όλοι ποντίκια κι έντομα, και δεν είμαστε παρά οι διαφορετικές εκφράσεις ενός τυριού που περικλείει τα πάντα.

»Ή, ότι το κόκκινο δεν είναι θετικά διαφορετικό από το κίτρινο: ότι είναι ακόμη ένας βαθμός μιας δόνησης (όποια δόνηση κι αν είναι αυτή που το κίτρινο θα ήταν ένας βαθμός της): ότι το κόκκινο και το κίτρινο είναι συνεχή, ή ότι καταδύονται στο πορτοκαλί. Έτσι λοιπόν, αν πάνω στη βάση της ‘κιτρινότητας’ και της ‘κοκκινότητας’, η επιστήμη επιχειρήσει να κατατάξει όλα τα φαινόμενα, περικλείοντας όλα τα κόκκινα πράγματα ως ‘αληθή’ και αποκλείοντας όλα τα κίτρινα πράγματα ως ‘ψευδή’ ή ‘αυταπάτες’, η οριοθεσία αυτή θα πρέπει να είναι λανθασμένη και αυθαίρετη. Διότι τα πράγματα που είναι χρωματισμένα πορτοκαλί, που συνιστούν μια Συνέχεια, θα ανήκουν και στις δύο πλευρές αυτής της αυθαίρετης συνοριακής γραμμής.

Καθώς διαλογιζόμαστε πάνω σ’ αυτό, θα εντυπωσιαστούμε με το εξής: ότι καμιά βάση κατάταξης, ή περικλεισμού και αποκλεισμού, δεν έχει ποτέ συλληφθεί, πιο εύλογη από αυτήν της κοκκινότητας και της κιτρινότητας. Η επιστήμη, με έφεση σε διάφορες βάσεις, περικλείει ένα πλήθος πληροφορίας. Αν δεν το έκανε αυτό, δεν θα υπήρχε τίποτε με το οποίο να φαίνεται ότι κάτι υπάρχει. Η επιστήμη, με έφεση σε διάφορες βάσεις, έχει αποκλείσει ένα πλήθος πληροφορίας. Τότε, αν η κοκκινότητα είναι συνεχής με την κιτρινότητα, αν κάθε βάση αποδοχής είναι συνεχής με κάθε βάση αποκλεισμού και μη-αποδοχής, τότε η επιστήμη των ανθρώπων έχει αποκλείσει κάποια πράγματα που βρίσκονται σε απόλυτη συνέχεια με αυτά που έχει αποδεχθεί.

Με το παράδειγμα του κόκκινου και του κίτρινου, που βυθίζονται στο πορτοκαλί, αποτυπώνουμε όλα τα πειράματα, όλα τα στάνταρτ, όλα τα συστήματα, όλα τα μέσα που σχηματίζουν μία γνώμη. Ή έστω, ότι οποιαδήποτε θετική γνώμη πάνω σ’ ένα οποιοδήποτε θέμα, είναι μια αυταπάτη, κατασκευασμένη πάνω στη λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχουν θετικές διαφορές με τις οποίες μπορείς να κρίνεις κάτι. Ότι η αναζήτηση όλης της ανθρώπινης διανόησης έγινε για κάτι – ένα γεγονός, μια βάση, μια γενικότητα, ένα νόμο, μια φόρμουλα, μια κύρια πρόταση που είναι θετική: ότι το καλύτερο που έγινε ποτέ, έγινε για να πούμε τελικά ότι κάποια πράγματα είναι αυταπόδεικτα – αν και με τη λέξη απόδειξη εννοούμε την υποστήριξη από κάτι άλλο. Ότι αυτή είναι η μεγάλη αναζήτηση… Αλλά δεν τελείωσε ποτέ ή δεν άρχισε ποτέ. Αλλά η επιστήμη έδρασε, κυβέρνησε, αποφάνθηκε και καταράστηκε, σαν να είχε γίνει αυτή η αναζήτηση.

…Τι είναι ένα σπίτι;

Δεν είναι δυνατόν να πούμε τι είναι οτιδήποτε, ως θετικά ξεχωριστό απ’ οτιδήποτε άλλο, αν δεν υπάρχουν καθόλου θετικές διαφορές. Μια αποθήκη είναι ένα σπίτι, αν κάποιος ζει εκεί μέσα. Αν το να ζεις κάπου συνιστά ένα σπίτι, (επειδή το στυλ της αρχιτεκτονικής δεν το κάνει), τότε η φωλιά ενός πουλιού είναι ένα σπίτι. Και η ανθρώπινη κατοχή δεν είναι το στάνταρτ με το οποίο θα κρίνουμε, γιατί μιλάμε και για σκυλόσπιτα. Ούτε το υλικό, γιατί μιλάμε για σπίτια από χιόνι, αυτά των Εσκιμώων. Ένα κοχύλι είναι ένα σπίτι για τον κάβουρα, ή ήταν για το μαλάκιο που το έφτιαξε. Πράγματα που μοιάζουν τόσο θετικά διαφορετικά, όπως ο Λευκός Οίκος στην Ουάσιγκτον και ένα κοχύλι στον βυθό της θάλασσας, πρέπει να ειδωθούν ως συνεχή. Έτσι, κανείς δεν είναι ικανός να πει ποτέ τι είναι ο ηλεκτρισμός, για παράδειγμα. Δεν είναι οτιδήποτε, δεν είναι κάτι θετικά ξεχωριστό από την θερμότητα ή τον μαγνητισμό ή την ζωή.

Οι μεταφυσικοί, οι θεολόγοι και οι βιολόγοι, προσπάθησαν να προσδιορίσουν την ζωή. Απέτυχαν όλοι τους, γιατί -κατά μία θετική έννοια- δεν υπάρχει τίποτε να προσδιορίσουν: δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο της ζωής που να μην εκδηλώνεται, σ’ ένα βαθμό, στην χημεία, στην σκόνη, στον μαγνητισμό, στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.

Λευκά κοραλλένια νησιά σε μια σκοτεινή μπλε θάλασσα.
Η φαινομενική ευκρίνεια τους, η φαινομενική ατομικότητά τους, οι διαφορές μεταξύ τους. Όμως, όλα τους δεν είναι παρά προβολές από το ίδιο τέρμα του βυθού της θάλασσας. Η διαφορά μεταξύ θάλασσας και στεριάς, δεν είναι θετική. Σε όλο το νερό υπάρχει ξηρά: σε όλη τη στεριά υπάρχει νερό. Τότε, όλα τα φαινομενικά πράγματα, δεν είναι καν πράγματα, αν όλα είναι συνεχή, περισσότερο απ’ ότι αν το πόδι ενός τραπεζιού είναι ένα πράγμα από μόνο του, είναι μονάχα μια προβολή από κάτι άλλο. Ούτε ένας από εμάς δεν είναι ένα αληθινό πρόσωπο, αν είμαστε βέβαια η συνέχεια του περιβάλλοντος… αν, φυσικά, δεν υπάρχει τίποτε σε μας παρά μόνο εκφράσεις της σχέσης με το περιβάλλον. Όλα τα πράγματα που φαίνονται να έχουν μια ταυτότητα δική τους, είναι μονάχα νησιά που είναι προβολές ή προεκτάσεις από κάτι που υπάρχει από κάτω, και δεν έχουν αληθινά περιγράμματα από μόνα τους.

Η κορυφή του παγόβουνου.

Όμως, όλα τα πράγματα, αν και μονάχα προβολές, αγωνίζονται να αποδράσουν, να ξεφύγουν από τον δυνάστη τους, από αυτό που βρίσκεται από κάτω, το οποίο τους αρνείται να έχουν την δική τους ταυτότητα.

Συνέλαβα ένα υπερσυνεχές πλέγμα, ένα δίκτυο, που σ’ αυτό και απ’ αυτό όλα τα φαινομενικά πράγματα είναι πολλές και διαφορετικές εκφράσεις του, αλλά στο οποίο όλα τα πράγματα εκεί μέσα είναι οι διαφορετικοί προσδιορισμοί μιας προσπάθειας τους να αποδράσουν και να γίνουν αληθινά πράγματα, ή να ιδρύσουν οντότητα, ή θετική διαφορά, ή τελική οριοθέτηση, ή ακαθόριστη ανεξαρτησία, ή προσωπικότητα ή ψυχή – όπως την αποκαλούμε στα ανθρώπινα φαινόμενα. Πως δηλαδή, οτιδήποτε προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του σαν αληθινό, ή θετικό, ή απόλυτο σύστημα, κυβέρνηση, οργανισμό, εαυτό, ψυχή, οντότητα, ατομικότητα, μπορεί να το κάνει μονάχα προσπαθώντας να χαράξει μια γραμμή γύρω από τον εαυτό του, ή γύρω από τα περιεχόμενα που καθορίζουν τον εαυτό του, και να καταραστεί ή να αποκλείσει (ή να αποδράσει από) όλα τα άλλα πράγματα.

Αν δεν δράσει έτσι, δεν μπορεί να φανεί ότι υπάρχει. Αν όμως δράσει έτσι, λανθασμένα και διαστρεβλωμένα και αυθαίρετα και καταστροφικά θα δράσει, όπως ακριβώς αυτός που προσπαθεί να χαράξει ένα κύκλο πάνω στη θάλασσα, περικλείοντας μερικά κύματα και λέγοντας ότι τα άλλα κύματα -με τα οποία αυτά που ξεχώρισε είναι συνεχή- είναι θετικά διαφορετικά, και στοιχηματίζει τη ζωή του ότι αυτά που αποδέχτηκε και αυτά που καταράστηκε είναι διαφορετικά.

Αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε είναι, ότι όλη μας η ύπαρξη είναι μια εμψύχωση του Τοπικού, από ένα ιδεώδες που είναι κατανοητό μονάχα στο Συμπαντικό. Ότι, αν όλοι οι αποκλεισμοί είναι ψευδείς, (επειδή πάντοτε αυτά που περικλείουμε και αποκλείουμε είναι συνεχή), αν όλα αυτά που φαίνεται να έχουν ύπαρξη που να την αντιλαμβανόμαστε, είναι το προϊόν ενός αποκλεισμού, δεν υπάρχει τίποτε που να είναι αντιληπτό σε μας και πραγματικά να υπάρχει: ότι μονάχα το παγκόσμιο ή το συμπαντικό μπορεί αληθινά να υπάρχει.

Το ειδικό μας ενδιαφέρον εστιάζεται στην σύγχρονη επιστήμη, σαν μια έντονη εκδήλωση αυτού του σκοπού, της ιδέας, της επεξεργασίας: ότι αυτή έχει λαθεμένα αποκλείσει, γιατί δεν υπάρχουν θετικά στάνταρτ με τα οποία μπορεί να κρίνει: ότι έχει αποκλείσει πράγματα μέσα από τα ψευτοκριτήριά της, που έχουν το ίδιο δικαίωμα ύπαρξης με αυτά που επέλεξε να περικλείσει…»

Αυτές ήταν οι πρώτες σελίδες από το Βιβλίο των Καταραμένων του Τσαρλς Φορτ, γραμμένες το 1915. Κι έπειτα απ’ αυτές, αρχίζει να καταθέτει την μία πίσω από την άλλη τις «καταραμένες» πληροφορίες του, την προέλαση των «τεράτων» και των «κλόουνς» που με τις ντουντούκες τους θα χαλάσουν το ρυθμό της πειθαρχημένης επιστημονικής ορχήστρας. Και φτάνει στο τέλος αυτής της πορείας, φορτωμένος με το δώρο ασυνήθιστων συμπερασμάτων και θεωριών, η προέλαση καταλήγει σ’ ένα στοίχειωμα, που θα στοιχειώνει το νου του Φορτ και το νου του αναγνώστη του: Τα πράγματα που κάποιοι μας λένε ότι δεν υπάρχουν, υπάρχουν, αλλά απλά τα έχουν καταραστεί, τα έχουν αποκλείσει. Όλα τα πράγματα προσπαθούν να αποδράσουν από το δυνάστη τους, για να πουν ότι υπάρχουν.

Γύρω μας υπάρχει ένας πολύ παράξενος κόσμος. Δεν ξέρουμε τίποτε στ’ αλήθεια γι’ αυτόν. Εμείς είμαστε πολύ παράξενα όντα που ζουν σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο. Δεν ξέρουμε τίποτε στ’ αλήθεια για τον εαυτό μας. Όλα συνδέονται. Εμείς οι ίδιοι συνδεόμαστε με τα πάντα. Είμαστε τα πάντα. Όλα είναι αληθινά ή όλα είναι ψεύτικα. Τίποτε δεν υπάρχει ή όλα υπάρχουν. Τίποτε δεν είναι ψέματα ή τίποτε δεν είναι αλήθεια. Τα πάντα είναι εκφράσεις ενός ακατονόμαστου δικτύου, συλλαβές μιας ανείπωτης φράσης, νότες μιας ανεξέλεγκτης μουσικής. Νοήματα μέσα σε νοήματα μέσα σε νοήματα, εικόνες μέσα σε εικόνες μέσα σε εικόνες. Εαυτοί μέσα σε εαυτούς.

Νομίζω πως έχει κάποιο σημειολογικό ενδιαφέρον, σε σχέση με το παραπάνω απόσπασμα του Φορτ, να επισημάνω πως η ελληνική λέξη υπάρχω, ετυμολογικά υποδεικνύει ότι λειτουργώ κάτω από μία αρχή, ανώτερη από μένα, της οποίας είμαι προέκταση: υπ-άρχω, δηλαδή δεν είμαι ο απόλυτος άρχων, είμαι υπ-άρχων, κάπου ανήκω (βλ. και την φράση τα υπάρχοντα μου, δηλαδή αυτά που μου ανήκουν, η περι-ουσία μου), αλλά ίσως και άρχω σε αυτά που είναι κάτω (υπό) εμένα. Δεν νομίζω ότι ο Φορτ είχε υπ’ όψιν του τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας, στην οποία η κάθε λέξη αναλύει την έννοια που εκπροσωπεί, είναι δηλαδή αυτο-ερμηνευτική. Ο ίδιος έγραφε στην αγγλική γλώσσα, που άλλωστε η λέξη για το υπάρχω είναι exist, που ετυμολογικά έχει σχέση με το exit, την έξοδο (που υποδεικνύει την απόδραση για την οποία μιλά ο Φορτ, το ότι όλα τα πράγματα προσπαθούν να αποδράσουν από την ενότητα για να αποκτήσουν ταυτότητα, ύπαρξη, επιχειρούν μια έξοδο).

Αλλά και η λέξη για την ύπαρξη, existence, περιέχει το -ence, που ταυτίζεται με το ελληνικό εγγύς, (αλλά και όπως στο έγκυος και στο εγκέφαλος, αντίστοιχα enceinte και encephalon, όπου σαν πρόθεμα υποδεικνύει ότι κάτι περιέχει κάτι ή περιέχεται σε κάτι. Exist-ence, υπάρχω μέσα σε κάτι ή κοντά σε κάτι. Exit-ence, εξέρχομαι από κάτι το οποίο με περιέχει, απομακρύνομαι από κάτι).

Πέρα από όλα αυτά, το απόσπασμα αυτό του Φορτ που παρέθεσα, είναι ότι πιο εκρηκτικό για το νου που θα ήθελε να κατανοήσει τις λειτουργίες της δογματικής επιστήμης κάθε είδους, και για να δώσει ένα καίριο ύφος στην αντίδρασή μας εναντίον της. Οι καταραμένες πληροφορίες και θεωρίες του Φορτ προέλασαν με την έκδοση του The Book of the Damned, και άρχισαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που κατασκεύασε ολόκληρο το πανόραμα της εναλλακτικής έρευνας του αιώνα μας. Πραγματικά, οποιοδήποτε παράξενο φαινόμενο ξέρετε σήμερα, είναι αληθινά Φορτιανό, γιατί ο Φορτ ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε εμπεριστατωμένα μαζί του, επηρεάζοντας καθοριστικά με ένα ολόκληρο ρεύμα σκέψης όλους τους μελετητές που ακολούθησαν αργότερα.

Αλλά ο Φορτ, αναζητούσε μια ενοποιημένη θεωρία, και σε πολλές περιπτώσεις κατάφερε να την συνθέσει, γι’ αυτό άλλωστε ουσιαστικά είναι «απαγορευμένος» μέχρι σήμερα, με την έννοια ότι σχεδόν κανείς δεν τον μνημονεύει, παρ’ όλο που συντάραξε υπογείως τα θεμέλια της διανόησης του αιώνα μας, παρ’ όλο που οι επιστήμονες μας σήμερα μιλούν για τα πράγματα που μιλούσε ο Φορτ το 1910 και όλοι τον κορόιδευαν, παρ’ όλο που ακόμη και οι «ερευνητές του Αγνώστου» χειρίζονται όλα τα θέματα που ο Φορτ εισήγαγε, χωρίς να χρησιμοποιούν την πολυσύνθετη συμπερασματολογία του, γι’ άγνωστους λόγους…

Η εφευρετικότητά του σε στοχασμούς και υποδείξεις, η έμπνευσή του, ήταν μοναδική, και ήταν πάντα διανθισμένη με μια ατμόσφαιρα ριζοσπαστική και επαναστατική, αλλά και με το απαράμιλλο χιούμορ του. Πάντα θυμάμαι λόγια του όπως αυτά:

«Κάποτε, μονάχα οι δεισιδαίμονες άνθρωποι πίστευαν πως μπορεί να πέφτουν πέτρες από τον ουρανό. Έτσι, όταν κάποιος έβρισκε ένα μετεωρίτη που μόλις είχε πέσει στο έδαφος, όλοι του έλεγαν: ‘αυτή η πέτρα ήταν εκεί από πάντα…’ Σήμερα, όταν κάποιος βλέπει παράξενα φωτεινά αντικείμενα να πετούν στον ουρανό, όλοι λένε: ‘είναι μονάχα μετεωρίτες!’…»

Πίσω στο χρόνο, το 1916, η τύχη του Φορτ αλλάζει απότομα. Ζούσαν μέσα σε πολύ μεγάλη φτώχεια μαζί με την αγαπημένη του Άννα, όταν ξαφνικά έγινε ένα θαύμα! Κληρονομεί μια αρκετά μεγάλη περιουσία από κάποιον ξεχασμένο θείο, και ξεφεύγει πια από την φτώχεια για όλη του την υπόλοιπη ζωή. Ο Τσάρλυ και η Άννα μπορούν πια να ζήσουν άνετα, χωρίς κανένα πρόβλημα, ο Φορτ μπορεί αληθινά να αφιερωθεί στο έργο του χωρίς τίποτε να αποσπά την προσοχή του. Ένα δώρο από τον Θεό, σε έναν αγαθό, αγνό, αφοσιωμένο άνθρωπο, σε έναν άνθρωπο με παιδική καρδιά και ενθουσιασμό, σε έναν άνθρωπο με μια παράξενη σοφία. Όλα εκείνα τα υλικά εφόδια που χρειάζεται μια μεγαλοφυία για να μπορεί να ανθήσει ανεμπόδιστα. Ίσως τελικά να υπάρχει μια μυστική δικαιοσύνη…

Παρ’ όλα αυτά, επειδή ζούμε σε έναν κόσμο που η θλίψη κυριαρχεί, κι όποιος έχει την γνώση έχει όλο και μεγαλύτερη θλίψη, η απογοήτευση και η κατάθλιψη δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον Φορτ, μόνο έφευγαν και ξανάρχονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Το 1920, ο Φορτ, σε ηλικία 46 χρονών, σε μια νέα κρίση κατάθλιψης, παραδίδει στις φλόγες όλο του το έργο, έναν όγκο περίπου σαράντα χιλιάδων σελίδων με σημειώσεις. Αυτή την φορά δεν ήταν η πικρία και η απογοήτευση της απόρριψης που τον οδήγησαν σε κάτι τέτοιο, αλλά η απόγνωση ότι δεν είχε πλησιάσει το στόχο του, ή μάλλον ότι τον πλησίαζε από λανθασμένες οδούς.

Δεν ήταν ικανοποιημένος από την δουλειά του. Φυσικά, η δουλειά του ήταν καταπληκτική, απίστευτη, μάλλον δεν υπήρχε όμοιά της στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αλλά, ο Φορτ ήθελε να υπερβεί τα πάντα, να ξεκλειδώσει τα μεγαλύτερα μυστήρια του κόσμου, και μάλιστα όχι μόνο αυτά που ξέρουμε ως μυστήρια, αλλά και πολλαπλάσια άλλα που ο ίδιος ανακάλυπτε ή επινοούσε. Ήθελε να μιλήσει για το ανείπωτο, να βάλει σε λέξεις αυτό που δεν μπορεί να μπει σε λέξεις, ήθελε να χαρτογραφήσει το άπειρο, να βρει την έξοδο του μεγάλου λαβύρινθου, να αγγίξει το αφηρημένο, να το ψηλαφίσει και να το κάνει συγκεκριμένο, να ανακρίνει την ίδια τη δημιουργία, να ξεσκεπάσει τον κόσμο από την παράξενη μάσκα που φορά στο απερίγραπτο πρόσωπό του, μια παράξενη μάσκα που κρύβεται κάτω από τη συμβατική μάσκα που όλοι βλέπουμε: μια μάσκα που από κάτω της κρύβει ακόμη μια μάσκα, κι ο Φορτ αγωνιούσε γι’ αυτήν τη διπλή αποκάλυψη, ήθελε να δει το αληθινό πρόσωπο.

Και δεν ήθελε απλά να το δει. Ήθελε να το καταλάβει.

Και σαν να μην έφτανε αυτή η τόσο ανέλπιστη επιθυμία, ήθελε και να το μεταδώσει, και μάλιστα ήθελε να το μεταδώσει κατανοητά σε όλους τους άλλους. Να καταδείξει ίντσα προς ίντσα με ποιον ακριβώς τρόπο όλα συνδέονται με όλα, κι όλα αυτά με άλλα τόσα που είναι απόκρυφα για μας: μια προσωπική σταυροφορία καταδικασμένη να αποτύχει, αλλά που μέσα στις περιπέτειές της κάποιος θα ατενίσει πράγματα που κανείς δεν έχει δει, που κανείς δεν έχει φανταστεί. Κανείς δεν έπαιξε ποτέ με το Σύμπαν και κέρδισε. Αλλά παίζοντας μαζί του, ατένισε το πρόσωπο του συμπαίκτη του. Κι ίσως αυτό να είναι αρκετό κέρδος για έναν άνθρωπο…

«Αυτός που προόδευσε στην μελέτη των διαφόρων επιστημών, προόδευσε άλλο τόσο όταν κατάλαβε την ανεπάρκειά τους. Το πνεύμα τους είναι δυσκίνητο, ρηχό και στείρο. Περιγράφει συνέχεια τον εαυτό του. Πρέπει να το καταστρέψουμε από την ρίζα του: δεν είναι το σωστό… Πρέπει να ξαναρχίσουν όλα από την αρχή, ξεκινώντας από τα παραλειπόμενα γεγονότα, εκείνα που δεν είχαν γίνει αποδεκτά, για τα οποία όμως έχει γίνει κυκλώπεια μελέτη. Να τα διαδώσουμε, και μετά αν είναι δυνατόν να τα εξηγήσουμε.

Δεν θα ήθελα να στήσω ένα Θέατρο του Παραλόγου. Πιστεύω πως στα πρώτα βήματα δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις παρακάτω, κι αν αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Αν ακούσεις τους ανθρώπους που ασχολούνται με την ζωολογία, να μιλούν για τα πουλιά πάνω στα δέντρα, θα πρέπει να παραδεχτείς πως άκουσες τα ίδια τα πουλιά να μιλούν. Κατόπιν θα πρέπει να ερευνήσεις συστηματικά και να περάσεις τα δεδομένα από κόσκινο. Ψάχνοντας όλο και πιο πολύ, ψάχνοντας όλο και πιο βαθιά, τελικά θα ανακαλύψουμε κάποιο πράγμα που θα μας εκπέμπει κάποιο σήμα. Πώς θα μεταφράσουμε το μήνυμά του; Πρέπει να μετατρέψουμε τις δομές της ίδιας της γνώσης…»

«Είμαι εναντίον του Καρτέσιου. Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα έπρεπε να είναι εναντίον της Καρτεσιανής Λογικής. Κατά πόσο από το γενικό μπορούμε να ορίσουμε το ειδικό, σε σχέση με το γενικό; Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε κάθε πράγμα σαν το μεσάζοντα ενός άλλου πράγματος. Πιστεύω σε μια νέα νοητική δομή, που είναι ικανή να παίρνει σαν πραγματικές τις ενδιάμεσες φάσεις, δηλαδή, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, ανάμεσα στο θετικό και το στο αρνητικό, στο ζεστό και στο κρύο, στο κινητό και στο ακίνητο, στο ζωντανό και στο νεκρό, στο άσπρο και στο μαύρο. Μια λογική που να προεκτείνεται πολύ πιο πέρα από το γνωστό διπολισμό. Σαν ένα τρίτο μάτι»

«Αν είχα το χρόνο για μια δεύτερη δουλειά, θα ζητούσα από τους αναγνώστες μου να σκεφτούν και να φτιάξουν τις πιο τρελές θεωρίες, και να μου τις στείλουν, κι εγώ θα διάλεγα την πιο τρελή από όλες, και θα δεσμευόμουν να βρω αποκλεισμένες πληροφορίες και συνδετικούς κρίκους για να την κάνω λογική, σε όποιον θα ήθελε να την σκέφτεται σαν λογική.»

