Είμαστε ακόμη σε θέση να αποφασίζουμε ανεπηρέαστοι ποιους πίνακες θα δούμε, τι μουσική θα ακούσουμε, τι βιβλία θα διαβάσουμε, για ποια θέματα θα προβληματιστούμε; Ποια πολιτιστικά «τεκταινόμενα» λαμβάνουμε υπόψη μας επειδή πραγματικά μας ενδιαφέρουν και πόσα περιττά πράγματα παρακολουθούμε μόνο και μόνο γιατί νομίζουμε ότι οφείλουμε να συμμετάσχουμε; Είναι υποχρεωτικό να έχουμε δει όλες τις ταινίες του Μάικλ Μουρ; Πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσουμε Νίτσε αμέσως μόλις ανακηρυχτεί το «έτος Νίτσε»; Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, θα ακούμε τη μουσική του Μότσαρτ ακόμη και μετά το «Έτος Μότσαρτ 2006»; Καταναλώνουμε τον πολιτισμό με τον τρόπο που κάνουμε ζάπινγκ, μόνο που όταν βλέπουμε τηλεόραση δεν βρίσκεται μονίμως κάποιος πίσω μας να μας υποδεικνύει τι πρέπει να δούμε.
Οι καλές τέχνες έσπευσαν να προλάβουν αυτό στο οποίο έχει ήδη εξασκηθεί η μουσική βιομηχανία- υπολογίζεται ότι υπάρχουν οκτώ χιλιάδες επτακόσιες σαράντα τρεις ηχογραφήσεις από τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι και σε κάθε μεγάλη πόλη ανεβαίνουν τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο τα Κάρμινα Μπουράνα με δύο χιλιάδες συντελεστές και δεκαπέντε χιλιάδες θεατές με τηγανητό λουκάνικο στο χέρι.
Η πολιτιστική προσφορά είναι τόσο μεγάλη, η διαπάλη για τα μερίδια της αγοράς τόσο σκληρή, που οι κάθε λογής παραγωγοί -πρακτορεία διοργάνωσης συναυλιών, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, εταιρείες δίσκων, περιοδικά, διοργανωτές εκδηλώσεων, ανοιχτές σκηνές, διασκεδαστές γαστρονόμοι, διευθυντές τσίρκων και όπερας, κουκλοθέατρα, μικρές σκηνές, περιφερειακά και κρατικά θέατρα, ενοικιαστές κινηματογραφικών ταινιών- ακολουθούν λαχανιασμένοι τις ίδιες πάνω-κάτω συνταγές επιτυχίας για να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου. Αλλά και στους ίδιους τους καλλιτέχνες η άνευ περιεχομένου εμπορευματοποίηση προκαλεί ελαφριά αναγούλα.
Οι πρώτοι που αναγνώρισαν στο τέρας της εμπορευματοποίησες τη δύναμη εκείνη που αλλοιώνει την όποια κριτική τέχνη μετατρέποντάς την σε απλό διακοσμητικό ήταν οι ντανταϊστές. Ο ουρητήρας του Μαρσέλ Ντυσάν, που ήταν μια καυστική σάτιρα της βιομηχανίας των μουσείων, θεωρείται πλέον το λαμπρό επίκεντρο κάθε έκθεσης Μοντέρνας Τέχνης. Μια τελευταία αναλαμπή κατά της ισοπεδωτικής βιομηχανίας της κουλτούρας ήταν το μανιφέστο που εξέδωσαν το 1958 οι τελευταίοι του κινήματος των ντανταϊστών υπό την ηγεσία του Καρλ Λάσλο. «Πλάι στους ανυποψίαστους», λέει εκεί μέσα, «τρέχουν βιαστικά οι αιωνίως καθυστερημένοι από εγκαίνια σε συναυλίες και κάνουν χρήση όλων των βοηθημάτων για τον παραμερισμό των δυσχερειών της πέψης κατά την προσεκτική απόλαυση της “σύγχρονης Τέχνης”. Γενναίοι δημόσιοι υπάλληλοι μοχθούν σε κινηματογραφικές λέσχες, ασήμαντες υπάρξεις με καλή φήμη τοποθετούν στα ακαλαίσθητα διαμερίσματά τους δήθεν νεωτεριστικά έπιπλα… Ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί ότι είναι αδύνατο να αντικαταστήσεις τον τρόπο ζωής και την ίδια τη ζωή γενικότερα με ένα ανάγλυφο του Αρπ- μια σύντομη μαγνητοταινία του Σβίτερς δε σπάζει τη μονοτονία του σπιτιού- ένας Μαξ Ερνστ δεν είναι κάποιο συνηθισμένο διακοσμητικό τοίχου- ένα έπιπλο Μίες φαν ντερ Ρόε δεν έχει καμία θέση ανάμεσα σε παλιοπράγματα μέσα σε κακοχτισμένα δήθεν νεωτεριστικά σπίτια, παρά τις πλούσιες σε βιβλία αρχιτεκτονικής και διακόσμησης βιβλιοθήκες τους.
Πολλοί καλλιτέχνες δεν έχουν παραιτηθεί ακόμη από την προσπάθεια να παρεμποδίσουν τους ταγούς αυτής της κοινωνίας να καταναλώνουν την τέχνη σαν να πρόκειται για μέσο χώνεψης ή για απεριτίφ πριν,από το δείπνο σε εστιατόριο τριών αστέρων. Κι εμείς, πειθήνιοι καταναλωτές κουλτούρας, πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι μπορούμε να δώσουμε χρώμα στη συμβατική ζωή μας μέσω της τέχνης. Προμηθευόμαστε σειρές CD με τα άπαντα του Βάγκνερ και του Μότσαρτ και, αν θέλουμε, να θεωρούμαστε προοδευτικοί, τοποθετούμε Στοκχάουζεν και Πεντερέτσκι στις δισκοθήκες μας, κρεμάμε αντίγραφα Σαγκάλ, Πικάσο, Ρότκο ή Ράουσενμπεργκ στους τοίχους, αγοράζουμε από το μαγαζάκι του μουσείου εικαστικούς τόμους, καταλόγους και ρεπλίκες, ανάλογα τι είναι το δέον εκείνη τη στιγμή -και κατασκευάζουμε έτσι ένα είδος πολιτισμικού περιτυλίγματος για το οποίο είμαστε βέβαιοι ότι εμπλουτίζει τη ζωή μας.
Παράλληλα, δεν μπορούμε καν να είμαστε σίγουροι ότι αυτό που βρίσκεται κάθε φορά στη μόδα είναι απαραίτητα και κακό. Μπορεί όντως να μη θέλουμε να χάσουμε μια μεγάλη έκθεση Βερμέερ, ακόμη κι αν χορηγός της είναι η Shell και μας την πλασάρουν καθημερινά ως “απολύτως αναγκαία”. Μάλλον θα πρέπει να αποκτήσουμε μια σχετικά υγιή αμάθεια. Στην ιδανική περίπτωση, να μην ξέρουμε τι επιβάλει ο κανόνας του θεάματος κάθε εποχή, διαφυλάσσοντας τουλάχιστον ένα εχέγγυο αμεροληψίας. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τα πολιτιστικά προϊόντα που καταναλώνουμε εμείς οι ίδιοι, για το πόσα από αυτά δηλαδή έχουν καθαρά λειτουργία κοινωνικής ένταξης -πόσα καταναλώνουμε μόνο για να είμαστε «μέσα»- και πόσα ικανοποιούν τις πραγματικές μας ανάγκες.
Οι πρεμιέρες της όπερας προσφέρουν το καλύτερο υλικό αν θέλεις να σχηματίσεις μια εικόνα για την κενότητα της κατανάλωσης πολιτισμού. Η συνειδητή παρακολούθηση της παράστασης αφορά εκεί μόνο μια μικρή μειονότητα, το βασικό ζητούμενο είναι απλώς να σε δουν στα πέριξ και να είσαι παρών σε ένα γεγονός, συμμετοχή στο οποίο σου διασφαλίζει ότι «ανήκεις στο σύνολο». Και οι λυρικές σκηνές, καθώς σιγά-σιγά χάνεται το σταθερό κοινό τους, εμπορεύονται τις όπερες ως ένα όσο το δυνατόν πιο αμφιλεγόμενο χάπενινγκ. Το αποτέλεσμα είναι, η πλειονότητα των θεατών να αποτελείται από το κοινό των δεξιώσεων ενώ οι πραγματικοί εραστές της όπερας είναι λίγοι.
Από τότε που λόγω έλλειψης χρημάτων αναγκάστηκα να υποβληθώ σε μια θεραπεία δίαιτας από τα ΜΜΕ, τον πολιτισμό και τις διάφορες εκδηλώσεις κατάλαβα ότι όλα αυτά που θεωρούσα αναγκαία για να είμαι «συντονισμένος» απλώς και μόνο με αποπροσανατόλιζαν, και επιπλέον καταπίεζαν τις προσωπικές μου σκέψεις. Τώρα πλέον γνωρίζω ότι δεν έχω ανάγκη καμιά συνδρομή στο Atlantic Monthly, ότι μπορώ μάλιστα να απαρνηθώ ακόμη και το Merkur και το Tatler, χωρίς να υποφέρω από σύνδρομο στέρησης. Μπορώ να ζήσω και χωρίς σύνδεση DSL στα 2048 kbits στο κατέβασμα, κι αν θελήσω να αποκτήσω πάλι κάποιο κινητό, τότε παρακαλώ, ένα με το οποίο εγγυημένα μόνο τηλεφωνείς. Δεν θέλω να ξέρω ποιος πήρε το Α’ βραβείο Μπάμπι της γερμανικής σόου-μπιζ, τη Χρυσή Κάμερα ή τη Χρυσή Γαλοπούλα, δεν είμαι υποχρεωμένος να γνωρίζω τη Χειρότερη φράση της χρονιάς και μπορώ ανά πάσα στιγμή να ενδιαφερθώ για τη γενετική και ιατρική έρευνα, ανεξάρτητα από το αν κάποιοι ιθύνοντες των ΜΜΕ την αναδείξουν «Θέμα του Μήνα» ή όχι. Παρομοίως δεν οφείλω να τρέχω κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο στην πρώτη τυχούσα ευρωπαϊκή «Μητρόπολη της Τέχνης» για να επισκεφτώ την τελευταία έκθεση έργων τέχνης, μόνο και μόνο επειδή άκουσα στην τηλεόραση ότι πρέπει να τη δούμε όλοι· μπορώ κάλλιστα να πάω στο διπλανό μουσείο για να θαυμάσω πίνακες που δεν είναι στη μόδα αυτή την εβδομάδα. Δεν νιώθω επίσης υποχρεωμένος να παρακολουθήσω κάθε θεατρική παράσταση που αναγορεύεται σκανδαλώδης, και στο μεταξύ κατάφερα μάλιστα να απαρνηθώ με επιτυχία τον ορυμαγδό των ειδήσεων. Άλλωστε, οι υποτιθέμενες σημαντικές ειδήσεις δεν έχουν ούτε την ελάχιστη σχέση με τη ζωή μου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου