Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ο Αριστοτέλης, η αυτογνωσία ως προϋπόθεση της μεγαλοπρέπειας και η μεσότητα ως εξασφάλιση κάθε αρετής

Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση της μεγαλοπρέπειας ο Αριστοτέλης καταλήγει σε τέσσερις εκδοχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς εκ των οποίων μονάχα η μία κρίνεται σωστή κι ως εκ τούτου αντάξια της μεγαλοπρεπούς πράξης: «ανάμεσα σε τέσσερις εκδοχές πρέπει να αναζητηθεί ο μεγαλόψυχος» (1232b 37-38).

Για να γίνει αναλυτικότερος: «Μπορεί ο πρώτος να είναι άξιος για μεγάλα και παράλληλα να θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτά· μπορεί, δεύτερον, κάποιος άλλος να είναι άξιος για μικρά και να θεωρεί τον εαυτό του άξιο για μικρά· μπορεί και το αντίστροφο για την καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις· δηλαδή, ένας τρίτος να αξίζει για μικρά αλλά να θεωρεί τον εαυτό του άξιο για τα μεγάλα και πολυτίμητα αγαθά, μπορεί κι ένας τέταρτος να αξίζει για μεγάλα αλλά να θεωρεί τον εαυτό του για μικρά» (1232b 38-44).

Εκείνος που υπερεκτιμά τον εαυτό του αποδίδοντάς του αξία που στην πραγματικότητα δεν έχει όχι μόνο δεν είναι μεγαλόψυχος, αλλά κρίνεται αξιόμεμπτος ως άνθρωπος ανόητος: «Αυτός, λοιπόν, που ενώ αξίζει για μικρά νομίζει ότι αξίζει για μεγάλα, είναι αξιόμεμπτος (πρόκειται βέβαια για άνθρωπο ανόητο· δεν είναι ωραίο να ζητάει κάτι που δεν του αξίζει)» (1232b 44-47). Ένας τέτοιος άνθρωπος, επί της ουσίας, εκπληρώνει τη μικρότητα της κενοδοξίας.

Όμως, και εκείνος που υποτιμά τον εαυτό του και, ενώ αξίζει πολλά, θεωρεί ότι αξίζει λίγα, κρίνεται επίσης κατακριτέος: «Επίσης αξιόμεμπτος είναι και εκείνος που αξίζει όσα έχει αλλά ο ίδιος δε θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτά» (1233a 1-2).

Οι άνθρωποι αυτού του είδους για τον Αριστοτέλη δεν εκπροσωπούν ούτε τη μετριοπάθεια ούτε τη μετριοφροσύνη, αφού, εν τέλει, η συμπεριφορά τους δεν εκπληρώνει τα πρότυπα της μεσότητας. Η μεσότητα –στην αριστοτελική εκδοχή της– δεν έχει να κάνει με την υποτίμηση του εαυτού –πολύ περισσότερο την αδικία– αλλά με την ορθή απόδοση αυτών που πράγματι αξίζει. Ο άνθρωπος που υποτιμά τις δυνατότητές του κρίνεται μικρόψυχος, αφού αδυνατεί να κατανοήσει (κι ως εκ τούτου να εκφράσει) το μεγαλείο της ψυχής του.

Η μεγαλοπρέπεια τίθεται ανάμεσα στην υπερβολή της κενοδοξίας και την έλλειψη της μικροψυχίας: «η μεγαλοψυχία θα είναι μια μεσότητα μεταξύ δύο αντιθέτων ακροτήτων: την κενοδοξία, ιδιότητα εκείνων που θεωρούν ότι αξίζουν τα μεγάλα ενώ είναι ανάξιοί τους (λέμε κενόδοξους ακριβώς αυτούς που νομίζουν ότι αξίζουν τα μεγάλα, ενώ δεν τα αξίζουν), και την μικροψυχία, ιδιότητα εκείνων που ενώ αξίζουν τα μεγάλα, οι ίδιοι δε θεωρούν τον εαυτό τους γι’ αυτά (γνώρισμα του μικρόψυχου είναι ακριβώς αυτό, να έχει πράγματα για τα οποία δίκαια θα κρινόταν άξιος, αλλά αυτός να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τα πάντα). Συνεπάγεται ότι η μεγαλοψυχία είναι μεσότητα μεταξύ κενοδοξίας και μικροψυχίας» (1233a 10-21).

Είναι σαφές ότι η υψηλή ατομική αξία δεν αποτελεί μοναδικό κριτήριο μεγαλοπρέπειας, αφού ο μικρόψυχος, αν και την έχει, δεν κρίνεται μεγαλοπρεπής. Η αξία πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από την επίγνωσή της, δηλαδή από το βάθος της γνώσης του εαυτού και την αμερόληπτη κρίση του με βάση τον ορθό λόγο. Ούτε αυτός που υπερεκτιμά τον εαυτό του ούτε αυτός που τον υποτιμά μπορεί να κριθεί μεγαλόψυχος.

Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η αυτογνωσία, ως κριτήριο της μεγαλοπρέπειας, τίθεται με τρόπο ακόμη πιο εμφατικό κι από την ίδια την αξία. Η περίπτωση του μικρόψυχου το καταδεικνύει σαφώς, αφού η αξία που δε συνοδεύεται από τη δέουσα αυτογνωσία κρίνεται αξιοκατάκριτη, με τον ίδιο τρόπο που κατακρίνεται και η έλλειψή της ως κενοδοξία. (Αν και ο κενόδοξος είναι μάλλον χειρότερη περίπτωση, αφού δεν έχει ούτε αξία ούτε αυτογνωσία).

Εντύπωση προκαλεί η άποψη του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο που έχει μικρή αξία κι έχει επίγνωση αυτού χωρίς να υπερεκτιμά τον εαυτό του: «Αυτός δεν είναι ούτε απολύτως αξιόμεμπτος ούτε όντως μεγαλόψυχος, αφού δε συσχετίζεται με κανένα μεγάλο μέγεθος: μήτε άξιος για μεγάλα είναι μήτε τον εαυτό του θεωρεί άξιο γι’ αυτά· έτσι δεν είναι καν αντίθετος στον μεγαλόψυχο, μολονότι φαίνεται να είναι αντίθετοι αυτός που αξίζει τα μεγάλα προς αυτόν που δεν τα αξίζει, και αυτός που θεωρεί τον εαυτό του άξιο για μεγάλα προς αυτόν που (τον θεωρεί άξιο) μόνο για μικρά» (1233a 21-26).

Η άποψη ότι ο άνθρωπος που έχει επίγνωση της μικρής του αξίας «δεν είναι απολύτως αξιόμεμπτος» (σε αντίθεση με τις περιπτώσεις της κενοδοξίας και της μικροψυχίας που κρίνονταν πλήρως αξιόμεμπτες) καθιστά σαφές ότι ο κάτοχος της αυτογνωσίας κρίνεται προτιμότερος, ακόμη κι αν οι περαιτέρω ικανότητές του είναι περιορισμένες. Η προτίμηση που δείχνει ο Αριστοτέλης σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάδειξη της αυτογνωσίας σε υπέρτατη αξία. Ο έχων αυτογνωσία κρίνεται λιγότερο κατακριτέος, έστω κι αν η αξία του είναι μικρή, από εκείνον που δεν γνωρίζει τις δυνατότητές του, ακόμη κι αν είναι μεγάλες.

Η επίγνωση κάποιου της μικρής του αξίας δεν τον κάνει μεγαλόπρεπο αλλά εξασφαλίζει ότι δεν πρόκειται για το αντίθετό της μεγαλοπρέπειας (όπως προφανώς η κενοδοξία και η μικροπρέπεια). Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «Και δεν είναι αντίθετος, για το λόγο αφενός ότι δεν είναι αξιόμεμπτος (συμπεριφέρεται ασφαλώς όπως επιτάσσει η λογική), αφετέρου ότι είναι στη φύση ίδιος με τον μεγαλόψυχο (αυτό βεβαίως που αξίζουν, αυτό κι οι δύο θεωρούν ότι τους πρέπει)» (1233a 26-29).

Κι όχι μόνο αυτό: «Άλλωστε, αυτός έχει τη δυνατότητα να γίνει μεγαλόψυχος (διότι θα θεωρήσει τον εαυτό άξιο γι’ αυτά που όντως αξίζει), ενώ ο μικρόψυχος, που έχει πολυτίμητα αγαθά κι όμως δε θεωρεί τον εαυτό του άξιο γι’ αυτά, τι θα γινόταν αν άξιζε μόνο για μικρά; Είτε κενόδοξος θα ήταν, αν θεωρούσε ότι αξίζει για μεγάλα, είτε ακόμη πιο λίγα θα αξίωνε» (1233a 30-35).

Η παραδοχή ότι ο μικρής αξίας που έχει αυτογνωσία είναι πιθανότερο να φτάσει στη μεγαλοπρέπεια από τον μικρόψυχο (που, αν όντως βρεθεί με λίγα, είτε θα γίνει κενόδοξος είτε θα αξίωνε ακόμη λιγότερα) καταδεικνύει ότι η αυτογνωσία κρίνεται προτιμότερη κι από την ίδια την έννοια της αξίας. Το ότι ο μικρόψυχος είναι αδύνατο να φτάσει στη μεγαλοψυχία καθιστά σαφές ότι χωρίς αυτογνωσία δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την κατάκτηση της αρετής.

Όσο για τον κενόδοξο, δεν γίνεται η ελάχιστη αναφορά προφανώς γιατί κρίνεται επουσιώδης. Ο κενόδοξος, ως άνθρωπος δίχως αξία και δίχως αυτογνωσία, κρίνεται ανάξιος λόγου εκπροσωπώντας τη χειρότερη περίπτωση που μπορεί να συμβεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος κρίνεται μάλλον ανίατος από θέση αρχής.

Όπως και να έχει, μεγαλόπρεπος είναι αυτός που κατέχει αξία και το γνωρίζει. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος που συνδυάζει την υψηλή αξία με την αυτογνωσία: «Δεν απομένει παρά ένας, αυτός που αξίζει τα μεγάλα και μαζί θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του άξιο γι’ αυτά. Αυτός είναι επαινετός και βρίσκεται στο μέσον των δύο προηγουμένων» (εννοείται της κενοδοξίας και της μικροψυχίας). (1233a 2-5).

Από κει και πέρα, δεν πρέπει να συγχέεται η μεγαλοψυχία με τη μεγαλοπρέπεια: «Ο μεγαλόπρεπος δεν έχει να κάνει με την οποιαδήποτε πράξη και επιλογή, αλλά με τη χρηματική δαπάνη (εκτός αν μιλούμε μεταφορικά)· χωρίς τέτοια δαπάνη δεν υφίσταται μεγαλοπρέπεια. Διότι στην περίπτωση αυτή το πρέπον εντοπίζεται στην εντυπωσιακή καλαισθησία, και η εντυπωσιακή καλαισθησία δεν προκύπτει από τυχαία έξοδα, αλλά από το να ξοδέψεις πολύ περισσότερα από τα αναγκαία» (1233a 39-45).

Το ότι ο μεγαλόπρεπος διατίθεται να ξοδέψει περισσότερα από τα αναγκαία υπηρετώντας την «εντυπωσιακή καλαισθησία» δε σημαίνει ότι η μεγαλοπρέπεια σχετίζεται με την υπερβολή. Αντιλαμβανόμενοι ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων ταυτίζεται με το ζην γίνεται σαφές ότι οι επιπλέον δαπάνες έχουν να κάνουν με το ευ ζην που είναι αδύνατο να εκληφθεί ως απλή κάλυψη των αναγκών. Όμως, η γνώση ότι οι δαπάνες πρέπει να ξεπεράσουν το κόστος των αναγκών υπηρετώντας την καλαισθησία που θα σηματοδοτήσει την καλή ζωή δεν πρέπει να εκληφθεί ως δίχως όρια κατανάλωση.

Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα του μεγαλόπρεπου, ο οποίος διατίθεται να ξοδέψει περισσότερα εξασφαλίζοντας ποιότητα στη ζωή του, χωρίς όμως να αγνοεί τις ισορροπίες, δηλαδή τη μεσότητα που ορίζεται και πάλι από τη λογική. Η υπερβολή σε τέτοιες δαπάνες δεν αφορά τον μεγαλόπρεπο, αλλά τον ξιπασμένο: «Όποιος, λοιπόν, επιλέγει τη μεγάλη δαπάνη και ξοδεύει αυτά και περισσότερα, και δείχνει έφεση γι’ αυτή τη μεσότητα και την απολαμβάνει είναι ο μεγαλόπρεπος. Ενώ αυτός που τείνει σε δαπάνη πιο μεγάλη από το πρέπον, φτάνοντας στη δυσαρμονία, δεν έχει όνομα· πάντως, γειτνιάζουν μεταξύ τους οι λεγόμενοι απειρόκαλοι και οι ξιπασμένοι» (1233a 45-49 και 1233b 1-2).

Ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Ένα παράδειγμα: στο γάμο του αγαπημένου του μοναχογιού και στις σχετικές δαπάνες, ένας πλούσιος νομίζει ότι του ταιριάζει προετοιμασία αντίστοιχη του να πιούνε οι συνδαιτυμόνες μια γουλίτσα προς τιμή του θεού· αυτός είναι μικροπρεπής. Ο άλλος, πάλι, που τους υποδέχεται με τρόπο αταίριαστο στη φήμη και την εξουσία του φέρνει προς τον ξιπασμένο. Εκείνος, όμως, που λειτουργεί όπως ταιριάζει στην αξία του και όπως το επιβάλλει η λογική, αυτός είναι μεγαλόπρεπος» (1233b 3-9).

Η μία γουλιά κρασιού ως κέρασμα στο γάμο παραπέμπει στην έλλειψη που σηματοδοτεί τη μικροπρέπεια. Από την άλλη, οι υπερβολές σχετίζονται με την επίδειξη του ξιπασμένου. Για τον Αριστοτέλη η μεγαλοπρέπεια έχει να κάνει με το μέτρο που ξεπερνά την απλή κάλυψη των αναγκών, αλλά δεν ξεφεύγει και από τα πρέποντα όρια.

Σε τελική ανάλυση, ο μεγαλόπρεπος ξέρει να όρια που του αρμόζουν, τα οποία είναι σύμφωνα με την αξία του: «Διότι το πρέπον ορίζεται ανάλογα με την αξία του καθενός. Οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει το πρέπον (και γι’ αυτό είναι πρέπον, γιατί ταιριάζει στην πρέπουσα αξία) τόσο εν σχέσει με το αντικείμενο της δαπάνης (άλλο, βέβαια, είναι το πρέπον για το γάμο ενός δούλου και άλλο για το γάμο του ερωμένου) όσο και με το υποκείμενό της και το τι αυτός δαπανά από άποψη ποσότητας και ποιότητας» (1233b 9-14).

Με δυο λόγια, άλλο είναι το μέτρο των εξόδων για το γάμο ενός δούλου (οι απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία είναι γνωστές και αναλύονται στο έργο του «Πολιτικά») κι άλλο για το γάμο του ελεύθερου ανθρώπου, όπως άλλο το μέτρο για το γάμο του μοναχογιού κι άλλο για κάποιο πιο μακρινό πρόσωπο. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να διαφοροποιούν το μέγεθος των εξόδων, αφού οι εκάστοτε συνθήκες διαμορφώνουν το πλαίσιο της πρέπουσας συμπεριφοράς, αλλά δεν αναιρούν την αξία του μέτρου που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεπεραστεί.

Το μέτρο τίθεται ως θεμέλιο για το σύνολο της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας: «Σχεδόν όλα όσα επαινούνται ή ψέγονται, εν σχέσει με το ήθος, αποτελούν είτε υπερβολές ή ελλείψεις είτε μεσότητες στα πάθη» (1233b 21-23).

Με τον ίδιο τρόπο θα καθοριστεί και η ορθή συμπεριφορά ανάμεσα στο φθόνο και τη χαιρεκακία: «Ανάλογα με τις έξεις που τους χαρακτηρίζουν, ο μεν φθόνος του ενός είναι λύπη για όσους δίκαια ευτυχούν, ενώ η αντίστοιχη ιδιότητα του χαιρέκακου (είναι να) χαίρεται με τις άδικες συμφορές των άλλων» (1233b 24-29).

Η μεσότητα θα εκφραστεί από τον άνθρωπο της νεμέσεως: «Μέσος ανάμεσά τους» (εννοείται του χαιρέκακου και του φθονερού) «είναι ο άνθρωπος της νεμέσεως, και νέμεση (δίκαιη αγανάκτηση) είναι αυτό που ονόμαζαν οι παλαιοί, το να λυπάται κανείς με τις άδικες ευτυχίες ή δυστυχίες των άλλων, αλλά να χαίρεται με τις δίκαιες» (1233b 29-32).

Η μεσότητα σε κάθε περίπτωση ταυτίζεται με το δίκαιο που ορίζεται από τον ορθό λόγο. Η χαιρεκακία και ο φθόνος αποτελούν ανισορροπίες της ψυχής που αδυνατεί να γεννήσει τα συναισθήματα που αρμόζουν στις επιταγές του δικαίου.

Αντίστοιχα, η αιδώς αποτελεί το κριτήριο της μεσότητας όσον αφορά την αναισχυντία και την ακοινώνητη συστολή: «Η αιδώς είναι μεσότητα μεταξύ αναισχυντίας και ακοινώνητης συστολής· αναίσχυντος είναι αυτός που δε νοιάζεται καθόλου για την εντύπωση που θα προκαλέσει στους άλλους, ενώ ο ακοινώνητα συνεσταλμένος τα χάνει τελείως από ντροπή, καθώς νοιάζεται εξίσου για την εντύπωση του καθενός» (1233b 33-36).

Σ’ αυτό το ζευγάρι των αντιθέτων κακών η μεσότητα εκφράζεται από την αιδημοσύνη: «Αιδήμον είναι εκείνος που νοιάζεται μόνο για την εντύπωση των ανθρώπων που του φαίνονται σπουδαίοι» (1233b 37).

Η ειλικρινής φιλική διάθεση αποτελεί μέσο για τις κακίες της εχθρότητας και της κολακείας: «Η ειλικρινής φιλική διάθεση είναι μεσότητα ανάμεσα στην εχθρότητα και την κολακεία· ο κόλακας, από τη μια, λέει τα πάντα όπως θέλει να τα ακούσει ο άλλος· ο εχθρικός, από την άλλη, συγκρούεται με κάθε επιθυμία του άλλου. Αντίθετα, όποιος έχει την ειλικρινή φιλική διάθεση δεν ακολουθεί ούτε και συγκρούεται με κάθε επιθυμία του άλλου, αλλά επικεντρώνεται σε αυτό που του φαίνεται το καλύτερο από όλα» (1233b 38-43).

Με τον ίδιο τρόπο η αλαζονεία και η δουλοπρέπεια ως κακίες των άκρων, όταν επέρχεται η μεσότητα αντικαθίστανται από την αξιοπρέπεια: «Η σοβαρότητα-αξιοπρέπεια είναι μεσότητα ανάμεσα στην αυθάδεια-αλαζονεία και τη δουλοπρέπεια· ο αυθάδης-αλαζών, από τη μία, ζει σαν να μην υπάρχει ο άλλος καταφρονώντας τον· ο δουλοπρεπής, από την άλλη, τα δίνει όλα στον άλλο ταπεινώνοντας τον εαυτό του έναντι όλων. Αντίθετα, ο σοβαρός-αξιοπρεπής άλλοτε δίνει στη σχέση με τον άλλο, άλλοτε όχι, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως ποιοι είναι άξιοι γι’ αυτό» (1233b 43-48).

Τέλος, ο αυθέκαστος αποτελεί το μέσον ανάμεσα στον κρυψίνου και τον ψευτοπερήφανο: «Ο ειλικρινής και απλός άνθρωπος, ο καλούμενος αυθέκαστος, βρίσκεται στο μέσον του κρυψίνου και του ψευτοπερήφανου. Ο κρυψίνους, από τη μια, ψεύδεται εις βάρος του εαυτού του, παρουσιάζοντας εν γνώσει του τα πράγματα κατώτερα από ό,τι είναι· ο ψευτοπερήφανος, από την άλλη, τα παρουσιάζει ανώτερα· ο ειλικρινής τα παρουσιάζει όπως είναι αυτός είναι φιλαλήθης, ενώ οι προηγούμενοι ρέπουν προς το ψέμα» (1233b 48-50 και 1234a 1-4).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου