Κορνήλιος Καστοριάδης: 1922-1997
Αυτονομία και ετερονομία
Ι. Η έννοια της αυτονομίας είναι, πρωτίστως, κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Καντ. Ο Ολύμπιος αυτός Δίας της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης, όταν μιλάει για αυτονομία, έχει στο νου του την εγγενή αυτονομοθετική πράξη του Λόγου και στη συνάφεια τούτη την κατανοεί ως αυτο-αναφορά, ως εκείνη τη διαρκή ενέργεια του Λόγου, που όχι μόνο διακρίνεται από την πράξη της φύσης, αλλά και στέκεται απέναντί της. Στο πλαίσιο αυτής της παράδοσης της νεότερης φιλοσοφίας και πιο ειδικά του γερμανικού Ιδεαλισμού, η έννοια της αυτονομίας αποκτά στον Χέγκελ το νόημα της αυτο-πραγμάτωσης του απόλυτου πνεύματος· και τούτη πάντα υπό το πνεύμα της κριτικής αποτίμησης του Διαφωτισμού και των μονοσήμαντων απολυτοποιήσεών του. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η αυτονομία, ως τέτοια αυτοπραγμάτωση, συνδέεται ουσιωδώς με την κοινωνική-πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ και όχι με τους αιθέρες, όπως αποφαίνονται στομφωδώς ορισμένοι επαγγελματίες αγράμματοι, γύρω από τον Χέγκελ, εκεί πέρα στα αποστεωμένα πανεπιστημιακά κατεστημένα.
ΙΙ. Κατά ένα τέτοιο περίπου προσανατολισμό, τίθεται και το ερώτημα, στην περίπτωση του Καστοριάδη: τι είναι αυτονομία και ποια η σχέση της με την ετερονομία; Η έννοια της αυτονομίας, αυτή καθεαυτήν, δεν αντανακλά απλώς μια ιδεατή πραγματικότητα, που εισάγεται στη ζωή μας ελέω της μιας ή της άλλης φιλοσοφικής θεμελίωσης, ούτε σχετίζεται με κάποια επιστημολογική ιδέα, αλλά συνυφαίνεται ουσιωδώς με την πρακτική φιλοσοφία και ιδιαίτερα με την πολιτική. Μα τι είδους πολιτική; Με το νόημα της αυθεντικής πολιτικής· ήτοι εκείνης της δραστηριότητας, που διαυγάζει την κοινωνική θέσμιση εν γένει:
«Φιλοσοφία και πολιτική γεννιούνται μαζί, την ίδια στιγμή, στην ίδια χώρα, φερόμενες από την ίδια κίνηση, την κίνηση προς την ατομική και συλλογική αυτονομία. Φιλοσοφία: δεν πρόκειται για συστήματα, βιβλία, σχολαστικούς συλλογισμούς. Πρόκειται, πρώτα πρώτα και πριν απ’ όλα, για αμφισβήτηση της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου, των ειδώλων της φυλής, μέσα στον ορίζοντα μιας απεριόριστης ερώτησης. Πολιτική: δεν πρόκειται για δημοτικές εκλογές, ούτε καν για προεδρικές. Η πολιτική, με την αληθινή έννοια του όρου, είναι η αμφισβήτηση της πραγματικής θέσμισης της κοινωνίας, η δραστηριότητα που προσπαθεί ν στοχεύσει με διαύγεια στην κοινωνική θέσμιση ως τέτοια»[1].
Ως μια τέτοια δραστηριότητα δύναται να συνδεθεί περαιτέρω με τον φιλοσοφικό μεταστοχασμό και να καταστεί πράξη ανα-τρεπτική των καθιδρυμένων ή παγιωμένων φαντασιακών θεσμίσεων και των αντίστοιχων ιδεοληψιών τους. Μια τέτοια πράξη, με τη σειρά της, ευδοκιμεί πρωτίστως όχι ως μεμονωμένη πράξη του ενός ή του άλλου καθέκαστου ατόμου, αλλά ως πράξη του ελεύθερου και ελεύθερα σκεπτόμενου ατόμου, τουτέστιν του τελευταίου ως μέλους μιας αυθεντικής πολιτικής κοινότητας.
ΙΙΙ. Ο Καστοριάδης προσδιορίζει ως εξής μια τέτοια κοινότητα:
«πολιτική κοινότητα όχι με την τρέχουσα έννοια, συνώνυμη της ψηφοθηρίας, των παρασκηνιακών ελιγμών και των μεγαλόστομων προεκλογικών υποσχέσεων, αλλά με τη μεγάλη και σημαντική έννοια που αφορά την αυτο-θέσμιση και την πράξη μιας ανθρώπινης κοινότητας, που τα μέλη της θέλουν να επωμισθούν πράγματι τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο να είναι αυτόνομοι»[2].
Τι μας επιτρέπει το πιο πάνω απόσπασμα να κατανοούμε ως αυτονομία;
Ο Καστοριάδης εδώ, όπως και σε άλλες δέσμες εννοιών και κατανοητικών συλλήψεων, μιλάει θεμελιωδώς με τη γλώσσα της φιλοσοφικής παράδοσης: από τον Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.α. έως και τη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία: Καντ, ιδιαίτερα Χέγκελ, αλλά και Χάιντεγκερ κ.λπ., ανεξάρτητα από το ότι γενικώς δεν κατονομάζει τις πηγές του, κατά την προσφιλή του συνήθεια, δηλ. τους μεγάλους φιλοσόφους σαν τους προαναφερθέντες, αλλά απεναντίας στέκεται ορισμένως αφοριστικός απέναντί τους.
IV. Εισάγει ως θεμελιώδη προϋπόθεση, για την αυτονομία, την έννοια της βούλησης της ανθρώπινης εαυτότητας, της βούλησης ως ενός είδους απόφασης, ετοιμότητας ‒συνειδησιακής, πνευματικής‒ευθύνης για ενεργό διεκδίκηση και εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας[3]. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα κίνημα, θεμελιωμένο στην ιστορικότητά του. Η αυτονομία, συνεπώς, του ανθρώπινου ατόμου δεν νοείται ως αποκοπή, αυτονόμηση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου ατόμου από τον κοινωνικό του δεσμό, από την κοινωνική του σχέση, αλλά ως η ικανότητα της ανθρώπινης εαυτότητας να θέτει υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη παλαιολιθική κοινωνικο-πολιτική τάξη.
V. Στο μέτρο που η εν λόγω εαυτότητα είναι ο κοινός τόπος συνάντησης ατόμου και κοινωνίας, η μια και η αυτή εστία της ενεργητικής σχέσης ανάμεσα στη συνειδητότητα και στη μη-συνειδητότητα [=συνειδητό ‒ασυνείδητο] ατόμων και κοινωνίας, η ως άνω αμφισβήτηση δεν σημαίνει μια ετερόνομη καταστροφή της κοινωνίας, δηλαδή ολική καταστροφή από δυνάμεις, που δεν τις έχει δημιουργήσει, δεν τις έχει αναδείξει η ίδια η κοινωνία, αλλά η εγκαθίδρυση άλλων νοημάτων και άλλων σημασιών, αυθεντικών, πέραν πάσης φύσεως φαντασιακών σημασιών.
VI. Μια τέτοια εγκαθίδρυση μας επιτρέπει να,
«φτιάχνουμε τους δικούς μας νόμους, [να] είμαστε μια αυτόνομη συλλογικότητα που απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας, να τους αμφισβητούμε μέσα στα έργα και μέσω των έργων μας»[4].
Το ως άνω αίτημα της αυτονομίας, ως ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο στην απειλή της ετερονομίας. Η ετερονομία είναι μια απόπειρα να θεσμίζονται νόρμες, απαγορεύσεις, σχέσεις, ιδεώδη, νόμοι κ.λπ. ως κάτι που έρχεται έξω από τον άνθρωπο, έξω από την ίδια την κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα είναι δημιουργήματα του ανθρώπου και της ίδιας της κοινωνίας:
«ετερονομία είναι το ότι η θέσμιση της κοινωνίας, που είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας, τίθεται από την κοινωνία ως δεδομένη από κάποιον άλλο, από μια “υπερβαίνουσα πηγή”: από τους προγόνους, τους θεούς, το θεό, τη φύση ή ‒όπως στον Μαρξ‒ από τους “νόμους της ιστορίας”»[5].
Μια κριτική θεώρηση αυτής της καστοριαδικής θέσης δείχνει πως η κοινωνία δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια ή μια υποκειμενική ή ακόμη και ταξική έννοια, αλλά κατ’ εξοχήν ένα συγκεκριμένο Όλο, που συνδυάζει αντίθετες πτυχές, ρήξεις, φωτεινές στιγμές κ.λπ.· με μια έννοια είναι ένας διαρκής πόλεμος, με το νόημα του Ηράκλειτου, όπου όλα οδηγούνται σε σχάση και σε ενότητα, στη βάση του φιλοσοφικού Λόγου, ο οποίος εμπνέει το φιλοσοφικό πράττειν. Με τούτη την έννοια δικαιώνεται περισσότερο από κάθε άλλον ο Χέγκελ που ανάγει τον συμπαντικό κόσμο της αυτονομίας, μέσα από τη διαλεκτική άρση της ετερονομίας, στην αυτό-πραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος[6].
------------------------------
[1] Κ. Καστοριάδης: Χώροι του ανθρώπου, σ. 211.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της …, σ. 11.
[3] Κ. Καστοριάδης, «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την ιστορία μας», σ. 71.
[4] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 102.
[5] Κ. Καστοριάδης, Καιρός, σ. 31.
[6] Hegel: Η Φιλοσοφία του πνεύματος: το αντικειμενικό και το απόλυτο πνεύμα. Εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 177 κ.εξ.
Αυτονομία και ετερονομία
Ι. Η έννοια της αυτονομίας είναι, πρωτίστως, κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Καντ. Ο Ολύμπιος αυτός Δίας της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης, όταν μιλάει για αυτονομία, έχει στο νου του την εγγενή αυτονομοθετική πράξη του Λόγου και στη συνάφεια τούτη την κατανοεί ως αυτο-αναφορά, ως εκείνη τη διαρκή ενέργεια του Λόγου, που όχι μόνο διακρίνεται από την πράξη της φύσης, αλλά και στέκεται απέναντί της. Στο πλαίσιο αυτής της παράδοσης της νεότερης φιλοσοφίας και πιο ειδικά του γερμανικού Ιδεαλισμού, η έννοια της αυτονομίας αποκτά στον Χέγκελ το νόημα της αυτο-πραγμάτωσης του απόλυτου πνεύματος· και τούτη πάντα υπό το πνεύμα της κριτικής αποτίμησης του Διαφωτισμού και των μονοσήμαντων απολυτοποιήσεών του. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η αυτονομία, ως τέτοια αυτοπραγμάτωση, συνδέεται ουσιωδώς με την κοινωνική-πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ και όχι με τους αιθέρες, όπως αποφαίνονται στομφωδώς ορισμένοι επαγγελματίες αγράμματοι, γύρω από τον Χέγκελ, εκεί πέρα στα αποστεωμένα πανεπιστημιακά κατεστημένα.
ΙΙ. Κατά ένα τέτοιο περίπου προσανατολισμό, τίθεται και το ερώτημα, στην περίπτωση του Καστοριάδη: τι είναι αυτονομία και ποια η σχέση της με την ετερονομία; Η έννοια της αυτονομίας, αυτή καθεαυτήν, δεν αντανακλά απλώς μια ιδεατή πραγματικότητα, που εισάγεται στη ζωή μας ελέω της μιας ή της άλλης φιλοσοφικής θεμελίωσης, ούτε σχετίζεται με κάποια επιστημολογική ιδέα, αλλά συνυφαίνεται ουσιωδώς με την πρακτική φιλοσοφία και ιδιαίτερα με την πολιτική. Μα τι είδους πολιτική; Με το νόημα της αυθεντικής πολιτικής· ήτοι εκείνης της δραστηριότητας, που διαυγάζει την κοινωνική θέσμιση εν γένει:
«Φιλοσοφία και πολιτική γεννιούνται μαζί, την ίδια στιγμή, στην ίδια χώρα, φερόμενες από την ίδια κίνηση, την κίνηση προς την ατομική και συλλογική αυτονομία. Φιλοσοφία: δεν πρόκειται για συστήματα, βιβλία, σχολαστικούς συλλογισμούς. Πρόκειται, πρώτα πρώτα και πριν απ’ όλα, για αμφισβήτηση της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου, των ειδώλων της φυλής, μέσα στον ορίζοντα μιας απεριόριστης ερώτησης. Πολιτική: δεν πρόκειται για δημοτικές εκλογές, ούτε καν για προεδρικές. Η πολιτική, με την αληθινή έννοια του όρου, είναι η αμφισβήτηση της πραγματικής θέσμισης της κοινωνίας, η δραστηριότητα που προσπαθεί ν στοχεύσει με διαύγεια στην κοινωνική θέσμιση ως τέτοια»[1].
Ως μια τέτοια δραστηριότητα δύναται να συνδεθεί περαιτέρω με τον φιλοσοφικό μεταστοχασμό και να καταστεί πράξη ανα-τρεπτική των καθιδρυμένων ή παγιωμένων φαντασιακών θεσμίσεων και των αντίστοιχων ιδεοληψιών τους. Μια τέτοια πράξη, με τη σειρά της, ευδοκιμεί πρωτίστως όχι ως μεμονωμένη πράξη του ενός ή του άλλου καθέκαστου ατόμου, αλλά ως πράξη του ελεύθερου και ελεύθερα σκεπτόμενου ατόμου, τουτέστιν του τελευταίου ως μέλους μιας αυθεντικής πολιτικής κοινότητας.
ΙΙΙ. Ο Καστοριάδης προσδιορίζει ως εξής μια τέτοια κοινότητα:
«πολιτική κοινότητα όχι με την τρέχουσα έννοια, συνώνυμη της ψηφοθηρίας, των παρασκηνιακών ελιγμών και των μεγαλόστομων προεκλογικών υποσχέσεων, αλλά με τη μεγάλη και σημαντική έννοια που αφορά την αυτο-θέσμιση και την πράξη μιας ανθρώπινης κοινότητας, που τα μέλη της θέλουν να επωμισθούν πράγματι τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο να είναι αυτόνομοι»[2].
Τι μας επιτρέπει το πιο πάνω απόσπασμα να κατανοούμε ως αυτονομία;
Ο Καστοριάδης εδώ, όπως και σε άλλες δέσμες εννοιών και κατανοητικών συλλήψεων, μιλάει θεμελιωδώς με τη γλώσσα της φιλοσοφικής παράδοσης: από τον Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.α. έως και τη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία: Καντ, ιδιαίτερα Χέγκελ, αλλά και Χάιντεγκερ κ.λπ., ανεξάρτητα από το ότι γενικώς δεν κατονομάζει τις πηγές του, κατά την προσφιλή του συνήθεια, δηλ. τους μεγάλους φιλοσόφους σαν τους προαναφερθέντες, αλλά απεναντίας στέκεται ορισμένως αφοριστικός απέναντί τους.
IV. Εισάγει ως θεμελιώδη προϋπόθεση, για την αυτονομία, την έννοια της βούλησης της ανθρώπινης εαυτότητας, της βούλησης ως ενός είδους απόφασης, ετοιμότητας ‒συνειδησιακής, πνευματικής‒ευθύνης για ενεργό διεκδίκηση και εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας[3]. Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα κίνημα, θεμελιωμένο στην ιστορικότητά του. Η αυτονομία, συνεπώς, του ανθρώπινου ατόμου δεν νοείται ως αποκοπή, αυτονόμηση του ενός ή του άλλου μεμονωμένου ατόμου από τον κοινωνικό του δεσμό, από την κοινωνική του σχέση, αλλά ως η ικανότητα της ανθρώπινης εαυτότητας να θέτει υπό αμφισβήτηση την υφιστάμενη παλαιολιθική κοινωνικο-πολιτική τάξη.
V. Στο μέτρο που η εν λόγω εαυτότητα είναι ο κοινός τόπος συνάντησης ατόμου και κοινωνίας, η μια και η αυτή εστία της ενεργητικής σχέσης ανάμεσα στη συνειδητότητα και στη μη-συνειδητότητα [=συνειδητό ‒ασυνείδητο] ατόμων και κοινωνίας, η ως άνω αμφισβήτηση δεν σημαίνει μια ετερόνομη καταστροφή της κοινωνίας, δηλαδή ολική καταστροφή από δυνάμεις, που δεν τις έχει δημιουργήσει, δεν τις έχει αναδείξει η ίδια η κοινωνία, αλλά η εγκαθίδρυση άλλων νοημάτων και άλλων σημασιών, αυθεντικών, πέραν πάσης φύσεως φαντασιακών σημασιών.
VI. Μια τέτοια εγκαθίδρυση μας επιτρέπει να,
«φτιάχνουμε τους δικούς μας νόμους, [να] είμαστε μια αυτόνομη συλλογικότητα που απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας, να τους αμφισβητούμε μέσα στα έργα και μέσω των έργων μας»[4].
Το ως άνω αίτημα της αυτονομίας, ως ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, είναι πάντοτε εκ-τεθειμένο στην απειλή της ετερονομίας. Η ετερονομία είναι μια απόπειρα να θεσμίζονται νόρμες, απαγορεύσεις, σχέσεις, ιδεώδη, νόμοι κ.λπ. ως κάτι που έρχεται έξω από τον άνθρωπο, έξω από την ίδια την κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα είναι δημιουργήματα του ανθρώπου και της ίδιας της κοινωνίας:
«ετερονομία είναι το ότι η θέσμιση της κοινωνίας, που είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας, τίθεται από την κοινωνία ως δεδομένη από κάποιον άλλο, από μια “υπερβαίνουσα πηγή”: από τους προγόνους, τους θεούς, το θεό, τη φύση ή ‒όπως στον Μαρξ‒ από τους “νόμους της ιστορίας”»[5].
Μια κριτική θεώρηση αυτής της καστοριαδικής θέσης δείχνει πως η κοινωνία δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια ή μια υποκειμενική ή ακόμη και ταξική έννοια, αλλά κατ’ εξοχήν ένα συγκεκριμένο Όλο, που συνδυάζει αντίθετες πτυχές, ρήξεις, φωτεινές στιγμές κ.λπ.· με μια έννοια είναι ένας διαρκής πόλεμος, με το νόημα του Ηράκλειτου, όπου όλα οδηγούνται σε σχάση και σε ενότητα, στη βάση του φιλοσοφικού Λόγου, ο οποίος εμπνέει το φιλοσοφικό πράττειν. Με τούτη την έννοια δικαιώνεται περισσότερο από κάθε άλλον ο Χέγκελ που ανάγει τον συμπαντικό κόσμο της αυτονομίας, μέσα από τη διαλεκτική άρση της ετερονομίας, στην αυτό-πραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος[6].
------------------------------
[1] Κ. Καστοριάδης: Χώροι του ανθρώπου, σ. 211.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της …, σ. 11.
[3] Κ. Καστοριάδης, «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την ιστορία μας», σ. 71.
[4] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 102.
[5] Κ. Καστοριάδης, Καιρός, σ. 31.
[6] Hegel: Η Φιλοσοφία του πνεύματος: το αντικειμενικό και το απόλυτο πνεύμα. Εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 177 κ.εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου