ΤΡ. (ἔσωθεν)
ἰοὺ ἰού·
βοηδρομεῖτε πάντες οἱ πέλας δόμων·
ἐν ἀγχόναις δέσποινα, Θησέως δάμαρ.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, πέπρακται· βασιλὶς οὐκέτ᾽ ἔστι δὴ
γυνή, κρεμαστοῖς ἐν βρόχοις ἠρτημένη.
780 ΤΡ. οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον
σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
ΧΟ. φίλαι, τί δρῶμεν; ἦ δοκεῖ περᾶν δόμους
λῦσαί τ᾽ ἄνασσαν ἐξ ἐπισπαστῶν βρόχων;
— τί δ᾽; οὐ πάρεισι πρόσπολοι νεανίαι;
785 τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου.
ΤΡ. ὀρθώσατ᾽ ἐκτείναντες ἄθλιον νέκυν·
πικρὸν τόδ᾽ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῖς.
ΧΟ. ὄλωλεν ἡ δύστηνος, ὡς κλύω, γυνή·
ἤδη γὰρ ὡς νεκρόν νιν ἐκτείνουσι δή.
ΘΗΣΕΥΣ
790 γυναῖκες, ἴστε τίς ποτ᾽ ἐν δόμοις βοὴ
†ἠχὼ βαρεῖα προσπόλων† ἀφίκετο;
οὐ γάρ τί μ᾽ ὡς θεωρὸν ἀξιοῖ δόμος
πύλας ἀνοίξας εὐφρόνως προσεννέπειν.
μῶν Πιτθέως τι γῆρας εἴργασται νέον;
795 πρόσω μὲν ἤδη βίοτος, ἀλλ᾽ ὅμως ἔτ᾽ ἂν
λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ᾽ ἂν ἐκλίποι δόμους.
ΧΟ. οὐκ ἐς γέροντας ἥδε σοι τείνει τύχη,
Θησεῦ· νέοι θανόντες ἀλγύνουσί σε.
ΘΗ. οἴμοι, τέκνων μοι μή τι συλᾶται βίος;
800 ΧΟ. ζῶσιν, θανούσης μητρὸς ὡς ἄλγιστά σοι.
ΘΗ. τί φήις; ὄλωλεν ἄλοχος; ἐκ τίνος τύχης;
ΧΟ. βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης ἀνήψατο.
ΘΗ. λύπηι παχνωθεῖσ᾽ ἢ ἀπὸ συμφορᾶς τίνος;
ΧΟ. τοσοῦτον ἴσμεν· ἄρτι γὰρ κἀγὼ δόμους,
805 Θησεῦ, πάρειμι σῶν κακῶν πενθήτρια.
ΘΗ. αἰαῖ, τί δῆτα τοῖσδ᾽ ἀνέστεμμαι κάρα
πλεκτοῖσι φύλλοις, δυστυχὴς θεωρὸς ὤν;
χαλᾶτε κλῆιθρα, πρόσπολοι, πυλωμάτων,
ἐκλύεθ᾽ ἁρμούς, ὡς ἴδω πικρὰν θέαν
810 γυναικός, ἥ με κατθανοῦσ᾽ ἀπώλεσεν.
***
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ (από μέσα)
Αλί μου, αλί!
Τρεχάτε όσοι βρισκόσαστε κοντά.
Κρεμάστηκε η κυρά μας, η βασίλισσα!
ΚΟΡ. Ώχου μου! Δεν υπάρχει πια η γυναίκα
του Θησέα, με θελιά σκοινιού πνιγμένη!
780 ΘΕΡ. Τρεχάτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι
να κόψουμε το βρόχο απ᾽ το λαιμό της.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Α’
Τί καθόμαστε! Μέσ᾽ ας πεταχτούμε,
την κυρά μας απ᾽ τη θελιά να βγάλουμε.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Β’
Γιατί; Δεν έχει μέσα παλικάρια
να βοηθήσουνε; Φρόνιμο σε τέτοια
να μην ανακατεύεται κανείς.
ΘΕΡ. (πάντα από μέσα)
Ισώστε και ξαπλώστε τ᾽ άθλιο λείψανο!
Του παλατιού ᾽ναι τώρα ο μαύρος φύλακας.
ΚΟΡ. Απ᾽ ό,τι ακούω, ξεψύχησε η βαριόμοιρη
και τώρα την ξαπλώνουν πεθαμένη.
(Μπαίνει απ᾽ τ᾽ αριστερά ο Θησέας με τη συνοδεία του, στεφανωμένος.)
ΘΗΣΕΑΣ
790 Κυράδες, τί ᾽ναι τούτ᾽ η αντάρα μέσα!
Ακούω πικρά ξεφωνητά γυναίκεια!...
Από ιερό προσκύνημα γυρίζω
και το σπίτι μου δεν ανοιεί τις πόρτες
να με δεχτεί, να με καλωσορίσει;
Μήπως άξαφνα ο γέροντας Πιτθέας
έπαθε τίποτα; Έχει τα χρονάκια του!
Ωστόσο θα μας έδινε μεγάλη
λύπηση, να μας έφευγε απ᾽ το σπίτι.
ΚΟΡ. Η μοίρα δεν εχτύπησε τα γέρα,
μα τα νιάτα κι αυτό θα σε πληγώσει.
ΘΗΣ. Μην πέθανε κανέν᾽ απ᾽ τα παιδιά μου;
800 ΚΟΡ. Είναι καλά! Μα δύστυχε, η γυναίκα σου…
ΘΗΣ. Τί; Πέθανε η γυναίκα μου; Και πώς;
ΚΟΡ. Μ᾽ ένα σκοινί κρεμάστηκεν η δόλια.
ΘΗΣ. Και για ποιά στεναχώρια ή συφορά;
ΚΟΡ. Τόσο ξέρω. Κι εγώ ήρθα μόλις τώρα,
τη δυστυχιά σου αντάμα σου να κλάψω.
ΘΗΣ. (τραβώντας το στεφάνι του)
Ώχου! Γιατί στεφανωμένη να ᾽χω
την κεφαλή με τα χλωρά τα φύλλα,
δυστυχισμένος άνθρωπος; Ανοίχτε
τις πόρτες, δούλοι, βγάλτε την αμπάρα
να ιδώ της γυναικός μου την πικρή
810 την όψη. Ο θάνατός της με θανάτωσε!
ἰοὺ ἰού·
βοηδρομεῖτε πάντες οἱ πέλας δόμων·
ἐν ἀγχόναις δέσποινα, Θησέως δάμαρ.
ΧΟ. φεῦ φεῦ, πέπρακται· βασιλὶς οὐκέτ᾽ ἔστι δὴ
γυνή, κρεμαστοῖς ἐν βρόχοις ἠρτημένη.
780 ΤΡ. οὐ σπεύσετ᾽; οὐκ οἴσει τις ἀμφιδέξιον
σίδηρον, ὧι τόδ᾽ ἅμμα λύσομεν δέρης;
ΧΟ. φίλαι, τί δρῶμεν; ἦ δοκεῖ περᾶν δόμους
λῦσαί τ᾽ ἄνασσαν ἐξ ἐπισπαστῶν βρόχων;
— τί δ᾽; οὐ πάρεισι πρόσπολοι νεανίαι;
785 τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου.
ΤΡ. ὀρθώσατ᾽ ἐκτείναντες ἄθλιον νέκυν·
πικρὸν τόδ᾽ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῖς.
ΧΟ. ὄλωλεν ἡ δύστηνος, ὡς κλύω, γυνή·
ἤδη γὰρ ὡς νεκρόν νιν ἐκτείνουσι δή.
ΘΗΣΕΥΣ
790 γυναῖκες, ἴστε τίς ποτ᾽ ἐν δόμοις βοὴ
†ἠχὼ βαρεῖα προσπόλων† ἀφίκετο;
οὐ γάρ τί μ᾽ ὡς θεωρὸν ἀξιοῖ δόμος
πύλας ἀνοίξας εὐφρόνως προσεννέπειν.
μῶν Πιτθέως τι γῆρας εἴργασται νέον;
795 πρόσω μὲν ἤδη βίοτος, ἀλλ᾽ ὅμως ἔτ᾽ ἂν
λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ᾽ ἂν ἐκλίποι δόμους.
ΧΟ. οὐκ ἐς γέροντας ἥδε σοι τείνει τύχη,
Θησεῦ· νέοι θανόντες ἀλγύνουσί σε.
ΘΗ. οἴμοι, τέκνων μοι μή τι συλᾶται βίος;
800 ΧΟ. ζῶσιν, θανούσης μητρὸς ὡς ἄλγιστά σοι.
ΘΗ. τί φήις; ὄλωλεν ἄλοχος; ἐκ τίνος τύχης;
ΧΟ. βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης ἀνήψατο.
ΘΗ. λύπηι παχνωθεῖσ᾽ ἢ ἀπὸ συμφορᾶς τίνος;
ΧΟ. τοσοῦτον ἴσμεν· ἄρτι γὰρ κἀγὼ δόμους,
805 Θησεῦ, πάρειμι σῶν κακῶν πενθήτρια.
ΘΗ. αἰαῖ, τί δῆτα τοῖσδ᾽ ἀνέστεμμαι κάρα
πλεκτοῖσι φύλλοις, δυστυχὴς θεωρὸς ὤν;
χαλᾶτε κλῆιθρα, πρόσπολοι, πυλωμάτων,
ἐκλύεθ᾽ ἁρμούς, ὡς ἴδω πικρὰν θέαν
810 γυναικός, ἥ με κατθανοῦσ᾽ ἀπώλεσεν.
***
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ (από μέσα)
Αλί μου, αλί!
Τρεχάτε όσοι βρισκόσαστε κοντά.
Κρεμάστηκε η κυρά μας, η βασίλισσα!
ΚΟΡ. Ώχου μου! Δεν υπάρχει πια η γυναίκα
του Θησέα, με θελιά σκοινιού πνιγμένη!
780 ΘΕΡ. Τρεχάτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι
να κόψουμε το βρόχο απ᾽ το λαιμό της.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Α’
Τί καθόμαστε! Μέσ᾽ ας πεταχτούμε,
την κυρά μας απ᾽ τη θελιά να βγάλουμε.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Β’
Γιατί; Δεν έχει μέσα παλικάρια
να βοηθήσουνε; Φρόνιμο σε τέτοια
να μην ανακατεύεται κανείς.
ΘΕΡ. (πάντα από μέσα)
Ισώστε και ξαπλώστε τ᾽ άθλιο λείψανο!
Του παλατιού ᾽ναι τώρα ο μαύρος φύλακας.
ΚΟΡ. Απ᾽ ό,τι ακούω, ξεψύχησε η βαριόμοιρη
και τώρα την ξαπλώνουν πεθαμένη.
(Μπαίνει απ᾽ τ᾽ αριστερά ο Θησέας με τη συνοδεία του, στεφανωμένος.)
ΘΗΣΕΑΣ
790 Κυράδες, τί ᾽ναι τούτ᾽ η αντάρα μέσα!
Ακούω πικρά ξεφωνητά γυναίκεια!...
Από ιερό προσκύνημα γυρίζω
και το σπίτι μου δεν ανοιεί τις πόρτες
να με δεχτεί, να με καλωσορίσει;
Μήπως άξαφνα ο γέροντας Πιτθέας
έπαθε τίποτα; Έχει τα χρονάκια του!
Ωστόσο θα μας έδινε μεγάλη
λύπηση, να μας έφευγε απ᾽ το σπίτι.
ΚΟΡ. Η μοίρα δεν εχτύπησε τα γέρα,
μα τα νιάτα κι αυτό θα σε πληγώσει.
ΘΗΣ. Μην πέθανε κανέν᾽ απ᾽ τα παιδιά μου;
800 ΚΟΡ. Είναι καλά! Μα δύστυχε, η γυναίκα σου…
ΘΗΣ. Τί; Πέθανε η γυναίκα μου; Και πώς;
ΚΟΡ. Μ᾽ ένα σκοινί κρεμάστηκεν η δόλια.
ΘΗΣ. Και για ποιά στεναχώρια ή συφορά;
ΚΟΡ. Τόσο ξέρω. Κι εγώ ήρθα μόλις τώρα,
τη δυστυχιά σου αντάμα σου να κλάψω.
ΘΗΣ. (τραβώντας το στεφάνι του)
Ώχου! Γιατί στεφανωμένη να ᾽χω
την κεφαλή με τα χλωρά τα φύλλα,
δυστυχισμένος άνθρωπος; Ανοίχτε
τις πόρτες, δούλοι, βγάλτε την αμπάρα
να ιδώ της γυναικός μου την πικρή
810 την όψη. Ο θάνατός της με θανάτωσε!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου