5.1.2. Οι διηγήσεις του Φοίνικα
Σημαντικότερη ωστόσο από κάθε άποψη είναι η μακρά, εσωτερική διήγηση του Φοίνικα, παιδαγωγού του Αχιλλέα. Ακούγεται στο πλαίσιο της «Πρεσβείας» και αποτελεί τον αφηγηματικό κορμό της ένατης ραψωδίας (Ι 430-605). Η ικετευτική αυτή αποστολή εξελίσσεται μέσα στη νύχτα, χωρίζει τη δεύτερη από την τρίτη μάχιμη μέρα της Ιλιάδας, και σκοπεύει στον κατευνασμό του οργισμένου και απόλεμου Αχιλλέα. Με αντάλλαγμα αμέτρητα δώρα, που είναι πρόθυμος να προσφέρει στον θυμωμένο ήρωα ο Αγαμέμνονας για να τον εξευμενίσει, ώστε να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ενόψει τώρα του έσχατου κινδύνου που απειλεί το (περιφραγμένο και τειχισμένο) ναυτικό στρατόπεδο των Δαναών, εξαιτίας της ακατάσχετης επιθετικής ορμής του Έκτορα.
Η «Πρεσβεία» εντοπίζεται στη σκηνή του Αχιλλέα, με παρόντα και τον Πάτροκλο, όπου καταφθάνουν, ως απεσταλμένοι της συμφιλιωτικής προσφοράς του Αγαμέμνονα, ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας. Πρώτος παίρνει τον λόγο ο Οδυσσέας, η επιχειρηματολογία του όμως απορρίπτεται από τον Αχιλλέα, ο οποίος όχι μόνον εμμένει στην απόλεμη οργή του, αλλά απειλεί κιόλας πως ξημερώντας θα μπαρκάρει με τους Μυρμηδόνες του στα πλοία, επιστρέφοντας στη Φθία, αφήνοντας τους Αχαιούς στο έλεος του Έκτορα και των Τρώων. Παρεμβαίνει τότε δεύτερος ομιλητής ο Φοίνικας, με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, ως εντεταλμένος από τον Πηλέα παιδαγωγός και σύμβουλος του Αχιλλέα, για τον οποίο ο γιος της Θέτιδας ομολογεί εξαρχής τρυφερή συμπάθεια. Ο διεξοδικός παραινετικός λόγος του Φοίνικα κλιμακώνεται σε δύο ένθετες διηγήσεις: αυτοβιογραφική και νοβελιστική η πρώτη· επική η δεύτερη.
Η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοινίκα επιμένει στην αμετάκλητη οργή του πατέρα του, η οποία τον οδήγησε στην αυτοεξορία, και τελικά τον έφερε στη Φθία, στο παλάτι του Πηλέα, που τον υποδέχτηκε και τον όρισε παιδαγωγό και σύμβουλο του Αχιλλέα. Αιτία της πατρικής οργής υπήρξε μια σκλάβα παλλακίδα, που πέρασε από το κρεβάτι του γέρου πατέρα στην αγκαλιά του νεαρού γιου, με σχέδιο εκδικητικό της μάνας, το οποίο ο γιος αποδέχτηκε και πραγματοποίησε. Το συνωμοτικό σχέδιο όμως το πήρε είδηση ο πατέρας, και έξω φρενών καταράστηκε τον γιο του: να μείνει στείρος και άτεκνος για πάντα· ποτέ να μην κρατήσει ο ίδιος στα γόνατά του εγγόνι απ᾽ αυτόν. Η πατρική κατάρα εισακούστηκε από τις σκληρές Ερινύες, τον Δία και την ανελέητη θεά του κάτω κόσμου, την Περσεφόνη. Οπότε ο γιος, ο Φοίνικας, ταλαντεύεται: να σκοτώσει τον πατέρα του; να παραμείνει στο οικογενειακό αρχοντικό, έκθετος στην πατρική οργή, όπως επιμένουν φίλοι και δικοί, τάζοντάς του ως αντάλλαγμα γλέντια και χαρές νεανικές; ή κρυφά από τους φύλακές του να δραπετεύσει και να ξενιτευτεί γυρεύοντας αλλού τύχη καλύτερη; Διαλέγει την τρίτη λύση. Έτσι βρήκε στη Φθία δεύτερο πατέρα τον Πηλέα, αναλαμβάνοντας και την αγωγή του Αχιλλέα.
Μολονότι η διήγηση αυτή εντάσσεται στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, ο παραδειγματικός της ρόλος δεν είναι τόσο σαφής, όπως ξεκάθαρα συμβαίνει στη επόμενη ένθετη διήγηση για τον Μελέαγρο, η οποία λειτουργεί ως παράδειγμα προς αποφυγή για την περίπτωση του Αχιλλέα. Παρά ταύτα, και στην πρώτη, αυτοβιογραφική, όπως είπαμε, διήγηση του Φοίνικα, ξεχωρίζουν δύο τουλάχιστον θέματα, που, συνειρμικά έστω, παραπέμπουν στην προκείμενη εμπλοκή του Αχιλλέα. Πρώτα ο αμετάκλητος θυμός του πατέρα, που οδηγεί τον γιο στην εξορία· θέμα που αναλογεί στη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα και στην απόφαση του Αχιλλέα να απόσχει από τη μάχη. Ύστερα η ίδια η αφορμή της ρήξης στη σχέση πατέρα και γιου: η ανώνυμη εδώ παλλακίδα κρατεί τη θέση της Βρισηίδας, που υπήρξε μήλο της έριδας μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Κανένα ωστόσο από τα δύο αυτά θέματα δεν οδηγεί άμεσα στον κύριο στόχο της παραίνεσης του Φοίνικα, που είναι: να δεχθεί ο Αχιλλέας τη μεταμέλεια και τις εξιλαστήριες προσφορές του Αγαμέμνονα, να κατευνάσει την οργή του και να ξαναγυρίσει στο πεδίο της μάχης, ώστε να προλάβει ενδεχόμενη πανωλεθρία των Αχαιών.
Με τους όρους αυτούς η αυτοβιογραφική διήγηση του Φοίνικα μπορεί να εκτιμηθεί μάλλον ως νοβελιστική εισαγωγή στην επόμενη επική διήγηση περί του Μελεάγρου. Γιατί, καθώς θυμίζει θέματα της πρώτης ραψωδίας (τη φιλονικία δηλαδή Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, την αιτία και τις συνέπειές της), ανακεφαλαιώνει κατά κάποιον τρόπο τα προηγούμενα της «Πρεσβείας», τις προϋποθέσεις της, και μάλιστα από τη σκοπιά του Φοίνικα. Ο οποίος μοιάζει να λέει στον Αχιλλέα: δεν μιλώ στον αέρα, έχω προσωπική πείρα από τέτοιου είδους εμπλοκές, τις έζησα κι εγώ στο πετσί μου, άκου λοιπόν τη συμβουλή μου.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο Φοίνικας δεν διστάζει εξ υστέρου να βγάλει τα παραινετικά του συμπεράσματα. Επιμένει λοιπόν πως πρέπει ο Αχιλλέας να μερώσει την οργή του, καταπώς το θέλουν οι θεοί. Να αποδεχτεί τις προσφορές, όπως το επιβάλλουν οι συμφιλιωτικές Λιτές, κόρες του Δία. Ν᾽ ακούσει και να υπολογίσει τα λόγια και τις συμβουλές όσων προσήλθαν για να τον μεταπείσουν, αναγνωρίζοντας την αξία τους. Μετά όμως παίρνει απότομα στροφή ο νους του, και θυμάται ο Φοίνικας μια παλιά ιστορία, που αποφασίζει, φίλος σε φίλους, να τη διηγηθεί. Η επεισοδιακή αυτή διήγηση λέει σε παράφραση τα εξής (I 527-605):
Κουρήτες και Αιτωλοί έχουν ανοίξει μεταξύ τους άγριο πόλεμο γύρω από την Καλυδώνα. Οι Αιτωλοί την υπερασπίζονται, ενώ οι Κουρήτες θέλουν να την κουρσέψουν. Θεολογική αιτία του πολέμου: ο θυμός της Άρτεμης, που οργίστηκε με τον βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, γιατί τη λησμόνησε στις προσφορές καρπών πρώτης σοδειάς, στις απαρχές δηλαδή. Οπότε η θεά στέλνει στη γη της Καλυδώνας κάπρο φοβερό, που ρήμαζε τα χτήματα, ξερίζωνε τα δέντρα, δεν άφηνε τίποτα όρθιο μπροστά του. Την εξόντωσή του ανέλαβε τότε ο γιος του Οινέα, ο Μελέαγρος, καλώντας απ᾽ όλη την Ελλάδα ξακουστούς αγριμολόγους, κι έτσι άρχισε η περίφημη θήρα του καλυδωνείου κάπρου, που αποτυπώθηκε και σε εικαστικά έργα. Τελικά τον κάπρο τον σκοτώνει ο Μελέαγρος, αλλά μετά ξεσπά άγρια διαμάχη ανάμεσα σε Αιτωλούς και Κουρήτες για το κεφάλι του κάπρου, ποιος θα το κρατήσει. Αποτέλεσμα: φονικός πόλεμος.
Όσο τη μάχη την κυβερνούσε ατρόμητος ο Μελέαγρος, οι Κουρήτες την είχαν άσχημα. Ο πόλεμος όμως γύρισε ανάποδα, όταν οργίστηκε βαριά ο Μελέαγρος και πήρε την απόφαση να απόσχει από τη μάχη, οπότε οι Κουρήτες πήραν το πάνω χέρι. Αιτία του θυμού: η μάνα του Μελέαγρου, η Αλθαία, που καταράστηκε τον ίδιο της τον γιο να σκοτωθεί, γιατί της σκότωσε τον αδελφό της. Μ᾽ αυτό το βάρος της μητρικής κατάρας θυμωμένος αποτραβήχτηκε ο Μελέαγρος στον συζυγικό κοιτώνα, πλαγιάζοντας με την πανέμορφη γυναίκα του, κόρη της Μάρπησσας και του Ίδα, την Κλεοπάτρα. Που είχε και παρονόμι: οι γονείς της την έλεγαν και Αλκυόνη.
Στο μεταξύ, ο πόλεμος κρατούσε καλά για τους Κουρήτες, που βρέθηκαν τώρα να χτυπούν πύλες και πύργους της τειχισμένης Καλυδώνας. Οπότε οι άρχοντες των Αιτωλών στέλνουν ιερουργούς να παρακαλέσουν τον Μελέαγρο, τάζοντας δώρα πολλά και πολύτιμα, ώστε να γυρίσει πίσω στη μάχη και να υπερασπιστεί την πύλη. Μάταια όμως, εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Οπότε πέφτει στα γόνατα ο πατέρας του Μελεάγρου, μπρος στο κατώφλι του νυφικού θαλάμου, χτυπώντας τα κλειστά θυρόφυλλα. Εκείνος τίποτα. Μετά έρχεται η μάνα του παρακαλώντας, ανάβει όμως κι άλλο τον θυμό του. Μήτε τους πιο αγαπημένους του συντρόφους άκουσε ο Μελέαγρος, που προσέτρεξαν κι εκείνοι με τη σειρά τους.
Μόνο την τελευταία στιγμή, όταν τα βέλη του εχθρού έπεφταν πια μέσα στο σπίτι, και οι Κουρήτες ανεβασμένοι στις επάλξεις έβαζαν φωτιά στο κάστρο, τότε και μόνο τότε ενέδωσε στην ικεσία της γυναίκας του ο Μελέαγρος. Όταν του θύμισε δηλαδή η Κλεοπάτρα ποια τύχη περιμένει τους ηττημένους του πολέμου: οι άντρες σκοτώνονται, γυναίκες και παιδιά σέρνονται στη σκλαβιά. Τότε σκίρτησε ο νους του Μελεάγρου και λύγισε η καρδιά του: τινάχτηκε πάνω, φόρεσε τη λαμπρή του αρματωσιά, απώθησε τον εχθρό και γλίτωσε την πόλη και τους Αιτωλούς, δίχως να πάρει όμως όσα δώρα του είχαν τάξει. Και ο Φοίνικας, σφραγίζοντας την ιστορία του, επιλέγει: δεν πρέπει ο Αχιλλέας να φτάσει στο σημείο αυτό· όσο είναι καιρός ακόμη, οφείλει να χαλαρώσει την τεντωμένη οργή του, να δεχτεί τις προσφορές, να ξαναγυρίσει στη μάχη.
Τόσο η έκταση όσο και η σύνταξη της ένθετης αυτής διήγησης μαρτυρούν αφηγηματική επιμέλεια, σχεδόν αυτοτέλεια. Παρά ταύτα, η παρεμβολή της στον παραινετικό λόγο του Φοίνικα, που την καθιστά παράδειγμα προς αποφυγή (επομένως αντιπαράδειγμα για τον Αχιλλέα), δεν εκπληρώνει τους αυστηρούς όρους της εσωτερικής διήγησης. Κανείς δεν την προκάλεσε, η επιλογή της οφείλεται αποκλειστικά στις συμβουλευτικές προθέσεις του Φοίνικα, ο οποίος διηγείται από μνήμης μια ιστορία μάλλον γνωστή στους εξωτερικούς ακροατές της εποχής εκείνης. Ως παραινετικό αντιπαράδειγμα ωστόσο κολλάει καλά στα συμφραζόμενα της «Πρεσβείας», στη μῆνιν του Αχιλλέα προπαντός, η οποία τώρα βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή της: θα υποχωρήσει ή θα συνεχιστεί; Τελικά ο θυμός του Αχιλλέα θα αποδειχτεί ανυποχώρητος και θα ξεπεραστεί μόνο την τελευταία στιγμή, κάτω από οριακές και αναπότρεπτες πλέον συνθήκες, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Μελεάγρου.
Στο σημείο αυτό μια λοξή παρατήρηση. Μπορεί ο εξωτερικός ακροατής του έπους να δυσφορεί με το αγύριστο κεφάλι του Αχιλλέα, που θα στοιχίσει, εκτός των άλλων, και τον θάνατο του φίλου του, του Πατρόκλου. Από την άλλη όμως μεριά η αρνητική στάση του θυμωμένου ήρωα στη φάση αυτή είναι συνθετικά υποχρεωτική για τη συνέχεια της Ιλιάδας. Τούτο σημαίνει ότι το σχέδιο του έπους, όπως το ξέρουμε και το βλέπουμε μέσα από το συντελεσμένο κείμενο, δεν άφηνε περιθώρια για άλλου είδους συμπεριφορά του Αχιλλέα. Θα έπρεπε δηλαδή να ανατραπεί η συνέχεια του έπους, στην περίπτωση που θα υποχωρούσε εδώ ο Αχιλλέας στην παραίνεση του Φοίνικα. Με άλλα λόγια: η παρατεινόμενη οργή του μεγάλου ήρωα δεν χρεώνεται τόσο στον αλύγιστο χαρακτήρα του όσο στο αφηγηματικό πρόγραμμα, όπως το αποφάσισε ο ποιητής και το υπερασπίζεται τώρα με νύχια και με δόντια.
Έστω και ένθετη, η διήγηση αυτή του Φοίνικα στο πλαίσιο ενός παραινετικού λόγου ανακαλεί, όπως είπαμε, μια γνωστή ιστορία. Ίσως ένα προηγούμενο προφορικό έπος αιτωλικής καταγωγής, που πιθανόν το είχε υπόψη του ο ποιητής της Ιλιάδας και το συνταίριαξε με το δικό του έπος, επειδή του έδινε την ευκαιρία να διπλασιάσει το κεντρικό θέμα της οργής και της αποχής ενός ήρωα από τη μάχη. Αποτέλεσμα: η διήγηση του Φοίνικα για τον θυμό του Μελεάγρου και τα παρεπόμενά της μικροσκοπεί την αφήγηση για τη μῆνιν του Αχιλλέα και τις δικές της συνέπειες, θέμα που αποτελεί τον αφηγηματικό άξονα ολόκληρης της Ιλιάδας. Το γεγονός αυτό εξώθησε κάποιους ομηριστές να διατυπώσουν την υποθετική θεωρία ότι πίσω από την ομηρική Ιλιάδα κρύβεται μια προηγούμενη Μελεαγρίδα, η οποία αποτέλεσε και το πρότυπό της.
Τέλος, ενδιαφέρουν και κάποια κοινά θεματικά στοιχεία ανάμεσα στην πρώτη (τη νοβελιστική) και στη δεύτερη (την επική) διήγηση του Φοίνικα, πέρα από τον παραινετικό τύπο που τις περιβάλλει. Το ένα είναι το θέμα του ανυποχώρητου θυμού: έντονο ήδη θέμα στον πατέρα του Φοίνικα και πιο ενισχυμένο στον Μελέαγρο. Το άλλο έχει να κάνει με το μοτίβο της κατάρας, που εκτοξεύεται τόσο από τον πατέρα του Φοίνικα εναντίον του όσο και από τη μάνα του Μελεάγρου εις βάρος του γιου της. Η κατάρα του πατέρα και η κατάρα της μάνας με στόχο τον γιο μοιάζει να συμπληρώνει η μία την άλλη, μολονότι η δεύτερη είναι βαρύτερη από την πρώτη, και ακούγεται αποτρόπαιη: μια μάνα καταριέται το παιδί της να σκοτωθεί στη μάχη, γιατί (πιθανόν άθελά του) σκότωσε τον αδελφό της. Ωστόσο, η προτίμηση αυτή του αδελφού έναντι του γιου επιβεβαιώνει μια παραδοσιακή ιεράρχηση αγαπημένων προσώπων, που τη συναντούμε στον Ηρόδοτο (3.119) και στον Σοφοκλή (Αντιγόνη 909-915). Σύμφωνα με την οποία ιεραρχικά πρωτεύει ο αδελφός τόσο από τον γιο όσο και από τον σύζυγο, επειδή θεωρείται αναντικατάστατος, σε περίπτωση που έχουν πεθάνει οι γεννήτορες, ο πατέρας δηλαδή και η μάνα των αδελφών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου