παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
365 Μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα·
πάντες δ᾽ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχετο μύθων·
«Μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες,
νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς
370 ἔστω, ἐπεὶ τό γε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ
τοιοῦδ᾽ οἷος ὅδ᾽ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
ἠῶθεν δ᾽ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες
πάντες, ἵν᾽ ὑμῖν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,
ἐξιέναι μεγάρων· ἄλλας δ᾽ ἀλεγύνετε δαῖτας,
375 ὑμὰ κτήματ᾽ ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.
εἰ δ᾽ ὑμῖν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ᾽· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι·
380 νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ
385 ὑψαγόρην τ᾽ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν.
μὴ σέ γ᾽ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων
ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώϊόν ἐστιν.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀντίνο᾽, εἴ πέρ μοι καὶ ἀγάσσεαι ὅττι κεν εἴπω,
390 καί κεν τοῦτ᾽ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι.
ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι;
οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν· αἶψά τέ οἱ δῶ
ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός.
ἀλλ᾽ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι
395 πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί,
τῶν κέν τις τόδ᾽ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς·
αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ᾽ ἡμετέροιο
καὶ δμώων, οὕς μοι ληΐσσατο δῖος Ὀδυσσεύς.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα·
400 «Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται,
ὅς τις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν·
κτήματα δ᾽ αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασι σοῖσιν ἀνάσσοις.
μὴ γὰρ ὅ γ᾽ ἔλθοι ἀνὴρ ὅς τίς σ᾽ ἀέκοντα βίηφι
κτήματ᾽ ἀπορραίσει᾽, Ἰθάκης ἔτι ναιεταούσης.
405 ἀλλ᾽ ἐθέλω σε, φέριστε, περὶ ξείνοιο ἐρέσθαι,
ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ, ποίης δ᾽ ἐξ εὔχεται εἶναι
γαίης, ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα·
ἠέ τιν᾽ ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο,
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ᾽ ἱκάνει;
410 οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται, οὐδ᾽ ὑπέμεινε
γνώμεναι· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει.»
***
360 Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
σταλάζοντας ύπνο γλυκό.
Την ίδιαν ώρα οι μνηστήρες, στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
σήκωσαν ταραχή: όλοι τους κι ολοφάνερα κάνουν ευχή, μαζί της θέλουν
να πλαγιάσουν στο κρεβάτι.
Τότε λοιπόν τον λόγο πήρε πρώτος ο συνετός Τηλέμαχος:
«Μνηστήρες της μητέρας μου, που σας κατέχει υπεροψία και μέθη,
προς το παρόν, στου δείπνου την απόλαυση ας δοθούμε, αλλά χωρίς
370 φωνές· αλήθεια βρίσκω τόσο ωραίο να ακούει κανείς τον αοιδό μας,
τέτοιος που είναι, θα ᾽λεγες η φωνή του μοιάζει με θεού.
Με το ξημέρωμα όμως καλώ τους πάντες να βρεθούμε
στην αγορά για τη συνέλευση, όπου σκοπεύω να σας πω την απαγόρευσή μου απερίφραστα: έξω από το παλάτι πια· αλλού να ψάξετε
έτοιμα τραπέζια· και στο εξής να σπαταλάτε δικά σας αγαθά,
τα σπίτια μεταξύ σας συναλλάζοντας.
Ανίσως όμως και νομίζετε πως είναι συμφερότερο και πιο γενναίο,
τα πλούτη ενός ανθρώπου να εξανεμίζονται έτσι ατιμώρητα,
φάτε λοιπόν κι αρπάξτε· τότε κι εγώ θα υψώσω στους αθάνατους φωνή,
άμποτε ο Δίας στην παρανομία αυτή να δώσει εκδίκηση·
380 τότε, ως τώρα ατιμώρητοι, μέσα στο σπίτι, εδώ, θα βρείτε τον χαμό.»
Έτσι ωμά τους μίλησε· κι εκείνοι, τα χείλη τους δαγκώνοντας,
έμειναν ώρα να θαυμάζουν όλοι τους τον Τηλέμαχο, το θάρρος της αγόρευσής του.
Μετά του αντιμίλησε ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη:
«Φαίνεται πως, Τηλέμαχε, καλά σε δασκαλεύουν οι θεοί αυτούσιοι,
κι έγινες επηρμένος, με τόσο θράσος που αγορεύεις.
Μόνο μη δώσει ο Δίας και, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη,
βρεθείς εσύ ο κληρονόμος βασιλιάς μας, από το γένος του πατέρα σου.»
Αμέσως τότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, έστω κι αν με φθονήσεις, τον λόγο μου εγώ θα πω:
390 θα το δεχόμουν, αν ο Δίας το χάριζε, αξίωμα βασιλικό.
Φαντάζομαι να συμφωνείς ότι η τιμή του στους ανθρώπους δεν είναι
ευκαταφρόνητη· και δεν νομίζεται κακό να βασιλεύεις·
σπίτι γεμάτο πλούτη, κι οι μεγαλύτερες τιμές δικές σου.
Παρ᾽ όλα αυτά, υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αχαιοί να βασιλεύσουν,
νέοι και γέροι, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη·
ένας τους θα μπορούσε να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα,
αφού ο θείος Οδυσσεύς είναι νεκρός.
Όσο για μένα, το αξιώνω, ο ίδιος να ᾽μαι ο κύριος του σπιτιού μου,
εγώ να κυβερνώ τους υπηρέτες — τη λεία που κέρδισε
ο ξακουστός πατέρας μου.»
Τότε στη μέση μπήκε ο γιος του Πολύβου, ο Ευρύμαχος:
400 «Τηλέμαχε, αυτά εναπόκεινται στην κρίση των θεών,
ποιος από τους Αχαιούς θα βασιλεύσει στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη.
Τα χτήματά σου είναι βέβαια δικά σου, στο σπίτι σου εσύ ᾽σαι ο αφέντης.
Και να μη σώσει κάποιος, όποιος, χωρίς την άδειά σου,
το βιος σου με τη βία ν᾽ αρπάξει, όσο η Ιθάκη
κατοικείται από ανθρώπους.
Αλλά, ωραίε και γενναίε εσύ, θέλω να σε ρωτήσω για τον ξένο:
ποιος είναι κι από πού; για ποια, δική του χώρα καμαρώνει;
ποια η γενιά του κι η πατρίδα του; ποιο χώμα τον ανάστησε;
Ή μήπως φέρνει κάποιο νέο για τον πατέρα σου;
Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη.
410 Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε
να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό.»
360 Κατάπληκτη η Πηνελόπη τότε τραβήχτηκε στην κάμαρή της,
κρατώντας μέσα της τη συμβουλή του γιου της.
Κι όταν ανέβηκε ψηλά στον θάλαμο, με τις ακόλουθες μαζί,
έστησε θρήνο για τον Οδυσσέα, το ακριβό της ταίρι, ωσότου η Αθηνά,
τα μάτια λάμποντας, κλείνει τα βλέφαρά της,
σταλάζοντας ύπνο γλυκό.
Την ίδιαν ώρα οι μνηστήρες, στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
σήκωσαν ταραχή: όλοι τους κι ολοφάνερα κάνουν ευχή, μαζί της θέλουν
να πλαγιάσουν στο κρεβάτι.
Τότε λοιπόν τον λόγο πήρε πρώτος ο συνετός Τηλέμαχος:
«Μνηστήρες της μητέρας μου, που σας κατέχει υπεροψία και μέθη,
προς το παρόν, στου δείπνου την απόλαυση ας δοθούμε, αλλά χωρίς
370 φωνές· αλήθεια βρίσκω τόσο ωραίο να ακούει κανείς τον αοιδό μας,
τέτοιος που είναι, θα ᾽λεγες η φωνή του μοιάζει με θεού.
Με το ξημέρωμα όμως καλώ τους πάντες να βρεθούμε
στην αγορά για τη συνέλευση, όπου σκοπεύω να σας πω την απαγόρευσή μου απερίφραστα: έξω από το παλάτι πια· αλλού να ψάξετε
έτοιμα τραπέζια· και στο εξής να σπαταλάτε δικά σας αγαθά,
τα σπίτια μεταξύ σας συναλλάζοντας.
Ανίσως όμως και νομίζετε πως είναι συμφερότερο και πιο γενναίο,
τα πλούτη ενός ανθρώπου να εξανεμίζονται έτσι ατιμώρητα,
φάτε λοιπόν κι αρπάξτε· τότε κι εγώ θα υψώσω στους αθάνατους φωνή,
άμποτε ο Δίας στην παρανομία αυτή να δώσει εκδίκηση·
380 τότε, ως τώρα ατιμώρητοι, μέσα στο σπίτι, εδώ, θα βρείτε τον χαμό.»
Έτσι ωμά τους μίλησε· κι εκείνοι, τα χείλη τους δαγκώνοντας,
έμειναν ώρα να θαυμάζουν όλοι τους τον Τηλέμαχο, το θάρρος της αγόρευσής του.
Μετά του αντιμίλησε ο Αντίνοος, γιος του Ευπείθη:
«Φαίνεται πως, Τηλέμαχε, καλά σε δασκαλεύουν οι θεοί αυτούσιοι,
κι έγινες επηρμένος, με τόσο θράσος που αγορεύεις.
Μόνο μη δώσει ο Δίας και, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη,
βρεθείς εσύ ο κληρονόμος βασιλιάς μας, από το γένος του πατέρα σου.»
Αμέσως τότε κι ο Τηλέμαχος, με τη δική του γνώση, ανταποκρίθηκε:
«Αντίνοε, έστω κι αν με φθονήσεις, τον λόγο μου εγώ θα πω:
390 θα το δεχόμουν, αν ο Δίας το χάριζε, αξίωμα βασιλικό.
Φαντάζομαι να συμφωνείς ότι η τιμή του στους ανθρώπους δεν είναι
ευκαταφρόνητη· και δεν νομίζεται κακό να βασιλεύεις·
σπίτι γεμάτο πλούτη, κι οι μεγαλύτερες τιμές δικές σου.
Παρ᾽ όλα αυτά, υπάρχουν κι άλλοι, πολλοί Αχαιοί να βασιλεύσουν,
νέοι και γέροι, στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη·
ένας τους θα μπορούσε να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα,
αφού ο θείος Οδυσσεύς είναι νεκρός.
Όσο για μένα, το αξιώνω, ο ίδιος να ᾽μαι ο κύριος του σπιτιού μου,
εγώ να κυβερνώ τους υπηρέτες — τη λεία που κέρδισε
ο ξακουστός πατέρας μου.»
Τότε στη μέση μπήκε ο γιος του Πολύβου, ο Ευρύμαχος:
400 «Τηλέμαχε, αυτά εναπόκεινται στην κρίση των θεών,
ποιος από τους Αχαιούς θα βασιλεύσει στη θαλασσοφίλητη Ιθάκη.
Τα χτήματά σου είναι βέβαια δικά σου, στο σπίτι σου εσύ ᾽σαι ο αφέντης.
Και να μη σώσει κάποιος, όποιος, χωρίς την άδειά σου,
το βιος σου με τη βία ν᾽ αρπάξει, όσο η Ιθάκη
κατοικείται από ανθρώπους.
Αλλά, ωραίε και γενναίε εσύ, θέλω να σε ρωτήσω για τον ξένο:
ποιος είναι κι από πού; για ποια, δική του χώρα καμαρώνει;
ποια η γενιά του κι η πατρίδα του; ποιο χώμα τον ανάστησε;
Ή μήπως φέρνει κάποιο νέο για τον πατέρα σου;
Εκτός κι αν ήλθε για δικό του όφελος, από δική του ανάγκη.
410 Παράξενο που τόσο απότομα πετάχτηκε να φύγει· καν δεν περίμενε
να γνωριστούμε. Πάντως στην όψη του δεν έδειχνε τίποτε ταπεινό.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου