Καὶ ἐγώ, Πῶς λέγεις, ἔφην, ὦ Διοτίμα; αἰσχρὸς ἄρα ὁ Ἔρως ἐστὶ καὶ κακός;
Καὶ ἥ, Οὐκ εὐφημήσεις; ἔφη· ἢ οἴει, ὅτι ἂν μὴ καλὸν ᾖ, ἀναγκαῖον αὐτὸ εἶναι αἰσχρόν;
[202a] Μάλιστά γε.
Ἦ καὶ ἂν μὴ σοφόν, ἀμαθές; ἢ οὐκ ᾔσθησαι ὅτι ἔστιν τι μεταξὺ σοφίας καὶ ἀμαθίας;
Τί τοῦτο;
Τὸ ὀρθὰ δοξάζειν καὶ ἄνευ τοῦ ἔχειν λόγον δοῦναι οὐκ οἶσθ᾽, ἔφη, ὅτι οὔτε ἐπίστασθαί ἐστιν —ἄλογον γὰρ πρᾶγμα πῶς ἂν εἴη ἐπιστήμη;— οὔτε ἀμαθία —τὸ γὰρ τοῦ ὄντος τυγχάνον πῶς ἂν εἴη ἀμαθία;— ἔστι δὲ δήπου τοιοῦτον ἡ ὀρθὴ δόξα, μεταξὺ φρονήσεως καὶ ἀμαθίας.
Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις.
[202b] Μὴ τοίνυν ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι, μηδὲ ὃ μὴ ἀγαθόν, κακόν. οὕτω δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα ἐπειδὴ αὐτὸς ὁμολογεῖς μὴ εἶναι ἀγαθὸν μηδὲ καλόν, μηδέν τι μᾶλλον οἴου δεῖν αὐτὸν αἰσχρὸν καὶ κακὸν εἶναι, ἀλλά τι μεταξύ, ἔφη, τούτοιν.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι.
Τῶν μὴ εἰδότων, ἔφη, πάντων λέγεις, ἢ καὶ τῶν εἰδότων;
Συμπάντων μὲν οὖν.
Καὶ ἣ γελάσασα Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, [202c] ὁμολογοῖτο μέγας θεὸς εἶναι παρὰ τούτων, οἵ φασιν αὐτὸν οὐδὲ θεὸν εἶναι;
Τίνες οὗτοι; ἦν δ᾽ ἐγώ.
Εἷς μέν, ἔφη, σύ, μία δ᾽ ἐγώ.
Κἀγὼ εἶπον, Πῶς τοῦτο, ἔφην, λέγεις;
Καὶ ἥ, Ῥᾳδίως, ἔφη. λέγε γάρ μοι, οὐ πάντας θεοὺς φῂς εὐδαίμονας εἶναι καὶ καλούς; ἢ τολμήσαις ἄν τινα μὴ φάναι καλόν τε καὶ εὐδαίμονα θεῶν εἶναι;
Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἔφην.
Εὐδαίμονας δὲ δὴ λέγεις οὐ τοὺς τἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ κεκτημένους;
Πάνυ γε.
[202d] Ἀλλὰ μὴν Ἔρωτά γε ὡμολόγηκας δι᾽ ἔνδειαν τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἐπιθυμεῖν αὐτῶν τούτων ὧν ἐνδεής ἐστιν.
Ὡμολόγηκα γάρ.
Πῶς ἂν οὖν θεὸς εἴη ὅ γε τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος;
Οὐδαμῶς, ὥς γ᾽ ἔοικεν.
Ὁρᾷς οὖν, ἔφη, ὅτι καὶ σὺ Ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις;
Τί οὖν ἄν, ἔφην, εἴη ὁ Ἔρως; θνητός;
Ἥκιστά γε.
Ἀλλὰ τί μήν;
Ὥσπερ τὰ πρότερα, ἔφη, μεταξὺ θνητοῦ καὶ ἀθανάτου.
Τί οὖν, ὦ Διοτίμα;
Δαίμων μέγας, ὦ Σώκρατες· καὶ γὰρ πᾶν τὸ δαιμόνιον [202e] μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ.
Τίνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δύναμιν ἔχον;
Καὶ ἥ, Οὐκ εὐφημήσεις; ἔφη· ἢ οἴει, ὅτι ἂν μὴ καλὸν ᾖ, ἀναγκαῖον αὐτὸ εἶναι αἰσχρόν;
[202a] Μάλιστά γε.
Ἦ καὶ ἂν μὴ σοφόν, ἀμαθές; ἢ οὐκ ᾔσθησαι ὅτι ἔστιν τι μεταξὺ σοφίας καὶ ἀμαθίας;
Τί τοῦτο;
Τὸ ὀρθὰ δοξάζειν καὶ ἄνευ τοῦ ἔχειν λόγον δοῦναι οὐκ οἶσθ᾽, ἔφη, ὅτι οὔτε ἐπίστασθαί ἐστιν —ἄλογον γὰρ πρᾶγμα πῶς ἂν εἴη ἐπιστήμη;— οὔτε ἀμαθία —τὸ γὰρ τοῦ ὄντος τυγχάνον πῶς ἂν εἴη ἀμαθία;— ἔστι δὲ δήπου τοιοῦτον ἡ ὀρθὴ δόξα, μεταξὺ φρονήσεως καὶ ἀμαθίας.
Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις.
[202b] Μὴ τοίνυν ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι, μηδὲ ὃ μὴ ἀγαθόν, κακόν. οὕτω δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα ἐπειδὴ αὐτὸς ὁμολογεῖς μὴ εἶναι ἀγαθὸν μηδὲ καλόν, μηδέν τι μᾶλλον οἴου δεῖν αὐτὸν αἰσχρὸν καὶ κακὸν εἶναι, ἀλλά τι μεταξύ, ἔφη, τούτοιν.
Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι.
Τῶν μὴ εἰδότων, ἔφη, πάντων λέγεις, ἢ καὶ τῶν εἰδότων;
Συμπάντων μὲν οὖν.
Καὶ ἣ γελάσασα Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, [202c] ὁμολογοῖτο μέγας θεὸς εἶναι παρὰ τούτων, οἵ φασιν αὐτὸν οὐδὲ θεὸν εἶναι;
Τίνες οὗτοι; ἦν δ᾽ ἐγώ.
Εἷς μέν, ἔφη, σύ, μία δ᾽ ἐγώ.
Κἀγὼ εἶπον, Πῶς τοῦτο, ἔφην, λέγεις;
Καὶ ἥ, Ῥᾳδίως, ἔφη. λέγε γάρ μοι, οὐ πάντας θεοὺς φῂς εὐδαίμονας εἶναι καὶ καλούς; ἢ τολμήσαις ἄν τινα μὴ φάναι καλόν τε καὶ εὐδαίμονα θεῶν εἶναι;
Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἔφην.
Εὐδαίμονας δὲ δὴ λέγεις οὐ τοὺς τἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ κεκτημένους;
Πάνυ γε.
[202d] Ἀλλὰ μὴν Ἔρωτά γε ὡμολόγηκας δι᾽ ἔνδειαν τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἐπιθυμεῖν αὐτῶν τούτων ὧν ἐνδεής ἐστιν.
Ὡμολόγηκα γάρ.
Πῶς ἂν οὖν θεὸς εἴη ὅ γε τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος;
Οὐδαμῶς, ὥς γ᾽ ἔοικεν.
Ὁρᾷς οὖν, ἔφη, ὅτι καὶ σὺ Ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις;
Τί οὖν ἄν, ἔφην, εἴη ὁ Ἔρως; θνητός;
Ἥκιστά γε.
Ἀλλὰ τί μήν;
Ὥσπερ τὰ πρότερα, ἔφη, μεταξὺ θνητοῦ καὶ ἀθανάτου.
Τί οὖν, ὦ Διοτίμα;
Δαίμων μέγας, ὦ Σώκρατες· καὶ γὰρ πᾶν τὸ δαιμόνιον [202e] μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ.
Τίνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δύναμιν ἔχον;
***
Λόγος του Σωκράτη και της Διοτίμας
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
1. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑΣ
[201d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Λοιπόν, εσένα πια σ᾽ αποδεσμεύω· αλλά τη διδαχή για τον Έρωτα, που άκουσα κάποτε από τη Διοτίμα, τη γυναίκα από τη Μαντίνεια, που ήταν σοφή και στο θέμα μας και σ᾽ άλλα πολλά (μάλιστα, όταν κάποτε, πριν απ᾽ τον λοιμό, τελούσαν θυσίες οι Αθηναίοι, πέτυχε ν᾽ αναβληθεί για χάρη τους ο λοιμός για δέκα χρόνια — ναι, αυτή δίδαξε και σ᾽ εμένα τα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα)· θα δοκιμάσω λοιπόν να σας αφηγηθώ την ομιλία που έλεγε εκείνη, με αφορμή τα όσα συνομολογήσαμε εγώ και ο Αγάθων, στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις, στο βαθμό που θα μπορέσω. Νιώθω όμως την υποχρέωση, όπως εσύ ανέπτυξες το θέμα, στην αρχή [201e] ν᾽ αναφερθώ διεξοδικά στον ίδιο (ποιός είναι ο Έρως και ποιά η φύση του), κατόπι στα έργα του. Λοιπόν μου φαίνεται ότι η προσπάθειά μου να τα εκθέσω διεξοδικά θα γινόταν πιο εύκολη, αν ακολουθούσα τον τρόπο με τον οποίο μου τα ανέπτυξε η ξένη, με την εξέταση στην οποία με υπέβαλε. Γιατί κι εγώ της έλεγα διάφορα, σαν κι αυτά που μου έλεγε τώρα δα ο Αγάθων, ότι ο Έρως είναι μέγας θεός κι είναι από τους όμορφους· κι εκείνη αναιρούσε την άποψή μου με τα ίδια λόγια, με τα οποία κι εγώ ετούτου: ότι, όπως ισχυρίζομαι, δεν είναι ούτε ωραίος ούτε καλός.
Κι εγώ της είπα: «Τί λες, Διοτίμα; άρα ο Έρως είναι άσκημος και κακός;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Μη βλαστημάς! Ή φρονείς πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, αναπόφευκτα είναι άσκημο;».
[202a] «Και βέβαια είναι».
«Αλήθεια; Κι ό,τι δεν είναι σοφό, είναι άμαθο; Σα να μη σου πέρασε απ᾽ το μυαλό πως υπάρχει κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια».
«Και ποιό είναι αυτό;».
«Αγνοείς, είπε, ότι το να έχεις σωστή γνώμη, έστω κι αν δεν μπορείς να τη στηρίξεις λογικά, δεν είναι ούτε επιστημονική γνώση —γιατί κάτι που δε στηρίζεται στη λογική πώς θα μπορούσε να είναι επιστημονική γνώση;— ούτε άγνοια —γιατί, το να πετυχαίνει κανείς την αλήθεια, με ποιά λογική θα ήταν άγνοια;— όπως και να ᾽χει η ορθή δοξασία είναι πάνω κάτω κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στην ορθή γνώση και την άγνοια».
«Λες την αλήθεια», είπα.
[202b] «Λοιπόν, μην προσπαθείς σώνει και καλά να επιβάλεις πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, είναι άσκημο, ούτε, ό,τι δεν είναι αγαθό, είναι κακό. Το ίδιο λοιπόν κι ο Έρως, επειδή κι ο ίδιος παραδέχεσαι ότι δεν είναι αγαθός ούτε ωραίος, μην είσαι τόσο σίγουρος ότι οπωσδήποτε είναι άσκημος και κακός, αλλά κάτι, είπε, ενδιάμεσο ανάμεσα σ᾽ αυτά τα δύο».
«Όμως, βλέπεις, της είπα εγώ, ότι όλοι παραδέχονται πως είναι μέγας θεός».
«Όταν λες όλοι, είπε, εννοείς αυτούς που έχουν άγνοια ή κι αυτούς που έχουν γνώση;».
«Όλους, ανεξαιρέτως».
Κι εκείνη γέλασε και είπε: «Σωκράτη, είναι δυνατό [202c] να παραδέχονται ότι είναι μέγας θεός εκείνοι, που ούτε καν τον αναγνωρίζουν ως θεό;».
«Ποιοί είναι αυτοί;», τη ρώτησα.
«Νά, ένας εσύ κι άλλη μία εγώ».
Κι εγώ της είπα: «Πώς το λες αυτό;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Δεν είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω. Γιατί, γιά πες μου, δεν υποστηρίζεις πως όλοι οι θεοί είναι ευτυχισμένοι και ωραίοι; ή θα ᾽χεις το θράσος να υποστηρίξεις πως κάποιος θεός δεν είναι ωραίος κι ευτυχισμένος;»
«Μα τον Δία, της είπα, μακριά από μένα τέτοια λόγια!».
«Και, λέγοντας ευτυχισμένους, δεν εννοείς εκείνους που έχουν κτήμα τους τα αγαθά και τα ωραία;»
«Μάλιστα».
[202d] «Παραδέχτηκες όμως ότι ο Έρως, επειδή νιώθει ότι του λείπουν τα αγαθά και τα ωραία, ποθεί ακριβώς αυτά που νιώθει την έλλειψή τους».
«Ναι, το παραδέχτηκα».
«Λοιπόν, μπορεί να είναι θεός ένας που δεν έχει το μερίδιό του στα ωραία και στα αγαθά;»
«Απ᾽ ό,τι φαίνεται, με κανένα τρόπο».
«Βλέπεις λοιπόν, είπε, ότι και συ δεν αναγνωρίζεις τον Έρωτα ως θεό;».
«Τότε, της είπα, τί θα ᾽ναι ο Έρως, θνητός;»
«Κάθε άλλο!».
«Αλλά τότε, τί;»
«Κάτι σαν αυτά που αναφέραμε πριν, το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο».
«Δηλαδή τί, Διοτίμα;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη· γιατί βέβαια όλο το γένος των δαιμόνων [202e] είναι ενδιάμεσο ανάμεσα σε θεούς και σε θνητούς».
«Και ποιά είναι, είπα, η δύναμη τους;»
Λόγος του Σωκράτη και της Διοτίμας
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
1. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑΣ
[201d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. «Λοιπόν, εσένα πια σ᾽ αποδεσμεύω· αλλά τη διδαχή για τον Έρωτα, που άκουσα κάποτε από τη Διοτίμα, τη γυναίκα από τη Μαντίνεια, που ήταν σοφή και στο θέμα μας και σ᾽ άλλα πολλά (μάλιστα, όταν κάποτε, πριν απ᾽ τον λοιμό, τελούσαν θυσίες οι Αθηναίοι, πέτυχε ν᾽ αναβληθεί για χάρη τους ο λοιμός για δέκα χρόνια — ναι, αυτή δίδαξε και σ᾽ εμένα τα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα)· θα δοκιμάσω λοιπόν να σας αφηγηθώ την ομιλία που έλεγε εκείνη, με αφορμή τα όσα συνομολογήσαμε εγώ και ο Αγάθων, στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις, στο βαθμό που θα μπορέσω. Νιώθω όμως την υποχρέωση, όπως εσύ ανέπτυξες το θέμα, στην αρχή [201e] ν᾽ αναφερθώ διεξοδικά στον ίδιο (ποιός είναι ο Έρως και ποιά η φύση του), κατόπι στα έργα του. Λοιπόν μου φαίνεται ότι η προσπάθειά μου να τα εκθέσω διεξοδικά θα γινόταν πιο εύκολη, αν ακολουθούσα τον τρόπο με τον οποίο μου τα ανέπτυξε η ξένη, με την εξέταση στην οποία με υπέβαλε. Γιατί κι εγώ της έλεγα διάφορα, σαν κι αυτά που μου έλεγε τώρα δα ο Αγάθων, ότι ο Έρως είναι μέγας θεός κι είναι από τους όμορφους· κι εκείνη αναιρούσε την άποψή μου με τα ίδια λόγια, με τα οποία κι εγώ ετούτου: ότι, όπως ισχυρίζομαι, δεν είναι ούτε ωραίος ούτε καλός.
Κι εγώ της είπα: «Τί λες, Διοτίμα; άρα ο Έρως είναι άσκημος και κακός;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Μη βλαστημάς! Ή φρονείς πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, αναπόφευκτα είναι άσκημο;».
[202a] «Και βέβαια είναι».
«Αλήθεια; Κι ό,τι δεν είναι σοφό, είναι άμαθο; Σα να μη σου πέρασε απ᾽ το μυαλό πως υπάρχει κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στη σοφία και την άγνοια».
«Και ποιό είναι αυτό;».
«Αγνοείς, είπε, ότι το να έχεις σωστή γνώμη, έστω κι αν δεν μπορείς να τη στηρίξεις λογικά, δεν είναι ούτε επιστημονική γνώση —γιατί κάτι που δε στηρίζεται στη λογική πώς θα μπορούσε να είναι επιστημονική γνώση;— ούτε άγνοια —γιατί, το να πετυχαίνει κανείς την αλήθεια, με ποιά λογική θα ήταν άγνοια;— όπως και να ᾽χει η ορθή δοξασία είναι πάνω κάτω κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στην ορθή γνώση και την άγνοια».
«Λες την αλήθεια», είπα.
[202b] «Λοιπόν, μην προσπαθείς σώνει και καλά να επιβάλεις πως, ό,τι δεν είναι ωραίο, είναι άσκημο, ούτε, ό,τι δεν είναι αγαθό, είναι κακό. Το ίδιο λοιπόν κι ο Έρως, επειδή κι ο ίδιος παραδέχεσαι ότι δεν είναι αγαθός ούτε ωραίος, μην είσαι τόσο σίγουρος ότι οπωσδήποτε είναι άσκημος και κακός, αλλά κάτι, είπε, ενδιάμεσο ανάμεσα σ᾽ αυτά τα δύο».
«Όμως, βλέπεις, της είπα εγώ, ότι όλοι παραδέχονται πως είναι μέγας θεός».
«Όταν λες όλοι, είπε, εννοείς αυτούς που έχουν άγνοια ή κι αυτούς που έχουν γνώση;».
«Όλους, ανεξαιρέτως».
Κι εκείνη γέλασε και είπε: «Σωκράτη, είναι δυνατό [202c] να παραδέχονται ότι είναι μέγας θεός εκείνοι, που ούτε καν τον αναγνωρίζουν ως θεό;».
«Ποιοί είναι αυτοί;», τη ρώτησα.
«Νά, ένας εσύ κι άλλη μία εγώ».
Κι εγώ της είπα: «Πώς το λες αυτό;».
Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Δεν είναι δύσκολο να σου το εξηγήσω. Γιατί, γιά πες μου, δεν υποστηρίζεις πως όλοι οι θεοί είναι ευτυχισμένοι και ωραίοι; ή θα ᾽χεις το θράσος να υποστηρίξεις πως κάποιος θεός δεν είναι ωραίος κι ευτυχισμένος;»
«Μα τον Δία, της είπα, μακριά από μένα τέτοια λόγια!».
«Και, λέγοντας ευτυχισμένους, δεν εννοείς εκείνους που έχουν κτήμα τους τα αγαθά και τα ωραία;»
«Μάλιστα».
[202d] «Παραδέχτηκες όμως ότι ο Έρως, επειδή νιώθει ότι του λείπουν τα αγαθά και τα ωραία, ποθεί ακριβώς αυτά που νιώθει την έλλειψή τους».
«Ναι, το παραδέχτηκα».
«Λοιπόν, μπορεί να είναι θεός ένας που δεν έχει το μερίδιό του στα ωραία και στα αγαθά;»
«Απ᾽ ό,τι φαίνεται, με κανένα τρόπο».
«Βλέπεις λοιπόν, είπε, ότι και συ δεν αναγνωρίζεις τον Έρωτα ως θεό;».
«Τότε, της είπα, τί θα ᾽ναι ο Έρως, θνητός;»
«Κάθε άλλο!».
«Αλλά τότε, τί;»
«Κάτι σαν αυτά που αναφέραμε πριν, το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο».
«Δηλαδή τί, Διοτίμα;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη· γιατί βέβαια όλο το γένος των δαιμόνων [202e] είναι ενδιάμεσο ανάμεσα σε θεούς και σε θνητούς».
«Και ποιά είναι, είπα, η δύναμη τους;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου