«Αυτή την ευτυχισμένη μέρα και συνάμα την τελευταία της ζωής μου σου γράφω αυτό το γράμμα. Η δυσουρία και οι πόνοι που συνοδεύουν τη δυσεντερία δεν απέχουν από την υπερβολή του μεγέθους τους. Αλλά σε όλα αυτά αντιπαραβάλλω τη χαρά της ψυχής (τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον) μου όταν αναθυμούμαι τις περασμένες συζητήσεις μας.»
Επίκουρος, Επιστολή προς Ιδομενέα (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 10.22)
Τι περιέχει ο απολογισμός της ζωής μας; Τι απομένει όταν ένας άνθρωπος φτάνει στο τέλος της ζωής του; Το τώρα ή το τότε; Όταν ο Επίκουρος γράφει την τελευταία επιστολή στον Ιδομενέα έχει συναίσθηση του τέλους του. Πεθαίνει. Δεν μπορεί παρά να είναι συνεπής. Τόσα χρόνια δίδασκε την αποφυγή του φόβου, συμπεριλαμβανομένου του φόβου του θανάτου, που όλοι θα αισθανθούν. Ο ίδιος δεν δειλιάζει, αντιθέτως. Αντλεί δύναμη από τις αναμνήσεις του. «Θυμάμαι τις συζητήσεις μας». Αυτό μένει.
Οι πιο ευχάριστες στιγμές είναι αυτές που ζήσαμε με άλλους. Με τους φίλους. Χωρίς εκείνους η ζωή (αυτό το σύντομο πέρασμα από τη γέννηση στον θάνατο) δεν μπορεί να είναι ηδονική. Η συνειδησιακή μέθεξή μας στην ηδονή απαιτεί να τη μοιραστούμε. Και η φιλία είναι μέρος της ηδονής. Ζούμε με τους άλλους. Ας τους επιλέξουμε λοιπόν.
Ο Επίκουρος είχε φίλους. Πολλούς φίλους. Ο Επικούρειος κήπος, η σχολή που ίδρυσε ο Επίκουρος, στηρίχτηκε εκεί. Τη στιγμή που οι άλλοι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να οικοδομήσουν στέρεες σχολές σε μια Αθήνα που έβραζε φιλοσοφικά, ο Επίκουρος δίνει τη δική του προοπτική. Μόνο όσοι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν αυτό που έχτισε (και είναι βέβαιος για τη στεγανότητα της φιλοσοφίας του), όσοι ασπάζονται τα κηρύγματά του, τις ιδέες και τον τρόπο ζωής, μπορούν να γίνουν φίλοι. Μεταξύ τους και με τον ίδιο.
Εκεί που ο Πλάτωνας οραματίζεται την ιδανική Πολιτεία, εκεί που ο Αριστοτέλης εξετάζει τα πολιτεύματα, εκεί που ο Ζήνωνας προτείνει τη συμβίωση των αγαθών ανθρώπων ο Επίκουρος καινοτομεί. Δεν μένει στη θεωρία. Περνά στην πράξη και δημιουργεί μια κοινότητα φίλων. Ο Κήπος, ένα όραμα του Επίκουρου που έγινε πραγματικότητα, υπάρχει και σήμερα. Αντικατοπτρίζει τον εαυτό μας. Πώς θέλουμε να περάσουμε τον σύντομο βίο μας; Με θεωρίες ή με πράξεις; Μόνοι ή με φίλους; Οι συζητήσεις με φίλους είναι για τον ίδιο η μεγαλύτερη ηδονή. Η απόκτηση φίλων είναι το μέγιστο αγαθό (Κύρια Δόξα 27). Ο Στωικός Σενέκας συμφωνεί και παραθέτει τον Επίκουρο στον Λουκίλιο:
«Αντί, λέει [ο Επίκουρος], να παρατηρείς τι τρως και πίνεις, πρέπει να προσέχεις με ποιους τρως και πίνεις. Επειδή το γεύμα χωρίς φίλους είναι σαν τη ζωή ενός λιονταριού ή λύκου (Nam sine amico visceratio leonis ac lupi vita est).»
Σενέκας, Ηθικές Επιστολές 19.10
Ποιος θα επέλεγε να ζει χωρίς αναμνήσεις; Ο Επίκουρος προκρίνει την αναπόληση ευτυχισμένων στιγμών στο τέλος της ζωής του. Το παρόν βιώνεται μέσα από το παρελθόν. Θυμόμαστε τη ζωή μας. Ειδικά στο τέλος. Το αν ήταν μεγάλη ή μικρή εξαρτάται όχι από το πόσο ζήσαμε αλλά από το πώς ζήσαμε. Ο χρόνος δεν είναι ο ίδιος για όλους. Ως μέγεθος της φυσικής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως τα υπόλοιπα. Είναι στενά συνδεδεμένος με την ύπαρξή μας. Είναι η ζωή μας. Ο Επίκουρος επαναφέρει τον βιολογικό, υποκειμενικό χρόνο του ατόμου στη φιλοσοφία. Η μέτρηση του χρόνου, του προσωπικού μας χρόνου εναπόκειται στα βιώματά μας. Οι μέρες και οι νύχτες, οι μήνες και τα χρόνια δεν είναι ίδια για όλους. Ο Επίκουρος εξηγεί στον Ηρόδοτο:
«Και πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά και αυτό· τον χρόνο δεν πρέπει να τον ερευνήσουμε όπως τις υπόλοιπες ιδιότητες, που αναζητούμε σε ένα υποκείμενο, ανάγοντάς τις σε έννοιες (προλήψεις) που είναι ιδωμένες από πριν, αλλά πρέπει να υπολογίζουμε την καθαρή εμπειρία μας (ἐνάργημα), σύμφωνα με την οποία αποκαλούμε τον χρόνο πολύ ή λίγο. Αυτό δεν χρειάζεται απόδειξη αλλά τη σκέψη ότι τις μέρες και τις νύχτες τις συνδέουμε με τα μέρη τους, και με τον ίδιο τρόπο με τα συναισθήματα (πάθη) ή την έλλειψή τους, και με την κίνηση και τη στάση, μελετώντας το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (σύμπτωμα) με το οποίο ονομάζουμε τον χρόνο.»
Επίκουρος, Επιστολή προς Ηρόδοτο (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι 72-73)
Ο χρόνος μας ανήκει, είναι δικός μας, το πώς θα το επιμηκύνουμε ή θα τον συρρικνώσουμε εξαρτάται από το πώς ζούμε το παρόν. Οι αναμνήσεις είναι η ζωή μας, καθώς το παρελθόν μετουσιώνεται σε διαρκές παρόν, χωρίς στιγμές πόνου. Ο παρελθοντικός χρόνος δεν αλλάζει. Είναι η ζωή που ζήσαμε. Μέσα από τις αναμνήσεις μας ξαναβρίσκουμε τον χαμένο χρόνο. Η γεύση της μαντλέν μένει για πάντα στον ουρανίσκο για να μας θυμίζει ότι ζήσαμε. Ο θάνατος παύει να είναι φοβερός, «είναι ένα τίποτε», επειδή ζήσαμε ηδονικά και ευδαίμονα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου