Μεγαλώνουμε μα νοσταλγούμε αιωνίως τη χαμένη πατρίδα των παιδικών μας χρόνων. Τότε που η μαμά έψηνε κουλουράκια στον φούρνο και το σπίτι ολόκληρο μύριζε πορτοκάλι. Ο παππούς μας περίμενε έξω από το σχολείο. Είχε πάντα σοκολατάκια υγείας στην τσέπη και εμείς ακόμη και τώρα τρώμε μόνο πικρή σοκολάτα, σαν ένα φευγαλέο κλείσιμο του ματιού στη θύμησή του.
Συντροφιά του πηγαίναμε ένα σωρό βόλτες και γνωρίζαμε τόσους διαφορετικούς τύπους. Ο παππούς συνήθιζε να πιάνει ψιλή κουβέντα μαζί τους, μιλώντας τους με τέτοια ζεστασιά που θα ορκιζόσουν πως τους ήξερε από παλιά. Μας δίδαξε να αγαπάμε τους ανθρώπους, ειδικά όσους εύχονταν καλημέρα με ένα πλατύ χαμόγελο, σαν και του λόγου του.
Αν το καλοσκεφτείς η παιδική μας ηλικία έσφυζε από συναρπαστικές ιστορίες, ζωηρά χρώματα, μεθυστικές μυρωδιές, φως, χαρούμενες φωνές και μια ανεξάντλητη πίστη στον ανοιχτό ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά μας. Μετά αρχίσαμε να μιλάμε πιο σιγά και μάθαμε να απαντάμε με ένα ξερό «καλά» στο «τι κάνεις».
Αλήθεια, τι κάνουμε τελικά; Δουλεύουμε. Πολύ. Τα βράδια βλέπουμε τηλεόραση. Τρομάζουμε. Κυρίως με τις ειδήσεις. Μα ίσως περισσότερο με τον ίδιο τον εαυτό μας. Θα αλλάξουμε, υποσχόμαστε. Θα ανησυχούμε λιγότερο και θα απολαμβάνουμε περισσότερο γιατί, διάολε, είναι μικρή η ζωή. Έπειτα δουλεύουμε ακόμη περισσότερο βέβαια. Δεν πρέπει να σκεφτούμε. Και έτσι στιγμή δεν καθόμαστε.
Αποφεύγουμε να μιλάμε για όσα μας απασχολούν. Προς Θεού μην μας περάσουν για αδύναμους. Δείχνουμε φωτογραφίες από τα ταξίδια μας όμως ακόμη δεν τολμήσαμε να γνωρίσουμε την αφεντιά μας.
Κάπου κάπου παίρνουμε και προαγωγές. Δεν χαίρονται όλοι όταν τις ανακοινώνουμε. Ή τουλάχιστον τα μάτια δεν ακολουθούν τα χαμόγελά τους. Μας ζηλεύουν, υποθέτουμε. Αυτό δεν επιθυμούσαμε; Μια επιτυχία, τρανταχτή απόδειξη της ανωτερότητάς μας.
Όμως εμείς γιατί δεν χαιρόμαστε; Πιθανότατα γιατί στο τέλος της ημέρας όλοι γυρεύουμε απλώς λίγη παραπάνω αγάπη. Κάποιον να μας πάρει αγκαλιά και να μας πει «είναι εντάξει». Μια δεύτερη ευκαιρία και ένα χάδι.
Ακριβώς όπως τότε, που ήμασταν μικροί. Επιστρέφαμε σπίτι στεναχωρημένοι και ο μπαμπάς μας καθησύχαζε. «Μην σκας, να τρως καλά» μας έλεγε σφυρίζοντας ένα κεφάτο σκοπό και εμείς, ακολουθώντας τη συμβουλή του κατά γράμμα, ριχνόμασταν λαίμαργά σε έναν σωρό λιχουδιές.
Πια άλλαξε ο μεταβολισμός μας και αντικαταστήσαμε τα κουλουράκια πορτοκάλι με παξιμάδια ολική άλεσης. Δεν έχουν την ίδια νοστιμιά μα ξεγελούν για λίγο την πείνα μας. Να ξεγελιόμαστε, αυτό κυρίως γυρεύουμε.
Αλλά τώρα -περισσότερο από ποτέ- αρχίζουμε να το υποψιαζόμαστε: Στο τέλος της ημέρας εκείνο που μένει πίσω μας είναι μια όμορφη ιστορία, σαν και εκείνες που συνήθιζε να αφηγείται ο παππούς.
Κλείνουμε τα μάτια. Ήμαστε και πάλι παιδιά λοιπόν. Στο τζάκι η φωτιά καίει. Η γιαγιά μας διηγείται ένα παραμύθι. Νυστάζει και μπερδεύει τα λόγια της.
«Και μετά;» ρωτάμε με αγωνιά.
«Ε μετά έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» απαντά ενώ χασμουριέται.
Και τελικά μεγαλώνοντας καταλαβαίνουμε πως ακόμη και αν η διαδρομή προς το καλύτερο στοιχειώνεται από ένα σωρό δράκους και σκοτεινές μάγισσες εμείς αξίζει να πολεμάμε για το παραμύθι.
Γιατί μέσα από αυτό ζωντανεύουν όσοι πια μας κοιτούν από ψηλά. Είναι δίπλα μας. Έγιναν μνήμες και συντροφιά μας ταξιδεύουν. Μας θυμίζουν τη θάλασσα της παιδικής μας αθωότητας, τότε που δε φοβόμασταν να βραχούμε, που το αδύνατο φάνταζε το πιθανότερο σενάριο. «Δε θα βουτήξεις;» μας ενθαρρύνουν και πάλι οι γνώριμες φωνές τους.
Νοσταλγούμε την χαμένη πατρίδα των παιδικών μας χρόνων αλλά τελικά την κουβαλάμε πάντα μέσα μας. Σε όσες βραδιές τραγουδούμε στη μέση του δρόμου και στις φορές που γελάμε απλώς επειδή ο ήλιος μας έκανε τη χάρη να μας λούσει με τις ακτίνες του.
Η συνταγή της ευτυχίας είναι γνωστή από παλιά άλλωστε, ακόμη και αν τη λησμονήσαμε κάπου στον δρόμο: Να ρωτάμε εκείνους που συμπαθούμε αν θέλουν να παίξουμε. Να μην κλέβουμε. Να ξυπνάμε χαρούμενοι μονάχα επειδή είναι Κυριακή και ο μπαμπάς αγόρασε το κέικ σοκολάτας που τόσο μας αρέσει. Να μαλώνουμε αλλά μετά να το ξεχνάμε και να τα ξαναβρίσκουμε.
Να γνωρίζουμε την έννοια της δημοκρατίας από ένστικτο. Και να τη διεκδικούμε. Να αντιδράμε στην αδικία, ακόμη και αν δεν αφορά εμάς τους ίδιους. Να κλαίμε όταν λυπόμαστε και λίγο μετά να το αφήνουμε πίσω μας και να ξαναμπαίνουμε στο παιχνίδι.
Να διαθέτουμε κριτική σκέψη, να ρωτάμε συνεχώς «γιατί». Όταν μας απαντάνε «επειδή έτσι» να επαναστατούμε. Να φωνάζουμε μάλιστα τόσα δυνατά που περιθώριο δεν θα τους απομένει να μας αγνοήσουν.
Να βλέπουμε τον λεκέ στην μπλούζα μας ως εικαστική παρέμβαση και να τιμούμε το παράλληλο σύμπαν της φαντασίας μας: Να καταφεύγουμε σε αυτό όχι γιατί εθελοτυφλούμε αλλά επειδή επιμένουμε να χρωματίζουμε την καθημερινότητα με τη μαγεία του.
Να μοιραζόμαστε το κολατσιό μας με όσους πεινάνε και να ορκιζόμαστε αιώνια φιλία στα προαύλια της ζωής. Να ονειρευόμαστε. Να είμαστε αυθόρμητοι. Να ανοίγουμε διάπλατα την αγκαλιά μας. Να μη τρέμουμε μήπως πληγωθούμε. Να ρισκάρουμε. Να τρέχουμε για να νιώσουμε το χάδι του ανέμου στο πρόσωπό μας και όχι επειδή πασχίζουμε να φτάσουμε κάπου.
Να λέμε σε αγαπώ. Με την πιο ασήμαντη αφορμή. Για τον πιο χαζό λόγο. Να κοιτάμε γύρω μας σαν να ανακαλύπτουμε κάθε στιγμή έναν μαγικό θησαυρό. Να ακούμε. Ήμασταν πιο σοφοί, προτού τα μάθουμε όλα.
Σε εκείνη τη χαμένη πατρίδα της παιδικής μας αθωότητας κρύβεται η πιο ιερή μας ελπίδα, μια ελπίδα που απαγορεύεται αυστηρά να χάσουμε: Η ελπίδα πως στο τέλος της διαδρομής θα αφήσουμε πίσω τη δική μας ωραία ιστορία. Και όπως συνήθιζε να λέει και ο παππούς: Η ωραία ιστορία περισσότερο από περίτεχνες λέξεις και βαρύγδουπα νοήματα απαιτεί ψυχή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου