ἡμεῖς δέ σ᾽, ὦ θεοῦ ποντίου γενναῖε παῖ,
ἱκετεύομέν τε καὶ λέγομεν ἐλευθέρως·
μὴ τλῆις πρὸς ἄντρα σοὐσαφιγμένους φίλους
κτανεῖν βοράν τε δυσσεβῆ θέσθαι γνάθοις·
290 οἳ τὸν σόν, ὦναξ, πατέρ᾽ ἔχειν ναῶν ἕδρας
ἐρρυσάμεσθα γῆς ἐν Ἑλλάδος μυχοῖς·
ἱερᾶς τ᾽ ἄθραυστος Ταινάρου μένει λιμὴν
Μαλέας τ᾽ ἄκρας κευθμῶνες ἥ τε Σουνίου
δίας Ἀθάνας σῶς ὑπάργυρος πέτρα
295 Γεραίστιοί τε καταφυγαί· τά θ᾽ Ἑλλάδος
†δύσφρον᾽ ὀνείδη† Φρυξὶν οὐκ ἐδώκαμεν.
ὧν καὶ σὺ κοινοῖ· γῆς γὰρ Ἑλλάδος μυχοὺς
οἰκεῖς ὑπ᾽ Αἴτνηι, τῆι πυριστάκτωι πέτραι.
νόμος δὲ θνητοῖς, εἰ λόγους ἀποστρέφηι,
300 ἱκέτας δέχεσθαι ποντίους ἐφθαρμένους
ξένιά τε δοῦναι καὶ πέπλους ἐπαρκέσαι,
οὐκ ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη
ὀβελοῖσι νηδὺν καὶ γνάθον πλῆσαι σέθεν.
ἅλις δὲ Πριάμου γαῖ᾽ ἐχήρωσ᾽ Ἑλλάδα
305 πολλῶν νεκρῶν πιοῦσα δοριπετῆ φόνον
ἀλόχους τ᾽ ἀνάνδρους γραῦς τ᾽ ἄπαιδας ὤλεσεν
πολιούς τε πατέρας. εἰ δὲ τοὺς λελειμμένους
σὺ συμπυρώσας δαῖτ᾽ ἀναλώσεις πικράν,
ποῖ τρέψεταί τις; ἀλλ᾽ ἐμοὶ πιθοῦ, Κύκλωψ·
310 πάρες τὸ μάργον σῆς γνάθου, τὸ δ᾽ εὐσεβὲς
τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ· πολλοῖσι γὰρ
κέρδη πονηρὰ ζημίαν ἠμείψατο.
ΣΙ. παραινέσαι σοι βούλομαι· τῶν γὰρ κρεῶν
μηδὲν λίπηις τοῦδ᾽· ἢν δὲ τὴν γλῶσσαν δάκηις,
315 κομψὸς γενήσηι καὶ λαλίστατος, Κύκλωψ.
***
285 ΟΔΥ. Ήταν θεός ο υπαίτιος· μην κατακρίνεις τους θνητούς.Εμείς, ωστόσο, αρχοντογιέ καλού θεού θαλασσινού,
σ᾽ εκλιπαρούμε ολόψυχα, και σου μιλούμε ελεύθερα:
μην το βαστάξεις, φίλους εμάς που ᾽ρθαμε στη σπηλιά σου
να μας σκοτώσεις και τροφή ανόσια να μας κάνεις.
Εμείς τις εσχατιές φυλάξαμε της Ελληνίδας γης,
290 να ᾽χει ο πατέρας ο δικός σου έδρα και ναό·
αχάλαστο είναι του ιερού Ταινάρου το λιμάνι,
και οι θαλασσινές σπηλιές της Εύβοιας — και στο Σούνιο
(χώρα της Αθηνάς) είν᾽ άθικτες οι ασημοφόρες πέτρες,
295 το ίδιο και της Γεραιστού το απάγκιο. Την Ελλάδα
στους Τρώες δεν την παραδώσαμε — τέτοια ντροπή μακριά μας!
Απ᾽ όλα τούτα έχεις όφελος κι εσύ: στις εσχατιές
της Ελληνίδας γης, κάτω απ᾽ την Αίτνα ζεις, βουνό που φλόγα στάζει.
Στο κάτω κάτω της γραφής, τα λόγια αν δεν σ᾽ αρέσουν,
300 είναι σωστό να καλοδέχεσαι καραβοτσακισμένους
θαλασσινούς που πέφτουνε στα πόδια σου ικέτες·
να τους χαρίζεις δώρα κι από ρούχα όσα τους λείπουν,
κι όχι κομματιασμένους κι έπειτα σε σούβλες καρφωμένους
να τους μπουκώνεσαι, να τρως, και να καλοχορταίνεις.
Φτάνουνε τόσες χήρες που έκαμεν η χώρα του Πριάμου,
305 τόσων παλικαριών που έπινε το αίμα τ᾽ αντρειωμένο,
τόσους πατέρες που ορφάνεψε, που ρήμαξε ασπρομάλλες
μανάδες, τόσες που ᾽καμε γυναίκες δίχως άντρες.
Όσους γλιτώσαν αν τους πας στη χόβολη για να τους φας
—μαύρο φαΐ, πικρό φαΐ— τότε αλίμονό μας.
Άκου με, φίλε Κύκλωπα: τη λαίμαργη μασέλα σου
ξέχασέ την κομμάτι.
310 Παράτησέ το τ᾽ άδικο και κάμε το σωστό.
Τόσοι και τόσοι άλλωστε ζητώντας κέρδος πρόστυχο
κερδίσαν μόνο συμφορές, αντάξια πληρωμή τους.
ΣΙΛ. (Απευθύνεται στον Κύκλωπα)
Άκου κι εμένα, Κύκλωπα: μην του αφήσεις αυτουνού
μήτ᾽ ένα κοκκαλάκι. Και τη γλώσσα αν του δαγκάσεις,
315 θα γίνεις διανοούμενος και άφταστος στα λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου