Ίσως ένας ανάλγητος δαίμονας δεν θα’ χε τίποτα περισσότερο να πει για τη λεγόμενη «παγκόσμια Ιστορία», την «αλήθεια», τη «δόξα», κι όλες τις μεγαλειώδεις μας αλληγορίες, πέρ’ από τούτα τα λόγια:
«Σε κάποιαν απόμερη γωνιά του Σύμπαντος που ξεχύθηκε αστραποβολώντας σε αναρίθμητα ηλιακά συστήματα, ήταν μια φορά κ’ έναν καιρό έν’ άστρο. Στο άστρο αυτό ζούσαν κάτι έξυπνα ζώα που μηχανεύτηκαν το γιγνώσκειν. Η πιο αλαζονική και πλανερή στιγμή της παγκόσμιας Ιστορίας – όμως μονάχα μια στιγμή! Μετά από λίγες εισπνοές-εκπνοές της Φύσης, το άστρο πάγωσε και τα έξυπνα ζώα έπρεπε να πεθάνουν. H ώρα είχε σίγουρα φτάσει: παρά τους κομπασμούς τους για τα πολλά που τάχα γνώριζαν, προς μεγάλη τους δυσαρέσκεια ανακάλυψαν πως όλα ήταν λάθος. Πέθαναν και χάθηκαν μαζί με την Αλήθεια. Αυτή ήταν η τύχη, λοιπόν, των απεγνωσμένων εκείνων ζώων, που είχαν επινοήσει το γιγνώσκειν».
Τούτος κι ο κλήρος του ανθρώπου -αν ήταν πράγματι κάτι περισσότερο από ένα ζώο με κάποιαν έφεση για γνώση… H Αλήθεια θα τον έσπρωχνε στην απόγνωση, στο μηδέν – θα του ‘δείχνε πώς είν’ αιώνια καταδικασμένος στη Μη Αλήθεια, η Αλήθεια… Όμως ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει σε μια προσιτή Αλήθεια, σε μια κοντινή του Ψευδαίσθηση που του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη. Μήπως δε ζει τάχα χάρη σε μια διαρκή αυταπάτη; Μήπως δεν του αποκρύπτει τάχα η Φύση τα περισσότερα – ίσα-ίσα τα πιο κοντινά του, λόγου χάρη, το ίδιο του το σώμα, που διαθέτει μόνο μια γητεύτρα «συνείδηση»; Σ’ αυτή τη συνείδηση κλείστηκε, κ’ η Φύση πέταξε μακριά το κλειδί. Ω, την ολέθρια περιέργεια του φιλοσόφου, να θέλει, σώνει και καλά, να βρει μια σχισμή στο κελί της συνείδησής του, να δει έστω μια φορά τι υπάρχει παραέξω! Ίσως να διαισθάνθηκε μετά, ότι ο άνθρωπος, ζώντας μες στην αδιαφορία της άγνοιάς του, δε στηρίζεται παρά πάνω σε αδηφάγες, άπληστες, βδελυρές, άσπλαχνες, δολοφονικές ροπές, κι ονειροπολεί, ούτως ειπείν, πάνω στη ράχη ενός τίγρη…
Έχει μεγάλη σημασία να μάθουμε ότι ζήσαν, κάποτε τέτοιοι άνθρωποι. Η ροπή για γνώση μοιάζει απ’ τη φύση της ανικανοποίητη αλλ’ ούτε και ικανοποιεί· ποιος, λοιπόν, θα πίστευε -παρεκτός κι αν τον έχει ειδοποιήσει σχετικώς η Ιστορία – πως υπήρξε άνθρωπος σαν τον σοφό Ηράκλειτο, τόσο αυτοκρατορικά μεγαλοπρεπής και μεγαλόφρων, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο εκλεκτός μνηστήρας της Αλήθειας! Τέτοιοι άνθρωποι ζουν στο δικό τούς ηλιακό σύστημα, και μόνον εκεί πρέπει κανείς να τους γυρέψει. Ένας Πυθαγόρας ή ένας Εμπεδοκλής έδειχναν υπέρ-ανθρώπινο σεβασμό προς τον εαυτό τους, ένα δέος σχεδόν θρησκευτικό· όμως, εξαιτίας της πίστης τους στη μετεμψύχωση και την ενότητα όλων των εμβίων, τους κατέκλυζε συμπόνια – τους τραβούσε, σα χαλκάς, ξανά πίσω, στους άλλους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Όσο για τη μοναξιά του Εφέσιου αναχωρητή του ναού της Αρτέμιδος, μονάχα στα όρη της πιο άγριας ερημιάς,παραλυμένος άπ’ την παγωνιά, μπορεί κανείς κάπως να τη νοιώσει. Αυτός δεν εκπέμπει τη θέρμη καμμιάς συμπόνιας, καμμιάς λαχτάρας να «βοηθήσει» και να «σώσει»: μοιάζει μ’ άστρο χωρίς ατμόσφαιρα. Το μάτι του γυρνάει, φλεγόμενο, προς τα μέσα, θωρώντας σβησμένο και παγερό, σαν ψεύτικο, τον έξω κόσμο. Ολόγυρά του, στο φρούριο της περηφάνιας του, σκάνε τα κύματα της πλάνης και της παραζάλης· αηδιασμένος αποστρέφει το πρόσωπο… Βέβαια, ένα τέτοιο τραγικό προσωπείο το αποφεύγουν οι «ευαίσθητες» ψυχές· τούτη η μορφή θα ταίριαζε μάλλον ανάμεσα σ’ αγάλματα θεών, σε κάποιο απόμακρο Ιερό ψυχρής, μεγαλόπρεπης αρχιτεκτονικής…
Ανάμεσα σ’ ανθρώπους, τώρα, ως άνθρωπος, ο Ηράκλειτος: απίστευτος! Σαν τον είδαν, λέει, να μελετά το θορυβώδες παιγνίδι των παιδιών, στοχάζονταν ό,τι ποτέ δε στοχάστηκε θνητός εξ αφορμής τέτοιου θεάματος: το παιγνίδι τού Μεγάλου Παιδιού-Κόσμου, του Δία, που γελώντας αιώνια χτίζει και γκρεμίζει κόσμους. Δε χρειαζόταν τους ανθρώπους – ούτε κ’ η γνώση του εξαρτιόταν από δαύτους· όσα θα μάθαινε τάχα από άλλους η όσα ερευνούσαν παλιότεροι σοφοί, που ‘ξεραν να ρωτούν και να μαθαίνουν, τον άφηναν αδιάφορο. «Tοv εαυτό μου γύρεψα κ’ ερεύνησα», είπε χρησιμοποιώντας μια λέξη – κλειδί για τη νοηματική διερεύνηση ενός χρησμού: σα να ‘ταν αυτός ο απόλυτος τηρητής κ’ εκτελεστής της περίφημης δελφικής ρήσης «γνώθι σαυτόν» – και κανείς άλλος!..
Οι φιλόσοφοι χρειάζονται πάνω απ’ όλα: ελευθερία από καταναγκασμούς, οχλήσεις, θορύβους, από κάθε λογής πάρε–δώσε, καθήκοντα, έγνιες: χρειάζονται διαύγεια· σκέψεις που να χορεύουν, να πηδάν, να πετάνε· αέρα καθαρό, ελαφρύ, ελεύθερο, ξηρό, όπως είν’ ο αέρας στα ψηλά, εκεί που κάθε ζωντανό πλάσμα γίνεται πνενματικότερο κι αποκτάει φτερά· ηρεμία σ’ όλα τα υπόγεια· όλα τα σκυλιά όμορφα–όμορφα με τις αλυσίδες τους· κανένα εχθρικό γάβγισμα, καμμιά «σκυλίσια» μνησικακία κανένα σκουλήκι πληγωμένης φιλοδοξίας να κατατρώει τα σωθικά· διακριτικά και υπάκουα σπλάχνα, εργατικά σα μυλόπετρες, αλλά σ’ απόσταση· η καρδιά να ‘ναι ξένη, στην αντί πέρα κιόλας όχθη, στο μέλλον, στο μετά θάνατον… το ασκητικό ιδεώδες στην πιο χαρούμενη μορφή του!..
Την έρημο όπου αποτραβιούνται και αυτοσυγκεντρώνονται τα ρωμαλέα, τ’ ανεξάρτητα πνεύματα.. – α, πόσο διαφορετική τη φαντάζονται οι μορφωμένοι κ’ οι τσαρλατάνοι τού πνεύματος! Πάει καιρός που δε μπορούν ούτε δευτερόλεπτο να ζήσουν εκεί! δεν τούς είναι πια αρκετά ρομαντική, συριακή, θεατρινίστικη, μόλο που έχει και παραέχει καμήλες! – μα ως εδώ η ομοιότητα… «Έρημος» εν προκειμένω είν’ ίσως μια θεληματική σκοτεινιά· ένας παραμερισμός μπροστά στον εαυτό· συστολή μπροστά σε θορύβους, εκδηλώσεις λατρείας, εφημερίδες, επιρροές ένα μικροεπάγγελμα, μια καθημερινή ρουτίνα, κάτι που περισσότερα κρύβει παρά φανερώνει· συναναστροφή με άκακα χαρούμενα ζώα και πουλιά, που η όψη τους αναζωογονεί· ένα βουνό για συντροφιά, διόλου νεκρή συντροφιά, με μάτια (παναπεί: λίμνες)· ως κ’ ένα δωμάτιο σε πολυσύχναστο πανδοχείο, όπου μπορεί κανείς να περνά απαρατήρητος και να κουβεντιάζει ατιμώρητα με τον καθένα,.. αυτά είν’ «έρημος»: ώ, κ είν’ αρκετά έρημη, πιστέψτε με! Βέβαια, να κ’ η περίπτωση του Ηρακλείτου, που αποτραβήχτηχε στις ελεύθερες εκτάσεις και στα περιστύλια του τεράστιου ναού της ‘Αρτέμιδας: τούτη η «έρημος» ήταν, οπωσδήποτε, πιο άξια — τ’ ομολογώ! Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί; (…Χμ, ίσως και να υπάρχουν. Να μου έρχεται τώρα δα στο νου το ωραιότερο δωμάτιο εργασίας που είχα ποτέ, στην Piazza di san Marco, άνοιξη, δέκα με δώδεκα το πρωί…) Ωστόσο, κι o Ηράκλειτος απέφευγε αυτό που εμείς αποφεύγουμε σήμερα: το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, όλη τη βρομερή πραμάτεια τού «σήμερα»,.. γιατί εμείς οι φιλόσοφοι χρειαζόμαστε πάνω απ όλα μια συγκεκριμένη ησυχία: χρειαζόμαστε ανάπαυση απ’ το «σήμερα».
Φρ. Νίτσε, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου