[353e] Ἆρ᾽ οὖν ποτε, ὦ Θρασύμαχε, ψυχὴ τὰ αὑτῆς ἔργα εὖ ἀπεργάσεται στερομένη τῆς οἰκείας ἀρετῆς, ἢ ἀδύνατον;
Ἀδύνατον.
Ἀνάγκη ἄρα κακῇ ψυχῇ κακῶς ἄρχειν καὶ ἐπιμελεῖσθαι, τῇ δὲ ἀγαθῇ πάντα ταῦτα εὖ πράττειν.
Ἀνάγκη.
Οὐκοῦν ἀρετήν γε συνεχωρήσαμεν ψυχῆς εἶναι δικαιοσύνην, κακίαν δὲ ἀδικίαν;
Συνεχωρήσαμεν γάρ.
Ἡ μὲν ἄρα δικαία ψυχὴ καὶ ὁ δίκαιος ἀνὴρ εὖ βιώσεται, κακῶς δὲ ὁ ἄδικος.
Φαίνεται, ἔφη, κατὰ τὸν σὸν λόγον.
[354a] Ἀλλὰ μὴν ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδαίμων, ὁ δὲ μὴ τἀναντία.
Πῶς γὰρ οὔ;
Ὁ μὲν δίκαιος ἄρα εὐδαίμων, ὁ δ᾽ ἄδικος ἄθλιος.
Ἔστω, ἔφη.
Ἀλλὰ μὴν ἄθλιόν γε εἶναι οὐ λυσιτελεῖ, εὐδαίμονα δέ.
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐδέποτ᾽ ἄρα, ὦ μακάριε Θρασύμαχε, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης.
Ταῦτα δή σοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, εἱστιάσθω ἐν τοῖς Βενδιδίοις.
Ὑπὸ σοῦ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε, ἐπειδή μοι πρᾷος ἐγένου καὶ χαλεπαίνων ἐπαύσω. οὐ μέντοι καλῶς γε [354b] εἱστίαμαι, δι᾽ ἐμαυτὸν ἀλλ᾽ οὐ διὰ σέ· ἀλλ᾽ ὥσπερ οἱ λίχνοι τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες, πρὶν τοῦ προτέρου μετρίως ἀπολαῦσαι, καὶ ἐγώ μοι δοκῶ οὕτω, πρὶν ὃ τὸ πρῶτον ἐσκοποῦμεν εὑρεῖν, τὸ δίκαιον ὅτι ποτ᾽ ἐστίν, ἀφέμενος ἐκείνου ὁρμῆσαι ἐπὶ τὸ σκέψασθαι περὶ αὐτοῦ εἴτε κακία ἐστὶν καὶ ἀμαθία, εἴτε σοφία καὶ ἀρετή, καὶ ἐμπεσόντος αὖ ὕστερον λόγου, ὅτι λυσιτελέστερον ἡ ἀδικία τῆς δικαιοσύνης, οὐκ ἀπεσχόμην τὸ μὴ οὐκ ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν ἀπ᾽ ἐκείνου, ὥστε μοι νυνὶ γέγονεν ἐκ τοῦ διαλόγου μηδὲν [354c] εἰδέναι· ὁπότε γὰρ τὸ δίκαιον μὴ οἶδα ὅ ἐστιν, σχολῇ εἴσομαι εἴτε ἀρετή τις οὖσα τυγχάνει εἴτε καὶ οὔ, καὶ πότερον ὁ ἔχων αὐτὸ οὐκ εὐδαίμων ἐστὶν ἢ εὐδαίμων.
***
[353e] Μπορεί λοιπόν, Θρασύμαχε, η ψυχή να εκτελέσει καλά τη δουλειά της, αν στερείται την αποκλειστική της αρετή;
Αδύνατο.
Είναι λοιπόν ανάγκη η κακή ψυχή και κακά να σκέπτεται και κακά να κυβερνά, ενώ απεναντίας η καλή ψυχή θα τα κάνει καλά όλ᾽ αυτά.
Ανάγκη πάσα.
Δεν παραδεχτήκαμε όμως πως η δικαιοσύνη είναι μια αρετή, και η αδικία μια κακία της ψυχής;
Ε ναι, το παραδεχτήκαμε.
Η δίκαιη λοιπόν ψυχή και ο δίκαιος ο άνθρωπος θα ζει καλά, το εναντίον όμως ο άδικος.
Φαίνεται, είπε, σύμφωνα με κείνα που είπες.
[354a] Αλλά εκείνος που ζει καλά είναι ευτυχής και μακάριος, και το εναντίον εκείνος που ζει κακά.
Πώς όχι;
Είναι λοιπόν ευτυχής ο δίκαιος, ενώ ο άδικος δυστυχής και άθλιος.
Ας είναι κι έτσι.
Αλλά όμως δεν τον ωφελεί βέβαια κανένα να είναι δυστυχής.
Όχι, εννοείται.
Και επομένως, ευλογημένε μου Θρασύμαχε, ποτέ η αδικία δεν είναι πιο ωφέλιμο πράγμα από τη δικαιοσύνη.
Πάρε την τώρα, Σωκράτη, αυτή τη συζήτηση σαν ένα συμπόσιο, που σου φιλεύτηκε για τα σημερινά τα Βενδίδεια.
Και το χρωστώ σε σένα, Θρασύμαχε, γιατί παράτησες εκείνη την αγριάδα που μου έδειξες στην αρχή κι έγινες τόσο ήμερος… Δεν ήταν όμως και τέλειο, όπως εγώ θα το ήθελα [354b] το συμπόσιο, όχι από φταίξιμο δικό σου, αλλ᾽ από δικό μου μάλλον· γιατί την έπαθα όπως οι κοιλιόδουλοι, που πέφτουν αρπαχτά πάνω σε κάθε νέο φαγητό που σερβίρεται, πριν να απολαύσουν οπωσδήποτε το προηγούμενο. Έτσι κι εγώ, πριν να βρούμε εκείνο που συζητούσαμε πρώτα, τί πράγμα δηλαδή είναι η δικαιοσύνη, το παράτησα αυτό στη μέση και καταπιάστηκα να εξετάσω αν είναι κακία, ή αμάθεια, ή σοφία, ή αρετή· και επειδή έτυχε να βγει ύστερα άλλο ζήτημα στη μέση, αν δηλαδή η αδικία είναι πιο ωφέλιμο πράγμα από τη δικαιοσύνη, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην περάσω από κείνο το πρώτο σ᾽ αυτό το άλλο. Ώστε στο τέλος κατάντησα να μη μάθω τίποτα [354c] απ᾽ αυτή τη συζήτηση· γιατί, όταν δεν γνωρίζω ποιά είναι η ίδια η ουσία της δικαιοσύνης, πώς θα μπορώ να ξέρω αν είναι αρετή, είτε όχι, κι αν είναι ευτυχής εκείνος που την έχει, ή το εναντίο;
Ἀδύνατον.
Ἀνάγκη ἄρα κακῇ ψυχῇ κακῶς ἄρχειν καὶ ἐπιμελεῖσθαι, τῇ δὲ ἀγαθῇ πάντα ταῦτα εὖ πράττειν.
Ἀνάγκη.
Οὐκοῦν ἀρετήν γε συνεχωρήσαμεν ψυχῆς εἶναι δικαιοσύνην, κακίαν δὲ ἀδικίαν;
Συνεχωρήσαμεν γάρ.
Ἡ μὲν ἄρα δικαία ψυχὴ καὶ ὁ δίκαιος ἀνὴρ εὖ βιώσεται, κακῶς δὲ ὁ ἄδικος.
Φαίνεται, ἔφη, κατὰ τὸν σὸν λόγον.
[354a] Ἀλλὰ μὴν ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδαίμων, ὁ δὲ μὴ τἀναντία.
Πῶς γὰρ οὔ;
Ὁ μὲν δίκαιος ἄρα εὐδαίμων, ὁ δ᾽ ἄδικος ἄθλιος.
Ἔστω, ἔφη.
Ἀλλὰ μὴν ἄθλιόν γε εἶναι οὐ λυσιτελεῖ, εὐδαίμονα δέ.
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐδέποτ᾽ ἄρα, ὦ μακάριε Θρασύμαχε, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης.
Ταῦτα δή σοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, εἱστιάσθω ἐν τοῖς Βενδιδίοις.
Ὑπὸ σοῦ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Θρασύμαχε, ἐπειδή μοι πρᾷος ἐγένου καὶ χαλεπαίνων ἐπαύσω. οὐ μέντοι καλῶς γε [354b] εἱστίαμαι, δι᾽ ἐμαυτὸν ἀλλ᾽ οὐ διὰ σέ· ἀλλ᾽ ὥσπερ οἱ λίχνοι τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες, πρὶν τοῦ προτέρου μετρίως ἀπολαῦσαι, καὶ ἐγώ μοι δοκῶ οὕτω, πρὶν ὃ τὸ πρῶτον ἐσκοποῦμεν εὑρεῖν, τὸ δίκαιον ὅτι ποτ᾽ ἐστίν, ἀφέμενος ἐκείνου ὁρμῆσαι ἐπὶ τὸ σκέψασθαι περὶ αὐτοῦ εἴτε κακία ἐστὶν καὶ ἀμαθία, εἴτε σοφία καὶ ἀρετή, καὶ ἐμπεσόντος αὖ ὕστερον λόγου, ὅτι λυσιτελέστερον ἡ ἀδικία τῆς δικαιοσύνης, οὐκ ἀπεσχόμην τὸ μὴ οὐκ ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν ἀπ᾽ ἐκείνου, ὥστε μοι νυνὶ γέγονεν ἐκ τοῦ διαλόγου μηδὲν [354c] εἰδέναι· ὁπότε γὰρ τὸ δίκαιον μὴ οἶδα ὅ ἐστιν, σχολῇ εἴσομαι εἴτε ἀρετή τις οὖσα τυγχάνει εἴτε καὶ οὔ, καὶ πότερον ὁ ἔχων αὐτὸ οὐκ εὐδαίμων ἐστὶν ἢ εὐδαίμων.
***
[353e] Μπορεί λοιπόν, Θρασύμαχε, η ψυχή να εκτελέσει καλά τη δουλειά της, αν στερείται την αποκλειστική της αρετή;
Αδύνατο.
Είναι λοιπόν ανάγκη η κακή ψυχή και κακά να σκέπτεται και κακά να κυβερνά, ενώ απεναντίας η καλή ψυχή θα τα κάνει καλά όλ᾽ αυτά.
Ανάγκη πάσα.
Δεν παραδεχτήκαμε όμως πως η δικαιοσύνη είναι μια αρετή, και η αδικία μια κακία της ψυχής;
Ε ναι, το παραδεχτήκαμε.
Η δίκαιη λοιπόν ψυχή και ο δίκαιος ο άνθρωπος θα ζει καλά, το εναντίον όμως ο άδικος.
Φαίνεται, είπε, σύμφωνα με κείνα που είπες.
[354a] Αλλά εκείνος που ζει καλά είναι ευτυχής και μακάριος, και το εναντίον εκείνος που ζει κακά.
Πώς όχι;
Είναι λοιπόν ευτυχής ο δίκαιος, ενώ ο άδικος δυστυχής και άθλιος.
Ας είναι κι έτσι.
Αλλά όμως δεν τον ωφελεί βέβαια κανένα να είναι δυστυχής.
Όχι, εννοείται.
Και επομένως, ευλογημένε μου Θρασύμαχε, ποτέ η αδικία δεν είναι πιο ωφέλιμο πράγμα από τη δικαιοσύνη.
Πάρε την τώρα, Σωκράτη, αυτή τη συζήτηση σαν ένα συμπόσιο, που σου φιλεύτηκε για τα σημερινά τα Βενδίδεια.
Και το χρωστώ σε σένα, Θρασύμαχε, γιατί παράτησες εκείνη την αγριάδα που μου έδειξες στην αρχή κι έγινες τόσο ήμερος… Δεν ήταν όμως και τέλειο, όπως εγώ θα το ήθελα [354b] το συμπόσιο, όχι από φταίξιμο δικό σου, αλλ᾽ από δικό μου μάλλον· γιατί την έπαθα όπως οι κοιλιόδουλοι, που πέφτουν αρπαχτά πάνω σε κάθε νέο φαγητό που σερβίρεται, πριν να απολαύσουν οπωσδήποτε το προηγούμενο. Έτσι κι εγώ, πριν να βρούμε εκείνο που συζητούσαμε πρώτα, τί πράγμα δηλαδή είναι η δικαιοσύνη, το παράτησα αυτό στη μέση και καταπιάστηκα να εξετάσω αν είναι κακία, ή αμάθεια, ή σοφία, ή αρετή· και επειδή έτυχε να βγει ύστερα άλλο ζήτημα στη μέση, αν δηλαδή η αδικία είναι πιο ωφέλιμο πράγμα από τη δικαιοσύνη, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και να μην περάσω από κείνο το πρώτο σ᾽ αυτό το άλλο. Ώστε στο τέλος κατάντησα να μη μάθω τίποτα [354c] απ᾽ αυτή τη συζήτηση· γιατί, όταν δεν γνωρίζω ποιά είναι η ίδια η ουσία της δικαιοσύνης, πώς θα μπορώ να ξέρω αν είναι αρετή, είτε όχι, κι αν είναι ευτυχής εκείνος που την έχει, ή το εναντίο;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου