Το Συμπόσιον αποτελεί ίσως το λαμπρότερο από τα δραματουργικά επιτεύγματα του Πλάτωνα· εκεί ακριβώς ίσως οφείλεται το γεγονός ότι είναι και το πιο παρερμηνευμένο σύγγραμμά του. Ακόμη και στην εποχή του παρανοήθηκε, λ.χ. από τον Ξενοφώντα. Η μορφή του διαλόγου έκανε τον Ξενοφώντα να υποθέσει ότι έχει ως αντικείμενο το σεξουαλικό πάθος· έτσι, αποφάσισε να αντιπαρατάξει ένα δικό του Συμπόσιον, με αποκορύφωμα το εγκώμιο των απολαύσεων της συζυγικής ζωής.
Το Συμπόσιον, άλλωστε, οι δακρύβρεχτοι ρομαντικοί το εκμεταλλεύτηκαν περισσότερο από κάθε άλλη πηγή, για να αποθεώσουν το ελάχιστα πλατωνικό κατασκεύασμα που οι ίδιοι ονόμασαν «πλατωνικό έρωτα», θέμα για το οποίο δεν υπάρχει λέξη ούτε σ’ αυτό ούτε και σε κανένα άλλο από τα έργα του Πλάτωνα.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Έρως, προς τιμήν του οποίου εκφωνούνται οι αγορεύσεις του διαλόγου, αποτελούσε μια κοσμογονική μορφή, που η σημασία της παραμορφώνεται ανεπανόρθωτα αν απλώς την ταυτίσουμε με την αρχή της γενετήσιας συμπεριφοράς. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η σκηνή είναι εορταστική, άρα οι περισσότερες αγορεύσεις έχουν τόνο ευτράπελο μάλλον παρά σοβαρό, σκόπιμα άλλωστε, μια και η ευθυμία της συντροφιάς αποτελεί φόντο που τονίζει αντιθετικά τη μεγάλη σοβαρότητα του λόγου του Σωκράτη. Εκεί θα ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα του Πλάτωνα, διαπιστώνοντας ότι ο «έρως» που εγκωμιάζει έχει ξεπεράσει κατά πολύ τη σεξουαλικότητα και, ως «μυστική αγάπη» βρίσκει σήμερα την καλύτερη προσέγγισή του στους συγγραφείς που, με τα εικαστικά στοιχεία των χριστιανικών λατρευτικών ύμνων, εξαίρουν την αγάπη της ψυχής για τον Δημιουργό της.
Ο διάλογος έχει τη μορφή δράματος εξιστορημένου σε πλάγιο λόγο. Ο πραγματικός αφηγητής, ο Απολλόδωρος ο Φαληρέας, φίλος του Σωκράτη, εξιστορεί από δεύτερο χέρι το συμπόσιο προς τιμή του ποιητή Αγάθωνα για την πρώτη νίκη του στην τραγωδία. Ο Απολλόδωρος είναι πολύ νέος για να έχει παρευρεθεί ο ίδιος, αλλά ξέρει τα συμβάντα από έναν αυτόπτη μάρτυρα, τον Αριστόδημο τον ίδιο μάλλον Αριστόδημο που ο Ξενοφών (Απομν. i 1, 4) παρουσιάζει να κατηγορεί τον Σωκράτη για αμέλεια της δημόσιας λατρευτικής λατρείας.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η προσεκτική διατήρηση του πνεύματος της εποχής στην περιγραφή του συμποσίου. Βρισκόμαστε λίγους μόνο μήνες πριν από τον απόπλου της μεγάλης αρμάδας, για την οποία η κατάκτηση της Σικελίας θα αποτελούσε απλώς ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία για απεριόριστη επέκταση, με ενδεχόμενη μάλιστα κατάληξη την καθυπόταξη της Καρχηδόνας (Θουκ. vi. 15). Καταλαβαίνουμε καλύτερα την υπέρμετρη ύβριν που διακρίνει τον Αλκιβιάδη στο διάλογο, αν θυμηθούμε ότι, τη στιγμή που μιλάει, έχει ήδη ονομαστεί αρχηγός της εκστρατείας και δεν είναι μόνο μεθυσμένος με κρασί αλλά και με τις φιλοδοξίες που του αποδίδει ο Θουκυδίδης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (172a – 178a)
Ο Αριστόδημος, λοιπόν, διηγήθηκε ότι, την επαύριο της νίκης του Αγάθωνα, συνάντησε τον Σωκράτη «ντυμένο γιορτινά», και πράγμα πολύ ασυνήθιστο, να κατευθύνεται προς το συμπόσιο του Αγάθωνα και δέχθηκε την πρότασή του να το συντροφέψει. Στο δρόμο ο Σωκράτης έπεσε σε μια από τις εκστάσεις του και άφησε το σύντροφό του να μπει μόνος του στο σπίτι του Αγάθωνα, όπου μετά έγινε θερμά δεκτός. Ο Σωκράτης δεν εμφανίστηκε παρά μόνον αφού το γεύμα έιχε πια μισοτελειώσει και πήρε θέση δίπλα στον Αγάθωνα, ευθυμότατος.
Μετά το τέλος του γεύματος η συντροφιά, αποφάσισε να μην ακολουθήσει υποχρεωτικό «μεθοκόπι» ούτε παράσταση αυλήτριας. Θα ψυχαγωγούνταν με εκφώνηση λόγων, όπως ταιριάζει σε νοήμονες ανθρώπους. Ο Φαίδρος, άλλο μέλος της συντροφιάς, είχε ήδη αρκετές φορές βρει περίεργο ότι, αν και έχουν πλεχθεί εγκώμια για τόσα πρόσωπα και πράγματα, ωστόσο κανένας, δεν έπλεξε ποτέ εγκώμιο του Έρωτα. Καλός τρόπος να περάσουν τη βραδιά θα ήταν αν κάθε μέλος της συντροφιάς εκφωνούσε ένα τέτοιο εγκώμιο, με πρώτο το Φαίδρο, από τον οποίο ξεκίνησε η πρόταση. Ο Σωκράτης συμφώνησε αμέσως με την ιδέα που, όπως δήλωσε, του άρεσε πάρα πολύ, αφού η «τέχνη του έρωτα ήταν η μόνη που κατείχε».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου