(ΓΟ.) τί χρήσιμος; (ΣΩ.) γεννικὸν ὁρῶ σε τῷ τρόπῳ.
(ΓΟ.) οὐ πρόφασιν εἰπὼν βούλομ᾽ ἀποπέμψαι κενήν,
τὰ δ᾽ ὄντα πράγματ᾽ ἐμφανίσαι. ταύτῃ πατήρ
ἐσθ᾽ οἷος οὐδεὶς γέγονεν οὔτε τῶν πάλαι
325 ἄνθρωπος οὔτε τῶν καθ᾽ ἡμᾶς. (ΣΩ.) ὁ χαλεπός·
σχεδὸν οἶδα. (ΓΟ.) ὑπερβολή τις ἐστὶν τοῦ κακοῦ.
τούτῳ ταλάντων ἔστ᾽ ἴσως τουτὶ δυεῖν
τὸ κτῆμα. τοῦτ᾽ αὐτὸς γεωργῶν διατελεῖ
μόνος, συνεργὸν δ᾽ οὐδέν᾽ ἀνθρώπων ἔχων,
330 οὐκ οἰκέτην οἰκεῖον, οὐκ ἐκ τοῦ τόπου
μισθωτόν, οὐχὶ γείτον᾽, ἀλλ᾽ αὐτὸς μόνος.
ἥδιστόν ἐστ᾽ αὐτῷ γὰρ ἀνθρώπων ὁρᾶν
οὐδένα. μεθ᾽ αὑτοῦ τὴν κόρην ἐργάζεται
ἔχων τὰ πολλά· προσλαλεῖ ταύτῃ μόνῃ,
335 ἑτέρῳ δὲ τοῦτ᾽ οὐκ ἂν ποήσαι ῥᾳδίως.
τότε φησὶν ἐκδώσειν ἐκείνην, ἡνίκ᾽ ἂν
ὁμότροπον αὑτῷ νυμφίον λάβῃ. (ΣΩ.) λέγεις
οὐδέποτε. (ΓΟ.) μὴ δὴ πράγματ᾽, ὦ βέλτιστ᾽, ἔχε·
μάτην γὰρ ἕξεις. τοὺς δ᾽ ἀναγκαίους ἔα
340 ἡμᾶς φέρειν ταῦθ᾽, οἷς δίδωσιν ἡ τύχη.
(ΣΩ.) πρὸς τῶν θεῶν οὐπώποτ᾽ ἠράσθης τινός,
μειράκιον; (ΓΟ.) οὐδ᾽ ἔξεστί μοι, βέλτιστε. (ΣΩ.) πῶς;
τίς ἔσθ᾽ ὁ κωλύων; (ΓΟ.) ὁ τῶν ὄντων κακῶν
λογισμός, ἀνάπαυσιν διδοὺς οὐδ᾽ ἡντινοῦν.
345 (ΣΩ.) οὔ μοι δοκεῖς· ἀπειρότερον γοῦν διαλέγει
περὶ ταῦτ᾽· ἀποστῆναι κελεύεις μ᾽. οὐκέτι
τοῦτ᾽ ἐσ]τὶν ἐπ᾽ ἐμοί, τῷ θεῷ δέ. (ΓΟ.) τοιγαροῦν
οὐδὲ]ν ἀδικεῖς ἡμᾶς, μάτην δὲ κακοπαθεῖς.
(ΣΩ.) οὐκ, εἰ λά]βοιμι τὴν κόρην. (ΓΟ.) οὐκ ἂν λάβοις.
350 [ . . .]υνα† συν‹α›κολουθήσας ἐμοὶ
[ . . .]παρατης†· πλησίον γὰρ τὴν νάπην
ἐργάζε]θ᾽ ἡμῶν. (ΣΩ.) πῶς; (ΓΟ.) λόγον τιν᾽ ἐμβαλῶ
περὶ τοῦ] γάμου ‹τοῦ› τῆς κόρης· τὸ τοιοῦτο γὰρ
ἴδοιμι κἂ]ν αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος.
355 εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι, λοιδορούμενος
εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι· σὲ δ᾽ [ἄγοντ᾽ ἂν] ἴδῃ
σχολὴν τρυφῶντά τ᾽, οὐδ᾽ ὁρῶν γ᾽ ἀνέξεται.
***
320 ΣΩΣ. Μα και βοηθός μου εσύ για τα πιο πέρα.
ΓΟΡ. Σαν τί βοηθός; ΣΩΣ. Ευγενικό σε βλέπω…
ΓΟΡ. Δε θέλω να σου πω λόγια του αέρα,
τα πράγματα όπως είναι θα σου εκθέσω.
Του κοριτσιού ο πατέρας, ξέρε το, είναι
άνθρωπος που τον όμοιό του δεν είδε
ούτε άλλοτε ούτε τώρα ο κόσμος όλος.
ΣΩΣ. Για το γρινιάρη λες; Σχεδόν τον ξέρω.
ΓΟΡ. Μια συμφορά που ξεπερνά κάθε όριο.
Έχει ένα χτήμα που η αξία του θα ᾽ναι
δυο τάλαντα περίπου, κι ολημέρα
το καλλιεργεί ολομόναχος· δεν έχει
330 άνθρωπο για βοηθό του, ούτ᾽ ένα δούλο
ή μεροκαματιάρη εργάτη και ούτε
συχέριο από ᾽να γείτονα· αυτός, μόνος.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση είναι
να μη βλέπει ψυχή· μα, σα δουλεύει,
την κόρη του έχει πλάι του σχεδόν πάντα·
μόνο σ᾽ αυτή μιλάει και σε κανέναν
άλλον, εξόν μεγάλη αν τύχει ανάγκη.
Και τότε μόνο λέει θα την παντρέψει,
αν βρει γαμπρό που να ᾽ναι σαν τον ίδιο.
ΣΩΣ. Μ᾽ άλλα λόγια, ποτέ. ΓΟΡ. Λοιπόν, καλέ μου,
μη σπαζοκεφαλάς· του κάκου θα είναι·
κι άφησε τον μπελά σ᾽ εμάς τους άλλους,
340 τους συγγενείς, μια και ήταν τυχερό μας.
ΣΩΣ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Νεαρέ μου φίλε,
ποτέ δεν ερωτεύτηκες ως τώρα;
ΓΟΡ. Αυτό δεν μου επιτρέπεται, καλέ μου.
ΣΩΣ. Γιατί; Ποιός είν᾽ αυτός που σ᾽ εμποδίζει;
ΓΟΡ. Ποιός; Η έγνοια των βασάνων που με ζώνουν
κι ούτε στιγμή για ανάπαυση δε δίνει.
ΣΩΣ. Ώστε σου λείπει η πείρα; Απίθανο. Έστω…
Μου λες να τραβηχτώ· μα αυτό δεν είναι
στο χέρι μου, στο χέρι του θεού ᾽ναι.
ΓΟΡ. Τότε, σ᾽ εμάς βέβαια κακό δεν κάνεις,
μόνο που βασανίζεσαι του κάκου.
ΣΩΣ. Τί; Αδύνατο να πάρω το κορίτσι;
ΓΟΡ. Αδύνατο είναι· θα το νιώσεις κι ο ίδιος,
350 στο χτήμα αν έρθεις, όπου πάω να σκάψω.
Σκάβει κι αυτός κοντά μας στο φαράγγι.
ΣΩΣ. Τί θες να πεις; ΓΟΡ. Για το γάμο της κοπέλας
θα του μιλήσω· αυτό σ᾽ εμένα αρέσει·
μα σαν τ᾽ ακούσει αυτός, θα ξεσπαθώσει
και θα βαλθεί να βρίζει όλο τον κόσμο
για τη ζωή που κάνει· αν δει κι εσένα
να στέκεις έτσι αργός κι ωραία ντυμένος,
ούτε που θ᾽ ανεχτεί να σε κοιτάξει.
320 ΣΩΣ. Μα και βοηθός μου εσύ για τα πιο πέρα.
ΓΟΡ. Σαν τί βοηθός; ΣΩΣ. Ευγενικό σε βλέπω…
ΓΟΡ. Δε θέλω να σου πω λόγια του αέρα,
τα πράγματα όπως είναι θα σου εκθέσω.
Του κοριτσιού ο πατέρας, ξέρε το, είναι
άνθρωπος που τον όμοιό του δεν είδε
ούτε άλλοτε ούτε τώρα ο κόσμος όλος.
ΣΩΣ. Για το γρινιάρη λες; Σχεδόν τον ξέρω.
ΓΟΡ. Μια συμφορά που ξεπερνά κάθε όριο.
Έχει ένα χτήμα που η αξία του θα ᾽ναι
δυο τάλαντα περίπου, κι ολημέρα
το καλλιεργεί ολομόναχος· δεν έχει
330 άνθρωπο για βοηθό του, ούτ᾽ ένα δούλο
ή μεροκαματιάρη εργάτη και ούτε
συχέριο από ᾽να γείτονα· αυτός, μόνος.
Η πιο μεγάλη του ευχαρίστηση είναι
να μη βλέπει ψυχή· μα, σα δουλεύει,
την κόρη του έχει πλάι του σχεδόν πάντα·
μόνο σ᾽ αυτή μιλάει και σε κανέναν
άλλον, εξόν μεγάλη αν τύχει ανάγκη.
Και τότε μόνο λέει θα την παντρέψει,
αν βρει γαμπρό που να ᾽ναι σαν τον ίδιο.
ΣΩΣ. Μ᾽ άλλα λόγια, ποτέ. ΓΟΡ. Λοιπόν, καλέ μου,
μη σπαζοκεφαλάς· του κάκου θα είναι·
κι άφησε τον μπελά σ᾽ εμάς τους άλλους,
340 τους συγγενείς, μια και ήταν τυχερό μας.
ΣΩΣ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Νεαρέ μου φίλε,
ποτέ δεν ερωτεύτηκες ως τώρα;
ΓΟΡ. Αυτό δεν μου επιτρέπεται, καλέ μου.
ΣΩΣ. Γιατί; Ποιός είν᾽ αυτός που σ᾽ εμποδίζει;
ΓΟΡ. Ποιός; Η έγνοια των βασάνων που με ζώνουν
κι ούτε στιγμή για ανάπαυση δε δίνει.
ΣΩΣ. Ώστε σου λείπει η πείρα; Απίθανο. Έστω…
Μου λες να τραβηχτώ· μα αυτό δεν είναι
στο χέρι μου, στο χέρι του θεού ᾽ναι.
ΓΟΡ. Τότε, σ᾽ εμάς βέβαια κακό δεν κάνεις,
μόνο που βασανίζεσαι του κάκου.
ΣΩΣ. Τί; Αδύνατο να πάρω το κορίτσι;
ΓΟΡ. Αδύνατο είναι· θα το νιώσεις κι ο ίδιος,
350 στο χτήμα αν έρθεις, όπου πάω να σκάψω.
Σκάβει κι αυτός κοντά μας στο φαράγγι.
ΣΩΣ. Τί θες να πεις; ΓΟΡ. Για το γάμο της κοπέλας
θα του μιλήσω· αυτό σ᾽ εμένα αρέσει·
μα σαν τ᾽ ακούσει αυτός, θα ξεσπαθώσει
και θα βαλθεί να βρίζει όλο τον κόσμο
για τη ζωή που κάνει· αν δει κι εσένα
να στέκεις έτσι αργός κι ωραία ντυμένος,
ούτε που θ᾽ ανεχτεί να σε κοιτάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου