Και στην περιοχή της Ιστορίας των ιδεών, επικρατεί περίπου το ίδιο, δηλαδή μια αρκετά μεγάλη ακαταστασία. Οι φιλόσοφοι φιλονεικούν για την σωκρατική κληρονομιά που ωστόσο, λίγο πολύ, όλοι την προδίδουν. Ο Σωκράτης είχε χρησιμοποιήσει την ειρωνεία ως ένα από τα καλύτερα όπλα στη διαμάχη του με τους Σοφιστές, που ισχυρίζονταν ότι τα ήξεραν όλα. Από αυτήν την συγκεκριμένη ειρωνεία, η Κυνικοί δεν κράτησαν παρά μόνο την σαρκαστική πρόθεση και την σαρκαστική δεξιοτεχνία. Ο Σωκράτης είχε αντιτάξει στις εγκυκλοπαιδικές κενοδοξίες των Σοφιστών, μια μετρημένη αμφιβολία. Από αυτήν την συγκεκριμένη αμφιβολία, οι Μεγαρικοί συμπέραναν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει για ένα πράγμα χωρίς να καθορίσει τι δεν είναι αυτό το πράγμα κι ότι με φρόνηση μπορούμε να αποφανθούμε μόνο για το ότι το Α είναι Α. Ο Σωκράτης, στην εξωτερική επιστήμη των Σοφιστών είχε αντιτάξει το "γνώθι σαυτόν". Από αυτή την συγκεκριμένη παραίνεση για εσωτερική μελέτη, οι Κυρηναϊκοί φαντάστηκαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά, με το να γνωρίσει τι του αρέσει, με το να αναζητάει εν τέλει την ηδονή. Με δυο λόγια, ενώ όλη η σκέψη του Σωκράτους στράφηκε στην προσπάθεια να πετύχει την αυτονομία, την εσωτερική αυτοκυριαρχία, την εγκράτεια, όλες αντιθέτως οι θεωρίες των “ελασσόνων σωκρατικών” εστράφησαν στο να δώσουν στον άνθρωπο τον τρόπο του να αρκείται στον εαυτό του, σε σημείο που να πετύχει την αυτάρκεια. Από την άλλη πλευρά, οι ιδέες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους διαιωνίστηκαν, πιστά οπωσδήποτε, από τους σχολάρχες της Ακαδημίας και του Λυκείου.
Με δυό λόγια, μέσα σε μια εξαιρετικά ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα, οι ανήσυχες συνειδήσεις των ανθρώπων παρακολουθούσαν τις διαμάχες και τις αντεγκλίσεις φιλοσόφων που δεν καταφέρνουν να τους δώσουν αυτό που πραγματικά ζητούσαν, δηλαδή έναν σαφή ορισμό του Αγαθού και του αντιθέτου του. Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε Φιλοσοφία της Ιστορίας, μπορούμε ωστόσο να πούμε εδώ ότι, από μιαν άποψη, ο σκεπτικισμός του Πύρρωνος καθρέπτιζε καθαρά αυτήν την κατάσταση. Ο Πύρρων, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Αλέξανδρο εώς τις Ινδίες και συνεπώς είχε γνωρίσει, σίγουρα, τους Ινδούς γυμνοσοφιστές, δίδασκε ότι πρέπει να απορρίπτουμε κάθε γνώμη και κάθε πίστη, για να καταφέρουμε να φθάσουμε στην ευδαίμονα αδιαφορία, στην αταραξία, στην σιωπηλή σοφία. Κι είναι μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα που δυό αντιμαχόμενες Σχολές -ο Επικουρισμός από τη μία και ο Στωϊκισμός από την άλλη- προθυμοποιήθησαν να διδάξουν στον άνθρωπο τα κριτήρια της βεβαιότητας, που μπορούν να του δώσουν κανόνες ζωής και δράσης, τόσο ικανούς που να τον συμφιλιώσουν με την Φύση και την ζωή. Γι αυτό οι Επικούριοι και οι Στωϊκοί, οι οποίοι ωστόσο, είναι τόσο συχνά αντίθετοι ο ένας στον άλλο, έχουν μια κοινή αρχή: το “ομοφώνως τη φύσει ζην”.
Αυτές οι δύο φυσιολατρίες ωστόσο, ακολουθούν εντελώς διαφορετικό τρόπο η καθεμία τους: ο Επίκουρος θέλει ο άνθρωπος να ζει σύμφωνα με την Φύση, υποτάσσοντας τον εαυτό του στην Αίσθηση, που θεωρείται κριτήριο του Αληθινού και του Αγαθού, και έτσι ο Επικουρισμός εξελίσσεται πολύ σύντομα σε αισθησιοκρατισμό και ηδονισμό. Ο Ζήνων από την άλλη, θέλει να ζει σύμφωνα με την Φύση, με το να αποδέχεται την Φορά των συγκεκριμένων εκείνων γεγονότων που εκφράζουν την θέληση των Θεών, και έτσι ο Στωϊκισμός εξελίσσεται σε υλισμό κι ηθικό ορθολογισμό. Πίσω πάντως από τις βαθύτερες διαφορές τους, οι ομοιότητες ανάμεσα στον Επικουρισμό και τον Στωϊκισμό, βρίσκονται και στην συμφωνία της υποδιαίρεσης της Φιλοσοφίας σε λογική, φυσική κι ηθική. Αλλά εδώ εξαντλούνται οι συγκρίσεις ανάμεσά τους, γιατί οι φιλόσοφοι του Κήπου και της Στοάς, ορίζονταν πολύ συχνά με το να αντιπαραβάλλονται ο ένας στον άλλο.
Παρά το ότι όλοι οι Στωϊκοί μάλιστα συμφωνούσαν στο να διακρίνουν την Φιλοσοφία σε λογική, φυσική κι ηθική, η ομοφωνία τους αυτή έπαυε μόλις επρόκειτο να καθορισθεί το με ποιά σειρά θα πρέπει να γίνεται η μελέτη της. Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο Ζήνων και ο Χρύσιππος υιοθετούσαν την σειρά: λογική, φυσική, ηθική, ενώ ο Διογένης ξεκινούσε από την ηθική και ο Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος από την φυσική. Αλλά οπωσδήποτε, τα διάφορα αυτά μέρη της φιλοσοφίας, οι "τύποι" όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Απολλόδωρος, αυτές οι "μορφές" κατά τον Χρύσιππο, ή τα "είδη" όπως τάλεγαν άλλοι, είναι στενά ενωμένα, δεν έχουν καμμίαν αξία ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και πρέπει να διδάσκονται μαζί. Αυτά μας δίνουν να καταλάβουμε οι περίφημες εικόνες που αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος:
"Παραβάλλουν την Φιλοσοφία μ' ένα έμβιο όν. Τα οστά και τα νεύρα είναι η λογική, η σάρκα είναι η ηθική και η ψυχή είναι η φυσική. Ή την παραβάλλουν με ένα αυγό, του οποίου το φλούδι είναι η λογική το ασπράδι η ηθική κι αυτό που βρίσκεται ολότελα στην μέση είναι η φυσική. Την παραβάλλουν, ακόμα, και με ένα εύφορο χωράφι. Ο φράκτης γύρω του είναι η λογική, οι καρποί του είναι η ηθική, η γη ή τα δένδρα η φυσική. Κι ακόμα, την παραβάλλουν με μια πόλη περιτριγυρισμένη με μεγάλα κι υψηλά τείχη κι οργανωμένη λογικά και με φρόνηση"
Αν κρατήσουμε στο νού μας το γεγονός ότι η στωϊκή φυσιολατρία επιβάλλει μία βαθύτατη γνώση της Φύσεως, γνώση ικανή να θεμελιώσει την αληθινή σοφία, θα καταλάβουμε τότε ότι η Φυσική αποτελεί άλλοτε την αφετηρία και το θεμέλιο της Φιλοσοφίας κι άλλοτε το τέρμα και την άνθησή της, αφού σοφός είναι εκείνος που, λογικά, ζει σύμφωνα με την Φύση. Γι' αυτό και, για άλλους μεν το βασικό θρεπτικό συστατικό του αυγού είναι η Φυσική, ενώ, για άλλους δε, το συστατικό αυτό είναι η Ηθική. Αλλά όπως και νάχει το πράγμα, "δεν υπάρχει παρά μια μόνον τέχνη, μια ύψιστη τέχνη, η Αρετή". Και η Φιλοσοφία είναι η γνώση που, χάρις σ' αυτήν, αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, όσο ζούμε σύμφωνα με την Φύση, δηλαδή, σύμφωνα με την θέληση των Θεών και σύμφωνα με το Λογικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου