Πιστεύει ακόμα ότι μπορεί να κατευθύνει ορισμένα πράγματα στη ζωή του.
Στην πραγματικότητα, ενεργεί σαν να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα διαψεύδουν την ελευθερία.
Μετά τη γνωριμία με το παράλογο, τα πάντα κλονίζονται. Τούτη η ιδέα του “υπάρχω”, ο τρόπος μου να δρω λες και τα πάντα έχουν νόημα (ακόμα κι αν, επ’ ευκαιρία, έλεγα πως τίποτα δεν έχει νόημα), όλα αυτά διαψεύδονται με ιλιγγιώδη τρόπο από τον παραλογισμό ενός πιθανού θανάτου.
Να σκέφτεσαι την επαύριο, να θέτεις ένα σκοπό, να έχεις προτιμήσεις, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι πιστεύεις στην ελευθερία, ακόμα κι αν διαπιστώνεις που και που ότι δεν τη νιώθεις. Μα τούτη τη στιγμή, αυτή η ανώτερη ελευθερία, η ελευθερία του είμαι που θεμελιώνει από μόνη της μιαν αλήθεια, ξέρω λοιπόν ότι δεν υπάρχει.
Ο θάνατος είναι παρών ως μοναδική πραγματικότητα.
Μετά απ’ αυτόν, τέρμα το παιχνίδι.
Δεν είμαι ελεύθερος να διαιωνιστώ, είμαι σκλάβος, και προπάντων σκλάβος δίχως ελπίδα για αιώνια επανάσταση, δίχως προσφυγή στην περιφρόνηση.
Και δίχως επανάσταση, δίχως περιφρόνηση, ποιος μπορεί να παραμείνει σκλάβος;
Ποια ελευθερία μπορεί να υπάρχει με όλο το νόημά της χωρίς εγγύηση αιωνιότητας;
Παράλληλα, ωστόσο, ο παράλογος άνθρωπος καταλαβαίνει ότι ως εδώ ήταν δεμένος μ’ αυτό το αίτημα της ελευθερίας με την αυταπάτη του οποίου ζούσε. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό ήταν μια τροχοπέδη. Όσο φανταζόταν ένα σκοπό στη ζωή του, προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις αυτού του σκοπού που έπρεπε να πετύχει και γινόταν σκλάβος της ελευθερίας του. Έτσι δεν θα μπορούσα πια να ενεργήσω διαφορετικά από τον οικογενειάρχη που θα γίνω σε λίγο (ή τον μηχανικό ή τον ηγέτη λαών ή κάποιον από τους έκτακτους υπαλλήλους των Ταχυδρομείων).
Πιστεύω ότι είμαι σε θέση να επιλέξω αυτό μάλλον παρά κάτι άλλο.
Το πιστεύω ασυνείδητα, είναι αλήθεια. Αλλά, ταυτόχρονα, υποστηρίζω την απαίτηση μου για τα πιστεύω εκείνων που με περιβάλλουν, για τις προκαταλήψεις του ανθρώπινου περιβάλλοντός μου (οι άλλοι είναι τόσο σίγουροι ότι είναι ελεύθεροι και τούτη η καλή διάθεση είναι τόσο μεταδοτική!). Όσο μακριά κι αν μπορούμε να κρατηθούμε από κάθε προκατάληψη, ηθική ή κοινωνική, τις υπομένουμε εν μέρει και προσαρμόζουμε τη ζωή μας στις καλύτερες (υπάρχουν καλές και κακές προκαταλήψεις). Έτσι, ο παράλογος άνθρωπος διαπιστώνει ότι δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος.
Για να μιλήσουμε καθαρά, εφόσον ανησυχώ για μια δική μου αλήθεια, για τον τρόπο που υπάρχω ή που δημιουργώ, εφόσον τελικά βάζω σε τάξη τη ζωή μου και αποδεικνύω έτσι ότι παραδέχομαι πως έχει νόημα, υψώνω μπροστά μου φράχτες όπου εγκλωβίζω τη ζωή μου. Ενεργώ όπως τόσοι δημόσιοι υπάλληλοι του πνεύματος και της καρδιάς που δεν μου εμπνέουν παρά μόνο αηδία και που δεν κάνουν τίποτε άλλο, το βλέπω καθαρά τώρα, από το να παίρνουν στα σοβαρά την ελευθερία του ανθρώπου.
Σ’ αυτό το σημείο το παράλογο με διαφωτίζει: δεν υπάρχει αύριο.
Ιδού, από δω και πέρα, η αιτία της πραγματικής ελευθερίας μου.
Εδώ, θα κάνω δυο συγκρίσεις.
Αρχικά, οι μυστικιστές βρίσκουν μια ελευθερία με το να παραδίνονται. Με το να βυθίζονται στο θεό τους, να συγκατατίθενται στους κανόνες του, γίνονται μυστικά, με τη σειρά τους, ελεύθεροι. Στην αυθόρμητη εκούσια σκλαβιά τους, ξαναβρίσκουν μια πραγματική ανεξαρτησία.
Τι σημαίνει όμως αυτή η ελευθερία;
Θα πρέπει μάλλον να πούμε ότι αισθάνονται ελεύθεροι απέναντι στον εαυτό τους, απελευθερωμένοι μάλλον παρά ελεύθεροι. Επιπλέον, ο παράλογος άνθρωπος, ολοκληρωτικά στραμμένος προς το θάνατο (που θεωρείται εδώ ως ο πιο εμφανής παραλογισμός), νιώθει αποδεσμευμένος από κάθε τι που δεν είναι η αποκρυσταλλωμένη μέσα του, παθιασμένη προσοχή.
Δοκιμάζει μια ελευθερία απέναντι στους κοινούς κανόνες.
Βλέπουμε εδώ ότι τα πρώτα θέματα της υπαρξιακής φιλοσοφίας διατηρούν όλη τους την αξία.
Η επιστροφή στη συνείδηση και η φυγή μακριά από τον καθημερινό ύπνο αποτελούν τα πρώτα διαβήματα της παράλογης ελευθερίας. Αλλά αυτό που επιδιώκεται είναι το υπαρξιακό κήρυγμα και μαζί του αυτό το πνευματικό άλμα που ουσιαστικά ξεφεύγει από τη συνείδηση.
Με τον ίδιο τρόπο (αυτή είναι η δεύτερη σύγκριση) οι σκλάβοι της Αρχαιότητας δεν ανήκαν στον εαυτό τους, μα γνώριζαν αυτή την ελευθερία που τους έκανε να νιώθουν τελείως ανεύθυνοι.
Ακόμα κι ο θάνατος έχει χέρια πατρικίου που συνθλίβουν αλλά και που λυτρώνουν.
Να βυθιστείς σε τούτη την απύθμενη βεβαιότητα, να αισθανθείς στο εξής αρκετά ξένος απέναντι στην ίδια σου τη ζωή ώστε να την παρατείνεις και να τη ζήσεις δίχως τη μυωπία του εραστή, να η αρχή μιας απελευθέρωσης.
Τούτη η νέα ανεξαρτησία έχει ένα τέρμα όπως κάθε ελευθερία δράσης.
Δεν νοιάζεται για την αιωνιότητα.
Αντικαθιστά ωστόσο τις αυταπάτες της ελευθερίας που τελείωναν όλες με το θάνατο. Η υπέροχη διαθεσιμότητα του θανατοποινίτη που μπροστά του, κάποιο χάραμα, ανοίγουν οι πύλες της φυλακής, η απίστευτη αδιαφορία του για τα πάντα εκτός για την καθάρια φλόγα της ζωής, ο θάνατος και το παράλογο είναι εδώ, το νιώθουμε καλά, οι αρχές της μοναδικής λογικής ελευθερίας, της ελευθερίας που μια ανθρώπινη καρδιά μπορεί να δοκιμάσει και να ζήσει.
Αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα.
Ο παράλογος άνθρωπος διακρίνει έτσι ένα σύμπαν καυτό και παγωμένο, διαφανές και περιορισμένο, όπου τίποτα δεν είναι πιθανό αλλά όλα είναι δεδομένα, και μετά το οποίο τα πάντα καταρρέουν και μηδενίζονται. Τότε, μπορεί ν’ αποφασίσει να δεχτεί να ζήσει σ’ ένα τέτοιο σύμπαν και ν’ αντλήσει απ’ αυτό τις δυνάμεις του, την άρνηση της ελπίδας και την πεισματική μαρτυρία μιας ζωής δίχως παρηγοριά.
Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου, Δοκίμιο για το παράλογο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου