Υπάρχουν, στ’ αλήθεια, κάποιες «εμπνευσμένες» στιγμές που έχεις την αίσθηση, πως μπορείς να σηκώσεις στην πλάτη σου ένα θεόρατο βουνό, πως μπορείς να διασχίσεις τη θάλασσα με τον ίδιο, ακριβώς, τρόπο που διασχίζεις τη ξηρά, πως μπορείς να ανοίξεις διάπλατα τα ελαφριά και πελώρια φτερά σου και να πετάξεις πως μέσα σου δεν υπάρχουν όρια πως δεν υπήρξανε ποτέ.
Κι είναι, κάποτε, κάποιες αδρές στιγμές που βουλιάζεις αργά μέσα σε μαύρες δίνες, που σέρνεσαι πάνω στις ράγες ενός ξεχασμένου απο τον χρόνο σιδηρόδρομου, που τα φτερά σου πληγώνονται και αδυνατούνε πια να σε ταξιδέψουν σε εκείνους τους εκστατικούς, αλλιώτικους τόπους, απ’ όπου ξεχνιόσουν να γυρίσεις πίσω …
Ω ψυχή, που κατοικείς σε τόπους θείους και απροσπέλαστους, ω μαγευτική και μυστηριώδη ουσία, είσαι γέννημα θρέμμα του δημιουργού σου, είσαι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του, είσαι εφεύρεση του πιο μεγάλου εφευρέτη, είσαι ο γάμος ενός θνητού με μια θεά, είσαι το βάλσαμο που χύνεται βελούδινα επάνω στην ματωμένη πληγή του πολεμιστή, το θαυματουργό ελιξίριο στην μάστιγα της γήινης φυλακής.
Πώς μπορώ να σ’ αντικρίσω, στ’ αλήθεια, στην πρωταρχική σου μορφή; Πώς μπορώ να σε θαυμάσω, γυμνή και αυθεντική, έτσι ακριβώς, όπως σε κατασκεύασε ο αρχιτέκτονάς σου; Μόνο, έτσι, θα ήταν, ίσως, εφικτό να αναλογιστώ για λίγο τις άπειρες δυνατότητές μου, το απύθμενο βάθος της ύπαρξής μου, τα προικισμένα με ένα ιδιαίτερο άρωμα χαρίσματά μου, την ανεκτίμητη και ανυπολόγιστη δύναμή μου και αυτή την την μοναδική ατομικότητά μου που ξεχωρίζει, όπως, ακριβώς ξεχωρίζει κάθε άτομο μέσα σε μια ομάδα, όχι εγωιστικά και αλαζονικά, μα σαν ένα μικρό κομματάκι παζλ, δίχως το οποίο το σύνολο μένει ανολοκλήρωτο και ασθενικό …
Ως καρπός θείας προέλευσης και καταγωγής, πώς θα μπορούσες να επιζήσεις, να τραφείς και να συντηρηθείς σε έναν επίγειο, ξένο και αφιλόξενο για σένα κόσμο, ω μεγάλη και τρανή ψυχή; Πώς οι λεπτοκαμωμένες, αραχνούφαντες φτερούγες σου να μην εκτεθούν στον πιο θρασύ κίνδυνο που παραμονεύει δόλια σε κάθε εκατοστό της γης; Να σπάσουν και να πληγωθούν. Ψυχή – πουλί, που περιφέρεσαι σε κόσμους άβατους και απρόσιτους για την γήινη σφαίρα, που αεροβατείς μέσα σε τόπους απόκοσμης σοφίας και μαγείας, πέτα, πέτα όσο πιο μακριά μπορείς. Πέτα στα πιο λεπτά και ανώτερα στρώματα, εκεί, όπου, μόνο, οι αιθέριες φτερούγες σου έχουνε το προνόμιο να φθάσουν, να σε μυήσουν και να σε οδηγήσουν εκεί, που λαχταράς απο την πρώτη γέννησή σου, ω μικρή και αθώα, ωσάν περιστεριού, αλαβάστρινη ψυχή …
Κι εκεί, μέσα στην γνήσια γενέτειρά σου, θα ξαναγεννηθείς, σαν αντικρίσεις και ανταμώσεις και πάλι την Πηγή σου. Σαν εύθραστος νεοσσός μες στις ζεστές φτερούγες του Ύψιστου Αετού σου θα κουρνιάσεις, θα ξαποστάσεις και θα ξεδιψάσεις με το ύδωρ, που απο καιρό αναζητούσε η ευγενική ψυχή σου.
Ω ναι, τούτες οι ώρες, μοιάζουν να είναι «οι εμπνευσμένες». Αυτές, που νιώθω πώς η ράχη μου μπορεί να σύρει ασάλευτα βουνά, τα πέλματά μου να διαβούνε της θάλασσας τα αδιάβατα νερά. Είναι οι ώρες που πετά και φτερουγίζει, ωσάν αηδόνι, η ψυχή μου. Απο το πέταγμά της στα γνώριμα και παλιά λημέρια της, απ’ την επιστροφή στον τόπο της και την προυπάντηση με τον δημιουργό της αναβλύζει αυτή η αλλόκοτη, ανυπέρβλητη δύναμή μου.
Δίχως Αυτόν, μοιάζει να ξεψυχά η ψυχή, λες και o νεοσσός, ανυπεράσπιστος, πέφτει, καταγής, απο την τρυφερή φωλιά του. Και οι υποσχομένες μυητικά ταξίδια φτερούγες του βυθίζονται μέσα στης λήθης τα πηγάδια! Ω άνθρωπε, είσαι μηδέν και άπειρο μαζί. Είσαι μικρός, πολύ μικρός, μα και συνάμα ένας πελώριος, πανίσχυρος θεός … Δίχως να αντλείς τροφή και ύδωρ απο την Πηγή σου, δεν παραμένει παρά μόνο το εγώ σου, αδύναμο και ασθενές, ασφυκτιά και εντοιχίζει την λεπτή και αιθερική ψυχή σου. Δεν είσαι τίποτα δίχως Αυτόν. Ότι κι αν καταφέρνεις, προέρχεται πάντα, αποκλειστικά και μόνο απ’ την Πηγή σου. Και σαν το λησμονάς αυτό εδώ, απο το ίδιο σου το εγώ αυτοεξοντώνεσαι, ακριβώς όπως ο αλαζονικός σκορπιός αυτοκαταστρέφεται απ’ το δηλητηριώδες κεντρί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου