Ο Ευρυσθένης ήταν γιός του Αριστοδήμου (από το γένος των Ηρακλειδών) και της Αργείας κόρης του Αυτεσίωνα, ο οποίος με το νεώτερο αδελφό του Προκλή, μετά το θάνατο του Αριστοδήμου κατέλαβε την αρχή στη Λακεδαίμονα. Και οι δύο υπήρξαν οι γενάρχες των δύο Σπαρτιατικών βασιλικών οίκων, αν και δεν ονομάζονται συνήθως Ευρυσθενίδες και Προκλείδες, αλλά Αγιάδες και Ευρυπωντίδες.
Η Σπάρτη δεν καταλαμβάνει αυτοτελή θέση ούτε στην Ιστορία της Φιλοσοφίας ούτε στην Ιστορία της Τέχνης. Στην Ιστορία, όμως, της Αγωγής η Σπάρτη έχει ασφαλώς ορισμένη θέση. Το χαρακτηριστικότερο πράγμα από όσα παρήγαγε η Σπάρτη είναι το πολιτειακό της σύστημα, το οποίο για πρώτη φορά εμφανίζεται σαν δύναμη που ασκεί αγωγή με όλη τη σημασία της λέξεως.
Οι πηγές από τις οποίες αντλούμε τις γνώσεις μας για τον ιδιότυπο αυτόν οργανισμό είναι δυστυχώς ασαφείς. Εν τούτοις, αποτελεί ευτύχημα το γεγονός ότι η κεντρική ιδέα που διαποτίζει τη σπαρτιατική αγωγή μέχρι και των τελευταίων λεπτομερειών αποκαλύπτεται με καθαρό και σαφή τρόπο στα ποιήματα του Τυρταίου. Χάρη στα ποιήματα αυτά η σπαρτιατική αγωγή μπόρεσε να αποσπασθεί από τον ιστορικό της χώρο και να ασκήσει μόνιμη επίδραση. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τον Όμηρο και τον Ησίοδο δεν πληροφορούμαστε από τις ελεγείες του Τυρταίου παρά μόνο για το ιδεώδες αυτής της αγωγής. Είναι χρήσιμο εδώ να σημειώσουμε, ότι η ελεγειακή ποίηση αποτελεί μετάβαση από το έπος στη λυρική ποίηση και διακρίνεται σε τέσσερα ήδη: α) πολεμική, β) ερωτική, γ) ηθική και πολιτική, δ ) γνωμική. Δηλαδή η ποίηση του Τυρταίου δεν μας δίνει στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε να συνθέσουμε το ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο προέκυψε το ιδανικό αυτό. Για να το πετύχουμε πρέπει να καταφύγουμε σε μεταγενέστερες πηγές.
Η κυριότερη από τις πηγές αυτές, η «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» του Ξενοφώντα είναι προϊόν του εν μέρει φιλοσοφικού, εν μέρει πολιτικού «ρομαντισμού» του 4ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος έβλεπε στο σπαρτιατικό κράτος ένα είδος παρθενικής αποκάλυψης. Τη χαμένη «Πολιτεία των Λακεδαιμονίων» του Αριστοτέλη μπορούμε να ανασυνθέσουμε μόνο ως προς ορισμένες λεπτομέρειές της, οι οποίες διασώθηκαν στα άρθρα λεξικών της μεταγενέστερης αρχαιότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική κατεύθυνση του έργου θα ήταν όμοια προς εκείνη, η οποία έχει αποτυπωθεί στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη, όπου επιχειρείται η αξιολόγηση του σπαρτιατικού κράτους. Η αξιολόγηση αυτή διακρίνεται για τη νηφαλιότητα με την οποία συντελείται η κρίση, αντίθετα προς τη συνήθη αποθέωση της Σπάρτης από τους άλλους φιλοσόφους. Ο Ξενοφών (430-352 π.Χ.), που διάκειται φιλικά προς τη Σπάρτη, έχει προσωπική εμπειρία των πραγμάτων ενώ ο Πλούταρχος (46-120 μ.Χ.) αναμιγνύει στη βιογραφία του Λυκούργου, παλαιότερες φιλολογικές πηγές, κάθε μία από τις οποίες έχει διαφορετική αξία. Κατά την αξιολόγηση των μαρτυριών αυτών δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές προήλθαν από την ενσυνείδητη ή ασυνείδητη αντίδραση κατά της νέας παιδείας του 4ου π.Χ. αιώνα. Στις αρχαϊκές συνθήκες της Σπάρτης βλέπουν συχνά την υπέρβαση δυσχερειών, τις οποίες αντιμετώπιζαν οι ίδιοι και τη λύση προβλημάτων, τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχαν απασχολήσει καθόλου το σοφό Λυκούργο. Είναι αδύνατο να προσδιοριστεί κατά την εποχή του Ξενοφώντα η ακριβής ηλικία των σπαρτιατικών θεσμών. Η μόνη ασφαλής εγγύηση για την αρχαϊκότητα της προέλευσής τους βρίσκεται στον περιβόητο συντηρητισμό, ο οποίος κατέστησε τους Σπαρτιάτες το ιδεώδες όλων των αριστοκρατών και στον οποίο οφείλεται η απέχθεια των δημοκρατών. Όπως, όμως, είναι φυσικό και η Σπάρτη γνώρισε κάποια εξέλιξη.
Από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη προέρχεται η κρίση, ότι η σπαρτιατική αγωγή ήταν μια μονομερής και επίπονη πολεμική άσκηση. Η μορφή αυτού του είδους είναι ήδη γνωστή στον Πλάτωνα, ο οποίος και την έχει διαρκώς υπόψη, όταν διαγράφει στους «Νόμους» την πνευματική εικόνα του κράτους του Λυκούργου. Η αδιαφιλονίκητη ηγεμονία της Σπάρτης στον ελληνικό χώρο, που θεμελιώθηκε με τη νικηφόρο έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.-404 π.Χ.), είχε μετά από τρεισήμισι δεκαετίες εκμηδενιστεί με την καταστροφή στα Λεύκτρα (371 π.Χ. στον πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Θήβας υπό τους Κλεόμβροτο και Επαμεινώνδα αντίστοιχα). Ο θαυμασμός προς τη σπαρτιατική ευνομία είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα. Η αποστροφή των Ελλήνων κατά των καταπιεστών είχε γίνει γενική, από τότε, ιδίως, που η ακόρεστη επιθυμία της Σπάρτης για απόκτηση δύναμης κυριάρχησε και κατήργησε την παλιά τιμημένη ανατροφή. Το χρήμα, το οποίο κάποτε ήταν σχεδόν άγνωστο στη Σπάρτη, είχε τώρα εισέλθει σε αυτήν κι έτσι η απληστία του χρήματος κατέστρεψε τη Σπάρτη.
Ορισμένοι ιστορικοί εμφορούμενοι από το ηθικό μεγαλείο των Δωριέων, το οποίο θέλησαν να τονίσουν και να προβάλουν σε αντίθεση προς την «λατρεία» της Αθήνας, είχαν αντιληφθεί τον παλιό σπαρτιατικό πολεμικό κόσμο ως κάθε τι άλλο παρά ως συνέχεια μιας παλαιότατης κατάστασης του Δωρικού φύλου, η οποία διατηρήθηκε στη Λακωνία, λόγω των εκεί ιδιαίτερων συνθηκών, από τις ημέρες των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων και της εγκατάστασης των Δωριέων στη Λακωνία μέχρι τους μεταγενέστερους χρόνους.
Από τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη προέρχεται η κρίση, ότι η σπαρτιατική αγωγή ήταν μια μονομερής και επίπονη πολεμική άσκηση. Η μορφή αυτού του είδους είναι ήδη γνωστή στον Πλάτωνα, ο οποίος και την έχει διαρκώς υπόψη, όταν διαγράφει στους «Νόμους» την πνευματική εικόνα του κράτους του Λυκούργου. Η αδιαφιλονίκητη ηγεμονία της Σπάρτης στον ελληνικό χώρο, που θεμελιώθηκε με τη νικηφόρο έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.-404 π.Χ.), είχε μετά από τρεισήμισι δεκαετίες εκμηδενιστεί με την καταστροφή στα Λεύκτρα (371 π.Χ. στον πόλεμο μεταξύ Σπάρτης και Θήβας υπό τους Κλεόμβροτο και Επαμεινώνδα αντίστοιχα). Ο θαυμασμός προς τη σπαρτιατική ευνομία είχε δεχθεί ισχυρό πλήγμα. Η αποστροφή των Ελλήνων κατά των καταπιεστών είχε γίνει γενική, από τότε, ιδίως, που η ακόρεστη επιθυμία της Σπάρτης για απόκτηση δύναμης κυριάρχησε και κατήργησε την παλιά τιμημένη ανατροφή. Το χρήμα, το οποίο κάποτε ήταν σχεδόν άγνωστο στη Σπάρτη, είχε τώρα εισέλθει σε αυτήν κι έτσι η απληστία του χρήματος κατέστρεψε τη Σπάρτη.
Ορισμένοι ιστορικοί εμφορούμενοι από το ηθικό μεγαλείο των Δωριέων, το οποίο θέλησαν να τονίσουν και να προβάλουν σε αντίθεση προς την «λατρεία» της Αθήνας, είχαν αντιληφθεί τον παλιό σπαρτιατικό πολεμικό κόσμο ως κάθε τι άλλο παρά ως συνέχεια μιας παλαιότατης κατάστασης του Δωρικού φύλου, η οποία διατηρήθηκε στη Λακωνία, λόγω των εκεί ιδιαίτερων συνθηκών, από τις ημέρες των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων και της εγκατάστασης των Δωριέων στη Λακωνία μέχρι τους μεταγενέστερους χρόνους.
Πάντως, θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες αποτελούν ένα ολιγάριθμο τμήμα του Λακωνικού πληθυσμού που κατέχει ηγετική θέση. Υπό τας διαταγάς των ευρίσκονται οι περίοικοι, μια ελεύθερη αγροτική τάξη και οι είλωτες που τελούσαν σε κατάσταση δουλείας και στους οποίους δεν αναγνωριζόταν κανένα δικαίωμα. Οι αρχαίες πηγές περιγράφουν τη Σπάρτη σαν ένα είδος πολεμικού στρατοπέδου «εν ενεργεία». Ο χαρακτήρας αυτός καθορίζεται περισσότερο από την εσωτερική κατάσταση της κοινότητας παρά από μια διάθεση για εξωτερικές κατακτήσεις. Ο θεσμός της διπλής βασιλείας των Ηρακλειδών, ο οποίος κατά τους ιστορικούς χρόνους είχε χάσει την πολιτική του δύναμη, και ο οποίος επανακτούσε την αρχική του σημασία μόνο στο πεδίο της μάχης, είναι κατάλοιπο του παλιού θεσμού του πολεμικού βασιλιά από τους χρόνους της δωρικής μετανάστευσης, και προέρχεται πιθανόν από δύο διαφορετικές φυλές, των οποίων οι ηγέτες διατηρούσαν παράλληλα την δύναμή τους.
Η σπαρτιατική λαϊκή συνέλευση εξακολουθεί να αποτελεί την κοινότητα των πολεμιστών. (Η λέξη «στρατός», παράγωγο του ρήματος στρώννυμι ή στρωννύω και στορέννυμι ή στόρνυμι =στρώνω, έχει κατά τους αρχαϊκούς χρόνους την έννοια «λαός», έτσι διατηρεί ένα αξιόλογο ίχνος της καταγωγής εκείνων, τα οποία αποκαλούμε ελεύθερους θεσμούς). Τα πολιτικά δικαιώματα του πολίτη της αρχαίας πόλης αρχικά προέρχονται από τον τομέα ο οποίος ήταν αρμόδιος για την άμυνα της χώρας. Κατά τη σπαρτιατική λαϊκή συνέλευση δεν διεξάγεται καμία συζήτηση, απλά αυτή αποφασίζει με ένα ναι ή ένα όχι στις προτάσεις τις οποίες εισάγει το συμβούλιο των γερόντων. Το συμβούλιο αυτό έχει το δικαίωμα να διαλύει την εθνοσυνέλευση ή να αποσύρει τις αρχικές προτάσεις του στην περίπτωση που η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης δεν ήταν η επιθυμητή. Οι έφοροι συγκροτούσαν την πολιτικά ισχυρότερη αρχή του κράτους, η οποία περιόριζε στο ελάχιστο τις αρμοδιότητες των βασιλέων. Η καθιέρωση του θεσμού των εφόρων έχει την έννοια της συμβιβαστικής διεξόδου από το δίλημμα της δυναμικής έντασης μεταξύ αρχόντων και λαού. Με αυτόν τον τρόπο παραχωρείται μεν στο λαό ένα ελάχιστο μέτρο δικαιωμάτων, από την άλλη μεριά, όμως, προφυλάσσεται ο χαρακτήρας αυθεντικότητας της δημόσιας ζωής. Είναι χαρακτηριστικό, το ότι οι έφοροι αποτελούν το μοναδικό θεσμό, ο οποίος δεν αναγόταν στη νομοθεσία του Λυκούργου. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι ο θεσμός των εφόρων αποδίδεται από τον Πλούταρχο στο βασιλιά Θεόπομπο (και τον συμβασιλέα του Πολύδωρο), αλλά ο Τυρταίος ο οποίος περιγράφει τα διάφορα στοιχεία της Σπαρτιατικής Πολιτείας στο ποίημά του «Ευνομία», γράφοντας δύο γενεές μετά τους χρόνους του Θεοπόμπου, δεν αναφέρει τους εφόρους.
Αυτή η δήθεν νομοθεσία είναι το ακριβώς αντίθετο εκείνου, το οποίο οι αρχαίοι έλληνες εννοούσαν με τη λέξη αυτή. Δεν είναι ένα είδος κωδικοποιήσεως επί μέρους διατάξεων Δημοσίου, Αστικού και Ποινικού Δικαίου αλλά ο ίδιος ο Νόμος στην πρωταρχική του έννοια, η προφορική παράδοση που ισχύει και από την οποία μόνο λίγοι βασικοί νόμοι που καθιερώθηκαν πανηγυρικά είχαν πάρει γραπτή διατύπωση. Δηλαδή, τέτοια γραπτή διατύπωση είχαν πάρει οι λεγόμενες ρήτρες, (ρήτρα, λέξη συνώνυμη με την λέξη χρησμός), όπως π.χ. αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες της λαϊκής συνέλευσης , για τις οποίες γράφει ο Πλούταρχος,. Οι αρχαίες πηγές δεν θεωρούν το χαρακτηριστικό αυτό σαν κατάλοιπο πρωτόγονων καταστάσεων. Αντίθετα διαβλέπουν σ’ αυτό, σε αντίθεση με την ατέρμονη παραγραφομανία της Δημοκρατίας του 4ου αιώνα, τη σοφία του Λυκούργου, ο οποίος θεωρούσε την δύναμη της ΑΓΩΓΗΣ και τη μόρφωση άρτιου πολιτικού φρονήματος, σπουδαιότερη από τις ξηρές γραπτές διατάξεις, έχοντας στο σημείο αυτό την ίδια γνώμη με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Ορθό είναι βέβαια, ότι η αποστολή που καλείται να επιτελέσει η αγωγή και η γενική προφορική παράδοση (έθιμο) προσλαμβάνει τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο λιγότερο ρυθμίζει ο νόμος με εξωτερικό τρόπο τις λεπτομέρειες της ζωής. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του «μεγάλου Παιδαγωγού» Λυκούργου στηρίζεται στη μεταγενέστερη εξιδανικευμένη ερμηνεία των σπαρτιατικών δεδομένων. Η απουσία γραπτών νόμων ερμηνεύεται από τον Πλούταρχο από το γεγονός ότι η εκπαίδευση στη Σπάρτη ήταν παντοδύναμη. Η λειτουργία της νομοθεσίας είχε υποκατασταθεί παντελώς από την ΠΑΙΔΕΙΑ.
Τέτοιο ήταν το πολίτευμα της Σπάρτης. Τίποτε άλλο, δηλαδή, από αριστοκρατία πολύ περιορισμένη σε πρόσωπα, η οποία διατήρησε όλους τους τύπους του Ομηρικού πολιτεύματος, βασιλεία, βουλή των γερόντων, αγορά του δήμου και η οποία κατόρθωσε να αφαιρέσει από αυτά κάθε πραγματική εξουσία και να άρχει άμεσα με πέντε επιτρόπους της, τους εφόρους. Αριστοκρατίες, όμως, επικράτησαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας στα πρώτα αυτά ιστορικά χρόνια. Οι αριστοκρατίες αυτές δεν είχαν ποτέ τη δύναμη που απέκτησε η αριστοκρατία της Σπάρτης, και πολλές φορές μάλιστα, όταν πλούτισε ο λαός, απέβαλαν ολοκληρωτικά το παλιό αξίωμά τους, ενώ η αριστοκρατία της Σπάρτης δεν δυνάμωσε μόνο την εξουσία της, αλλά για πολλά χρόνια διατήρησε το κύρος της αμετάβλητο.
Αυτή η δήθεν νομοθεσία είναι το ακριβώς αντίθετο εκείνου, το οποίο οι αρχαίοι έλληνες εννοούσαν με τη λέξη αυτή. Δεν είναι ένα είδος κωδικοποιήσεως επί μέρους διατάξεων Δημοσίου, Αστικού και Ποινικού Δικαίου αλλά ο ίδιος ο Νόμος στην πρωταρχική του έννοια, η προφορική παράδοση που ισχύει και από την οποία μόνο λίγοι βασικοί νόμοι που καθιερώθηκαν πανηγυρικά είχαν πάρει γραπτή διατύπωση. Δηλαδή, τέτοια γραπτή διατύπωση είχαν πάρει οι λεγόμενες ρήτρες, (ρήτρα, λέξη συνώνυμη με την λέξη χρησμός), όπως π.χ. αυτές που αναφέρονται στις αρμοδιότητες της λαϊκής συνέλευσης , για τις οποίες γράφει ο Πλούταρχος,. Οι αρχαίες πηγές δεν θεωρούν το χαρακτηριστικό αυτό σαν κατάλοιπο πρωτόγονων καταστάσεων. Αντίθετα διαβλέπουν σ’ αυτό, σε αντίθεση με την ατέρμονη παραγραφομανία της Δημοκρατίας του 4ου αιώνα, τη σοφία του Λυκούργου, ο οποίος θεωρούσε την δύναμη της ΑΓΩΓΗΣ και τη μόρφωση άρτιου πολιτικού φρονήματος, σπουδαιότερη από τις ξηρές γραπτές διατάξεις, έχοντας στο σημείο αυτό την ίδια γνώμη με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Ορθό είναι βέβαια, ότι η αποστολή που καλείται να επιτελέσει η αγωγή και η γενική προφορική παράδοση (έθιμο) προσλαμβάνει τόσο μεγαλύτερη σημασία, όσο λιγότερο ρυθμίζει ο νόμος με εξωτερικό τρόπο τις λεπτομέρειες της ζωής. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα του «μεγάλου Παιδαγωγού» Λυκούργου στηρίζεται στη μεταγενέστερη εξιδανικευμένη ερμηνεία των σπαρτιατικών δεδομένων. Η απουσία γραπτών νόμων ερμηνεύεται από τον Πλούταρχο από το γεγονός ότι η εκπαίδευση στη Σπάρτη ήταν παντοδύναμη. Η λειτουργία της νομοθεσίας είχε υποκατασταθεί παντελώς από την ΠΑΙΔΕΙΑ.
Τέτοιο ήταν το πολίτευμα της Σπάρτης. Τίποτε άλλο, δηλαδή, από αριστοκρατία πολύ περιορισμένη σε πρόσωπα, η οποία διατήρησε όλους τους τύπους του Ομηρικού πολιτεύματος, βασιλεία, βουλή των γερόντων, αγορά του δήμου και η οποία κατόρθωσε να αφαιρέσει από αυτά κάθε πραγματική εξουσία και να άρχει άμεσα με πέντε επιτρόπους της, τους εφόρους. Αριστοκρατίες, όμως, επικράτησαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας στα πρώτα αυτά ιστορικά χρόνια. Οι αριστοκρατίες αυτές δεν είχαν ποτέ τη δύναμη που απέκτησε η αριστοκρατία της Σπάρτης, και πολλές φορές μάλιστα, όταν πλούτισε ο λαός, απέβαλαν ολοκληρωτικά το παλιό αξίωμά τους, ενώ η αριστοκρατία της Σπάρτης δεν δυνάμωσε μόνο την εξουσία της, αλλά για πολλά χρόνια διατήρησε το κύρος της αμετάβλητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου