Τους ζωντανούς φοβάμαι. Αυτούς που φέρονται σαν να ξέμειναν τυχαία στη ζωή, σαν να τους κατέπνιξε η θλίψη και η μιζέρια. Τους φοβάμαι γιατί μοιάζουν με φαντάσματα, πλάσματα παράξενα, αποκομμένα από τη χαρά και τη λαχτάρα για ζωή. Τους φοβάμαι για όλα όσα στερούν στον εαυτό τους και για όσα αυτό τους προκαλεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Τους φοβάμαι τους ζωντανούς και τους λυπάμαι, γιατί παραιτούνται. Γιατί θεωρούν τα πάντα δεδομένα και αρνούνται να ξεβολευτούν για να παλέψουν. Τους κοιτώ με απορία και αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να ξεχνούν ότι η ζωή είναι μία, μόνο μία;
Όπου κι αν κοιτάξω, βλέπω ανθρώπους κουρασμένους, ξέπνοους, κακοδιάθετους, που κάνουν μούτρα στη ζωή. Φυτοζωούν πέντε ημέρες την εβδομάδα, περιμένουν την Παρασκευή για να σου σκάσουν ένα χαμόγελο και, σαν περάσει και το Σάββατο, πέφτουν με μετωπική στη συνήθεια, στην τριβή. Διαμαρτύρονται για τα πάντα, μα δεν καταβάλλουν την παραμικρή προσπάθεια για να αλλάξουν κάτι. Παραδομένοι στην καθημερινότητα, αγνοούν παντελώς τις μικρές της απολαύσεις μα, από την άλλη, αρνούνται να τα βροντήξουν όλα και να αρχίσουν να χτίζουν τις μεγαλειώδεις στιγμές.
Τους λυπάμαι τους ζωντανούς. Γιατί καθημερινά οικτίρουν την τύχη τους και ρίχνουν τις ευθύνες για τις επιλογές τους σε κάποια ανώτερη δύναμη, καθιστώντας αυτόματα τους εαυτούς τους μαριονέτες σ’ ένα παράλογο παιχνίδι. Τους λυπάμαι και φοβάμαι γι’ αυτούς, γιατί δεν έχουν γνωρίσει την πραγματική δυστυχία που υπάρχει γύρω τους, δίπλα τους, όταν άλλοι παλεύουν για μία παραπάνω ημέρα σε αυτόν τον κόσμο. Όταν άνθρωποι μέσα από μαύρες ζωές βλέπουν τον κόσμο πολύχρωμο, εγώ λυπάμαι για τους άλλους. Για εκείνους με τις φανταχτερές ζωές, που βάφουν τον κόσμο μαύρο με τη μιζέρια τους και την ψευδαίσθηση ότι θα ζουν για πάντα.
Έχουν τα πάντα, μα θέλουν πιο πολλά.
Ακούν τους ανθρώπους να μιλούν, χωρίς ποτέ να τους αφουγκράζονται.
Μαζεύουν μέσα τους όλα τα αρνητικά συναισθήματα και μολύνουν και άλλες ψυχές με αυτά.
Ζουν με βραδύτητα, λες και κάποιος τους έχει εξασφαλίσει το “για πάντα”.
Όσο κι αν προσπαθήσω δε θα μπορέσω να μπω ποτέ στη θέση σου, αγαπημένε μου άνθρωπε. Γιατί η ψυχή μου ζητάει πάντα εκείνους τους αλλιώτικους που αγαπούν τη ζωή. Η ψυχή μου, το “είναι” μου ολάκερο, ζητάει εκείνους τους παράξενους που παίρνουν την θλίψη τους και την μεταμορφώνουν σε δύναμη. Το μυαλό μου αναζητάει και θαυμάζει εκείνους τους τρελούς με τα αθώα μάτια, τα γεμάτα σπιρτάδα, τα διψασμένα για γνώση, τα ποτισμένα με όρεξη για ζωή.
Εκείνους που ξέρουν να ξεθάβουν το ξεχωριστό από το σκάρτο, που θέλουν να συζητούν κάτω από τ’ άστρα, που σε κλέβουν από τη δουλειά για να εξαφανιστείτε, που χαίρονται με τους φίλους τους και παθιάζονται με τον έρωτά τους.
Θέλω εκείνους τους ανθρώπους που θα κόψουν από το “λίγο” τους για να χαρίσουν κάτι και σ’ εσένα. Που αγαπούν το όμορφο και προσπαθούν να το πλάσουν με κάθε τρόπο. Που δεν περιμένουν να σε δουν χαμογελαστό, αλλά θα φροντίσουν να σε διασκεδάσουν με χίλιους δυο τρόπους, σαν αυτό να επαναφορτίζει τις μπαταρίες τους. Θα αγαπώ πάντα τους ανθρώπους με τις ευαίσθητες ψυχές, που λίγο πριν κοιμηθούν ονειρεύονται και, μόλις ξυπνήσουν, φοράνε τα καλά τους και τρέχουν να κάνουν τα όνειρα πραγματικότητα. Θα αγαπώ πάντα εκείνα τα μαγικά πλάσματα που εκτιμούν τη σημασία του παρόντος, δεν αφήνουν συναισθηματικές εκκρεμότητες για αύριο, εκφράζονται ανοιχτά, απαλλαγμένοι από ταμπού και στερεότυπα, δεν ακολουθούν τακτικές για να σε κερδίσουν και δέχονται ως πολύτιμο καθετί πρωτόγνωρο.
Σε αυτούς τους ζωντανούς ίσως κάποτε να μοιάσω. Τους άλλους σας τους χαρίζω.
Γιατί: “Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα “ναι αργά. Δεύτερη ζωή δεν έχει.”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου