α) Ότι, στην ουσία, συγκαλυμμένα, η συζήτηση για την φύση του Καλού και του Κακού είναι μια συζήτηση για τα πάντα, κυριολεκτικά, και άρα μπορεί να προεκταθεί οπουδήποτε και σε οτιδήποτε, γι’ αυτό και είναι τόσο μεγάλη, β) ότι ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού διεξάγεται ακόμη και μέσα σε αυτήν την ίδια την ατέρμονη συζήτηση, μέσω των ανάλογων -και καθόλου τυχαίων- διαφωνιών και αντίθετων κοσμοθεωριών, αλλά και, δυστυχώς, καθώς διαρκεί αυτή η χωρίς κατάληξη συζήτηση, ο πόλεμος διεξάγεται και εκεί έξω στον κόσμο -και μέσα μας- αδιαφορώντας για τις δικές μας διαφωνίες και κοσμοθεωρίες ή φιλοσοφικές σχολές…
Θεωρώ δεδομένο ότι από την προσωπική μας εμπειρία στη ζωή (αν όχι από την μελέτη μας ή τις πνευματικές αναζητήσεις μας) γνωρίζουμε πάνω-κάτω την φύση του Καλού και του Κακού, ακόμη και ενδόμυχα, και μπορούμε να τα διακρίνουμε με κάποια σχετική ασφάλεια ή κατανόηση. Γι’ αυτό και δεν το θεωρώ ουσιαστικά απαραίτητο ως εισαγωγή να αναφερθώ λεπτομερώς στην ατέρμονη φιλοσοφική συζήτηση που ανέφερα παραπάνω, (ας πούμε ότι είναι μια πολύ ειδική εξερεύνηση).
'Εχει νόημα, όμως, εκτός από τα δύο γενικά συμπεράσματα που κατέθεσα, να προσθέσω και μερικές μάλλον σημαντικές επισημάνσεις, που σχετίζονται με μερικά πολύ συνηθισμένα ζητήματα που προκύπτουν πάντα στα πρώτα στάδια αυτής της συζήτησης όποτε συμβαίνει: Η άποψη ότι το Καλό και το Κακό είναι κάτι «σχετικό», α) φαίνεται να ανακαλύπτει επιλεκτικά την «σχετικότητα», ενώ με την ίδια λογική θα έπρεπε να την ανακαλύπτει στα πάντα και να αρχίζει να προβληματίζεται για την φύση της πραγματικότητας, β) αυτός που έχει αυτήν την άποψη, θεωρητικά, δεν συνεχίζει να το βλέπει ως κάτι «σχετικό» όταν το καλό ή το κακό συμβεί στον ίδιο προσωπικά…
Το να πεις ότι το Κακό είναι απλά κάτι της «Συνείδησης», είναι πρόχειρο, αφελές και μάλλον παιδιάστικο, είναι σαν να λες ότι ο αέρας είναι «κάτι των πνευμόνων μας». ('Αλλωστε, υπάρχει κάτι που να μην είναι απλά «κάτι της Συνείδησης»; Τα πάντα, «υπάρχουν», επειδή υπάρχουν στην Συνείδησή μας.)
Αν κάποιος σε μια τέτοια συζήτηση θεωρεί ότι, το Κακό ή το Καλό, είναι μία σύμβαση λέξεων και εννοιών, ή ένα κοινωνικό πρότυπο, ή κάτι αυστηρά υποκειμενικό, αυτό συμβαίνει διότι οι ίδιες οι λέξεις είναι μία σύμβαση εννοιών, η ίδια η συζήτηση διέπεται από ένα κοινωνικό πρότυπο ή πολλά, και τα πάντα θα μπορούσαν να είναι αυστηρά υποκειμενικά, ακόμη και η ίδια έννοια του αντικειμενικού (που κι αυτή είναι απλά μία λέξη με σύμβαση έννοιας) που παραδόξως είναι σαφώς υποκειμενική –κι ακόμη και αυτό που λέω εδώ. Και, φυσικά, αυτό που λέω εδώ, δεν είναι επιχειρήματα για την φύση του Κακού ή του Καλού, είναι επιχειρήματα για την φύση των επιχειρημάτων. Όμως, το Κακό ή το Καλό, είναι απλώς επιχειρήματα;
Αν θα πρέπει να διερευνηθεί βαθύτερα το Καλό ή το Κακό σαν έννοια, εγώ προτείνω πρώτα να διερευνηθεί βαθύτερα και η διερεύνηση σαν έννοια.
Και μια –κατά την γνώμη μου– σημαντική επισήμανση: Το Καλό και το Κακό, δεν είναι απλά το Δίκαιο και το 'Αδικο. Το Δίκαιο και το 'Αδικο είναι το Δίκαιο και το 'Αδικο. Αλλά, βέβαια, μπορούμε πάντα να προτείνουμε ότι οι πολλές διαφορετικές λέξεις είναι περιττές στο λεξιλόγιο, και ίσως να μπορέσουμε έτσι να περιορίσουμε τα λεξικά π.χ. στο 1/10 του όγκου τους. Σε πολλές περιπτώσεις, λανθασμένα μάλλον θεωρούμε ότι ένα πράγμα μπορεί να είναι καλό «ή» κακό, ενώ μπορεί να είναι καλό «και» κακό, αναλόγως. Το δημοφιλές παραβολικό παράδειγμα για το μαχαίρι ή για την πρίζα.
Λανθασμένα μάλλον ταυτίζουμε το Καλό με το χρήσιμο, (π.χ. ο μαρτυρικός και σαδιστικός θάνατός μου μπορεί να είναι χρήσιμος για την ανθρωπότητα). Το χρήσιμο είναι καλό, το Καλό δεν είναι πάντα χρήσιμο (αντίθετα, πιο συχνά το Κακό είναι χρήσιμο). Είναι πρόχειρο και αυθαίρετο να λέμε ότι αυτό που είναι κακό για μένα ίσως είναι καλό για κάποιον άλλον, διότι τότε δεν συζητάμε για το Κακό αλλά για την ωφέλεια.
Στην δική μου κρίση και ηθική εποπτεία, αν αυτό που κάνεις είναι καλό για σένα αλλά κάνει κακό σε κάποιον άλλον, αυτό που κάνεις είναι κακό, δεν είναι καλό. Τελεία.
Αν κάτι από μόνο του έκανε καλό σε σένα, αλλά το ίδιο κάτι με το ίδιο πράγμα έκανε κακό σε έναν άλλον ταυτόχρονα, μιλάμε για κάτι καλό και για κάτι κακό, δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα (που θα αμφισβητούσε τις έννοιες του Καλού και του Κακού), αλλά για δύο διαφορετικά πράγματα. Μιλάμε για ένα καλό κάτι, και για ένα κακό κάτι. Τα συσχετίζουμε τελείως αυθαίρετα, και αφήνουμε αυτόν τον υποτιθέμενο συσχετισμό να μας μπερδεύει…
Η αντίληψη του Καλού και του Κακού δεν είναι κάτι που απλά έχει προκύψει/επινοηθεί από τα θρησκευτικά/ηθικά/κοινωνικά/νομικά/φιλοσοφικά/κλπ συστήματα, αλλά απλά έχει διερευνηθεί/χρησιμοποιηθεί/επιστρατευτεί/περιγραφεί/κλπ από αυτά τα συστήματα.
Το Καλό και το Κακό, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι δύο λέξεις που σκοπό έχουν να καταδείξουν κάτι που συμβαίνει, οι λέξεις αυτές καθ’ αυτές δεν είναι αυτό που συμβαίνει. Έτσι, δεν ισχύει και τόσο εδώ το δημοφιλές ζήτημα του «Διπολισμού» τελικά (που, για κάποιον λόγο, συχνά νοείται ως κάτι κακό και μη αποδεκτό, αν και δεν μας ενοχλεί π.χ. στις μπαταρίες, που δεν θα δούλευαν αλλιώς), κατά το παράδειγμα του Άσπρου και του Μαύρου.
Όπως και στο παράδειγμα, έτσι και στο Καλό και στο Κακό, δεν υπάρχει απλά 'Ασπρο και Μαύρο, κάτι αυστηρά διπολικό και άρα απλουστευμένο, αλλά μια ολόκληρη κλίμακα που περιγράφεται από –ή καταλήγει στο– 'Ασπρο και στο Μαύρο, πολλές διαβαθμίσεις του Άσπρου, πολλά χρώματα ή αποχρώσεις, που σταδιακά καταλήγουν στο Μαύρο, και πολλές διαβαθμίσεις του Μαύρου, πολλά χρώματα ή αποχρώσεις, που σταδιακά καταλήγουν στο Άσπρο. Αν δούμε αυτήν την κλίμακα γραφικά, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μια «μεσαία» μικρή περιοχή, ένα σύνορο, που από εκεί και πέρα τα πράγματα αλλάζουν προς τα δεξιά ή τα αριστερά, (δηλαδή έχουν μία σαφή τάση), ένα σύνορο που διαχωρίζει τελικά τα «άσπρα» χρώματα από τα «μαύρα» χρώματα. Ουσιαστικά, μιλώντας για το 'Ασπρο και το Μαύρο, μιλάμε για τα «άσπρα» χρώματα με μία λέξη και για τα «μαύρα» χρώματα με μία λέξη, αλλά ουσιαστικά μιλάμε για ένα φάσμα, για μια κλίμακα με ένα σύνορο στη μέση της, και αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα δύο απώτατα άκρα της για να μιλήσουμε γι’ αυτό το περίτεχνο πράγμα με απλούς όρους.
Το ίδιο ισχύει και για το Καλό και το Κακό, δεν είναι απλώς ένα ζήτημα διπολισμού, είναι απλουστευτικά ένα ζήτημα διπολισμού. Όταν αναφερόμαστε στο Καλό και στο Κακό, ουσιαστικά δεν αναφερόμαστε σε έναν διπολισμό, αλλά σε μία κατάσταση των πραγμάτων (ή, αν προτιμάτε, μία κατάσταση μέσα στις καταστάσεις των πραγμάτων), που μπορεί να περιγραφεί με μία κλίμακα, ένα φάσμα, ένα σύνολο τάσεων, επιρροών, επιδράσεων, ενεργειών, που διαχωρίζονται –περιεκτικά σε δύο ευρύτερες περιοχές– από ένα σύνορο…
Να και μια άλλη συχνή άποψη στις σχετικές συζητήσεις: Αν π.χ. ένας λύκος φάει ένα μωράκι, υπάρχει η άποψη ότι ναι μεν μπορεί αυτό να είναι κακό για το μωράκι, ή για εμάς που ταυτιζόμαστε με το μωράκι, αλλά, από την πλευρά του λύκου, αυτό δεν ήταν κακό γιατί «υπακούει απλά στο ένστικτο της πείνας», (δηλαδή ο λύκος δεν είναι κακός, «εμείς το βλέπουμε έτσι»). Η άποψη αυτή λέει ότι «δεν υπάρχει κακό στη Φύση», κι ότι αυτά τα πράγματα είναι απλά «φυσικά».
Η άποψη αυτή, όμως, δεν εξηγεί για ποιον λόγο απενοχοποιεί την Φύση, έτσι αυτόματα σαν κάτι δεδομένο, (ούτε τι ακριβώς είναι αυτή η κυρία, η «Φύση»), και γιατί την θεωρεί ως κάτι εξαγνισμένο και υπεράνω κριτικής.
Για παράδειγμα, αν ο λύκος τρώει το μωράκι και αυτό είναι κάτι φυσικό, γιατί η άποψη αυτή θεωρεί ότι αυτό δεν είναι κακό, και δεν θεωρεί ότι η φύση είναι κακή; Το ότι ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο πολλά από τα κακόμοιρα πλάσματα του είναι αναγκασμένα να τρώνε το ένα το άλλο για να επιβιώσουν, άραγε, γιατί αυτός δεν είναι ένας κακός κόσμος; Αλλά είναι κάτι «φυσικό»; Τι σημαίνει «φυσικό»; (Κατά βάθος αυτή η άποψη δεν συνειδητοποιεί ότι υποστηρίζει πως το Κακό είναι φυσικό –ότι υπάρχει ακόμη και στην Φύση– νομίζει ότι υποστηρίζει ότι το Κακό δεν υπάρχει στην πραγματικότητα!).
Αλλά, μήπως θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε π.χ. το Κακό, από αυτό που νομίζω εγώ ως «κακό»; Δυστυχώς, η νέα ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με μερικές άλλες γλώσσες, δεν μάς βοηθά και πολύ σε αυτό, χρησιμοποιεί την ίδια λέξη και για τα δύο: κακό. Για παράδειγμα, η αγγλική γλώσσα μάς βοηθά περισσότερο σε αυτόν τον διαχωρισμό: Evil – Βad. Έτσι, γενικά εδώ μιλάμε για το Evil όχι απλά για κάτι Bad…
Αυτές ήταν μερικές, μάλλον σημαντικές, επισημάνσεις, που σχετίζονται με μερικά πολύ συνηθισμένα ζητήματα που προκύπτουν πάντα στα πρώτα στάδια αυτής της συζήτησης για τη φύση του Καλού και του Κακού όποτε συμβαίνει. (Αν είχα τον χώρο θα μπορούσα να προσθέσω πολλές άλλες επισημάνσεις, απλά αυτές ήταν μερικές από τις πολύ κομβικές).
Για να κατανοήσουμε το Καλό και το Κακό, και για να διακρίνουμε τον συνεχή πόλεμό τους που επηρεάζει τα πάντα, μέσα μας και έξω μας, δεν απαιτείται να εισχωρήσουμε σε δαιδαλώδεις φιλοσοφικές συζητήσεις ή σοφιστείες, αλλά απλά να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει γύρω μας, μέσα μας, έξω μας, παντού, (και να ενεργοποιήσουμε τη βαθύτερη κατανόησή μας, που όλοι την έχουμε για να καταλαβαίνουμε τα σημαντικά πράγματα, αλλιώς θα ήμασταν ζώα και όχι άνθρωποι).
Το Καλό και το Κακό και με πνευματικούς και με υλικούς τρόπους, πολεμούν μέσα από τα πάντα και μέσα στα πάντα (αλλά και πίσω από τα πάντα και πάνω από τα πάντα), και ο πόλεμος τους φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη αναμέτρηση δυνάμεων στον κόσμο –και κατ’ επέκταση στο Σύμπαν, ή αντιστρόφως.
(Προσοχή: Το να αλλάξουμε τις λέξεις Καλό και Κακό, π.χ. επειδή δεν μας αρέσουν ή επειδή δεν ταιριάζουν στην κοσμοθεωρία μας ή δεν μας βολεύουν, και να τις αντικαταστήσουμε με τις λέξεις Θετικό και Αρνητικό, Τάξη και Χάος, Δημιουργία και Καταστροφή, Ανώτερο και Κατώτερο, Φωτεινό και Σκοτεινό, Ζωή και Θάνατος, κ.ά. δεν έχει ιδιαίτερη σημασία –αν και χρήσιμο ως λογοτεχνία– και θα πρέπει μάλλον τελικά να καταλάβουμε ότι με αυτές τις αντικαταστάσεις λέξεων κατά βάθος περιγράφουμε τι είναι το Καλό και το Κακό, παρά τα ανατρέπουμε ως έννοιες ή δυνάμεις.)
Αυτό που συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας, αυτό που είναι καθοριστικό για τα πράγματα, είναι ένας ατέρμονος πόλεμος του Καλού και του Κακού. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό συνέβαινε από πάντα, ή αν θα συμβαίνει για πάντα, (κι αυτό είναι μια σημαντική επισήμανση), είναι φανερό όμως ότι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή.
Επειδή, μέσα στις καταστάσεις ή μέσα από τις καταστάσεις, το Κακό και το Καλό, μοιάζουν να είναι αιτία ή αιτιατό (και ίσως γι’ αυτό να είναι μέσα στα πάντα, επειδή τα πάντα προκύπτουν από αιτίες και προκαλούν αιτιατά), είναι πολύ σημαντικό για το θέμα να παρατηρήσουμε ένα μεγάλο μυστικό: ας το πούμε έτσι: το ζήτημα των αλυσιδωτών αντιδράσεων.
Τα πάντα, όλες οι καταστάσεις του κόσμου μας, (και του Σύμπαντος, και της ανθρωπότητας, και της προσωπικής μας ζωής), προκύπτουν από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Κάτι που προκαλεί κάτι άλλο που προκαλεί κάτι άλλο, κ.ο.κ.. Αν παρατηρήσουμε πώς προέκυψε κάτι, θα δούμε ότι προέκυψε σαν αποτέλεσμα μιας άλλης δράσης, που ήταν το αποτέλεσμα αντίδρασης σε μια άλλη δράση, κλπ, μια αλυσίδα που ταξιδεύει αιτιατά προς το απώτατο παρελθόν. Μπορούμε, ενδεχομένως, σε οτιδήποτε, να ανιχνεύσουμε αυτήν την αλυσίδα ως το κοντινό παρελθόν, αλλά, από κάποιο σημείο και έπειτα, αδυνατούμε να συνεχίσουμε αυτήν την ανίχνευση προς το μακρινό παρελθόν, λόγω περιορισμένης ή ελλιπούς εποπτείας.
Αυτή η αλυσίδα, για οποιοδήποτε συμβάν, γεγονός ή κατάσταση παρατηρούμε αυτή τη στιγμή, ταξιδεύει πίσω μέχρι την απαρχή του κόσμου μας, ακόμη και μέχρι την απαρχή του Σύμπαντος. Και συνεχίζεται από αυτήν την στιγμή μέχρι το ύστατο μέλλον, το δικό μας, του κόσμου, του Σύμπαντος. (Για παράδειγμα, τράκαρες σήμερα με το αυτοκίνητό σου διότι ο Ναπολέων ηττήθηκε στη μάχη του Βατερλό, και αν δεν είχε ηττηθεί –κάτι που μέσω αλυσιδωτών καταστάσεων οδήγησε μέχρι την σύγκρουση του αυτοκινήτου σου– δεν θα γινόταν τώρα η σύγκρουση, και επειδή έγινε τώρα, στο μέλλον αυτό θα οδηγήσει π.χ. στον βίαιο θάνατο ενός συγκεκριμένου ελέφαντα –και όλα αυτά μπορεί να «ξεκίνησαν» από μια έκλειψη ηλίου ή να καταλήξουν στην καταστροφή ενός άστρου).
Ουσιαστικά, αυτή η αλυσίδα των γεγονότων και των καταστάσεων, είναι αυτή που δημιουργεί ή προκαλεί συνεχώς τα πάντα, στα πάντα, για τα πάντα.
Για να ανιχνεύσουμε το Καλό και το Κακό μέσα στις καταστάσεις και στα πράγματα, στις αιτίες και στα αιτιατά, (αναζητώντας το τι ακριβώς κάνουν και το πώς το κάνουν), πρέπει να ανιχνεύσουμε το Καλό και το Κακό –και τις επιδράσεις τους και τις επιρροές τους– μέσα σε αυτήν την αλυσίδα, μέσα στην ροή των πραγμάτων. Εκεί, θα εντοπίσουμε την «αλυσίδα του Κακού», το πώς δηλαδή το ένα κακό φέρνει το άλλο κακό, και, αυτό το «ντόμινο» είναι το Κακό, έτσι λειτουργεί.
Επίσης, θα εντοπίσουμε και πολλά άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, αν μπορούμε να δούμε την κατάσταση με λεπτομέρειες. Να εντοπίσουμε π.χ. πώς «συμπλέκονται» οι αλυσίδες του Κακού με τις αλυσίδες του Καλού, προσπαθώντας να επηρεάσει η μία την άλλη. Και να εντοπίσουμε π.χ. με ποιους τρόπους φαίνεται να γίνονται διάφορες «επεμβάσεις» στα πράγματα, από κάποιους –θα λέγαμε– αόρατους σκηνοθέτες, (διότι, πραγματικά, παρατηρώντας αυτά τα πράγματα, συχνά οι καταστάσεις ή τα γεγονότα μοιάζουν να είναι σκηνοθετημένα, με καθόλου σπάνια την εμφάνιση παράξενων «συμπτώσεων» ή Συγχρονικότητας, ενώ συχνά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουν συγκεκριμένους προκαθορισμένους σκοπούς ή στόχους, που επιτυγχάνονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή συναντούν κάποιον «πόλεμο» για να αποτύχουν).
Με αυτήν την αλυσίδα φαίνεται να σχετίζεται και η διδασκαλία που λέει ότι πρέπει να «απαντάμε» στο Κακό πάντα με το Καλό. Διότι απαντώντας πάντα με Καλό στο Κακό, σπάζουμε την «αλυσίδα του Κακού», και το Κακό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί εύκολα να συνεχιστεί προς το άπειρο. Αυτό είναι και το νόημα της επιταγής που λέει ότι «αν κάποιος σε χτυπήσει στο ένα μάγουλο, γύρνα να σε χτυπήσει και στο άλλο μάγουλο» (δηλαδή, μη συνεχίσεις το Κακό, αντέταξε του ένα εμπόδιο, ανάγκασε τον φορέα του να σταματήσει, από μια ξαφνική συνείδηση, ντροπή ή μετάνοια, αλλά και αν δεν γίνει έτσι, τουλάχιστον θα περιοριστεί η εξάπλωσή του, και όσο πιο πολύ θα γίνεται κάτι τέτοιο, τόσο πιο πολύ θα περιορίζεται).
Επίσης, με αυτήν την αλυσίδα φαίνεται να σχετίζεται π.χ. η ρήση της λαϊκής σοφίας που λέει «Κάνε το Καλό και ρίξ’ το στο γιαλό», διότι ο γιαλός έχει την ιδιότητα να επιστρέφει, μέσω του κύματος, αυτό που ρίχνεις σ’ αυτόν, πίσω σ’ εσένα. Κι εκείνη η αινιγματική ρήση: όταν κάνεις το Καλό, «να μη γνωρίζει η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Η μεταφυσική οπτική του Καλού και του Κακού, -σε σχέση πάντα με αυτήν την ατέρμονη αλυσίδα των γεγονότων και των καταστάσεων, των αιτίων και των αιτιατών, και των διαπλεκόμενων δικτύων που δημιουργεί- είναι ότι υπάρχουν δύο υπερνοήμονες αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες, με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο, έχουν την δυνατότητα να παρατηρούν από πολύ υψηλή εποπτεία αυτήν την εκάστοτε αλυσίδα, να προβλέπουν προς τα πού αυτή οδηγεί μελλοντικά, και, αμφότερες, να κάνουν «παρεμβάσεις» για να οδηγηθεί προς την κατάληξη που είναι η επιδίωξη της καθεμιάς τους.
Ας πούμε, η μία δύναμη γνωρίζει ότι αυτό που σου συμβαίνει αυτή την στιγμή, έχει προκληθεί ως αποτέλεσμα από παρεμβάσεις της άλλης δύναμης, και παρεμβαίνει για να ανατρέψει αυτό που συμβαίνει και να το οδηγήσει σε δικό της αποτέλεσμα. Και αντιστρόφως. Και οι δύο δυνάμεις –μέσα από αυτήν την μεταφυσική οπτική των πραγμάτων– έχουν την απόλυτη εποπτεία του παρελθόντος που οδήγησε στο συγκεκριμένο παρόν, και έχουν και την απόλυτη εποπτεία του μέλλοντος στο οποίο θα οδηγηθεί το συγκεκριμένο παρόν.
Μόνο που το μέλλον στο οποίο θα οδηγηθεί το συγκεκριμένο παρόν, είναι, ας πούμε, μια κβαντική κατάσταση (η λεγόμενη κβαντική επιλογή –π.χ. όπως με τη θρυλική «Γάτα του Σρέντιγκερ»), το μέλλον αυτό «παίζεται», και μπορεί να οδηγηθεί είτε προς την μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση/κατάληξη, και αυτό μπορεί να αλλάξει μέσω «παρεμβάσεων», με τις οποίες γίνεται ένας ειδικός και λεπτομερής κανονικός πόλεμος των δύο δυνάμεων, ως προς το ποια θα ωθήσει τα πράγματα προς το συγκεκριμένο μέλλον των σκοπών της.
Και, αυτό, ισχύει, ας πούμε, «φρακταλικά», δηλαδή συμβαίνει σε συμπαντική κλίμακα, στην κλίμακα του κόσμου μας, στην κλίμακα της ανθρωπότητας, στο περιβάλλον σου, στην προσωπική σου ζωή, σε κάθε σημαντική κατάσταση για σένα, και για όλους τους άλλους προσωπικά, σε κάθε χορταράκι, σε κάθε απειροελάχιστο μόριο.
Και υπάρχει αυτός ο συνεχής και λεπτομερής πόλεμος του Καλού και του Κακού, μέσω εποπτείας, στρατηγικής και παρεμβάσεων: ένας μυστικός πόλεμος, στον οποίο σε κάθε στιγμή, για το οτιδήποτε, παίζονται όλα για όλα. Αλλά και, αν χαθεί μια μάχη, δεν σημαίνει ότι χάθηκε και ο πόλεμος, έτσι κι αλλιώς. Πολλές χαμένες μάχες, όμως, σημαίνει όλο και πιο πολύ χαμένος πόλεμος για κάποιον, και όλο και μεγαλύτερη ενδυνάμωση του αντιπάλου. Και πάντα υπάρχει μια κρίσιμη μάζα χαμένων ή κερδισμένων μαχών, που είναι καθοριστική για την έκβαση του πολέμου.
Το μυστικό σε όλα αυτά, είναι το ότι πάντα υπάρχουν κάποιες καταστάσεις, γεγονότα, άνθρωποι, συμβάντα, στιγμές, επιλογές, επιδράσεις, κλπ, που είναι ιδιαίτερα «κομβικές» στο δίκτυο των αλυσίδων, (διότι ανάλογα με την τάση που θα ακολουθήσουν, οι συγκεκριμένες θα επηρεάσουν απίστευτα πολλά πράγματα –π.χ. είτε σε μία κατάσταση πραγμάτων, είτε στην προσωπική σου ζωή, είτε στην ανθρωπότητα, στον κόσμο, στο Σύμπαν, κλπ). Και σε αυτά τα «κομβικά» σημεία, γίνεται πάρα πολύ μεγάλη μάχη, με όλα τα διαθέσιμα μέσα.
Και, ας σημειωθεί, ότι τα «κομβικά» σημεία νοούνται ως «κομβικά» από μια πολύ υψηλή εποπτεία ως προς την πορεία τους, και αυτό σημαίνει ότι συχνά μπορεί να είναι πράγματα που σ’ εμάς ίσως να μοιάζουν μικρά και αμελητέα, αλλά δεν είναι, και το αντίστροφο. Οι πιο παρατηρητικοί, όμως, αυτοί που με διάφορους τρόπους έχουν αρχίσει να παρακολουθούν την, ας την πούμε, «κοσμική σκηνοθεσία», τα καταλαβαίνουν με κάποιον τρόπο. Ίσως να τα καταλαβαίνουν διότι αυτά τα «κομβικά» πράγματα να προκαλούν μέσω δονήσεων κάποια «αρμονική» στο «περιβάλλον», να προκαλούν διάφορα φαινόμενα, «σημάδια», κλπ. Και ανάλογα με το αναγνωριστικό «είδος» ή το «ύφος» αυτής της «αρμονικής», να μπορούν να ξεχωρίσουν από ποια δύναμη γίνεται η «παρέμβαση» και πού θέλει να οδηγήσει ή τι να αποτρέψει, και ακόμη και γιατί. Σε αυτό, φαίνεται να βασίζεται και η εμμονή με τους «Οιωνούς», των αρχαίων μας προγόνων.
Αυτά τα «κομβικά» σημεία, είναι, ας πούμε, σταυροδρόμια, όπου η πορεία θα ακολουθήσει τη μία ή την άλλη διαδρομή. «Πήρα τον δρόμο τον λιγότερο ταξιδεμένο, και αυτό έκανε όλη τη διαφορά», λέει ο ποιητής Robert Frost στο ποίημά του Τhe Road Not Taken. Και, ας πούμε, ο δρόμος είναι σιδηροδρομική γραμμή, στο σταυροδρόμι της οποίας δύο σταθμάρχες παλεύουν με τους δύο μοχλούς, για το προς τα πού θα οδηγήσουν την αμαξοστοιχία που έρχεται, για το προς τα πού θα αλλάξουν οι γραμμές, το ρεύμα…
Όπως καταλαβαίνετε, εδώ δεν ισχύει αυτό που λέμε «ακολούθα το ρεύμα» («go with the flow»), διότι, αν το ακολουθήσεις συνειδητά, για ποιο ρεύμα πρόκειται; Πρέπει να αποκτήσεις κι εσύ μία, έστω μικρή, εποπτεία των «ρευμάτων», για να ξέρεις πάνω-κάτω πού βαδίζεις, προς τα πού και γιατί.
Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδίδουν τις περισσότερες καταστάσεις στην Τύχη, (ενώ κανείς δεν ξέρει να εξηγήσει τι είναι η «Τύχη»), εφευρίσκοντας την έννοια του «Τυχαίου» επειδή δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν κάποια αίτια και κάποια αιτιατά, πρόκειται για αόριστη εφευρημένη πανάκεια απέναντι στο ανεξήγητο και στο άγνωστο. Η επίπλαστη επίφαση του «Τυχαίου» προκύπτει απλά από την έλλειψη εποπτείας.
Για παράδειγμα, (ένα παράδειγμα που τα λέει όλα, αν μπορείς να τα δεις), βλέπουμε δύο οχήματα να συγκρούονται μπροστά μας στον δρόμο, ή είμαστε οι οδηγοί τους, και λέμε ότι ήταν κάτι «τυχαίο» ή μία κακή «σύμπτωση», ή «η κακιά ώρα». Αυτό φαίνεται έτσι λόγω της περιορισμένης εποπτείας μας, και το λέμε εξαιτίας της άγνοιάς μας, για να πούμε κάτι και να μην παραδεχτούμε ότι έχουμε άγνοια, και δεν θα ίσχυε αν είχαμε υψηλότερη εποπτεία.
Π.χ. αν ήμασταν σε ένα ελικόπτερο, πολύ ψηλά πάνω από τον δρόμο, και βλέπαμε την πορεία των δύο οχημάτων, θα μπορούσαμε, εκτός απροόπτου (δηλ. «παρέμβασης»), να προβλέψουμε την επικείμενη σύγκρουσή τους, βλέποντας ότι σταδιακά οδηγούνται το ένα πάνω στο άλλο χωρίς οι οδηγοί τους να το γνωρίζουν. Θα βλέπαμε, δηλαδή, μέσα από το παρόν, το μέλλον.
Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να το υπολογίσουμε ακόμη και μέσω μαθηματικών ή γεωμετρίας, αναλύοντας την πορεία τους και την ταχύτητά τους, και να υπολογίσουμε το ακριβές σημείο και την ακριβή στιγμή της σύγκρουσής τους, (που δεν θα είναι καθόλου «τυχαία», και, μάλιστα, ακόμη περισσότερο αν είχαμε ακόμη υψηλότερη ειδική εποπτεία στον χωρόχρονο, βλέποντας πώς οδηγήθηκαν σε αυτήν την πορεία, από τι, πότε, πώς, κλπ, κλπ). Αν, μάλιστα, λόγω υψηλής εποπτείας και υψηλών μέσων, έχουμε και υψηλή δύναμη, θα μπορούσαμε να παρέμβουμε και να αποτρέψουμε το συμβάν, χωρίς κανείς εκεί κάτω να μάθει ποτέ τίποτε γι’ αυτό που επρόκειτο να γίνει), ή θα μπορούσαμε να προκαλέσουμε το συμβάν βάζοντάς τα σε αυτήν την πορεία (μέσω παρεμβάσεων στην αλυσίδα των πρότερων καταστάσεων, χωρίς κανείς εκεί κάτω να μάθει ποτέ τίποτε για το ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Και, τι γίνεται, στο παράδειγμα, αν υπάρχουν δύο υψηλές εποπτείες, δύο υψηλών δυνάμεων, που έχουν διαμετρικά διαφορετική άποψη και διαφορετικές επιδιώξεις; Που πολεμούν μεταξύ τους και που θεωρούν ότι η συγκεκριμένη φάση είναι «κομβική» για την έκβαση της μάχης τους; Θα μάθει ποτέ κανείς εκεί κάτω για τη σύγκρουσή τους στη συγκεκριμένη φάση, όταν απλά θα είναι μάρτυρας του αποτελέσματος, αν είναι;
Και οι δυνάμεις αυτές, παρ’ όλο που μοιάζουν να είναι ισχυρές, στο ανθρώπινο πεδίο περισσότερο εκδηλώνονται μέσω των ανθρώπων, και οι άνθρωποι δεν είναι άβουλα όντα, μπορούν να συμμετέχουν σε αυτόν τον πόλεμο με τις επιλογές τους, τις ιδέες τους, τις πράξεις τους, το πείσμα ή την γενναιότητά τους, την διαίσθησή τους, την διορατικότητά τους, την έμπνευσή τους, την κατανόησή τους, την γνώση τους, την σοφία τους, την καλοσύνη ή την κακία τους, τα ελαττώματα ή τις αρετές τους, κλπ.
Αυτό είναι και το αληθινό νόημα της αρχαίας ιερατικής ρήσης «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». (Δεν εννοεί κινήσου και θα κινηθεί και η Αθηνά. Εννοεί όταν «βλέπεις» την Αθηνά να κινείται, βάλε κι εσύ ένα χέρι. Γιατί να το βάλεις; Για να ενισχυθεί αυτό που κάνει, αλλιώς μπορεί να ανατραπεί από τον εχθρό –ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο εχθρός έχει κι αυτός χέρια που τον ενισχύουν εδώ γύρω). Αυτό εννοεί και ο Καζαντζάκης όταν λέει ότι είμαστε Salvatores Dei, «Σωτήρες του Θεού», και ότι ο Θεός χρειάζεται την βοήθειά μας.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο δυνάμεις συγκρούονται πολεμικά, κι εμείς βρισκόμαστε στην μέση. Εν μέσω δύο πυρών. Συνεχώς. Και, αν δεν έχουμε συγκεκριμένη θέση στην εκάστοτε μάχη, βαλλόμαστε και από τις δύο παρατάξεις, διότι, σαν εκκρεμή, μια είμαστε με την μία και μια με την άλλη, ασυνείδητα, ανόητα, ή είμαστε πιόνια! Εξελισσόμενοι στην εποπτεία μας στον εαυτό και στον κόσμο, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να «λάβουμε το βάπτισμα του πυρός», να συμμετέχουμε κι εμείς συνειδητά στον πόλεμο αυτόν, ανάλογα, βέβαια, με το ποια δύναμη θα μάς κερδίσει (προσωρινά ή μόνιμα) ή με ποια θα συμμαχήσουμε. Αλλιώς, είμαστε κάτι σαν άμαχος πληθυσμός, αναπόφευκτες στατιστικές απώλειες αμάχων πολιτών.
Αυτά, βέβαια, πάντα μέσα από την μεταφυσική οπτική του Πολέμου του Καλού και του Κακού… Κι, εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω ποια είναι η φυσική οπτική, πέρα από την ψυχολογία ή την κοινωνιολογία.
Δημοφιλής είναι η απλοϊκή κι αποπροσανατολιστική ατάκα του Paolo Coelho που λέει ότι «όταν θέλεις πολύ κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις» Παραβλέπει, πρόχειρα ή εσκεμμένα, ότι στο Σύμπαν υπάρχουν δύο συνωμοσίες.
Το Σύμπαν μοιάζει να έχει δύο τάσεις
Την στάση και την κατάσταση, μέσω των οποίων εμφανίζει τις περιστάσεις. Το Σύμπαν θέλει να διατηρεί την απόλυτη τάξη, δηλαδή έχει μία τάση προς την «ακινησία», προς την επαναλαμβανόμενη πεπατημένη, δεν ευνοεί τις μεγάλες αλλαγές, και τελικά τείνει προς την καταστροφή, την Εντροπία, την συνεχή φθορά και παρακμή. Από την άλλη, στο Σύμπαν υπάρχει μια δύναμη δημιουργίας, που θέλει τις αλλαγές, την «κίνηση», την ζωή, την εξερεύνηση δυνατοτήτων, την απόδραση από τα δεδομένα, την προέκταση.
Όταν αυτό που θέλεις πολύ, όταν αυτό που πας να κάνεις, είναι κάτι σημαντικό, είναι κάτι «κομβικό», που θα προκαλέσει πολλές αλυσιδωτές αλλαγές, κατ’ επέκταση και στο Σύμπαν, το Σύμπαν που δεν θέλει να αλλάξει, σου επιτίθεται. 'Οσο πιο πολύ σημαντικό και με μεγάλη αλυσιδωτή αντίδραση (είτε το αντιλαμβάνεσαι εσύ ως τέτοιο είτε όχι), τόσο πιο πολύ.
Εδώ ίσως έχουμε μια εφαρμογή της ανακάλυψης του Αρχιμήδη «Εύρηκα!» με το νερό και την γεμάτη μπανιέρα. 'Οσο μεγαλύτερος ο όγκος του σώματος, τόσο πιο πολύ το νερό που πέφτει έξω. Είναι, δηλαδή, δεδομένο, ότι τα «μεγάλα» πράγματα, (είτε τα κατανοούμε ως τέτοια είτε όχι), τα σημαντικά πράγματα, όταν ξεκινούν για να γίνουν, για να υλοποιηθούν, συναντούν τεράστια εμπόδια. Αυτό, μέσα από την χρόνια παρατήρησή μου, έχω ανακαλύψει ότι είναι ένας νόμος. Μπορείς, μάλιστα, αν δεν ξέρεις αν αυτό που θέλεις ή πας να κάνεις θα είναι σημαντικό, να το καταλάβεις αν συναντήσεις μεγάλα και συνεχή εμπόδια, όσο πιο πολλά εμπόδια τόσο πιο πολύ σημαντικό. (Δεν είναι, δηλαδή, καθόλου όπως το λέει η ατάκα του Coelho, συνήθως, αλλά το αντίθετο). Μπορείς να χρησιμοποιείς τα εμπόδια ως πυξίδα, για το τι θα αποδειχθεί ότι έχει μεγάλη σημασία και τι όχι, για το τι είναι «κομβικό» για μεγάλες αλλαγές στην αλυσίδα των καταστάσεων και τι δεν είναι…
Πού είναι ο θησαυρός; Από ποια κατεύθυνση, σε ποιο σημείο; Μα, εκεί όπου υπάρχουν τα τέρατα, οι φύλακες, εκεί απ’ όπου θα εμποδιστείς να πας. Εκεί που είναι δύσκολο, που φοβάσαι. Διότι, ο θησαυρός δεν είναι αφύλακτος. Αν είναι αφύλακτος, κι ο δρόμος είναι ανοιχτός, και τα πάντα ξεκλείδωτα, δεν υπάρχει θησαυρός εκεί.
Από την άλλη, όπως είπαμε, υπάρχει και η άλλη όψη του Σύμπαντος, η άλλη δύναμη, που αν δει ότι πάνε να προκληθούν δημιουργικές αλλαγές, θα σπεύσει να βοηθήσει, με διάφορους τρόπους. Συνήθως, μάλιστα, -πως έχω καταλάβει μέσω εξειδικευμένων παρατηρήσεων- δραστηριοποιείται διότι εντοπίζει ότι δραστηριοποιήθηκε η άλλη δύναμη για να αποτρέψει ή να εμποδίσει κάτι, λόγω της έντονης επιστράτευσης και δραστηριοποίησης μεγάλων εμποδίων στην αλυσίδα των καταστάσεων, (και στις δύο περιπτώσεις, αλληγορικά, όπως περίπου η αράχνη καταλαβαίνει από τις δονήσεις ότι κάτι πιάστηκε στον ιστό της ή τον ενοχλεί).
Όταν, η καλή δύναμη κινητοποιηθεί, εντοπίζει την κίνησή της η κακή δύναμη κι αυξάνει την δική της δραστηριότητα, κ.ο.κ. Κοντολογίς, γίνεται τελικά μεγάλη σύγκρουση! Και μέσω καταστάσεων που παρεμβαίνουν, και μέσω παράξενων γεγονότων και συμβάντων, και μέσω ανθρώπων, και μέσω των πάντων, (και απαιτεί καλύτερη κατανόηση αυτό το «μέσω», το οποίο είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση για να μπορεί να γίνει σ’ αυτές τις σελίδες).
Και εδώ απαιτείται το «συν Αθηνά και χείρα κίνει», που λέγαμε, αν κάποιος έχει κατανόηση της όλης κατάστασης.
Το πρόβλημα είναι η συνείδηση του εμπλεκόμενου ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, ότι βρίσκεται στην μέση μιας σύγκρουσης δύο μεγάλων δυνάμεων, που κινούνται η μία ενάντια στην άλλη, με πεδίο μάχης τον χωρόχρονο δράσης του, δύο μεγάλων κυμάτων στον χώρο πλεύσης του. Διότι, όπως φαίνεται, αν κινηθεί άτσαλα ή ασυνείδητα, θα χτυπηθεί όχι μόνο από το κακό κύμα, αλλά γενικά από την ωστική δύναμη της σύγκρουσης των δύο κυμάτων, και θα πρέπει, όπως κάνει κάποιος στο σερφ, να «καβαλήσει» το σωστό κύμα, και όχι να πάει από κάτω του. Εδώ μπαίνουμε στο ειδικό ζήτημα της «πλεύσης με το ρεύμα» (του «Go With the Flow») που λέγαμε.
Πρέπει να περιμένει το σωστό κύμα, και με προσπάθεια να το φτάσει και να παραδοθεί σε αυτό. (Μια τέτοια συγκλονιστική συγκαλυμμένη παραβολή γι’ αυτό το πράγμα, έχει καταδειχθεί πολύ ωραία και συνθηματικά στο τέλος της ταινίας απόδρασης «Ο Πεταλούδας» που σχετίζεται με αυτά τα παράξενα πράγματα που λέγονται εδώ.)
Η ιστορία της εποπτείας, των εντοπισμών, και των παρεμβάσεων και επεμβάσεων, των εισβολών και των καταλήψεων, και των συμμαχιών, και των μεταλλάξεων και μεταστοιχειώσεων, είναι η ιστορία του Πολέμου του Καλού και του Κακού…
Σε αυτόν τον πόλεμο, άλλωστε, οι άνθρωποι συχνά λειτουργούν ως «ξενιστές», του ενός ή του άλλου, σε διάφορες φάσεις, ακόμη και ευκαιριακά και ασυνείδητα, ως πιόνια, ή συμμαχικά και συνειδητά, ως παίκτες…
Έχουμε όλοι μας ακούσει την παράξενη αρχαία φράση «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Αυτό σχετίζεται με την προφανή –γι’ αυτούς που την διακρίνουν– πολύ συχνή μέθοδο του Καλού, στον Πόλεμο, να μετατρέπει την δράση του Κακού σε αποτελέσματα του Καλού, όταν το καταφέρνει. Ακριβώς επειδή το πράγμα δουλεύει με αλυσιδωτές αντιδράσεις, όταν δεν μπορεί να γίνει η καλή παρέμβαση στην αλυσίδα σε ένα σημείο, γίνεται παρακάτω, σε άλλο σημείο. Η μέθοδος της μεταστοιχείωσης του Κακού, σε Καλό, ετεροχρονισμένα.
Υπάρχει, από την άλλη, η προφανής -γι’ αυτούς που τη διακρίνουν- πολύ συχνή μέθοδος του Κακού, στον Πόλεμο, να μεταμφιέζεται σε Καλό. 'Ετσι, αυτός που κάνει το κακό ή βοηθά το Κακό, νομίζει ότι κάνει το καλό, ότι λειτουργεί για το Καλό. Γίνεται έτσι μεγάλο μπέρδεμα στα στρατεύματα. Και, αυτός, λειτουργεί ως ασυνείδητος διπλός πράκτορας.
Η μέθοδος είναι η εξής:
Το Κακό λειτουργεί με την φήμη του (όπως ένα μεγάλο ισχυρό στράτευμα που προελαύνει, και από την φήμη του πολλές φορές δεν χρειάζεται να πολεμήσει, γιατί πολλοί παραδίνονται με το που μαθαίνουν ότι έρχεται ή με το που το βλέπουν ή το νιώθουν). Το Κακό, με την φήμη του, προκαλεί το Κακό, περισσότερο Κακό, διαδίδεται γρήγορα και άμεσα, και μεταμφιεσμένα. Κάποιος που φοβάται το Κακό, για να το αποφύγει να μην του συμβεί, για προληπτική «άμυνα», κάνει το Κακό. Και νομίζει ότι το κάνει για να αποφύγει το Κακό, προληπτικά, ένα κακό που προς το παρόν δεν υπάρχει, και έτσι κάνει ο ίδιος το κακό! Και το Κακό έτσι διαδίδεται ακάθεκτο, από όλους αυτούς που το κάνουν ακριβώς επειδή θέλουν να το αποφύγουν.
Φανταστείτε κάποιον που λέει: αυτός θα μού κάνει κακό, πρέπει να αμυνθώ, για το καλό μου, είναι κακός, θα του επιτεθώ για να αμυνθώ πρώτος. Και κάνει το κακό χωρίς κάποιος να του έχει κάνει κακό. Αλλά, δείτε το κι έτσι: Ακόμη κι αν δεν το κάνει πρώτος, και του κάνει κάποιος κακό όντως, θα απαντήσει πάλι με το κακό, για άμυνα ή εκδίκηση. Η διάδοση του Κακού, με τους δύο αυτούς τρόπους, σαν «μόλυνση», είναι ραγδαία, είτε με έμμεσο μεταμφιεσμένο τρόπο, ως «Καλό», είτε με άμεσο εκδηλωμένο τρόπο, ως «αναγκαίο Κακό».
Θυμάμαι μια παλιά ωραία ποιητική ατάκα: «Το Κακό είναι Τερατώδες». Όταν είσαι με το Κακό, δηλαδή, είσαι με τα τέρατα. Και συμβολίζεται με τέρατα -σε αντίθεση με το Καλό που εμφανίζει ανθρωποειδή σύμβολα και εμφανίζει τέρατα. Και, όπως λέει ο Νίτσε, «αυτός που κυνηγάει τέρατα πρέπει να προσέχει για να μη γίνει τέρας ο ίδιος» και «όταν κοιτάς την άβυσσο, κι αυτή κοιτάει μέσα σε σένα…»
Είναι δεδομένο, ή θα έπρεπε να είναι, ότι το Κακό υπάρχει και μέσα μας, είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι ο κατώτερος εαυτός, ο εχθρός, τα ένστικτα, το ασυνείδητο (αντιδιαμετρικά με την συνείδηση), το απομονωμένο εγώ, που δεν βρίσκεται σε σύνδεση με το Ολον, η έλλειψη κατανόησης, αυτή η «σκιά» μας με την οποία κατά την «μύηση» πρέπει να μονομαχήσουμε και να την νικήσουμε, να νικήσουμε τον φύλακα κατώτερο εαυτό μας για να περάσουμε το κατώφλι για τα υψηλά πράγματα, να τον μεταστοιχειώσουμε σε κάτι ανώτερο, καλύτερο, να εξελιχθούμε, να προεκταθούμε, να πεθάνουμε τον «μικρό θάνατο» (η κάμπια που γίνεται πεταλούδα).
Ο Πόλεμος του Καλού και του Κακού, μέσα μας, είναι ο πόλεμος του κατώτερου και του ανώτερου εαυτού μας, ο πόλεμος του ζώου μας και του ανθρώπου μας, με στόχο τον υπάνθρωπο ή τον υπεράνθρωπο, με στόχο την εντροπία ή την εξέλιξη, τον θάνατο ή την ζωή, την στάση ή την ανάσταση, την παρανόηση ή την κατανόηση, το σκότος ή το φως.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για αυτόν τον συγκλονιστικό αιώνιο πόλεμο, που διεξάγεται παντού και πάντα, και που ελπίζουμε -ή είναι αναπόφευκτο αν όλα πάνε καλά- να υπερισχύσει το Καλό και να νικήσει. Μέσα μας, έξω μας, γύρω μας, στα πάντα, παντού. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε πολλά, ακριβώς επειδή βρισκόμαστε σε πολεμική κατάσταση.
Και όλα αυτά περιγράφουν την τραγωδία του ανθρώπου, το τραγικό έπος των Θεών, το «Δράμα του Κόσμου». Μπορούμε να πούμε ότι όλος ο κόσμος είναι ένα πεδίο μάχης, κι εμείς πολεμιστές, παραφράζοντας τον Σαίξπηρ που λέει ότι όλος ο κόσμος είναι μία θεατρική σκηνή, κι εμείς ηθοποιοί που αλλάζουμε ρόλους.
Carpe Diem.
Disce Pati.
Ad Astra Per Aspera.
Fictio Cedit Veritati.
Veritas Omnia Vincit.
ΔΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου