[555c] Ἅτε οἶμαι ἄρχοντες ἐν αὐτῇ οἱ ἄρχοντες διὰ τὸ πολλὰ κεκτῆσθαι, οὐκ ἐθέλουσιν εἴργειν νόμῳ τῶν νέων ὅσοι ἂν ἀκόλαστοι γίγνωνται, μὴ ἐξεῖναι αὐτοῖς ἀναλίσκειν τε καὶ ἀπολλύναι τὰ αὑτῶν, ἵνα ὠνούμενοι τὰ τῶν τοιούτων καὶ εἰσδανείζοντες ἔτι πλουσιώτεροι καὶ ἐντιμότεροι γίγνωνται.
Παντός γε μᾶλλον.
Οὐκοῦν δῆλον ἤδη τοῦτο ἐν πόλει, ὅτι πλοῦτον τιμᾶν καὶ σωφροσύνην ἅμα ἱκανῶς κτᾶσθαι ἐν τοῖς πολίταις [555d] ἀδύνατον, ἀλλ᾽ ἀνάγκη ἢ τοῦ ἑτέρου ἀμελεῖν ἢ τοῦ ἑτέρου;
Ἐπιεικῶς, ἔφη, δῆλον.
Παραμελοῦντες δὴ ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις καὶ ἐφιέντες ἀκολασταίνειν οὐκ ἀγεννεῖς ἐνίοτε ἀνθρώπους πένητας ἠνάγκασαν γενέσθαι.
Μάλα γε.
Κάθηνται δὴ οἶμαι οὗτοι ἐν τῇ πόλει κεκεντρωμένοι τε καὶ ἐξωπλισμένοι, οἱ μὲν ὀφείλοντες χρέα, οἱ δὲ ἄτιμοι γεγονότες, οἱ δὲ ἀμφότερα, μισοῦντές τε καὶ ἐπιβουλεύοντες τοῖς κτησαμένοις τὰ αὑτῶν καὶ τοῖς ἄλλοις, νεωτερισμοῦ [555e] ἐρῶντες.
Ἔστι ταῦτα.
Οἱ δὲ δὴ χρηματισταὶ ἐγκύψαντες, οὐδὲ δοκοῦντες τούτους ὁρᾶν, τῶν λοιπῶν τὸν ἀεὶ ὑπείκοντα ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες, καὶ τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους [556a] κομιζόμενοι, πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐμποιοῦσι τῇ πόλει.
Πῶς γάρ, ἔφη, οὐ πολύν;
Καὶ οὔτε γ᾽ ἐκείνῃ, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐκκαόμενον ἐθέλουσιν ἀποσβεννύναι, εἴργοντες τὰ αὑτοῦ ὅπῃ τις βούλεται τρέπειν, οὔτε τῇδε, ᾗ αὖ κατὰ ἕτερον νόμον τὰ τοιαῦτα λύεται.
Κατὰ δὴ τίνα;
Ὃς μετ᾽ ἐκεῖνόν ἐστι δεύτερος καὶ ἀναγκάζων ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι τοὺς πολίτας. ἐὰν γὰρ ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κινδύνῳ [556b] τὰ πολλά τις τῶν ἑκουσίων συμβολαίων προστάττῃ συμβάλλειν, χρηματίζοιντο μὲν ἂν ἧττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει, ἐλάττω δ᾽ ἐν αὐτῇ φύοιτο τῶν τοιούτων κακῶν οἵων νυνδὴ εἴπομεν.
Καὶ πολύ γε, ἦ δ᾽ ὅς.
Νῦν δέ γ᾽, ἔφην ἐγώ, διὰ πάντα τὰ τοιαῦτα τοὺς μὲν δὴ ἀρχομένους οὕτω διατιθέασιν ἐν τῇ πόλει οἱ ἄρχοντες· σφᾶς δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς αὑτῶν — ἆρ᾽ οὐ τρυφῶντας μὲν τοὺς νέους καὶ ἀπόνους καὶ πρὸς τὰ τοῦ σώματος καὶ πρὸς [556c] τὰ τῆς ψυχῆς, μαλακοὺς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας καὶ ἀργούς;
Τί μήν;
Αὑτοὺς δὲ πλὴν χρηματισμοῦ τῶν ἄλλων ἠμεληκότας, καὶ οὐδὲν πλείω ἐπιμέλειαν πεποιημένους ἀρετῆς ἢ τοὺς πένητας;
Οὐ γὰρ οὖν.
Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι ὅταν παραβάλλωσιν ἀλλήλοις οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι ἢ ἐν ὁδῶν πορείαις ἢ ἐν ἄλλαις τισὶ κοινωνίαις, ἢ κατὰ θεωρίας ἢ κατὰ στρατείας, ἢ σύμπλοι γιγνόμενοι ἢ συστρατιῶται, ἢ καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς [556d] κινδύνοις ἀλλήλους θεώμενοι μηδαμῇ ταύτῃ καταφρονῶνται οἱ πένητες ὑπὸ τῶν πλουσίων, ἀλλὰ πολλάκις ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος, παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, πολλὰς ἔχοντι σάρκας ἀλλοτρίας, ἴδῃ ἄσθματός τε καὶ ἀπορίας μεστόν, ἆρ᾽ οἴει αὐτὸν οὐχ ἡγεῖσθαι κακίᾳ τῇ σφετέρᾳ πλουτεῖν τοὺς τοιούτους, καὶ ἄλλον ἄλλῳ παραγγέλλειν, ὅταν ἰδίᾳ συγγίγνωνται, ὅτι «Ἇνδρες ἡμέτεροι· [556e] εἰσὶ γὰρ οὐδέν;»
Εὖ οἶδα μὲν οὖν, ἔφη, ἔγωγε, ὅτι οὕτω ποιοῦσιν.
Οὐκοῦν ὥσπερ σῶμα νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄνευ τῶν ἔξω στασιάζει αὐτὸ αὑτῷ, οὕτω δὴ καὶ ἡ κατὰ ταὐτὰ ἐκείνῳ διακειμένη πόλις ἀπὸ σμικρᾶς προφάσεως, ἔξωθεν ἐπαγομένων ἢ τῶν ἑτέρων ἐξ ὀλιγαρχουμένης πόλεως συμμαχίαν ἢ τῶν ἑτέρων ἐκ δημοκρατουμένης, νοσεῖ τε καὶ αὐτὴ αὑτῇ μάχεται, ἐνίοτε δὲ καὶ ἄνευ τῶν ἔξω στασιάζει;
[557a] Καὶ σφόδρα γε.
Δημοκρατία δὴ οἶμαι γίγνεται ὅταν οἱ πένητες νικήσαντες τοὺς μὲν ἀποκτείνωσι τῶν ἑτέρων, τοὺς δὲ ἐκβάλωσι, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐξ ἴσου μεταδῶσι πολιτείας τε καὶ ἀρχῶν, καὶ ὡς τὸ πολὺ ἀπὸ κλήρων αἱ ἀρχαὶ ἐν αὐτῇ γίγνονται.
Ἔστι γάρ, ἔφη, αὕτη ἡ κατάστασις δημοκρατίας, ἐάντε καὶ δι᾽ ὅπλων γένηται ἐάντε καὶ διὰ φόβον ὑπεξελθόντων τῶν ἑτέρων.
Τίνα δὴ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτοι τρόπον οἰκοῦσι; καὶ ποία [557b] τις ἡ τοιαύτη αὖ πολιτεία; δῆλον γὰρ ὅτι ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ δημοκρατικός τις ἀναφανήσεται.
Δῆλον, ἔφη.
Οὐκοῦν πρῶτον μὲν δὴ ἐλεύθεροι, καὶ ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παρρησίας γίγνεται, καὶ ἐξουσία ἐν αὐτῇ ποιεῖν ὅτι τις βούλεται;
Λέγεταί γε δή, ἔφη.
Ὅπου δέ γε ἐξουσία, δῆλον ὅτι ἰδίαν ἕκαστος ἂν κατασκευὴν τοῦ αὑτοῦ βίου κατασκευάζοιτο ἐν αὐτῇ, ἥτις ἕκαστον ἀρέσκοι.
Δῆλον.
***
[555c] Επειδή σ᾽ αυτήν οι άρχοντες οφείλουν το αξίωμά τους στα μεγάλα τους πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν με νόμο την ελευθερία των άσωτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τις περιουσίες τους, για ν᾽ αγοράζουν αυτοί τα αγαθά τους ή να τους δανείζουν με βαρείς τόκους και έτσι να μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο τα πλούτη τους και την υπόληψή τους.
Χωρίς αμφιβολία.
Δεν είναι όμως φανερό σε μια πόλη ότι είναι αδύνατο οι άνθρωποι συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτο και να ασκούν την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, [555d] αλλά κατ᾽ ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο;
Αρκετά φανερό.
Καθώς λοιπόν οι άρχοντες στις ολιγαρχικές πολιτείες παραμελούν και δεν φροντίζουν να περιορίσουν την ακολασία, εξαναγκάζουν κάποτε πολλούς, ανθρώπους με φύση ευγενική, να καταντήσουν στην τέλειαν ανέχεια.
Μάλιστα.
Κάθονται λοιπόν αυτοί στην πόλη με το κεντρί έτοιμο και οπλισμένοι, άλλοι κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δυο μαζί, με την καρδιά γεμάτη έχθρα και επιβουλή εναντίον εκείνων που πλούτισαν με τα λείψανα της περιουσίας τους, και εναντίον όλων των πολιτών, ενώ μέσα τους κάνουν σχέδια [555e] γενικής ανατροπής των πραγμάτων.
Έτσι είναι.
Στο μεταξύ οι χρηματιστές, πεσμένοι με τα μούτρα στις δουλειές τους, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα ᾽ρθεί τώρα η σειρά να πέσει στα νύχια τους για να τον αφαιμάξουν, δανείζοντας σ᾽ αυτόν και παίρνοντας τόκους πολύ περισσότερους [556a] από το αρχικό κεφάλαιο, κι έτσι αυξάνοντας τον αριθμό των φτωχών και των κηφήνων μέσα στην πόλη.
Πώς να μη τον αυξάνουν;
Δεν θέλουν μολαταύτα να βοηθήσουν να σβήσει το κακό που κρυφοκαίει, είτε απαγορεύοντας στους ιδιώτες να διαθέτουν την περιουσία τους όπως τους αρέσει, είτε με κανένα άλλο μέσον από εκείνα που προλαβαίνουν όλα αυτά τα δεινά.
Και ποιό είναι αυτό το μέσον;
Ένας νόμος που έρχεται δεύτερος ύστερ᾽ από κείνον και που θ᾽ ανάγκαζε τους πολίτες να είναι τίμιοι στις συναλλαγές τους. Γιατί, εάν μπορούσε να ορίσει ένας νόμος [556b] ότι τα πολλά από τα εκούσια συμβόλαια θα γίνουνται με κίνδυνο των δανειστών, και οι τοκογλύφοι θα φέρουνταν με λιγότερη αναίδεια μέσα στην πόλη και σ᾽ αυτήν λιγότερα κακά θα φύτρωναν από κείνα που είπαμε.
Πολύ σωστά.
Ενώ τώρα οι άρχοντες, για όλους αυτούς τους λόγους, γίνονται αφορμή να έρχουνται σ᾽ αυτή την κατάσταση οι υπήκοοί τους· οι ίδιοι πάλι και τα παιδιά τους, καθώς ζουν βίο τρυφηλό και δεν γυμνάζουν ούτε τα σώματα ούτε [556c] τις ψυχές τους, δεν συμβαίνει να καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι ν᾽ αντισταθούν και στις ηδονές και στις λύπες;
Και βέβαια.
Αλλ᾽ αφού οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτ᾽ άλλο παρά πώς ν᾽ αυξήσουν την περιουσία τους, είναι δυνατόν να φροντίζουν για την αρετή περισσότερο από την τάξη των φτωχών;
Ορισμένως όχι.
Έτσι λοιπόν ετοιμασμένοι, σαν τύχει και βρεθούν μαζί άρχοντες και υπήκοοι, είτε σε καμιά πορεία ή αποστολή ή εκστρατεία κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώτες ή συνταξιδιώτες στο πλοίο, είτε σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, και γνωριστούν καλά μεταξύ τους [556d] στους κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγο οι πλούσιοι να περιφρονούν τους φτωχούς· αλλ᾽ απεναντίας, όταν ένας φτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμένος, τύχει να ᾽χει σύντροφο στον πόλεμο κανέναν πλούσιο, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδεί να λαχανιάζει και να μην ξέρει πώς να βολέψει τον εαυτό του, δεν νομίζεις πως θα σκεφτεί αμέσως ότι από την ανανδρία των ομοίων του είναι πλούσιοι οι τέτοιοι άνθρωποι, και δεν θα λέει ο ένας του άλλου, όταν συναντιώνται ιδιαίτερα, ότι «οι άνθρωποί μας [556e] δεν αξίζουν τίποτα»;
Πολύ καλά γνωρίζω ότι αυτό πραγματικά γίνεται.
Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικό μια παραμικρή αφορμή χρειάζεται απέξω για να πέσει κάτω, κάποτε μάλιστα παθαίνει γενική διατάραξη και χωρίς καμιάν εξωτερική αιτία, το ίδιο και μια πολιτεία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση· αρκεί μικρή αφορμή, για ν᾽ αναστατωθεί και να παραδοθεί στον εμφύλιο πόλεμο, όταν ή οι φτωχοί ζητήσουν τη βοήθεια μιας δημοκρατούμενης πόλης ή οι πλούσιοι την επικουρία μιας ολιγαρχούμενης, κάποτε χωρίς να γίνει ούτε και αυτό.
[557a] Πολύ σωστά.
Και το πολίτευμα μεταβάλλεται σε δημοκρατικό, όταν, μου φαίνεται, υπερισχύσουν οι φτωχοί και άλλους θανατώσουν, άλλους εξορίσουν, και μοιράσουν με τους υπόλοιπους εξίσου τις αρχές και τα αξιώματα της πολιτείας· στο πολίτευμα τούτο οι άρχοντες εκλέγονται ως επί το πλείστον με κλήρο.
Έτσι πραγματικά γίνεται η σύσταση της δημοκρατίας, εάν είτε νικήσουν με τα όπλα οι φτωχοί είτε οι πλούσιοι αποφασίσουν από φόβο να σηκωθούν και να φύγουν κρυφά από την πόλη.
Ποιός, λες, τώρα θα είναι ο τρόπος ζωής αυτών των ανθρώπων και ποιά [557b] τα ήθη της τέτοιας πολιτείας; Γιατί είναι φανερό ότι απ᾽ αυτή την εξέταση θα βρεθεί ο τύπος που της μοιάζει, ο δημοκρατικός άνθρωπος.
Φανερό.
Λοιπόν, πρώτα όλοι τους είναι ελεύθεροι, και επικρατεί στην πολιτεία πλήρης ελευθερία και παρρησία και εξουσία να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει.
Αυτό τουλάχιστο λέγεται.
Όπου όμως υπάρχει αυτή η εξουσία, είναι φανερό ότι κάθε πολίτης θα διαθέτει και θα κανονίζει τη ζωή του όπως του αρέσει.
Μάλιστα φανερό.