«Εκπλήσσομαι από το γεγονός του ότι ο καθένας μπορεί να είναι ικανοποιημένος με το να είναι μυθιστοριογράφος, μόδιστρος, υπάλληλος, βιομήχανος ή οδοκαθαριστής… Μπορούμε να ορίσουμε την ευφυία, ως την άγνοια που προέρχεται από το γέλιο. Είμαι έξυπνος και αντίθετος με τους ορθόδοξους. Αφού δεν έχω την ανόητη αριστοκρατική υπεροψία ενός πρωτευουσιάνου συντηρητικού, ή αυτήν του μάγου Εσκιμώου, θα πρέπει να κατανοήσω άλλους κόσμους… Έχω την εντύπωση πως επιδόθηκα σε ένα καινούργιο βίτσιο που μοιάζει με το να είσαι ερασιτέχνης σε ακατονόμαστα αμαρτήματα. Στην αρχή, κάποια αποτελέσματα ήταν τόσο τρομερά ή τόσο γελοία, που τα μισούσαν ή τα περιφρονούσαν με το χειρότερο τρόπο μόλις τα διάβαζαν. Τώρα τα πράγματα έχουν διορθωθεί κάπως… Υπάρχει, νομίζω, θέση για λίγο οίκτο…»

«Η επιστημονική γνώση δεν είναι αντικειμενική. Όλες οι βάσεις στις οποίες είναι στηριγμένα τα θεόρατα οικοδομήματά της είναι αυθαίρετες. Είναι, όπως ακριβώς και ο πολιτισμός μας, μια συνωμοσία, ένα πονηρό συμβόλαιο, ένας εξορκισμός. Έχουμε τα γεγονότα για να μην κινδυνεύουν οι υπάρχουσες αιτιολογίες. Κατάρα σε όλα τ’ άλλα. Ζούμε υπό το καθεστώς πολύ αυστηρής έρευνας και εγκαθίδρυσης αυθαίρετων συμπερασμάτων, που επηρεάζουν άμεσα όλους τους ανθρώπους, και το όπλο που χρησιμοποιούμε πιο συχνά ενάντια σ’ αυτό το καθεστώς είναι η αμφισβήτηση και η γελοιοποίηση. Δεν έχουμε άλλη λύση: αμφισβητείστε και γελοιοποιήστε ότι σας λένε! Πώς μπορεί να εξελιχθεί σωστά και να λειτουργήσει η γνώση, κάτω από τέτοιες συνθήκες; Πρέπει να κρατήσουμε κρυφά τα βίτσια μας, για να μη στραφεί εναντίον μας η κοινωνία, μαθαίνοντας πως αφήσαμε πολύ πίσω μας τα περισσότερα πεδία σεξουαλικότητας, εμπορίου, θρησκευτικής πίστης, συμβατικότητας και νόμιμων απολαύσεων…

Λοιπόν, πρόκειται να περάσουμε από την κατάσταση των μανιακών, στην προφητεία, και από την μυστική μοναχική ηδονή, στην διακήρυξη αρχών και μανιφέστων. Πρέπει από ‘δω και πέρα να εργαστούμε πολύ σοβαρά, δηλαδή επαναστατικά. Το πρώτο μέλημά μας θα πρέπει να είναι να προσθέσουμε στις συνταγματικές ελευθερίες, το δικαίωμα και την ελευθερία να αμφισβητούμε την επιστήμη!»

Τα παραπάνω αποσπάσματα, δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα της καρδιάς του Τσαρλς Φορτ.

Το 1921, ο Φορτ αποφασίζει να δραπετεύσει από τον γνωστό του κόσμο. Παίρνει την Άννα από το χέρι και σαλπάρουν για την Αγγλία, όπου εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο (στον αριθμό 39Α της Marchmont Street) κοντά στο Βρετανικό Μουσείο (όπου θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του), για οκτώ ευτυχισμένα και πολύ παραγωγικά χρόνια. Εκεί άρχισε την «εξερεύνηση» των εκθεμάτων του θεόρατου Βρετανικού Μουσείου, την οποία επανέλαβε αμέτρητες φορές, ενώ σε κάθε καινούργιο «κύκλο» στους διαδρόμους του προέκτεινε τους προσωπικούς του ορίζοντες σε όλο και πιο καινούργια θέματα και νέες ανακαλύψεις, νέους συνδυασμούς και νέες συντεταγμένες μελετών. Άρχισε να σκέφτεται ότι τα διαστημικά ταξίδια ήταν αναπόφευκτα, στέλνοντας δεκάδες επιστολές πάνω σ’ αυτό το ζήτημα στους New York Times, κι ακόμη, μιλώντας γι’ αυτό στο Hyde Park Corner, στην γωνιά εκείνη του Χάιντ Παρκ που ο καθένας μπορεί να ανεβεί σ’ ένα βήμα και να απευθύνει μια ομιλία προς τους παρευρισκομένους, (κάτι που άρεσε στον Φορτ να κάνει, γιατί τον διασκέδαζε, πήγαινε συχνά στο Χάιντ Παρκ για να ακούσει και να μιλήσει).

Το 1924, σε ηλικία 54 ετών, αποκτά τον δεύτερο καλό του φίλο, τον συγγραφέα Τίφανυ Θάγιερ, τον οποίο γνωρίζει στην αρχή δι’ αλληλογραφίας. Αλληλογραφούν σχεδόν καθημερινά, το ίδιο και με τον Θήοντορ Ντράιζερ, τον οποίο συστήνει στον Θάγιερ.

Έχουμε πολύ λίγες περιγραφές του Φορτ. Ήταν ένας πολύπλοκος και μοναχικός άνθρωπος, αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στο έργο του. Τα αυτοβιογραφικά του αποσπάσματα (Many Parts), αποκαλύπτουν μια ταραγμένη παιδική ηλικία, κατά την οποία τον χαρακτηρίζει η εξερεύνηση σε όλα τα πράγματα και τις δραστηριότητές του, αλλά και η αντίστασή του ενάντια στην εξουσιαστική καταπίεση του πατέρα του και της κακιάς μητριάς του, η αμφισβήτηση και επανάσταση ενάντια σε οποιαδήποτε εξουσία και επιβολή που την ένιωθε άδικη ή ανόητη. Σ’ εκείνες τις σελίδες για τη νεότητά του υπάρχουν όλα τα στοιχεία-κλειδιά για τη λαμπρότητα του πνεύματος που θα τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή: η αστείρευτη δύναμη της παρατηρητικότητάς του, το θάρρος και η επιμονή του, η δημιουργική φαντασία του, ο παιδικός του ενθουσιασμός, η θερμή καρδιά του, η επιδεξιότητά του με τα λόγια και τις περιγραφές, η επινοητικότητά του για πρωτότυπα παραδείγματα στις επεξηγήσεις του, ακόμη και η φιλευσπλαχνία του για ανθρώπους που δεν είχαν την δική του εσωτερική δύναμη.

Για τον Τίφανυ Θάγιερ, ο Φορτ ήταν «ένας χαρούμενος γίγαντας, με την πιο υπέροχη αίσθηση του χιούμορ που είχα συναντήσει ποτέ μου, με το χάρισμα να κάνει υποφερτή τη ζωή ενός στοχαστικού ανθρώπου όπως ο εαυτός του…» Στην εισαγωγή του στο πρώτο τμήμα της έκδοσης των Απάντων του Τσαρλς Φορτ, (Books I, 1941), ο Θάγιερ περιγράφει τον Φορτ σαν ένα εύσωμο άντρα έξι πόδια ψηλό, όμορφο, με διάπλαση φώκιας ή θαλάσσιου ελέφαντα με το ανάλογο μουστάκι και όλα τ’ άλλα, με μυωπικά γυαλιά χοντρά σαν πάτοι μπουκαλιών. «Ήταν ένας αναχρονισμός σε μοντέρνο ένδυμα», έλεγε ο Θάγιερ, που διανοητικά τοποθετούσε τον Φορτ στην εποχή των ταραχοποιών τριών σωματοφυλάκων. Ένας θερμόαιμος, ευερέθιστος, τολμηρός αλλά σεμνός, ρομαντικός Δον Κιχώτης. Παρ’ όλα αυτά, ο Φορτ που περιγράφει ο Θάγιερ, που «βρυχάται πάνω από το θέμα του σαν κουρσάρος» και «κρατά την κοιλιά του όταν γελά με τα λερωμένα χέρια του από το μελάνι της γραφομηχανής», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Φορτ που περιγράφει ο Ντράιζερ, έναν «σεμνό, ντροπαλό και εσωστρεφή ερημίτη», μια εικόνα που μοιράζονταν πολλοί άλλοι μαζί με τον Ντράιζερ.

Μια από τις φίλες του Ντράιζερ, η Μαργκερίτ Τιαντέρ, θυμόταν τον Φορτ σαν έναν «άνθρωπο χαμηλών τόνων, σκοτεινό, με γκρίζα χαρακτηριστικά, με λιγοστά μαύρα μαλλιά χτενισμένα πάνω σε ένα κυκλικό δυναμικό κεφάλι. Τα χέρια του ήταν χοντρά και προεξείχαν μέσα από βρώμικα μανικέτια, κάτω από ένα σκούρο αχαρακτήριστο σακάκι. Παρ’ όλα αυτά όμως, υπήρχε κάτι το εξαιρετικά γοητευτικό σ’ αυτόν, έμοιαζε απίστευτα ζωντανός, ξένοιαστος, και πολύξερος όταν μιλούσε…»
Ο βιογράφος του Φορτ, ο Ντάμον Νάιτ, λέει ότι ο Φορτ ήταν «ένας ειρηνικός άνθρωπος της πολυθρόνας, που ζούσε ήσυχα μαζί με τη γυναίκα του». Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, ο Τσάρλυ και η Άννα ήταν ένα παράξενο ζευγάρι, αλλά ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο. Σύμφωνα με τον Θάγιερ, η Άννα κλαιγότανε για τις αντικοινωνικές τάσεις του άντρα της, ήξερε όλες τις υποθέσεις των γειτόνων της, και οργάνωνε την καθημερινή ζωή των δυο τους με «επιδεξιότητα και φαντασία», αφήνοντας τον Φορτ ελεύθερο να ακολουθήσει το άστρο του. Ο Θάγιερ λέει ότι δεν διάβαζε ποτέ της τα βιβλία του Φορτ, και «ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί τι συνέβαινε μέσα στο κεφάλι του συζύγου της…»

Ο Άρον Σούσμαν, τότε διαφημιστής και πολύ αργότερα διάσημος μεγαλοεκδότης, που έγινε πολύ καλός φίλος με τον γηραιότερο Φορτ στα τελευταία χρόνια του, διηγήθηκε στον Ντάμον Νάιτ για τις επισκέψεις του στο διαμέρισμα των Φορτ το 1930. Θυμόταν την Άννα σαν μια «ζωηρή και φιλόξενη οικοδέσποινα» που «είχε έναν θαυμάσιο τρόπο όταν μιλούσε μαζί σου, κάνοντάς σε να νιώθεις ότι ένιωθε μεγάλη τιμή και ευγνωμοσύνη που είχες αφιερώσει λίγο από το χρόνο σου και είχες μπει στον κόπο να έρθεις να τους επισκεφτείς.» Για τον Σούσμαν, ο Φορτ ήταν «ο πιο αθώος από τους πιο αθώους που έχω γνωρίσει ποτέ μου, ένας ευγενής άνθρωπος, αθεράπευτα καλοσυνάτος και ευγενικός, πολύ τρυφερός με την Άννα» Με την βαθιά φωνή του και το βροντερό γέλιο του, έδινε στον Σούσμαν την εντύπωση ενός πολύ μεγάλου μυαλού που είχε αποσυρθεί από τον κόσμο, αλλά παρ’ όλα αυτά «πάντα σ’ έκανε να νιώθεις απόλυτα καλοδεχούμενος, ήταν πολύ χαρούμενος που σε έβλεπε, όσο απασχολημένος κι αν ήταν.»

Το 1921 εκδίδεται στο Λονδίνο -κι έπειτα στην Αμερική- το δεύτερο από τα βιβλία του, New Lands (Νέες Χώρες). Από τις δύο πρώτες σελίδες του ξεχύνεται ένας χείμαρρος έμπνευσης με ένα πρωτόγνωρο ύφος για την εποχή:

«…Χώρες στον ουρανό, άγνωστες χώρες που βρίσκονται πολύ κοντά, χώρες που στέκουν ακίνητες στον ουρανό.
Ο νέος άνθρωπος δεν νιώθει πια εκείνη την παρόρμηση που τον έκανε να ταξιδεύει προς την Δύση. Παρ’ όλα αυτά θα ταξιδέψει για κάπου. Αν μονάχα τα σημεία του ορίζοντα δεν τον προσκαλούν πια, τότε ίσως ν’ ακούσει καλέσματα προς νέες διαστάσεις. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, που χωρίς να το έχουν εξακριβώσει οι ίδιοι, πιστεύουν πως και οι δύο Πόλοι αυτής της Γης έχουν εξερευνηθεί. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που ταξιδεύουν πολυτελέστατα στην ‘Σκοτεινή Αφρική’. Οι Εσκιμώοι του Ντίσκο, στην Γροιλανδία, εκδίδουν μια εφημερίδα. Πρέπει να υπάρχει εκροή, αλλιώς θα γίνει έκρηξη -εκροή και καλέσματα και νέες ευκαιρίες. Σαν-Σάλβαντορς του ουρανού, ένας μονόλιθος που κρέμεται στους ουρανούς της Σερβίας, μια ξένη ακτή από την οποία οι καταιγίδες έφεραν παράξενα αντικείμενα στην πόλη του Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία…

Νησιά στο διάστημα. Νησιά στον ουρανό, και τα ποτάμια μιας Έξτρα-Γεωγραφίας…
Μείνε εδώ κι άφησε την λύτρωση να σε στοιχειώσει, ή καβάλησε μια αχτίδα της αυγής και πέταξε από την Ρίγκελ στο Μπέτελγκέζ. Υπάρχουν, ή δεν υπάρχουν, δίπλα μας, πολιτείες ξένων υπάρξεων… Έχουν, ή δεν έχουν, γίνει αντιληπτές από αντανάκλαση στους ουρανούς της Σουηδίας και της Αλάσκα. Τέρατα που ζουν στον ουρανό και πεθαίνουν στον ουρανό, και ραντίζουν αυτή την Γη με τα κοκκινόχρωμα ζωικά υγρά τους. Πλοία από άλλους κόσμους, που τα έχουν δει εκατομμύρια κατοίκων αυτής της Γης, εξερευνούν νύχτα μετά την νύχτα τους ουρανούς της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Αμερικής και του Καναδά. Σινιάλα από το φεγγάρι, που σύμφωνα με κάποιες αξιοσημείωτες υποδείξεις, μπορεί να μην είναι τόσο μακριά από την Γη μας, ίσως όσο απέχει η Νέα Υόρκη από το Λονδίνο.

Περιστατικά και πληροφορίες που έχουν σκεπαστεί από την αρτηριοσκληρωμένη επιστημονική ιεραρχία. Έχω πληροφορίες πάνω από πληροφορίες πάνω από πληροφορίες πάνω από πληροφορίες, για νέες χώρες που δεν βρίσκονται καθόλου μακριά. Έχω προσδοκίες, υλικό για νέες ελπίδες και νέες απελπισίες και καινούργιους θριάμβους και νέες τραγωδίες.

Κρατώ τα χέρια μου ψηλά, και δείχνω προς τον ουρανό. Υπάρχει μια ιεραρχία ανθρώπων που μου περνάει χειροπέδες επειδή το κάνω αυτό. Πιστεύω πως υπάρχει μια κυριαρχική δύναμη που φτιάχνει φυλακές που έχουν δόγματα αντί για τοίχους, όπου φυλακίζουν σκέψεις σαν τις δικές μου. Η φυλακή τους, σφίγγει δεσμευτικά τις φόρμουλές της γύρω από κάθε απόπειρα προέκτασης.

Όμως, ήχοι έχουν ακουστεί από τον ουρανό. Έχουν ακουστεί, και δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί η καταγραφή τους. Έχουν ακουστεί. Νέες χώρες, και οι εκρήξεις τους, ο τρόμος τους, τα φώτα τους και οι μουσικές τους, γαβγίσματα από κολασμένα σκυλιά και το μαρς από αγγέλους-στρατιώτες. Είναι χώρες που τις προσδοκούμε, Γη της Επαγγελίας, και στο ταξίδι μας αυτό, όπως και για κάθε Γη της Επαγγελίας, πρέπει πρώτα να διασχίσουμε μια έρημο… Ακούω τρεις κραυγές από έναν ανεξερεύνητο τόπο, κραυγές από ένα αλλόκοτο όν, στην ίδια την είσοδο της ερήμου…»

Ο Φορτ και η Άννα, επέστρεψαν τελικά στην Νέα Υόρκη, έπειτα από οκτώ χρόνια παραμονής στο Λονδίνο, κατά τα τέλη του 1929. Εκεί, ο Φορτ συνάντησε επιτέλους από κοντά τον Τίφανυ Θάγιερ, με τον οποίο μέχρι τότε μονάχα αλληλογραφούσαν. Ο Θάγιερ, νεαρός τότε, ένας ενθουσιώδης μυθιστοριογράφος, επισκεπτόταν συχνά τους Φορτ. Ατέλειωτες συζητήσεις πάνω στο Παράξενο μέσα στη νύχτα, πίνοντας την ιδιαίτερη μπύρα που έφτιαχνε ο ίδιος ο Φορτ στο εργαστήριό του, περικυκλωμένοι από την συλλογή του με ταριχευμένες γιγάντιες αράχνες και αντικείμενα που είχαν πέσει από τον ουρανό, καθώς και το μεγάλο τοίχο με τα κουτιά παπουτσιών όπου μέσα τους ο Φορτ φύλαγε σαν παράδοξο θησαυρό τις σημειώσεις του.

Το 1929, ο Φορτ αρχίζει να γράφει το τρίτο του βιβλίο, Lo!, που ολοκληρώνει το 1931, στο οποίο μεταξύ πολλών άλλων εισάγει τις ιδέες του για την «τηλεμεταφορά» (Teleportation, η ιδέα και ο όρος είναι δικά του) και για το «οργανικό σύμπαν». Ο Θάγιερ θυμάται ότι ο Φορτ ήθελε να δώσει στο βιβλίο τον τίτλο God and the Fishmonger, (Ο Θεός και ο Ψαράς), αναφορικά στην μεγάλη βροχή ψαριών στο Γουόρτσεστερ το 1881. Ο Άρον Σούσμαν είχε προτείνει τον τίτλο If the Time has Come (Αν ο Καιρός Ήρθε), αναφορικά με την εκπληκτική ιδέα που εισάγει ο Φορτ (για πρώτη φορά) του ότι, ας πούμε, οι ατμομηχανές μπορούν να εφευρεθούν μονάχα όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός γι’ αυτό, (παρά το ότι οι βασικές παρατηρήσεις σε σχέση με την εφεύρεσή τους ήταν διαθέσιμες από πάντοτε, σε όλες τις εποχές, αν κάποιος παρατηρούσε προσεκτικά το νερό να βράζει).

Ο Θάγιερ πρότεινε τον τίτλο Lo!, αναφορικά με ένα άλλο από τα θέματα του Φορτ, εκείνο των αστρονόμων που υπολογίζουν την επανεμφάνιση ενός νέου αστέρα ή την επιστροφή ενός κομήτη, και ενθουσιασμένοι δείχνουν προς τον ουρανό αναφωνώντας Lo! (κάτι αντίστοιχο με Εύρηκα!, ή Ιδού!), κι έπειτα κανείς δεν μπορεί να δει τίποτε εκεί που δείχνουν. Ο Φορτ συμφώνησε με τον τίτλο Lo! από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε. («Ένας αστρονόμος. Υπολογίζει την περιοχή όπου θα εμφανιστεί σε λίγο ένας πλανήτης που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα. Και «Lo!» –όπως συνηθίζουν να αναφωνούν οι αστρονόμοι– ο πλανήτης εμφανίζεται…»).

Ο Τσαρλς Φορτ τελείωσε το τελευταίο του βιβλίο Wild Talents (Εξωφρενικά Ταλέντα), στις 20 Φεβρουαρίου 1932, ενώ είχε ήδη αρρωστήσει πολύ σοβαρά. Οι σελίδες του εξερευνούσαν τις μεταφυσικές ψυχικές ικανότητες (ο Φορτ ήταν ο εισηγητής του όρου Παραψυχολογία), αλλά το βιβλίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του αργότερα τον ίδιο χρόνο, από τον καλό του φίλο Κλοντ Κένταλ.

Είναι απίστευτο το γεγονός ότι τα τέσσερα θρυλικά βιβλία του, που είναι μάλλον τα πιο εντυπωσιακά και ασυνήθιστα βιβλία του αιώνα μας, περιέχουν μονάχα ένα μικρό κομμάτι από το παράξενο έργο και την σκέψη του Τσαρλς Φορτ. Αν σκεφτούμε τον χρόνο που ξόδευε περισσότερο στην μελέτη παρά στο γράψιμο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχε την επιθυμία και την δυνατότητα να γράψει τουλάχιστον τα πενταπλάσια. Επιπλέον, αν θυμηθούμε το γεγονός ότι έκαψε αρκετές φορές ολόκληρο το έργο του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν δεν το είχε κάνει θα είχαμε στα χέρια μας τουλάχιστον άλλα τόσα βιβλία, για να μην προσθέσουμε και όλα εκείνα τα γραπτά του που έχουν χαθεί, γεγονός που αποτελεί ένα μυστήριο από μόνο του, τουλάχιστον για κάποιον που γνωρίζει πόσο σημαντική φιγούρα ήταν ο Τσαρλς Φορτ.

Τα βιβλία του δεν έχουν προηγούμενο στην Ιστορία της ανθρωπότητας, και δεν ήταν παρά μόνο ένα τμήμα απ’ αυτά που μπορούσε να δημιουργήσει αν του είχε δοθεί περισσότερος χρόνος. Οι επιρροές του στην εναλλακτική ιστορία της ανθρώπινης διανόησης είναι καλειδοσκοπικές, πολυσύνθετες, ανεξιχνίαστες, έχουν προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που δεν είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε.

«…Ένα καινούργιο αστέρι εμφανίστηκε στον ουρανό: σε τί διαφέρει άραγε από κάτι σταγόνες άγνωστης προέλευσης, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε μια βαμβακοφυτεία στην Οκλαχόμα;
Κρατώ σημειώσεις για όλα τα παράξενα θέματα, όπως τις ομόκεντρες αποκλίσεις της μαγνητικής βελόνας στο σεληνιακό κρατήρα Κοπέρνικο, την ξαφνική εμφάνιση των βρετανικών πορφυρών, τους εποχιακούς μετεωρίτες, ή το ξαφνικό φύτρωμα μαλλιών στο κεφάλι μιας αιγυπτιακής μούμιας… Από κάποιο σημείο κι έπειτα, το ενδιαφέρον μου δεν στρέφεται στα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά, αλλά στη σχέση που έχουν μεταξύ τους. Μ’ απασχολεί πολύ αυτό που ονομάζουμε συμπτώσεις. Αν όμως δεν υπάρχουν συμπτώσεις;

Έχω μπροστά μου αυτή την στιγμή, ένα είδος πεταλούδας της νύχτας, που είναι πολύ λαμπερή: λέγεται σφίγγα με νεκροκεφαλή, γιατί πάνω στην ράχη της μπορείς να ξεχωρίσεις ολοκάθαρα ένα σχήμα ολόιδιο με το ανθρώπινο κρανίο. Βγάζει ήχους σαν ποντίκι. Είναι πολύ ευαίσθητη. Έχω μια άλλη πεταλούδα, που ονομάζεται πεταλούδα Καλιμά, και μοιάζει μ’ ένα ξεραμένο φύλλο, γιατί μιμείται τα ξερά φύλλα, σαν παραλλαγή για να προστατευθεί. Αλλά, η πεταλούδα με την νεκροκεφαλή, μιμείται τα οστά;»

«Κάθε ορισμός ενός πράγματος, είναι ένα χτύπημα ενάντια στην πραγματικότητα»

Από την εποχή του πρώτου του βιβλίου στην δεκαετία του 1910, προκάλεσε σεισμό στα θεμέλια της διανόησης της εποχής του. Σήμερα, οι φυσικομαθηματικοί κατάφεραν να πλησιάσουν αυτά που υπονόησε έναν αιώνα πριν αυτός ο παράξενος άνθρωπος. Όλες οι εξελιγμένες θεωρίες της Κβαντικής Φυσικής, βρίσκονται μέσα στα γραπτά του Φορτ. Ολόκληρη η Θεωρία του Χάους, όπως ακριβώς την περιγράφουν σήμερα, κι ακόμη πιο εμπεριστατωμένα και εμπνευστικά, βρίσκεται μέσα στα γραπτά του Φορτ. Είναι ο πρώτος που μίλησε για UFO, για τηλεπάθεια (Telepathy, ο όρος είναι δικός του), για τηλεμεταφορά και για ταξίδια στο χρόνο, για παράλληλους κόσμους και παράλληλα σύμπαντα, έθεσε θεωρητικά τα θεμέλια της επιστήμης που ονόμαζε Παραψυχολογία (και είναι ο εισηγητής του όρου Paranormal), είναι ο πρώτος που μίλησε ανοικτά και εμπεριστατωμένα για εναλλακτικές πραγματικότητες, για την παράξενη φύση του σύμπαντος (το «organic universe» είναι δική του θεώρηση), για το ότι η καθημερινή πραγματικότητά μας είναι το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, για παράξενα όντα από αλλού, για εξωγήινη αρχαιολογία, για τα μυστήρια της σελήνης, για μεταμορφώσεις της ενέργειας, και τόσα άλλα.

Είναι ο πιο «αιρετικός» διανοητής που ξέρουμε. Οι νεότεροι συγγραφείς του Φανταστικού επηρεάστηκαν καθοριστικά από τη σκέψη του. (Έχω πολλά στοιχεία -μια μικρή έρευνα που δεν έχω ακόμη ολοκληρώσει- ότι πρέπει να τον επισκέφτηκε ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ στην Νέα Υόρκη, δύο φορές, και να είχαν μια μυστική αλληλογραφία). Πριν από τα πρώτα μανιφέστα του Ντανταϊσμού και του Σουρεαλισμού, ο Φορτ εισήγαγε στην επιστήμη αυτό που ο Τριστάν Τζαρά και ο Αντρέ Μπρετόν εισήγαγαν στις τέχνες και τη λογοτεχνία: «Η άρνηση να παίξεις σ’ ένα παιχνίδι που ξέρεις πως ο ένας εξαπατά τον άλλον, και η δική σου βίαιη δήλωση ότι υπάρχει και ‘’κάτι άλλο’’…» Τα καλλιτεχνικά ρεύματα τον δικαίωσαν. Σχεδόν κανείς δεν τον θυμάται πια.

Ήταν ένας αληθινός Άνθρωπος των Θαυμάτων.

Πενήντα χιλιάδες επιστολές, αλληλογραφία με ιδιώτες και με τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου, καθώς και με όλα τα επιστημονικά περιοδικά της Δύσης. Ογδόντα χιλιάδες σελίδες σημειώσεων, καταχωρημένες σε διακόσιους ειδικούς τομείς, πολλές απ’ αυτές γραμμένες χειρόγραφα πάνω σε μικρά χαρτονάκια μ’ ένα σύστημα στενογραφίας δικής του εφεύρεσης, τακτοποιημένα σε εκατοντάδες χαρτονένια κουτιά παπουτσιών. Παίζει ένα σκάκι δικής του επινόησης με 1.600 συνδυασμούς. Ταριχεύει σπάνιες πεταλούδες. Κινδύνεψε να τυφλωθεί ολοκληρωτικά από το διάβασμα χιλιάδων τόμων, ερημίτης στις πιο μεγάλες πληθυσμιακά πόλεις του δυτικού κόσμου (Νέα Υόρκη, Λονδίνο). Απελπισμένος παραδίδει στις φλόγες όλο του το έργο.

Ένας παράξενος φάρος στον κρατήρα Αρίσταρχο της Σελήνης του στέλνει φωτεινά σήματα σε κώδικα, και προσπαθεί να τον αποκρυπτογραφήσει. Ένα «ιπτάμενο κομμάτι πάγου» βάρους εκατόν πενήντα κιλών πέφτει από τον ουρανό και σκάει μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού του. Παράξενοι άνθρωποι ρωτούν πληροφορίες γι’ αυτόν στη γειτονιά κι έπειτα εξαφανίζονται. Πολλές φορές στα βιβλία του αναφέρεται σε περιστατικά δραστηριότητας Poltergeist μέσα στο σπίτι του στο Λονδίνο και στο Μπρονξ. Ανεξήγητοι δυνατοί θόρυβοι ακούγονται μέσα στο σπίτι, οι πίνακες πέφτουν από τους τοίχους, οι βρύσες ανοίγουν μόνες τους. Παράξενα φώτα τους ξυπνάνε τη νύχτα στο κρεββάτι.

Κι αυτός, η σοφή χαμογελαστή φώκια, ένας «εξερευνητής απαγορευμένων περιοχών που κατάφερε να ξεφύγει από την παρατήρηση του φύλακα», ο Τσαρλς Χόυ Φορτ, συλλέγει γεγονότα. «Γεγονότα που άλλα τους είχαν μνημονευτεί και άλλα είχαν πέσει στην παγωμένη παγίδα της αδιαφορίας. Γεγονότα όμως.» Αποκαλούσε τη συλλογή του «Σανατόριο Υπερβολικών Συμπτώσεων». Γεγονότα συγκλονιστικά, για τα οποία -παραδόξως- όλοι απέφευγαν επισταμένα να μιλούν. Γιατί; Γεγονότα από «κάπου αλλού» απ’ όπου «άκουγε κανείς να ανεβαίνει μια απεγνωσμένη κραυγή σιωπής!…»

Αισθανόταν μια τρυφερότητα γι’ αυτές τις αλήθειες που κρύβονταν από τους τομείς της γνώσης, εξόριστες, τραγικές, οργισμένες ή θλιμμένες. Αλήθειες στις οποίες έδινε άσυλο στο φτωχικό γραφειάκι του στο Μπρονξ, και που τις χάιδευε τρυφερά την ώρα που τις τοιχοκολλούσε.

Τις αποκαλούσε «μικρά πορνίδια, κατάδικοι, δραπέτες, πυγμαίοι, καμπούρηδες, τερατογενέσεις, φουσκωτές καμηλοπαρδάλεις, και παρ’ όλα αυτά, η λιτανεία τους αυτή μέσα στο σπίτι μου, σου δίνει την εντύπωση πραγμάτων θαυμαστών, που περνούν και περνούν και περνούν, ασταμάτητα. Από πού έρχονται; Τι θέλουν τέλος πάντων;»

Όντα που πετούσαν στα οκτώ χιλιάδες μέτρα στον ουρανό πάνω από το Παλέρμο στις 30 Νοεμβρίου 1880. Βροχή από θειάφι και σάρκες σε αποσύνθεση στη Μασσαλία. Ψάρια έπεφταν από τον ουρανό, σε απίστευτους αριθμούς, για τρεις ολόκληρες ώρες με χιλιάδες μάρτυρες στη Σιγκαπούρη, το φθινόπωρο του 1861. Μπλε φεγγάρια. Πράσινα ηλιοβασιλέματα. Περίεργες εξαφανίσεις ανθρώπων. Ανεξήγητες εμφανίσεις ανθρώπων από το πουθενά.

Όπως τότε, που τα αυτοκίνητα κομμάτιασαν έναν άνθρωπο που εμφανίστηκε ξαφνικά στην μέση ενός εξοχικού δρόμου στο Κεντ της Αγγλίας. Κοιτούσε γύρω του πανικόβλητος, φορούσε ρούχα του προηγούμενου αιώνα, και τα αντικείμενα που βρέθηκαν στις τσέπες του είχαν κατασκευαστεί πριν από εκατό χρόνια. Η αινιγματική περίπτωση του Κάσπαρ Χάουζερ -στην Νυρεμβέργη του 1820- το αγόρι από το πουθενά, που δεν γνώριζε τίποτε από το περιβάλλον ολόγυρά του, δεν μιλούσε, δεν ανεχόταν το φως. Είχε βρεθεί να περιπλανιέται σαν χαμένος στον δρόμο, είχε εξαιρετική ευφυία, έφτασε να γίνει η ατραξιόν της εποχής, η μασκότ της Νυρεμβέργης, και μερικά χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από «έναν άνθρωπο με μαύρο πρόσωπο», καταλήγοντας ένα από τα ανεξιχνίαστα μυστήρια του αιώνα του.

Κι εκείνος ο νεαρός άντρας που έπεσε από τον ουρανό σε μια πλατεία του Μάντσεστερ, γυμνός μέσα στο καταχείμωνο, και κανείς δεν αναγνώρισε το πτώμα του -παρ’ όλο που οι φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν παντού. Κι ένας άλλος, μισότρελος, που βρέθηκε να περπατά πάνω-κάτω στη Χάι-Στρητ, μιλώντας μιά γλώσσα που όλοι την άκουγαν για πρώτη φορά, και κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος του ένα δερματόδετο βιβλίο σε μιά επίσης άγνωστη γραφή. Πέθανε από άγνωστη αιτία, λίγες μέρες αργότερα -τότε στα 1910- και το βιβλίο υπάρχει ακόμη σε μιά βιβλιοθήκη της πόλης. Ή εκείνος ο τυφλός νέγρος που δεν μιλούσε καθόλου, που η αστυνομία της Βοστώνης τον είχε συλλάβει στον τόπο ενός μεγάλου δυστυχήματος. Σχεδίαζε συνεχώς σε ένα χαρτί παράξενα ιερογλυφικά και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μέσα από το κελί του, έπειτα από λίγες ώρες, αφήνοντας μια δύσοσμη μαύρη κηλίδα στο πάτωμα!…

Φωτεινά αντικείμενα μέσα στην θάλασσα.

Απομεινάρια γιγάντων στην Σκωτία.

Ουράνια ουρλιαχτά τρομακτικής έντασης έσκισαν τον ουρανό πάνω από την Νάπολη στις 20 Νοεμβρίου 1821, τα οποία άκουσε όλος ο πληθυσμός της πόλης. Ένα κερασφόρο τέρας σκοτώνει τρεις ανθρώπους και κυνηγά άλλους πέντε, στη λίμνη Σάντυ της Μινεσότα, στις 19 Αυγούστου 1886. Ένα φρικιαστικό άγαλμα φτιαγμένο από ένα άγνωστο υλικό, ανακαλύπτεται από εκδρομείς στο όρος Βέρμοντ, και καταστρέφεται λίγο αργότερα από την τοπική αστυνομία. Η θάλασσα ξεβράζει το παράξενο κρανίο ενός αγνώστου τέρατος, στις βόρειες ακτές της Σκωτίας, στις 26 Ιουνίου 1908. Φέρετρα μικρών όντων που εμφανίστηκαν από το υπερπέραν στους βράχους του Εδιμβούργου. Ένα τεράστιο ιπτάμενο φωτεινό αντικείμενο, με ήχους από εκρήξεις, έκλεψε ένα ολόκληρο σπίτι στο Τέξας, στις 10 Δεκεμβρίου 1891…

Ο Τσαρλς Φορτ είναι ο πρώτος που μιλά για τα UFO, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Και το συγκλονιστικό είναι ότι -παρ’ όλο που πιστεύεται ότι το φαινόμενο ξεκίνησε την δεκαετία του 1940- ο Φορτ έχει στα βιβλία του εκατοντάδες αναφορές σ’ αυτό, από το 1630 μέχρι την εποχή του, το 1910-20-30.

-Κόκκινη βροχή στο Μπλάνγκενμπέργκερ στις 2 Νοεμβρίου 1819.

-Καταρρακτώδης βροχή από μικρούς ξύλινους σταυρούς στην εξοχή της Πράγας, το χειμώνα του 1798.

-Νιφάδες χιονιού χοντρές σαν πιάτα στο Νάσβιλ στις 14 Ιανουαρίου 1891.

-Αερόλιθοι.

-Μικρές ιπτάμενες σφαίρες από φωτιά. Ίχνη από πατημασιές ενός προϊστορικού ζώου στο Ντέβονσάιρ.

-Ιπτάμενοι δίσκοι.

-Αποτυπώματα από βεντούζες στα βουνά.

-Σπηλιές με στοές που δεν τελειώνουν πουθενά.

-Παγίδες στον ουρανό. Μαύρο Χιόνι.

-Μπόρες αίματος.

-Ιπτάμενοι καρχαρίες.

Ένα τεράστιο ιπτάμενο κομμάτι πάγου βάρους δύο τόνων πέφτει από τον ουρανό και σπάει πάνω στα τείχη της Ρουέν προκαλώντας δεκάδες τραυματισμούς, στις 5 Ιουλίου 1853. Ουράνιοι ταξιδιώτες. Αντικατοπτρισμοί παράξενων πόλεων στον ουρανό. Φωτεινοί περιστρεφόμενοι τροχοί μέσα στη θάλασσα…

Στο γραφείο του, ολομόναχος, περικυκλωμένος από στοίβες περιοδικών και εφημερίδων: Το αμερικανικό αλμανάκ του 1833, όλοι οι Times του Λονδίνου της περιόδου 1880-1900, τα τεύχη του Scientific Journal των τελευταίων είκοσι χρόνων, το περιοδικό Philosophy, τα Χρονικά της Εντομολογικής Εταιρίας της Γαλλίας, το Monthly Weather Review, όλες οι εκδόσεις του Observer, η Μετεωρολογική Επιθεώρηση, αμέτρητοι όγκοι χαρτιού γεμάτοι πληροφορίες πάνω σε πληροφορίες πάνω σε πληροφορίες. Φορά μια πράσινη τραγιάσκα και παίρνει τους δρόμους παρατηρώντας τις συμμετρίες των οδών της πόλης.

Όταν η Άννα έμπαινε στην κουζίνα για να μαγειρέψει το φαγητό τους, πήγαινε κι αυτός εκεί μαζί της για να προσέξει μήπως βάλει φωτιά κατά λάθος και καούν τα ανεκτίμητα χαρτιά και οι συλλογές του. Η συνήθειά του αυτή ήταν η μόνη που αληθινά ενοχλούσε πολύ την κυρία Φορτ. Η Άννα είναι τελείως αδιάφορη για όλα αυτά. Είναι τόσο παράλογα αδιάφορη που δεν της φαίνεται καθόλου. Την είχε διαλέξει για την καλοσύνη της, την ζεστή καρδιά της, και γιατί δεν ασχολούνταν καθόλου με την κουλτούρα, αλλά την αγαπούσε πολύ και τρυφερά. Ο Φορτ δεν μιλάει για το έργο του παρά μόνο σε ελάχιστους φίλους. Τις νύχτες, βυθισμένος σε «απαγορευμένες πνευματικές απολαύσεις», ετοιμάζει «γνωσιολογικές ωρολογιακές βόμβες» προς άγνωστο παραλήπτη…

«Είμαι μία αλογόμυγα που παρενοχλεί το παχύδερμο της γνώσης για να το εμποδίσει να κοιμηθεί»

Για το Βιβλίο των Καταραμένων, ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς είχε πει: «Το πιο αιρετικό και ριζοσπαστικό βιβλίο όλων των εποχών…»

Ο Τζων Βίντεριχ: «Το The Book of the Damned του μίστερ Φορτ; Α, ένα Golden Bough για τους τρελούς…»

«Μια τερατολογία της Φανταστικής Λογοτεχνίας…», έγραψε ο Έντμουντ Πήρσον, μην ξέροντας πως να χαρακτηρίσει το έργο του Φορτ. Για τον Μπεν Εχτ, ο Φορτ ήταν «ο απόστολος της εξαίρεσης, ο άγιος των αδικημένων υποθέσεων, ένας μυστικός ιερέας του Απίθανου…»

Ο εξαιρετικός επιστήμονας και διανοητής Μάρτιν Γκάρντνερ: «Οι σαρκασμοί του Τσαρλς Φορτ ταίριαζαν με τις πιο αξιόλογες κριτικές του Αϊνστάιν και του Μπέρτραντ Ράσελ…»

Ο Τζων Κάμπελ βεβαίωνε πως «υπήρχαν σ’ αυτές τις σελίδες οι ρίζες τουλάχιστον έξι καινούργιων επιστημών…»

Ο αστρονόμος και κοσμολόγος Σερ Φρεντ Χόυλ έχει πει: «Το New Lands του Φορτ, περιέχει τόσες αστρονομικές ανωμαλίες που θα μπορούσαν να είναι η αιτία για μια ανασύνθεση της επιστήμης της αστρονομίας…»

Ο Κόλιν Γουίλσον: «Μέσα στο Lo! και στο Wild Talents του Τσαρλς Φορτ, κρύβονται τόσα υπονοούμενα, που θα μπορούσαν να είναι η ύστατη συγκομιδή όλων των αποκρυφιστών, οι βάσεις για καμιά ντουζίνα νέες ριζοσπαστικές επιστήμες, και τόσο χιούμορ που ισοδυναμεί με τις καλύτερες στιγμές του Μαρκ Τουαίην και του Μπερνάρ Σω…»

«Το να διαβάζεις τον Φορτ είναι σαν να ιππεύεις έναν κομήτη προς άγνωστη κατεύθυνση…» ομολογούσε ο Μέιναρ Σίπλεη,

και ο Θήοντορ Ντράιζερ έβλεπε σ’ αυτόν «την μεγαλύτερη λογοτεχνική φυσιογνωμία μετά τον Έντγκαρ Πόε…»

Ξαφνικά, μια μέρα, Ο Τσαρλς Φορτ κατάλαβε πως αυτή η θαυμάσια εργασία του ήταν τελείως άχρηστη. Ήταν η απασχόληση ενός μανιακού. Αντιλήφθηκε πως ο ίδιος δεν ήταν παρά μια τραγική φιγούρα απέναντι στην μυστική κωμωδία του κόσμου, ανήμπορος μπροστά στο ανεξέλεγκτο μυστήριο του Σύμπαντος. Αντιλήφθηκε πως έψαχνε στο σκοτάδι, και πως δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε απ’ αυτά που έπρεπε να κάνει πραγματικά. Δεν ήταν μια έρευνα αλλά μια καρικατούρα. Κι αυτός, που φοβόταν τόσο πολύ την φωτιά, πέταξε χαρτιά και κουτιά στις φλόγες.

Ήταν πια έτοιμος να ανακαλύψει την αληθινή του φύση. Αυτός «ο γραφικός μανιακός που μάζευε μοναδικά γεγονότα που ήταν άχρηστα για οτιδήποτε», όπως χαρακτήρισε τον εαυτό του, ήταν ένας φανατικός των γενικών ιδεών. Τι είχε ξεκινήσει ασυνείδητα να κάνει, με τόση αγωνία, όλα αυτά τα χαμένα χρόνια; Χωμένος μέσα στις σπηλιές να κυνηγάει πεταλούδες, σκάβοντας στο λαβυρινθώδη βυθό των βιβλιοθηκών, ροκανίζοντας σαν ποντίκι τόνους και τόνους από χαρτί, βυθισμένος μέσα στον κόσμο των βιβλίων και των σημειώσεων, κατάκτησε ξαφνικά μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις των τελευταίων αιώνων: την βεβαιότητα που έχουν όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι πως πρέπει να έχουν μια συνολική γνώση του Σύμπαντος.

Γιατί λοιπόν είχε κρυφτεί σαν να ντρεπόταν για κάτι ο μίστερ Φορτ; Είναι γιατί και η παραμικρή υποψία πως μπορούμε να γνωρίσουμε τεράστιους ανεξερεύνητους τομείς του Αγνώστου, ξεγελάει τον άνθρωπο, νομίζει πως είναι παντοδύναμος και αθάνατος, και τελικά τον οδηγεί σε άλλες ασχολίες, απομακρύνεται από τον ανέλπιστο στόχο του. Ο Φορτ συνειδητοποίησε πως λειτουργούσε σαν ερωτομανής:

«Πρέπει να κρατήσουμε κρυφά τα βίτσια μας, για να μην στραφεί εναντίον μας η κοινωνία, μαθαίνοντας πως αφήσαμε πολύ πίσω μας τα περισσότερα πεδία σεξουαλικότητας, εμπορίου, θρησκευτικής πίστης, συμβατικότητας και νόμιμων απολαύσεων… Λοιπόν, πρόκειται να περάσουμε από την κατάσταση των μανιακών, στην προφητεία, και από την μυστική μοναχική ηδονή, στην διακήρυξη αρχών και μανιφέστων. Πρέπει από ‘δω και πέρα να εργαστούμε πολύ σοβαρά, δηλαδή επαναστατικά!»

Ναι, κύριε Φορτ, θα πρέπει να προσθέσουμε στα άρθρα του Συντάγματος που εξασφαλίζουν τις ελευθερίες του ανθρώπου, την ελευθερία να αμφισβητούμε την επιστήμη! Την ελευθερία να αμφισβητούμε την σφαιρικότητα της Γης, την ύπαρξη της ταχύτητας του φωτός, την εντροπία, τις απαραβίαστες δυνάμεις της βαρύτητας. Κι αν η θεωρία του Δαρβίνου ήταν ένας μύθος; Κι αν τα μαθηματικά δεν είναι παρά ένα πολύπλοκο παιχνίδι για διανοούμενους;

«Πρέπει να αμφισβητούμε τα πάντα, εκτός από τα γεγονότα. Και όχι τα γεγονότα που έχουμε διαλέξει, αλλά όλα τα γεγονότα, έτσι όπως είναι, καλά ή κακά, όμορφα ή τρομακτικά, ψεύτικα ή γνήσια, μαζί με όλες τους τις παραξενιές. Τίποτε να μην πετάμε από το Πραγματικό: Θα υπάρξει μια μελλοντική επιστήμη που θα ανακαλύψει όλες τις άγνωστες πτυχές των γεγονότων που μας φάνηκαν χωρίς σημασία. Η επιστήμη έχει ανάγκη από την ύστατη βοήθεια ενός πληθωρικού πνεύματος, τόσο νέου όσο και άγριου, αδάμαστου. Ο κόσμος έχει ανάγκη από μια εγκυκλοπαίδεια αποκλειστικών, αγνών γεγονότων. Φοβάμαι πως πρέπει να απελευθερώσουμε καινούργιους κόσμους για το καλό του πολιτισμού μας, όπου τα Γιέτι και οι λευκοί βάτραχοι θα έχουν δικαίωμα ζωής»

Ο Λουί Πάουελς γράφει:

«Πρέπει να ξαναδούμε τις δομές της ίδιας της γνώσης. Ο Τσαρλς Φορτ, αισθάνεται ρίγος μπροστά στις θεωρίες, που έχουν όλες τους τα φτερά του Παράξενου. Βλέπει την επιστήμη σαν ένα αυτοκίνητο τελευταίας τεχνολογίας που το ρίξαμε στην εθνική οδό με υπερβολική ταχύτητα. Αλλά από κάθε πλευρά αυτής της ασφαλτοστρωμένης πίστας που φτιάξαμε και την αποκαλούμε ‘’δρόμο’’, απλώνεται η άγρια φύση γεμάτη μυστήρια, θαύματα, προκαταλήψεις. Στοπ! Δείτε το τοπίο σε όλο του το μεγαλείο! Βγείτε από το δρόμο, κάντε ζιγκ-ζαγκ σαν να χάσατε τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Κάντε βεβιασμένες χειρονομίες, κλοουνίστικες, όπως κάνουμε όταν κάτι επείγον συμβαίνει και προσπαθούμε να σταματήσουμε ένα περαστικό αυτοκίνητο. Κάντε μορφασμούς για να τραβήξετε την προσοχή. Λίγο ενδιαφέρει αν θα περάσει για τρέλα ή για χοντράδα. Είναι επείγον! Ο κύριος Φορτ, ερημίτης του Μπρονξ, κατάφερε να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έναν αριθμό ‘μορφασμών’ που είναι τελείως απαραίτητοι…»

Αντιλαμβανόμενος την σημασία της αποστολής του, καταπιάστηκε να μαζέψει τα καλύτερα «εκρηκτικά» του γεγονότα. «Κόψτε τον κορμό, βάλτε δικά σας κλαδιά, ξεφυλλίστε μου σελίδες από απόκρημνες ακτές, πολλαπλασιάστε με κατά χιλιάδες, και αντικαταστήστε τη μάταιη συμπεριφορά μου με μια τιτανική μεγαλομανία, μόνο τότε θα μπορέσω να εφοδιαστώ με το ανάλογο μεγαλείο για να διαδώσω το έργο μου…»

Ο παλιός καλός μας ταριχευτής πεταλούδων, ο αλλόκοτος σκακιστής μας, ντρεπόταν να ταξινομήσει και να ορίσει το έργο του. Είχε καταλάβει ότι η επιστήμη (ακόμη κι η φιλοσοφία κι η λογοτεχνία κι η τέχνη) ακινητοποιεί τα φαινόμενα και τα πράγματα για να μπορέσεις να τα παρατηρήσεις. Η καταπληκτική ιδέα που κεραυνοβόλησε απρόσμενα τον Φορτ σαν θεία φώτιση, είναι πως τίποτε δεν είναι ακίνητο. Κάθε ακίνητο αντικείμενο θα πάψει να υπάρχει. Μια πεταλούδα έλκεται από ένα γαρίφαλο: είναι μια πεταλούδα, κάτι παραπάνω από το χυμό του γαρίφαλου, είναι ένα γαρίφαλο, κάτι λιγότερο από την όρεξη μιας πεταλούδας;

«Κάθε ορισμός ενός πράγματος είναι ένα χτύπημα ενάντια στην πραγματικότητα. Ανάμεσα στις φυλές που ονομάζουμε άγριες, οι άνθρωποι περιβάλουν με μεγάλο σεβασμό αυτούς που έχουν απλή σκέψη. Αναγνωρίζουμε γενικά τον ορισμό ενός πράγματος, έτσι ώστε να είναι ένα σημάδι της αδυναμίας του μυαλού μας. Όλοι οι σοφοί ξεκινούν τις εργασίες τους με βάση αυτόν τον ορισμό, και ανάμεσα στις δικές μας φυλές, που τις ονομάζουμε πολιτισμένες, οι άνθρωποι περιβάλουν με μεγάλο σεβασμό τους σοφούς…»

Αυτός λοιπόν είναι ο κύριος Φορτ, εραστής του εκκεντρικού και του ασυνήθιστου, γραφέας θαυμάτων, ο γραμματέας του Απίθανου, στρατευμένος σε μια θαυμάσια σκέψη πάνω στη σκέψη. Ενδιαφέρεται στ’ αλήθεια για τη δομή της σκέψης του πολιτισμένου ανθρώπου. Εναντιώνεται στη μηχανή των δύο ταχυτήτων που τροφοδοτεί τη μοντέρνα λογική. Δύο χρόνοι, δύο ταχύτητες: το ναι και το όχι, το θετικό και το αρνητικό. Η μοντέρνα γνώση και ευφυία λειτουργεί με αυτόν το διπολικό μηχανιστικό τρόπο: λάθος-σωστό, ανοιχτό-κλειστό, ζωντανό-νεκρό, ρευστό-στερεό, καλό-κακό, μακρύ-κοντό, πάνω-κάτω, λίγο-πολύ, ζεστό-κρύο, αληθινό-ψεύτικο, πραγματικό-φανταστικό, κλπ.

Ο Φορτ διακηρύσσει πως πρέπει να λαμβάνουμε κάθε πράγμα ως το μεσάζοντα ενός άλλου πράγματος, και να γίνουμε ικανοί να αντιλαμβανόμαστε ως αληθινές τις ενδιάμεσες φάσεις: σωστό-λαθος, νεκρό-ζώντανο, ρευστό-στέρεο, φανταστικό-πραγματικό, υπνό-ξύπνιος, κλπ. Να κατακτήσουμε μια λογική που να βρίσκεται πάνω από τον στείρο και ακίνητο διπολισμό, γιατί αυτός είναι ενάντια στη ζωή, στην κίνηση.

«Στους όρους της μεταφυσικής, εκτιμώ ότι αυτό που ονομάζουμε απλά Ύπαρξη, και που εγώ το ονομάζω Ενδιάμεσο, είναι μια σχεδόν ύπαρξη, ούτε πραγματική ούτε μη-πραγματική, αλλά η έκφραση μιας προσπάθειας που βλέπει το πραγματικό ή εισχωρεί σε μια πραγματική ύπαρξη…»

Αυτή η άποψη δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη εποχή. Αναγγέλλει την θεαματική αλλαγή της δομής του πνεύματος, που απαιτούν σήμερα πολλές ανακαλύψεις στον τομέα των φυσικομαθηματικών αλλά και των άλλων επιστημών.

Ο χρόνος για το μόριο και το ηλεκτρόνιο κυλάει και με τις δύο έννοιες συγχρόνως, και προς τις δύο κατευθύνσεις. Οι εξισώσεις είναι συγχρόνως ψεύτικες και αληθινές. Το φως είναι συγχρόνως κύμα και σωματίδια, είναι συγχρόνως συνεχόμενο και διακοπτόμενο. Η Γη ιδωμένη από το διάστημα είναι συγχρόνως και πάνω και κάτω.

«Αυτό που ονομάζουμε Είναι, δεν είναι παρά η κίνηση: η κίνηση δεν εκφράζει μόνο ισορροπία, αλλά εκφράζει και μια προσπάθεια για ισορροπία ή και για την διατήρηση της ισορροπίας. Και το απλό γεγονός της ύπαρξης δηλώνεται με την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ισορροπίας και ανισορροπίας…»

Αυτή η άποψη του Φορτ, που χρονολογείται τουλάχιστον από το 1919, συμφωνεί απόλυτα με τις απόψεις των σύγχρονων βιοφυσιολόγων για την ανατροπή της εντροπίας, όπως ο Ζακ Μενετριέ: «Όλα τα φαινόμενα στην ενδιάμεση κατάσταση αντιπροσωπεύουν την τάση για αρμονία, οργάνωση, εξατομίκευση, δηλαδή μια τάση ανατροπής της πραγματικότητας. Αλλά όλες αυτές οι δυνάμεις, αναιρούνται από την Συνέχεια, τις εξωτερικές δυνάμεις ή τα εξωτερικά γεγονότα που τελικά επεκτείνονται στα εσωτερικά.»

Αυτό λοιπόν, προαναγγέλλει μια από τις πιο αφηρημένες λειτουργίες της Κβαντικής Φυσικής: την κανονικοποίηση των συναρτήσεων, λειτουργία που αποτελείται από την εδραίωση της συνάρτησης που περιγράφει ένα φυσικό αντικείμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατόν να ξαναβρούμε αυτό το αντικείμενο μέσα στο Σύμπαν.

«Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και όλα τα πράγματα, σαν μια μεγάλη σκάλα με συνεχείς διαβαθμίσεις ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη μη-πραγματικότητα….»

Γι’ αυτόν το λόγο, ξαφνικά ο Φορτ δεν ενδιαφέρεται να χωρίσει το ένα γεγονός από το άλλο, για να αρχίσει να περιγράφει την ολότητα του κόσμου. Και γιατί να διαλέξεις ένα γεγονός λογικό από κάποιο άλλο που σου φαίνεται διαφορετικό ή παράλογο; Γιατί να αποκλείσουμε και αυτήν την περίπτωση;

«Κάποιος μπορεί να χαράξει έναν κύκλο αρχίζοντας από οποιοδήποτε σημείο…»

Ο Φορτ δηλώνει τολμηρά: «Δεν είμαι ούτε ρεαλιστής, ούτε ιδεαλιστής. Είμαι οπαδός της ενδιάμεσης κατάστασης…»

Ξεκλείδωσε άραγε ο Φορτ κάποια από τα μυστικά της ζωής, τα μυστικά των κόσμων;

«Από καλαισθησία, θα ζωγραφίσω αυτό που φαίνεται ολοκληρωμένο. Το ημιτελές μου φαίνεται άσχημο. Την Αφροδίτη της Μήλου θα την έβρισκε άσχημη ένα μικρό παιδί. Μόνο ένα ώριμο πολυσύνθετο πνεύμα που θα είχε την δυνατότητα να την φανταστεί όπως ήταν αρχικά, θα την έβρισκε τέλεια. Ένα χέρι μπορεί να φανεί όμορφο μονάχα όταν λειτουργεί – και πάντα σε σχέση με το όλον. Κομμένο και παρατημένο στο πεδίο της μάχης, το ίδιο χέρι δεν είναι τίποτε πια. Αλλά, όλα αυτά που μας περιβάλλουν, είναι μέρος κάποιου άλλου πράγματος, και αυτό με την σειρά του κάποιου άλλου: τίποτε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι ωραίο, μόνο τα φαινόμενα παρεμβάλλονται ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια. Μόνο το Σύμπαν είναι τέλειο, μόνο η τελειότητα είναι όμορφη…»

Η μοναδική σκέψη του Φορτ, είχε μια «Κοσμική» υπόσταση. Κι αν στην πραγματικότητα η Γη δεν είναι αυτό που φαίνεται; Αν είναι κάτι ενδιάμεσο μέσα στο Σύμπαν; Ίσως η Γη να μην είναι καθόλου ανεξάρτητη όπως νομίζουμε, και η ζωή πάνω στην Γη να μην είναι ανεξάρτητη από άλλες ζωές και από άλλες υπάρξεις μέσα στο διάστημα. Οι χιλιάδες σημειώσεις του Φορτ, π.χ. για όλων των ειδών τις παράξενες βροχές, τον οδήγησαν να υποθέσει πως οι περισσότερες απ’ αυτές δεν είχαν γήινη προέλευση.

«Υπάρχουν λοιπόν πέρα από το δικό μας, άλλοι κόσμοι, (ή ίσως παράλληλοι κόσμοι) από τους οποίους πέφτουν στον δικό μας κόσμο παράξενα αντικείμενα, όπως ο απόηχος των κυμάτων από τις θάλασσες της Αμερικής καταλήγει στις ακτές της Ευρώπης;»

Ποιος θα μπορέσει κάποτε να ακολουθήσει τις συντεταγμένες αυτών των παρακάτω κειμένων του Τσαρλς Φορτ; …ένα ελάχιστο δείγμα από την καταγραμμένη περιπέτειά του στους κόσμους του Αγνώστου, συγκλονιστική έμπνευση κρύβεται πίσω από κάθε λέξη:

«…Μαύρες βροχές και μαύρα χιόνια. Υπολείμματα σκουριάς από σίδερο και γαιάνθρακα, πέφτουν από τον ουρανό στις ακτές της Σκωτίας. Τα βρίσκουμε σε τεράστιες ποσότητες, θα μπορούσε να είναι η συνολική παραγωγή όλων των ορυχείων του κόσμου. Βροχές από ζωικούς οργανισμούς, που ήταν φτιαγμένοι από κάποιο πηχτό υλικό που ανέδυε μια απαίσια μυρωδιά. Βροχές από ζωντανά ζώα: ψάρια, βάτραχοι, χελώνες. Έχουν έρθει από άλλους κόσμους; Ίσως και οι άνθρωποι να προέρχονται από άλλους κόσμους.

Τα ζώα αυτά, αφού ανατράφηκαν στην Γη, παρασύρθηκαν από σίφουνες, κυκλώνες και καταιγίδες, και αποκλείστηκαν σε μια ουράνια περιοχή όπου δεν ισχύει η βαρύτητα, ένα είδος κατάψυξης, πέρασαν την πύλη άλλων κόσμων, και χάθηκαν στη Θάλασσα των Ουράνιων Σαργασσών. Έπειτα, εισχώρησαν σε μια ζώνη πάνω από την Γη, και αφού ταλαντεύτηκαν για πολύ καιρό όλα μαζί, στο τέλος έπεσαν στη Γη σαν παράδοξη βροχή… Προς τα πού κατευθύνονται οι κυκλώνες και από τι είναι φτιαγμένοι; Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν από μια οντότητα όπως συνήθως την μεταφράζουμε; Οι κυκλώνες είναι όντα, που τρέφονται με αυτά που παρασύρουν.

Μια Υπερ-Θάλασσα των Σαργασσών: από τι να αποτελείται άραγε αυτή η θάλασσα;

Από πράγματα που ξέβρασε η θάλασσα, από συντρίμμια και χαλάσματα, από αρχαία φορτία πλανητικών ναυαγίων, αντικείμενα πεταμένα και χαμένα σε αυτό που ονομάζουμε Διάστημα (που έχει δημιουργηθεί από τις συσπάσεις των κοντινών πλανητών), απομεινάρια από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των Καισάρων και των Ναπολεόντων του Άρη, του Δία και του Ποσειδώνα. Πράγματα που παρασύρθηκαν από τους δικούς μας κυκλώνες: παράγκες, σιτοβολώνες, βόδια και άλογα, ελέφαντες, μύγες, πτεροδάκτυλοι, ξερόκλαδα και απολιθωμένα δέντρα, καπέλα καλοντυμένων κυριών και γκρίζοι μαχαιρόδοντες. Και όλα αυτά να σμίγουν σε μια αποσύνθεση που θέλει να τα μετατρέψει σε λάσπη και σκόνη, παίρνοντας όλα τους χρώμα κόκκινο, μαύρο και κίτρινο.

Αληθινοί θησαυροί για τους αρχαιολόγους και τους παλαιοντολόγους, μια θαυμαστή συσσώρευση όλων των αιώνων, μια πραγματική τρομερή λαίλαπα που έρχεται από τα βάθη της αρχαίας Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Ασσυρίας.
…Κομμάτια από πέτρες γεμάτες μαγικά σημάδια. Άλλοι κόσμοι που προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τον δικό μας, να επικοινωνήσουν με κάποιους από εμάς, ή με μια μυστική εταιρία της Γης μας που γνωρίζει γι’ αυτούς τους κόσμους, αλλά το σύστημα δεν τους επιτρέπει να κοινοποιήσουν τα πράγματα που γνωρίζουν.»

«Γιατί αφού στο παρελθόν μας επισκέφτηκαν όντα από άλλους κόσμους, δεν μας επισκέπτονται πια;
Ίσως τα καταφέρω να δώσω μιαν απλή απάντηση.
Θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να μορφώσουμε και να εκπολιτίσουμε τα γουρούνια, τις κότες, τις πάπιες, και τις αγελάδες; Θα μπορούσαμε να συνάψουμε διπλωματικές σχέσεις με μία κότα; Μια κότα, που λειτουργεί μονάχα για να μας ικανοποιήσει, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει… Νομίζω πως ανήκουμε κάπου, είμαστε ιδιοκτησία. Πιστεύω πως η Γη, σε κάποιες άλλες εποχές, ήταν μια έρημη χώρα, και κάποιοι άλλοι άνθρωποι ήρθαν εδώ πριν από εμάς, την εξερεύνησαν, την αποίκισαν, έφτιαξαν μεταλλάξεις, και στο τέλος άρχισαν μεταξύ τους ένα μεγάλο πόλεμο… Τώρα πια, κάτι πολύ περίεργο κατέχει την Γη, που έγινε η αιτία να φύγουν όλοι οι άποικοι…

Τα γουρούνια, οι χήνες και οι αγελάδες μας, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουν ότι τα κατέχουμε, κι έπειτα να τους απασχολήσει το γιατί τα κατέχουμε… Ίσως να είμαστε προορισμένοι να μας χρησιμοποιούν, έχοντας την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και της δημιουργίας, ίσως να υπάρχει κάποιος κανονισμός που να διαχωρίζεται σε πολλές κατηγορίες: κάτι έχει επάνω μας νόμιμο δικαίωμα, κάτι μας εξουσιάζει, αφού πρώτα πλήρωσε το αντίτιμο για να πάρει την ιδιοκτησία που παλαιότερα ανήκε αλλού.

Αυτή η συναλλαγή, ήταν γνωστή εδώ και πολλούς αιώνες, σε πολύ λίγους από εμάς, οι οποίοι θα ήταν πιστοί κάποιας πολύ μυστικής λατρείας, ή κάποιας μυστικής εντολής, και τα μέλη αυτής της ομάδας μας κατευθύνουν στο επίπεδο των αποδεκτών γνώσεων, και μας προσανατολίζουν προς αυτήν τη μυστηριώδη λειτουργία και χρήση μας.»

«Χαμένοι εξερευνητές που ήρθαν από κάπου. Προσπαθούμε με κάποιον τρόπο να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Κι αυτοί με μας… Έτσι ένας καταιγισμός από μηνύματα πέφτει στην Γη, με την ελπίδα πως κάποια από αυτά θα φτάσουν στους εκστατικούς μας εξερευνητές…»

Ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά, ότι όλα αυτά γράφονται τις δεκαετίες του ’10 και του ’20. Νωρίτερα δεν είχαν ξαναγραφτεί τέτοια πράγματα, τουλάχιστον όχι στην αντίληψη τη δική μου αλλά και πολλών μελετητών. Αν σας θυμίζουν κάτι, αν σας φαίνονται γνωστά κάποια απ’ αυτά, μάθετε ότι ο Τσαρλς Φορτ ήταν ο πρώτος που τα έθεσε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κάποια άλλα τ’ ακούτε ίσως για πρώτη φορά. Αυτό σημαίνει ότι ο Φορτ δεν ήταν απλά πολύ μπροστά από την εποχή του, αλλά ίσως πολύ πιο μπροστά και από την δική μας. Το ίδιο δεν συμβαίνει με όλους τους ιδιαίτερους ανθρώπους; Πότε είναι που έρχεται και ο δικός τους καιρός; Κανείς δεν ξέρει.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Φορτ, αν και υποστηρικτής της απλής σκέψης, δεν ήταν καθόλου απλοϊκός. Δεν πίστευε όλα όσα έβλεπε. Ήταν όμως τελείως αντίθετος με τη συνήθεια που έχουμε να αρνιόμαστε τα πάντα a priori, όλα όσα εμείς δεν ξέρουμε. Έδινε γροθιές για να γκρεμίσει το τερατόμορφο επιστημονικό οικοδόμημα, που ήταν (και μάλλον είναι ακόμη) φτιαγμένο με μισές αλήθειες, που έμοιαζαν με οικτρά λάθη. Γελούσε; Ήταν σαρκαστικός, κυνικός; Δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί η ανθρώπινη αγωνία και προσπάθεια για την γνώση, να μην περνά και μέσα από το γέλιο, που είναι στ’ αλήθεια τόσο μα τόσο ανθρώπινο, κι είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του είδους μας: κανένα άλλο όν στον κόσμο μας δεν γελάει.

Όλα αυτά που έλεγε, μήπως τα εφεύρε από μόνος του; Μήπως τα επινόησε; Ονειρευόταν; Ακόμη κι αυτό, θα ήταν πολύ πιο συγκλονιστικό από οτιδήποτε άλλο, γιατί αν ισχύει αυτό, τότε αυτός ο παράξενος άνθρωπος επινόησε, ονειρεύτηκε, όλη την σύγχρονη εναλλακτική σκέψη και έρευνα. Μήπως όλα είναι μια φάρσα; Ήταν ο Ραμπελέ της επιστήμης; Ήταν ένας Δον Κιχώτης που μετέτρεψε σε λογοτεχνία όλη του την ζωή και την δική μας μαζί; Ήταν ένας σύγχρονος ή ένας μεταμοντέρνος Διογένης; Ένας ερημίτης Ηράκλειτος; Ή μήπως ήταν ο Χάρυ Χουντίνι της λογικής; Ο ίδιος έλεγε για ένα από τα βιβλία του, μιλώντας ουσιαστικά για όλα τα βιβλία του:

«Αυτό το βιβλίο είναι ένας μύθος, όπως είναι οι Χίλιες και Μία Νύχτες, Τα Ταξίδια του Γκάλιβερ, Η Καταγωγή των Ειδών, και φυσικά όπως η Βίβλος…»

Αυτό για μένα τα λέει όλα. Ο Τσαρλς Φορτ ήταν ο Τσαρλς Φορτ. Ήταν ο ίδιος ο μύθος του.

Σήμερα, οι Αμερικάνοι, οι Ευρωπαίοι και οι Ρώσοι, έχουν φτιάξει εργαστήρια και ραδιοτηλεσκόπια για να μπορούν να μελετούν τα σήματα που μας έρχονται από άλλους κόσμους. Κανείς δεν ξέρει τι ακούνε. Υπάρχουν μυστικά βιβλία που διηγούνται πράγματα απίστευτα, τα οποία τα έχουν στην κατοχή τους μονάχα κάποια ιερατεία του πλανήτη μας. Αν καταγόμαστε από τον πίθηκο, γιατί άραγε οι πίθηκοι δεν συνεχίζουν να εξελίσσονται σε ανθρώπους; Αν πετύχαμε τον κλονισμό σήμερα, γιατί δεν τον πετύχαμε πριν από χίλια χρόνια; Ποιο είναι το μυστικό πίσω από την απίστευτη και ραγδαία πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας τα τελευταία ογδόντα χρόνια, όπου μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα έχουμε φτάσει σε εξελίξεις που δεν τις φτάσαμε μέσα σε πέντε χιλιάδες χρόνια; Τι είναι στ’ αλήθεια ο ηλεκτρισμός, ο μαγνητισμός ή ο ηλεκτρομαγνητισμός, πέρα από θεωρίες, ποιος μπορεί να μας εξηγήσει με απλά λόγια περί τίνος πρόκειται;

Ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Μήπως μας επισκέφτηκαν κάποιοι άλλοι στο παρελθόν; Και αν η παλαιοντολογία έχει κάνει λάθος; Και αν όλα αυτά τα οστά που ανακαλύφθηκαν από τους σοφούς του 19ου αιώνα συγκεντρώθηκαν τελείως αυθαίρετα; Και αν είναι υπολείμματα από γιγάντια όντα και ευκαιριακούς επισκέπτες στον πλανήτη μας; Στο κάτω-κάτω ποιος μας υποχρεώνει (κι αν το κάνει, γιατί μας υποχρεώνει;) να πιστέψουμε τους παλαιοντολόγους που δεν γνωρίζουν τίποτε αληθινά ουσιαστικό περισσότερο από εμάς;

Με το μάτι του νου μου βλέπω τον Τσαρλς Φορτ να κάνει βόλτες ήσυχος και σκεπτικός στους διαδρόμους των μουσείων, και να μονολογεί:

«Όσο κι αν είμαι από την φύση μου αισιόδοξος χαρακτήρας, κάθε φορά που επισκέπτομαι το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ο κυνισμός μου με οδηγεί στο τμήμα των ‘απολιθωμάτων’. Τεράστια οστά, που τα έχουν ξαναφτιάξει με τέτοιον τρόπο, ώστε να ξανασυνθέσουν το σκελετό ενός δεινόσαυρου που να φαίνεται ‘σαν αληθινός’. Στον όροφο κάτω από το τμήμα των απολιθωμάτων, έχουν ανακατασκευάσει ένα πραγματικό παιδικό κρεβατάκι της πρωτόγονης εποχής. Είναι σαν να βλέπεις μπροστά σου τον ίδιο το μύθο, τόσο όμορφα είναι φτιαγμένο. Έχουν παρουσιάσει το μύθο με απέραντη αγάπη και φροντίδα, για να σε πείθουν πως είναι πραγματικός. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει γύρω μας: Όλοι προσπαθούν να παρουσιάσουν όσο πιο όμορφα γίνεται τον κάθε δικό τους μύθο, για να σε πείσουν πως είναι πραγματικός. Αυτός που θα σε πείσει καλύτερα, αυτός που θα χρησιμοποιήσει την καλύτερη τεχνική, είναι αυτός που θα του δοθεί η πολυτέλεια να κατασκευάσει το Πραγματικό για λογαριασμό σου.»

Έτσι ο κύριος Φορτ, αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της φωτιάς που έκαψε την καταγραμμένη γνώση του. Κρατά στο χοντρό του χέρι την Γη, κρατά τα κλειδιά για τις πύλες του Σύμπαντος, συνδέει με υπέροχες κλωστές όλα τα σημεία που θα μπορούσαν να συνδεθούν, κατασκευάζει ένα τρισδιάστατο διανοητικό χάρτη, αποκωδικοποιεί αυτό που δεν μπορεί κανένας να διαβάσει: την μουσική των άστρων, την λογοτεχνία των βουνών και των δασών, τους βρυχηθμούς των τεράτων, την συμμετρία των υπόγειων στοών, τις λέξεις που κρύβονται πίσω από τις λέξεις, τα τοπία που κρύβει μέσα της κάθε σταγόνα της βροχής που έρχεται από ψηλά, από αλλού, τους κώδικες των σύννεφων, την γραμμική γραφή που είναι χαραγμένη πάνω στα φύλλα των φυτών, τις αόρατες πληροφορίες που κρύβονται πίσω από κάθε πληροφορία.

Από την στιγμή που κατανόησε την μυστική αποστολή του, αλλάζει πρόσωπα, κρυφακούει τα πάντα, γράφει πυρετωδώς, χορεύει σαν γελωτοποιός σαρκάζοντας τα αυστηρά βλέμματα των συντηρητικών που τον περικυκλώνουν. Τα επιτεύγματά του παραμένουν μέχρι σήμερα μυστηριώδη, κανείς δεν γνωρίζει αρκετά για να τα ερμηνεύσει.

Ο Φορτ, κατασκευάζει μια πυξίδα για τη ναυσιπλοΐα των ωκεανών της αθέατης μεριάς του κόσμου. Προσπαθεί να χαρτογραφήσει τους μυστικούς κόσμους. Φτιάχνει το σχέδιο ενός δίσκου πυξίδας για τους «εξωτερικούς ανέμους». Φτιάχνει ένα σκάκι που μόνο αυτός μπορεί να παίξει, μόνος του, με τις ώρες, όταν θέλει να χαλαρώσει. Βρίσκει ένα σύστημα που αναπτύσσει θερμότητα πενήντα βαθμών, πάνω σε όποιο αντικείμενο αγγίζει με ένα ειδικό γάντι. Κατασκευάζει μια μυστική ζωολογία, που την ονομάζει Κρυπτοζωολογία. Περιγράφει τα συνδετικά στοιχεία της συμπεριφοράς στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, δηλώνοντας πως πρόκειται για ζωντανούς οργανισμούς. Ο κύριος Τσαρλς Φορτ, ο φτωχός γιος ενός πλούσιου μπακάλη, που κάποτε ξεκίνησε να εξερευνήσει όλον τον κόσμο.

«Μηνύματα παντού. Καμιά φορά τα μηνύματα χάνονται πάνω στα φράγματα που έχουν στηθεί για να μην ληφθούν από τον δέκτη. Ίσως οι δυνάμεις που κρύβονται πίσω από την ιστορία της Γης, να άφησαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας, της Παλαιστίνης, της Αγγλίας, της Κίνας και των Ινδιών, κάποια αρχεία που μια μέρα θα αποκρυπτογραφηθούν, ή πληροφορίες που κατευθύνθηκαν λανθασμένα, σύμφωνα με τις εσωτερικές ανάγκες των Τεκτόνων και των Ιησουϊτών του Διαστήματος…

…Καμιά υπόθεση δεν θα είναι τόσο τρελή, καμιά υπόθεση τόσο ανοιχτή: χρειαζόμαστε τον ανέλπιστο πολιορκητικό κριό για να γκρεμίσουμε το κάστρο. Υπάρχουν ιπτάμενα οχήματα και εξερευνητές στο διάστημα. Αν όμως παίρνουν μαζί τους κάποιους ζωντανούς οργανισμούς από εδώ, για να τους εξετάσουν; Νομίζω πως μας ψαρεύουν! Ίσως να εκτιμηθούμε δεόντως από τους σούπερ γευσιγνώστες της ανώτερης σφαίρας. Αισθάνομαι υπέροχα όταν σκέφτομαι πως μπορώ να είμαι χρήσιμος σε κάτι. Είμαι σίγουρος πως υπάρχουν πολλοί οργανισμοί στην δική μας ατμόσφαιρα, που συνταυτίστηκαν με τους κυκλώνες και τις καταιγίδες, ακόμη και κάποιοι που κατάφεραν να ενωθούν με το Αφηρημένο. Υπάρχουν και κάποιοι που κατάφεραν να ταυτιστούν με ολόκληρο τον κόσμο. Που μέσα τους συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στον κόσμο.»

«Φτάσαμε λοιπόν μέχρι τα όρια του απαράδεκτου».

Ο Τσαρλς Φορτ, σταδιακά άρχισε να τυφλώνεται. Κατά περιόδους πάθαινε «κρίσης τύφλωσης», τυφλωνόταν για αρκετές εβδομάδες, οπότε αποσύρονταν σε στοχασμούς και ονειροπολήσεις, τρώγοντας μονάχα ψωμί και τυρί, ώσπου η όρασή του επανερχόταν. Στο τέλος όμως τυφλώθηκε ολοκληρωτικά. Στις 3 Μαΐου 1932, τον έβαλαν στο νοσοκομείο, με την διάγνωση ότι υπέφερε από «απροσδιόριστη ασθένεια». Πέθανε μέσα σε λίγες ώρες, ίσως από λευχαιμία. Κρατούσε σημειώσεις μέχρι το τέλος, κι η τελευταία έλεγε απλά: «Δυσκολία στο ξύρισμα. Ανώμαλες επιφάνειες πάνω στο πρόσωπο…»

Έμπαινε η άνοιξη. Στις 3 Μαΐου 1932, σε ηλικία 58 χρονών, ο Τσαρλς Φορτ πέθανε χαμογελαστός, ήρεμα, σαν ένας ψίθυρος που φεύγει και απομακρύνεται με τον άνεμο. Μονάχα πέντε άνθρωποι παρακολούθησαν τη μικρή κηδεία του. Είναι θαμμένος σε οικογενειακό τάφο, στο νεκροταφείο του Άλμπανυ της Νέας Υόρκης. Μετά τον θάνατο του Φορτ, η Άννα έχασε κάθε ενδιαφέρον για την ζωή, και τον ακολούθησε ύστερα από πέντε χρόνια.

Ο καλύτερος φίλος του, ο συγγραφέας Θήοντορ Ντράιζερ, κατέγραψε μια συνομιλία του με την Άννα έπειτα από τον θάνατο του Φορτ, κατά την οποία την ρώτησε αν είχε άλλες παράξενες εμπειρίες τελευταία και αν συνέχιζαν τα παράξενα φαινόμενα μέσα στο σπίτι. Του είπε για επαναλαμβανόμενα χτυπήματα και για παράξενες φωνές που ακουγόταν μέσα στο σιωπηλό πια σπίτι. Κι έπειτα πρόσθεσε:

«Ένα απόγευμα, μια θεία του ήρθε και με ενόχλησε τρομερά για τα χρήματα της διαθήκης του. Μου είπε ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα σε αυτά τα λεφτά. Δεν ήξεραν τίποτε για τον Τσαρλς, κι αυτός τώρα είχε φύγει, ο κόσμος μας είχε καταστραφεί, κι αυτοί οι κακοί άνθρωποι νοιάζονταν για τα λεφτά. Έπεσα μόνη μου στο κρεβάτι κλαίγοντας, και μέσα στην νύχτα τον ένιωσα να κάθεται δίπλα μου σ’ έναν καναπέ. Τον είδα με τα μάτια μου, με κοίταξε χαμογελαστός και είπε: ‘’Hello, Mamma!…’’ κι εγώ σε όλη μου την ζωή δεν ένιωσα ποτέ μου τέτοια χαρά βλέποντας έναν άνθρωπο.»
-------------------------
Βιβλιογραφία:

Charles Fort, Many Parts, Fortean Studies vol. 1
Charles Fort, The Book of the Damned, Boni & Liveright publ., 1919
Charles Fort, New Lands, Boni & Liveright publ., 1923
Charles Fort, Lo!, Claude Kendall publ. N.Y., 1931
Charles Fort, Wild Talents, Claude Kendall publ. N.Y., 1932
The Books of Charles Fort, Henry Holt & Co. N.Y., 1941
The Complete Books of Charles Fort, Dover, 1974
Damon Knight, Charles Fort: Prophet of the Unexplained, Doubleday, 1970
Tiffany Thayer, The Books of Charles Fort, Henry Holt & Co, 1942
Mike Dash, Charles Fort and a Man Named Dreiser, Fortean Times
Mr. X, The Life and Times of Charles Fort, INFO journal
Mr. X, The Charles Fort – John Reid Correspondence, INFO journal
Bob Rickard, Charles Fort, London 1997
Fortean Studies, Volumes 1-2-3, John Brown publishing, 1994-95
Theobald Philips, The History of Modern Phenomenalism, London 1980
John Fiske, Myths and Myth-Makers, Houghton Mifflin
Ernst Haeckel, The Riddle of the Universe, Harper & Brothers
Oswald Sprengler, The Decline of the West, A. A. Knopf publ.
Colin Wilson, Mysteries, Grafton
Louis Powells & Jack Bergier, The Dawn of the Magicians, Matin publ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου