«Και μου λες τρέχα και σου λέω πιάσε με απ’ το χέρι και πάμε μαζί, μα διστάζεις. Πώς να κρατήσεις ένα χέρι που πηγαίνει αργά αν εσύ βιάζεσαι;»
Τρέχουμε, κάθε μέρα για να προλάβουμε κάτι ή κάποιον. Όλοι μας έχουμε βάλει τα πλάνα μας, δουλειά, οικογένεια, σπίτι και πάλι απ’ την αρχή. Κάθε μέρα η ίδια ρουτίνα που έγινε η βόλεψή μας και η φυλακή μας συνάμα. Δεν κοιτάμε πια δεξιά κι αριστερά, ούτε ρωτάμε ή αμφιβάλουμε, απλώς πηγαίνουμε. Σε μια ευθεία που έγινε η πορεία μας ανάμεσα σε πόρτες που ανοίγουν χωρίς δισταγμό.
Πού πάμε όμως; Και γιατί βιαζόμαστε;
Όλοι τρέχουμε να φτάσουμε σ’ έναν στόχο που βάλαμε χωρίς ερωτηματικά, χωρίς σκέψη. Απλώς μπήκε για να μάς δώσει μια κατεύθυνση. Το πού θα μάς βγάλει άγνωστο, αλλά έτσι όπως τρέχουμε δεν έχουμε χώρο ούτε για αμφιβολίες. Δεν υπάρχει χρόνος για στάσεις, για δεύτερες σκέψεις, για στοχασμούς ή αναθεωρήσεις. Και τι θα γίνει αν σταθούμε λίγο και πάρουμε μια ανάσα; Ποιος άνθρωπος θα είσαι εκείνη τη στιγμή;
«Τι κάνεις;»
«Τρέχω.»
Αν μείνεις για μια ώρα χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, αισθάνεσαι ενοχές. Αν σε δουν να μένεις έτσι για μια ώρα, χωρίς να κάνεις τίποτα, απλώς κοιτώντας τον τοίχο ή το δέντρο απέναντι, θα σου προτείνουν αντικαταθλιπτικά. Αν το δέντρο ή ο τοίχος απέναντι δεν έχουν κάποιο άμεσο αντίκρυσμα, άλλωστε, γιατί τα κοιτάς; Γιατί να χάνεις χρόνο; Πού είναι το έργο που παρήγαγες αυτή τη μία ώρα;
Γιατί, ακόμη και πέρα από τις δουλειές που πρέπει να κάνεις, πέρα από τα καθήκοντά σου, θα μπορούσες να αξιοποιήσεις αυτή την ώρα, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, κάνοντας γυμναστική, μαγειρεύοντας, βγάζοντας τον σκύλο βόλτα, κάνοντας κηπουρική και γιόγκα και πιλάτες- αντί να χάνεις το χρόνο σου. Λες και η ώρα του ρεμβασμού είναι χαμένη ζωή. Λες και η υπόλοιπη ζωή, όπου όλο τρέχουμε κάτι να προλάβουμε, είναι κερδισμένη ζωή.
Τρέχουμε εμείς, τρέχουν και τα παιδιά μας. Πρέπει πάντα να κάνεις κάτι, άλλωστε, να μη «χάνεις τον καιρό σου», να μη σπαταλάς τον χρόνο σου. Όμως αυτή η άδεια ώρα είναι ανάγκη του ανθρώπου. Όταν αφήνουμε τον νου μας να αδειάσει, τότε πλησιάζουμε περισσότερο τον πυρήνα μας. Γιατί όλα όσα μάθαμε κι όλα όσα μαθαίνουμε, όλα όσα κάνουμε και όλα όσα τρέχουμε να προλάβουμε, είναι ενδύματα του νου κι όταν τόν βαρυφορτώνεις τότε αυτός, αναπόφευκτα κάποια στιγμή, καταρρέει.
Οι ψυχικές ασθένειες είναι η πανδημία του σύγχρονου πολιτισμού. Κατάθλιψη, ψυχαναγκασμοί, φοβίες και κυρίως άγχος. Όλα γιατί τρέχουμε. Τρέχουμε να προλάβουμε τη ζωή και δεν καταλαβαίνουμε ότι η ζωή έχει μείνει πίσω. Αυτό που κυνηγάμε είναι η fata-morgana των προσδοκιών που πρέπει να έχουμε. Γιατί πρέπει να είμαστε επιτυχημένοι, πρέπει να έχουμε περισσότερα λεφτά, πρέπει να είμαστε καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι, πρέπει να έχουμε τα πιο έξυπνα παιδιά και πρέπει να ξεπεράσουμε τους άλλους, να έχουμε περισσότερη επιτυχία από τους άλλους, να είμαστε πιο καλλιεργημένοι-έξυπνοι-όμορφοι-γυμνασμένοι-αδύνατοι-χαρούμενοι-ευτυχισμένοι από τους άλλους.
Πρέπει να κάνουμε, πρέπει να είμαστε, πρέπει να έχουμε κάτι παραπάνω και κάτι παραπάνω κι όλο τρέχουμε για να το έχουμε κι όλο πασχίζουμε για να πετύχουμε αυτό το μεγάλο, το απόλυτο και τελικά, έρχεται μια στιγμή όπου καταλαβαίνεις ότι έχασες εκείνο το μικρό και «λίγο παρακάτω» που είχες. Κι είσαι ογδόντα χρονών ξαφνικά και κοιτάς τις φωτογραφίες της νεότητας και καταλαβαίνεις ότι ήσουν πιο όμορφος απ’ όσο πίστευες τότε. Δεν απήλαυσες τον σύντροφό σου, γιατί διαρκώς γκρίνιαζε και δεν έβγαζε αρκετά λεφτά και δεν ήταν αρκετά ρομαντικός-όμορφος-ερωτικός, άσε που δεν προλάβαινες να ασχοληθείς μαζί του, είχατε το τρέξιμο.
Αλλά στα ογδόντα, όταν πια δε θα έχεις εκείνον τον άνθρωπο δίπλα σου, νοσταλγείς την γκρίνια του και τα ελαττώματά του κι εκείνον τον χαζό τρόπο που σού έλεγε: «Ε, ναι, σ’ αγαπώ. Πάλι τα ίδια θα λέμε;» Και στα ογδόντα σου, κοιτάς τις φωτογραφίες των παιδιών σου και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες να τά αγκαλιάσεις όσο ήθελες, δεν πρόλαβες να παίξεις μαζί τους, γιατί έπρεπε να τρέχεις και έπρεπε να τρέχουν κι εκείνα.
Κοιτάς πίσω και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες τίποτα. Ούτε τους φίλους σου να δεις, ούτε τους γονείς σου να καταλάβεις, ούτε έρωτες να ζήσεις, ούτε να χορέψεις, ούτε να κάνεις αυτά που θεωρούσες σημαντικά όταν ήσουν παιδί. Κι αυτό σού φαίνεται παράξενο. Όλο έτρεχες κι όμως δεν πρόλαβες. Γιατί έτρεχες τότε; Για να πληρώσεις όλους τους λογαριασμούς; Μα ακόμη χρωστάς και νέοι λογαριασμοί έρχονται κάθε μέρα.
Και καταλαβαίνεις ότι έτρεχες για να επιβιώσεις. Λυπάμαι που στο λέω, αλλά στα ογδόντα, δεν έχεις χρόνο για τύψεις. Πάρε μια βαθιά ανάσα και άδειασε τον νου σου. Μην τρέχεις πια. Στάσου. Πάρε μια ανάσα. Έκανες μεγάλη απόσταση. Πού είναι το τρόπαιό σου;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου