ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Ἀντιγόνη; ΑΝ. γυναῖχ᾽ ὁρῶ
στείχουσαν ἡμῶν ἆσσον, Αἰτναίας ἐπὶ
πώλου βεβῶσαν· κρατὶ δ᾽ ἡλιοστερὴς
κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει.
315 τί φῶ;
ἆρ᾽ ἔστιν; ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμη πλανᾷ;
καὶ φημὶ κἀπόφημι, κοὐκ ἔχω τί φῶ.
τάλαινα,
οὐκ ἔστιν ἄλλη. φαιδρὰ γοῦν ἀπ᾽ ὀμμάτων
320 σαίνει με προσστείχουσα· σημαίνει δέ τι·
μόνης τόδ᾽ ἐστί, δῆλον, Ἰσμήνης κάρα.
ΟΙ. πῶς εἶπας, ὦ παῖ; ΑΝ. παῖδα σήν, ἐμὴν δ᾽ ὁρᾶν
ὅμαιμον· αὐδῇ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔξεστιν μαθεῖν.
ΙΣΜΗΝΗ
ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ
325 ἥδιστα προσφωνήμαθ᾽, ὡς ὑμᾶς μόλις
εὑροῦσα λύπῃ δεύτερον μόλις βλέπω.
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἥκεις; ΙΣ. ὦ πάτερ δύσμοιρ᾽ ὁρᾶν.
ΟΙ. τέκνον, πέφηνας; ΙΣ. οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι.
ΟΙ. πρόσψαυσον, ὦ παῖ. ΙΣ. θιγγάνω δυοῖν ὁμοῦ.
330 ΟΙ. ὦ σπέρμ᾽ ὅμαιμον. ΙΣ. ὦ δυσάθλιαι τροφαί.
ΟΙ. ἦ τῆσδε κἀμοῦ; ΙΣ. δυσμόρου τ᾽ ἐμοῦ τρίτης.
ΟΙ. τέκνον, τί δ᾽ ἦλθες; ΙΣ. σῇ, πάτερ, προμηθίᾳ.
ΟΙ. πότερα πόθοισι; ΙΣ. καὶ λόγων γ᾽ αὐτάγγελος,
ξὺν ᾧπερ εἶχον οἰκετῶν πιστῷ μόνῳ.
335 ΟΙ. οἱ δ᾽ αὐθόμαιμοι ποῦ νεανίαι πονεῖν;
ΙΣ. εἴσ᾽ οὗπέρ εἰσι· δεινὰ τἀν κείνοις τανῦν.
***
310 ΑΝ. Ω Δία, τί να πω και τί να βάλει ο νους μου;
ΟΙ. Τί τρέχει, Αντιγόνη κόρη μου; ΑΝ. Κάποια γυναίκα
βλέπω να ᾽ρχεται ολοταχώς, πάνω σε μια
φοράδα από την Αίτνα, φορώντας στο κεφάλι της
πλατύγυρο θεσσαλικό, που της σκεπάζει για καλά το πρόσωπο,
να μην το κάψει ο ήλιος.
315 Δεν ξέρω αλήθεια τί να πω;
Είναι; δεν είναι; με γελούν τα μάτια μου;
Ταλαίπωρη είμαι,
κι όμως είναι αυτή, δεν είναι άλλη. Πλησιάζει,
320 και το χαρούμενό της βλέμμα με χαϊδεύει· τώρα μου γνέφει.
Σίγουρα είναι αυτή, Ισμήνη αγαπημένη μου.
ΟΙ. Τι λες, παιδί μου; ΑΝ. Πως βλέπω τη δική σου
θυγατέρα και τη δική μου αδελφή· μπορείς κι εσύ
ν᾽ αναγνωρίσεις τη φωνή της.
ΙΣΜΗΝΗ
325 Γλυκύτατα, διπλά ονόματα, της αδελφής και του πατέρα.
Πολύς ο μόχθος να σας βρω, πολύς ο πόνος να σας ξαναδώ.
ΟΙ. Ω κόρη μου, είσαι εδώ; ΙΣ. Ναι, δύσμοιρε πατέρα,
με την άθλια όψη.
ΟΙ. Φάνηκες, θυγατέρα μου; ΙΣ. Δύσκολα όμως και με κόπο.
ΟΙ. Έλα παιδί μου, χάιδεψέ με. ΙΣ. Σας αγκαλιάζω και τους δυο.
330 ΟΙ. Σπέρμα μου κι αίμα μου εσείς. ΙΣ. Ζωές αξιοθρήνητες.
ΟΙ. Μιλάς για μένα και γι᾽ αυτήν; ΙΣ. Είμαι κι εγώ,
τρίτη και δύστυχη.
ΟΙ. Παιδί μου, πες, εδώ τί σ᾽ έφερε; ΙΣ. Πατέρα, η φροντίδα μου
για σένα.
ΟΙ. Ο πόθος να με ξαναδείς; ΙΣ. Ήθελα και να φέρω μόνη μου
το νέο, μαζί μ᾽ αυτόν τον υπηρέτη, που πιστός μού απόμεινε.
335 ΟΙ. Κι οι νεαροί, τα προκομμένα αδέλφια σου, τί κάνουν;
ΙΣ. Είναι εκεί που είναι· τώρα σε φοβερή κατάσταση.
310 ΑΝ. Ω Δία, τί να πω και τί να βάλει ο νους μου;
ΟΙ. Τί τρέχει, Αντιγόνη κόρη μου; ΑΝ. Κάποια γυναίκα
βλέπω να ᾽ρχεται ολοταχώς, πάνω σε μια
φοράδα από την Αίτνα, φορώντας στο κεφάλι της
πλατύγυρο θεσσαλικό, που της σκεπάζει για καλά το πρόσωπο,
να μην το κάψει ο ήλιος.
315 Δεν ξέρω αλήθεια τί να πω;
Είναι; δεν είναι; με γελούν τα μάτια μου;
Ταλαίπωρη είμαι,
κι όμως είναι αυτή, δεν είναι άλλη. Πλησιάζει,
320 και το χαρούμενό της βλέμμα με χαϊδεύει· τώρα μου γνέφει.
Σίγουρα είναι αυτή, Ισμήνη αγαπημένη μου.
ΟΙ. Τι λες, παιδί μου; ΑΝ. Πως βλέπω τη δική σου
θυγατέρα και τη δική μου αδελφή· μπορείς κι εσύ
ν᾽ αναγνωρίσεις τη φωνή της.
ΙΣΜΗΝΗ
325 Γλυκύτατα, διπλά ονόματα, της αδελφής και του πατέρα.
Πολύς ο μόχθος να σας βρω, πολύς ο πόνος να σας ξαναδώ.
ΟΙ. Ω κόρη μου, είσαι εδώ; ΙΣ. Ναι, δύσμοιρε πατέρα,
με την άθλια όψη.
ΟΙ. Φάνηκες, θυγατέρα μου; ΙΣ. Δύσκολα όμως και με κόπο.
ΟΙ. Έλα παιδί μου, χάιδεψέ με. ΙΣ. Σας αγκαλιάζω και τους δυο.
330 ΟΙ. Σπέρμα μου κι αίμα μου εσείς. ΙΣ. Ζωές αξιοθρήνητες.
ΟΙ. Μιλάς για μένα και γι᾽ αυτήν; ΙΣ. Είμαι κι εγώ,
τρίτη και δύστυχη.
ΟΙ. Παιδί μου, πες, εδώ τί σ᾽ έφερε; ΙΣ. Πατέρα, η φροντίδα μου
για σένα.
ΟΙ. Ο πόθος να με ξαναδείς; ΙΣ. Ήθελα και να φέρω μόνη μου
το νέο, μαζί μ᾽ αυτόν τον υπηρέτη, που πιστός μού απόμεινε.
335 ΟΙ. Κι οι νεαροί, τα προκομμένα αδέλφια σου, τί κάνουν;
ΙΣ. Είναι εκεί που είναι· τώρα σε φοβερή κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου