640 λεβήτιον θύουσιν, ἱερόσυλε σύ,
ἀλλὰ φθονεῖς· ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών,
ἵνα μηδ᾽ ὕδατος ἔχῃς μεταδοῦναι μηδενί.
νυνὶ μὲν αἱ Νύμφαι τετιμωρημέναι
εἴσ᾽ αὐτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ δικαίως· οὐδὲ εἷς
645 μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν.
ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη.
ἀλλ᾽ εἰ]ς τραπεζοποιὸν ὅ τι βούλει πόει.
ἀλλ᾽ ἆ]ρα μὴ τέθνηκεν; πάππαν φίλτατον
649 κλάο]υσ᾽ ἀποιμώζει τις. οὐδὲν τοῦτό γε
(desunt uersus fere iv)
654 δηλονότι καθ[
655 οὕτως ἀνιμης[
τὴν ὄψιν αὐτοῦ τ̣ι̣ν̣[
οἴεσθ᾽ ἔσεσθαι, πρὸς θεῶν, βεβ[αμ]μένου,
τρέμοντος; ἀστείαν. ἐγὼ μὲν ἡδέως
ἴδοιμ᾽ ἄν, ἄνδρες, νὴ τὸν Ἀπόλλω τουτονί.
660 ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ τούτων, γυναῖκες, σπένδετε.
εὔχεσθε τὸν γέροντα σωθῆναι—κακῶς,
ἀνάπηρον ὄντα, χωλόν· οὕτω γίνεται
ἀλυπότατος γὰρ τῷδε γείτων τῷ θεῷ
καὶ τοῖς ἀεὶ θύουσιν. ἐπιμελὲς δέ μοι
665 τοῦτ᾽ ἐστίν, ἄν τις ἆρα μισθώσητ᾽ ἐμέ.
ἀλλὰ φθονεῖς· ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών,
ἵνα μηδ᾽ ὕδατος ἔχῃς μεταδοῦναι μηδενί.
νυνὶ μὲν αἱ Νύμφαι τετιμωρημέναι
εἴσ᾽ αὐτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ δικαίως· οὐδὲ εἷς
645 μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν.
ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη.
ἀλλ᾽ εἰ]ς τραπεζοποιὸν ὅ τι βούλει πόει.
ἀλλ᾽ ἆ]ρα μὴ τέθνηκεν; πάππαν φίλτατον
649 κλάο]υσ᾽ ἀποιμώζει τις. οὐδὲν τοῦτό γε
(desunt uersus fere iv)
654 δηλονότι καθ[
655 οὕτως ἀνιμης[
τὴν ὄψιν αὐτοῦ τ̣ι̣ν̣[
οἴεσθ᾽ ἔσεσθαι, πρὸς θεῶν, βεβ[αμ]μένου,
τρέμοντος; ἀστείαν. ἐγὼ μὲν ἡδέως
ἴδοιμ᾽ ἄν, ἄνδρες, νὴ τὸν Ἀπόλλω τουτονί.
660 ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ τούτων, γυναῖκες, σπένδετε.
εὔχεσθε τὸν γέροντα σωθῆναι—κακῶς,
ἀνάπηρον ὄντα, χωλόν· οὕτω γίνεται
ἀλυπότατος γὰρ τῷδε γείτων τῷ θεῷ
καὶ τοῖς ἀεὶ θύουσιν. ἐπιμελὲς δέ μοι
665 τοῦτ᾽ ἐστίν, ἄν τις ἆρα μισθώσητ᾽ ἐμέ.
***
ΣΙΚ. (μόνος) Υπάρχουν, μά το Διόνυσο, θεοί.Άνθρωποι που θυσιάζουνε, θεομπαίχτη,
640 καζάνι σού ζητούν και τους τ᾽ αρνιέσαι ·
τώρα, μες στο πηγάδι, ρούφα το όλο,
να μην μπορείς ούτε νερό να δίνεις.
Τον τιμωρούν οι Νύμφες όπως πρέπει
για τον τρόπο που φέρθηκε σ᾽ εμένα.
Μάγερα αν αδικήσεις, δεν ξεφεύγεις·
η τέχνη μας εμάς ιερόπρεπη είναι.
Τον τραπεζιέρη κάν᾽ τον ό,τι θέλεις.
Μην πέθανε; «Πατέρα, πατερούλη»
φωνάζει μια και κλαίει· μα τί με μέλει;
655 Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία
πως τα δυο παλικάρια θα τον σώσουν.
Αστεία που θα ᾽ναι η όψη του στ᾽ αλήθεια,
στην πόρτα εδώ μπροστά σα θα τον φέρουν,
ολάκερος να στάζει και να τρέμει.
Μέλι θα πιω, σα θα τον δω αντικρύ μου.
Στις γυναίκες που, ακούοντας το θόρυβο,
πρόβαλαν στην μπασιά του ιερού.
Κι εσείς για τούτον το σκοπό, γυναίκες,
660 προσφέρνετε σπονδές· μια δέηση κάντε
ο γέρος να σωθεί… σακατεμένος·
έτσι, οχληρός πια γείτονας δε θα ᾽ναι
στον Πάνα το θεό, μα και στον κόσμο
που ᾽ρχεται κάθε τόσο για θυσία!
Θα μου πεις, τί με μέλει. Πώς; Με μέλει·
θα με παίρνουν κι εμένα μάγερά τους.
Μπαίνει στο ιερό· από του Κνήμωνα βγαίνει ο Σώστρατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου